Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2025

Παντελής Βουτουρής: συνέντευξη στη Χαριτίνη Μαλισσόβα *



Ο Παντελής Βουτουρής είναι ομότιμος καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Kύπρου, διευθυντής του Νεοελληνικού Σπουδαστηρίου Πετρώνδα του Πανεπιστημίου Κύπρου και πρόεδρος του Δ.Σ. του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου. Σπούδασε Μεσαιωνική και Νεοελληνική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Δίδαξε Νεοελληνική Φιλολογία στις Φιλοσοφικές Σχολές των Πανεπιστημίων Kρήτης και Kύπρου. Δίδαξε επίσης, ως επισκέπτης καθηγητής, στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, στην Ακαδημία της Βαρκελώνης, στο Κέντρο Βυζαντινών Νεοελληνικών και Κυπριακών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Γρανάδας και στο Τμήμα Ελληνικής και Λατινικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Ρώμης La Sapienza. Εξέδωσε 13 βιβλία και δημοσίευσε περισσότερες από εκατό μελέτες για τη λογοτεχνία, την κριτική και την ιστορία των ιδεών. Το βιβλίο του Ιδέες της σκληρότητας και της καλοσύνης. Εθνικισμός, σοσιαλισμός, ρατσισμός (1897-1922) (εκδ. Καστανιώτη, 2017), τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο δοκιμίου του Αναγνώστη και το πρώτο Κρατικό Βραβείο της Κύπρου. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του, Κάπου στην Κύπρο, στον νομό Πρεβέζης... Εισαγωγή στην ποιητική του Κώστα Μόντη (εκδ. Ερατώ, 2024), μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.

Κάπου στην Κύπρο, στον νομό Πρεβέζης… ο τίτλος του βιβλίου σας, που αποτελεί μια εισαγωγή στην ποιητική του σπουδαίου Κώστα Μόντη. Θα μας δώσετε κάποια στοιχεία του;

Πρόκειται για στίχο του Μόντη από το ποίημα «Προς ζωή»: Εν ου παικτοίς, κυρά, μην παίζης. [δηλαδή μην κάνεις παιχνίδια με σοβαρά πράγματα].../ Σου λέω πως αν μπορούσα/ ίσως κι εγώ να σ’ αποχαιρετούσα/ Κάπου στην Κύπρο, στον νομό Πρεβέζης. Αυτό που ονομάζω στο βιβλίο μου «σύνδρομο της Πρέβεζας» σχετίζεται με τη δόση του καρυωτακισμού η οποία μεταβολίζεται στο έργο του Μόντη, ή –για να χρησιμοποιήσω τη διατύπωση του Π. Μουλλά– με το «μερίδιο δηλητηριασμένου αίματος» που κληρονόμησε ο Μόντης από τον Καρυωτάκη. Η απόγνωση είναι μια παράμετρος της ζωής και του έργου του, ιδίως στην πρώτη δημιουργική του περίοδο όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με αδιέξοδα, συντετριμμένος από την απίστευτη οικογενειακή του τραγωδία, κατάμονος απέναντι σε μιαν απειλητική «αόρατη αράχνη». Την βαρύθυμη διάθεση του παγιδευμένου στη Λευκωσία-Πρέβεζα, πολλά υποσχόμενου «εύελπι» ποιητή και πτυχιούχου της Νομικής, απηχούν αρκετά ποιήματα τα οποία υποβάλλουν τις αντιστοιχίες μεταξύ της αδιέξοδης ζωής του Μόντη στη Λευκωσία στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και της κατάστασης στην οποία βρισκόταν ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα πριν από την αυτοκτονία του.

Είκοσι χρόνια μετά τον θάνατο του Κώστα Μόντη πόσο διαχρονική παραμένει η ποίησή του;

Ο Μόντης είναι σύγχρονος ποιητής, με την έννοια ότι οι συνθήκες μέσα στις οποίες δημιουργείται το έργο του δεν έχουν διαφοροποιηθεί ουσιαστικά. Ή τουλάχιστον είναι αναγνωρίσιμες σήμερα. Επιπλέον, το έργο του είναι επίκαιρο εξαιτίας και της αμεσότητας του οικείου ποιητικού του λόγου, της ευθύτητάς του και της ευρύτητάς του, η οποία καλύπτει ένα εντυπωσιακά εκτεταμένο φάσμα θεμάτων.

Η απώθηση μπορεί να λειτουργήσει κάποτε ως ώθηση.

Πόσος χρόνος χρειάστηκε για τη συλλογή του υλικού και τη συγγραφή του βιβλίου;

Τρία με τέσσερα χρόνια. Αυτό ισχύει όχι μόνο για το συγκεκριμένο, αλλά για όλα τα βιβλία που έχω γράψει.

Κάπου στο διαδίκτυο ο Κώστας Μόντης αναφέρεται ως Ελληνοκύπριος ποιητής. Συμφωνείτε;

Οι λέξεις που επιλέγουμε να χρησιμοποιήσουμε σχετίζονται με την ιδεολογία και την αισθητική μας. Με αυτή την έννοια προσωπικά δεν χρησιμοποιώ τον όρο «Ελληνοκύπριος». Ούτε «Ελληνοθεσσαλός» ή «Ελληνοκρητικός». Ένας σύγχρονος σημαντικός ποιητής, ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, γράφει κάπου: «Είμαι Έλληνας ποιητής που έτυχε να γεννηθώ στην Κύπρο». Τον Καβάφη, τον Αλεξανδρινό ποιητή που έγραψε του στίχους: «Ας την παραδεχθούμε την αλήθεια πια·/ είμεθα Έλληνες κι εμείς – τί άλλο είμεθα; –/ αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις της Ασίας», θα τον λέγαμε «Ελληνοαιγύπτιο ποιητή»;

Έχετε μελετήσει και εκδώσει βιβλία σχετικά με το έργο και άλλων σημαντικών ποιητών, όπως του Παλαμά, του Εμπειρίκου κ.ά. Ποια είναι η αίσθησή σας μετά την ολοκλήρωση κάθε βιβλίου; 

Η αυτονόητη απάντηση θα ήταν βεβαίως «χαρά», ότι «τα βιβλία μας είναι σαν τα παιδιά μας» κ.λπ. Και ασφαλώς ισχύουν αυτά. Ωστόσο, η ολοκλήρωση ενός βιβλίου είναι ο επίλογος, το επισφράγισμα μιας μακράς, επίπονης, δημιουργικής διαδικασίας. Και η κυρίαρχη αίσθηση όταν φτάνεις στο τέλος μιας περιπέτειας όπως αυτή είναι η εσωτερική ανάγκη του απολογισμού.

Έχετε γράψει περισσότερες από εκατό μελέτες για τη νεοελληνική λογοτεχνία και την ιστορία των ιδεών στην Ελλάδα. Ποιο ήταν το βασικό κίνητρο για τη συγγραφή τους;

Καταρχήν, το κίνητρο είναι ο επαγγελματικός εθισμός, ο οποίος απορρέει από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και το θεσμικό πλαίσιο του πανεπιστημιακού χώρου. Ως πανεπιστημιακός νεοελληνιστής συνεπώς ασχολήθηκα κατά καιρούς συστηματικά με το έργο συγκεκριμένων ποιητών και πεζογράφων: Ανδρέας Εμπειρίκος, Κωστής Παλαμάς, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Κωνσταντίνος Θεοτόκης, και άλλους. Βεβαίως, πέρα από τον επαγγελματικό εθισμό πάντα υπάρχει και κάτι προσωπικό, που με ωθεί σε έναν λογοτέχνη. Όχι κατ’ ανάγκην έλξη. Μπορεί να συμβαίνει μερικές φορές το αντίθετο. Η απώθηση μπορεί να λειτουργήσει κάποτε ως ώθηση.

 Ο μεγάλος κίνδυνος, για όσους αγαπούν τη λογοτεχνία, είναι να γίνουν όλα εικόνα.

Ως ακαδημαϊκός αλλά και ως καθηγητής της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε Ελλάδα και Κύπρο, σε τι ποσοστό διαπιστώσατε πως οι φοιτητές ενδιαφέρονται πραγματικά και διαβάζουν λογοτεχνία;

Αυτό που με βεβαιότητα θα μπορούσα να πω είναι ότι το ποσοστό στο οποίο αναφέρεστε φθίνει προοδευτικά. Πολύ λίγοι διαβάζουν σήμερα λογοτεχνία, ακόμη και όταν αυτή αποτελεί το αντικείμενο των σπουδών τους. Πρόκειται για ένα φαινόμενο το οποίο σχετίζεται με τη γενικότερη κρίση των ανθρωπιστικών σπουδών, κυρίως των φιλοσοφικών σχολών των ελληνικών πανεπιστημίων.

Με τη χρήση του διαδικτύου, ο αριθμός των αναγνωστών βιβλίων –και περισσότερο των αναγνωστών νεαρής ηλικίας– έχει μειωθεί σημαντικά. Πόσο η νέα αυτή πραγματικότητα σας προβληματίζει;

Το διαδίκτυο εθίζει τους χρήστες στην εικόνα και στην αποσπασματική ανάγνωση, σύντομων κατά κανόνα κειμένων. Η παραδοσιακή σχέση του συγγραφέα με τον αναγνώστη και οι όροι πρόσληψης του κειμένου έχουν ανατραπεί. Αναφέρω τρία παραδείγματα, προκειμένου να δείξω ότι το φαινόμενο που προσπαθούμε να περιγράψουμε μπορεί να είναι ίσως πιο περίπλοκο: α) ενώ εκ πρώτης όψεως μπορεί να υποθέσει κανείς ότι το ηλεκτρονικό βιβλίο εκτοπίζει το έντυπο, εντούτοις ο αριθμός των βιβλίων που τυπώνονται κάθε χρόνο δεν φαίνεται να επηρεάζεται σημαντικά, β) δεν είμαι βέβαιος αν έχει μειωθεί ο αριθμός ειδικά των αναγνωστών νεαρής ηλικίας. Το ζήτημα δεν είναι ποσοτικό αλλά ποιοτικό. Τι διαβάζουν στο διαδίκτυο; γ) η εντύπωσή μου είναι ότι η ποίηση διαβάζεται σήμερα κυρίως στο διαδίκτυο. Υπάρχει μάλιστα η άποψη ότι εμπεδώνεται μια κατάσταση πολύ πιο δημοκρατική στο διαδίκτυο, καθώς οποιοσδήποτε μπορεί να δημοσιεύσει.

Υπάρχει τρόπος ώστε η τεχνολογία να ενισχύσει τη λογοτεχνία και να βρεθούν νέοι αναγνώστες που θα την αγαπήσουν;

Η σύζευξη της λογοτεχνίας με την τεχνολογία, του λόγου με την εικόνα, είναι μια πραγματικότητα σήμερα και θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε κάποιες ελκυστικές υβριδικές μορφές έκφρασης, όπως για παράδειγμα τα εικονοποιήματα. Ωστόσο, πρόκειται για διακριτές περιοχές. Και ο μεγάλος κίνδυνος, για όσους αγαπούν τη λογοτεχνία, είναι να γίνουν όλα εικόνα.

Θέλετε να κλείσουμε τη συνέντευξη με μια φράση ή έναν στίχο από το βιβλίο;

Ναι, με ένα ποίημα του Μόντη:

Ελάχιστοι μας διαβάζουν,
ελάχιστοι ξέρουν τη γλώσσα μας,
μένουμε αδικαίωτοι κι αχειροκρότητοι
σ’ αυτή τη μακρινή γωνιά,
όμως αντισταθμίζει που γράφουμε Ελληνικά.

 

Κάπου στην Κύπρο, στον νομό Πρεβέζης…
Εισαγωγή στην ποιητική του Κώστα Μόντη
Παντελής Βουτουρής
Ερατώ
256 σελ.
ISBN 978-960-229-381-2
Τιμή €19,07


*


Δεν υπάρχουν σχόλια: