Ο Μανώλης Γλέζος ήταν έλληνας δημοσιογράφος και πολιτικός, με διαδρομή στα κοινά που ξεκινά από τα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας. Τη νύχτα της 30ης προς 31η Μαΐου 1941 μαζί με τον Απόστολο Σάντα κατέβασε από την Ακρόπολη τη σβάστικα, κερδίζοντας τον παγκόσμιο θαυμασμό. Ηγετική προσωπικότητα της Αριστεράς, διώχθηκε επανειλημμένα για την πολιτική του δραστηριότητα και παρέμεινε κρατούμενος (φυλακή και εξορία) 16 χρόνια σε όλη τη ζωή του.

Ο Μανώλης Γλέζος γεννήθηκε στην Απείρανθο (στ’ Απεράθου, σύμφωνα με τη ντοπολαλιά της περιοχής) της Νάξου στις 9 Σεπτεμβρίου 1922. Ο πατέρας του Νικόλαος Γλέζος (1892-1924) ήταν δημόσιος υπάλληλος και δημοσιογράφος, ενώ η μητέρα του Ανδρομάχη Ναυπλιώτου (1894-1967) καταγόταν από την Πάρο. Τα παιδικά του χρόνια τα έζησε στο χωριό του, όπου τελείωσε το δημοτικό σχολείο. Το 1935 ήλθε στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές, δουλεύοντας παράλληλα ως φαρμακοϋπάλληλος. Το 1940 πέτυχε στην ΑΣΟΕΕ (σημερινό Οικονομικό Πανεπιστήμιο).

Μαθητής γυμνασίου δημιούργησε αντιφασιστική ομάδα το 1939 για την απελευθέρωση της Δωδεκανήσου από τους Ιταλούς και την αποτίναξη της δικτατορίας του Μεταξά. Μόλις ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος στις 28 Οκτωβρίου 1940 ζήτησε να καταταχτεί ως εθελοντής, αλλά λόγω του νεαρού της ηλικίας του δεν του επετράπη. Εργάστηκε, όμως, εθελοντικά στο Υπουργείο Οικονομικών (Γ' Ταμείο Εισπράξεων Αθηνών).


Την περίοδο της ναζιστικής κατοχής (1941-1944) ανέπτυξε έντονη απελευθερωτική δράση μέσα από τις γραμμές της ΟΚΝΕ, του ΕΑΜ Νέων και της ΕΠΟΝ, με αποτέλεσμα να υποστεί φυλακίσεις και διώξεις. Τη νύχτα της 30ης προς την 31η Μαΐου 1941 μαζί με τον Απόστολο Σάντα κατέβασε από την Ακρόπολη τη σβάστικα και καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο. Στις 24 Μαρτίου 1942 συνελήφθη μαζί με τον Απόστολο Σάντα από τα γερμανικά στρατεύματα και φυλακίστηκε ένα μήνα στις φυλακές Αβέρωφ, όπου βασανίστηκε απάνθρωπα, με αποτέλεσμα να προσβληθεί από φυματίωση βαρυτάτης μορφής. Στις 21 Απριλίου 1943 συνελήφθη από τα ιταλικά στρατεύματα κατοχής και παρέμεινε φυλακισμένος τρεις μήνες. Στις 7 Φεβρουαρίου 1944 συνελήφθη από συνεργάτες των αρχών κατοχής και παρέμεινε στις φυλακές επτάμισι μήνες, απ' όπου δραπέτευσε στις 21 Σεπτεμβρίου 1944. Κατά τη διάρκεια της κατοχής δούλεψε ως υπάλληλος στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό (1941-1943) και τον Δήμο Αθηναίων (1943-1945).

Μετά την απελευθέρωση δούλεψε στην εφημερίδα Ριζοσπάστης ως συντάκτης και από τις 10 Αυγούστου 1947 έως το κλείσιμό της ανέλαβε αρχισυντάκτης, εκδότης και διευθυντής. Στις 3 Μαρτίου 1948 συνελήφθη και παραπέμφθηκε συνολικά σε 28 δίκες για αδικήματα Τύπου. Καταδικάστηκε σε διάφορες ποινές, από τις οποίες μία φορά σε θάνατο, τον Οκτώβριο του 1948. Άλλη μία φορά καταδικάστηκε σε θάνατο, στις 21 Μαρτίου 1949 για παράβαση του Γ' Ψηφίσματος. Οι θανατικές καταδίκες δεν πραγματοποιήθηκαν, ύστερα από έντονες διαμαρτυρίες της ελληνικής και της διεθνούς κοινής γνώμης. Το 1950 οι θανατικές ποινές μετατράπηκαν σε ισόβια και τελικά αποφυλακίστηκε στις 16 Ιουλίου 1954.