Σάββατο 29 Απριλίου 2023

Ενεργειακή Μετάβαση: Επιχειρηματική ευκαιρία ή βιώσιμη προοπτική; ( Νίκου Πασαδάκη* )



Η ενεργειακή οικονομία τις τελευταίες τρεις δεκαετίες καθορίζεται με εντεινόμενο ρυθμό από το “μύθο” της ενεργειακής “πράσινης”, “εναλλακτικής” μετάβασης που στηρίζεται σε ένα απλοϊκό, κατά τη γνώμη μου, σενάριο, ότι δηλαδή η χρήση των ορυκτών καυσίμων οδήγησε στην κλιματική αλλαγή και η αντικατάσταση τους θα φέρει το οικοσύστημα πίσω σε ισορροπία. Χρησιμοποιώ τον όρο “μύθος” χωρίς καθόλου απαξιωτική χροιά, αλλά μάλλον με την αρχαιοελληνική σημασία του.

Ο “μύθος” είναι ένα οργανωμένο σύστημα παραδοχών, το οποίο στηρίζεται σε γεγονότα ή καταστάσεις λιγότερο η περισσότερο πραγματικές. Όταν διαμορφωθεί και επικρατήσει, λειτουργεί ως το υπόβαθρο για την κατανόηση του κόσμου και ως εγχειρίδιο ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς. Είναι ένα “δόγμα” με τα χαρακτηριστικά των θρησκευτικών συστημάτων πίστης, τουλάχιστον για όσο χρόνο κυριαρχεί. Αν το καλοσκεφτούμε όλοι οι τομείς της ατομικής και κοινωνικής και οικονομικής ζωής καθορίζονται από τους “μύθους” τους.

Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του“μύθου” είναι το γεγονός ότι, όταν εμπεδωθεί, αποκτά ανεξαρτησία από τις γενεσιουργές αιτίες του. Στον αρχαίο ελληνικό “μύθο” κανείς δεν διερευνά αν υπάρχει αιτιώδης σχέση ανάμεσα στην εμφάνιση του κεραυνού και στις διαθέσεις του Δία. Στους σύγχρονους “μύθους” οργάνωσης της κοινωνίας, τα μοτίβα τους δεν συνδέονται λειτουργικά και ορθολογικά με την ιστορικότητα της εμφάνισής τους ή με συγκεκριμένες δράσεις κοινωνικών ομάδων που έχουν υπόβαθρο το ίδιον όφελος. Και κάτι τελευταίο για τον “μύθο”: δύσκολα επιδέχεται αλλαγής ή διόρθωσης. Είναι μέρος της αδράνειας του συστήματος και έτσι η απόρριψη ή ο μετασχηματισμός του βρίσκεται εκτός του πεδίου του εφικτού.

Τα παραπάνω στοιχεία ανιχνεύονται στον “μύθο” της πράσινης ενεργειακής μετάβασης που εξετάζουμε εδώ. Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι η εμπεδωμένη αντίληψη περί της ενεργειακής μετάβασης, κυρίως στον ευρωπαϊκό χώρο και με αρκετές αντιφάσεις στον χώρο της Βόρειας Αμερικής, αποτελεί ένα σύγχρονο “μύθο”. Ο οποίος εμφανίστηκε όχι ως η αντικειμενικά μοναδική λύση στο πρόβλημα της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης του πλανήτη συνολικά και ειδικά στον τομέα της κλιματικής αλλαγής ή κρίσης αν προτιμάτε.

Συγκεκριμένα υποστηρίζω τις παρακάτω δύο θέσεις, στις οποίες θα ήθελα και να εστιάσω:

Πρώτο: η εφαρμογή των κατευθύνσεων της ενεργειακής μετάβασης όπως έχουν καθοριστεί στα πλαίσια του Green Deal στις διάφορες εθνικές ή υπερεθνικές παραλλαγές του, δεν αποτελεί αποτελεσματική λύση στην αναμφισβήτητη περιβαλλοντική υποβάθμιση του πλανήτη.

Δεύτερο: οι σημερινές κατευθύνσεις της ενεργειακής μετάβασης στηρίζονται και υπηρετούν ανάγκες και επιδιώξεις συγκεκριμένων οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών ομάδων και εκδηλώνονται μέσω των θεσμικών μορφωμάτων (εθνικών ή υπερεθνικών) που αυτές χρησιμοποιούν.

Ας εξετάσουμε την πρώτη θέση ξεκινώντας από το εξωτερικό περίβλημα του συστήματος, “μύθου” λέω εγώ, της πράσινης μετάβασης, πως δηλαδή αυτό εισπράττεται από την κοινή γνώμη, αλλά δυστυχώς και από μέρος, μεγάλο μάλλον, της επιστημονικής κοινότητας.

Εδώ επιτρέψτε μου να ανοίξω μία σύντομη παρένθεση και να σχολιάσω το γεγονός ότι η επιστημονική κοινότητα σχεδόν αποκλειστικά, έχει εντάξει τη δραστηριότητά της στις διαμορφωμένες από κρατικές και διακρατικές πολιτικές αποφάσεις που οριοθετούν της ενεργειακή μετάβαση. Μερικές φορές μάλιστα αυτή η έντονη επιστημονική δραστηριότητα χρησιμοποιείται από τους πολιτικούς και οικονομικούς υποστηρικτές του μοντέλου της ενεργειακής μετάβασης ως ένδειξη του πόσο έγκυρη, επείγουσα και απαραίτητη είναι αλλά και πόσο ευρεία απήχηση έχει στην κοινωνία.

Προφανώς εδώ έχουμε μια μορφή στρεψοδικίας, διότι είναι γνωστό σε όσους παροικούν στον χώρο της επιστήμης και της έρευνας, τουλάχιστον στον χώρο της ενέργειας, ότι οι μόνες κατευθύνσεις που μπορούν να ελπίζουν σε χρηματοδότηση είναι αυτές που στοιχίζονται απόλυτα με τον κυρίαρχο “μύθο”. Με απλά λόγια ευρωπαϊκή ή εθνική χρηματοδότηση για έρευνα στην ενέργεια είναι δυνατή, μόνο αν εντάσσεται και ενισχύει τις πολιτικές που έχουν ήδη υιοθετηθεί.

Προκαλεί θυμηδία το γεγονός ότι οι ερευνητικές προτάσεις που υποβάλλονται ξεκινούν απαραίτητα με μια βαρετή επανάληψη των στόχων των πολιτικών αυτών, με τρόπο που συγκρίνεται με θρησκευτικά κείμενα που εμφατικά εστιάζουν στα δογματικά σημεία. Εδώ πρέπει να συνυπολογίσουμε και το γεγονός ότι η σημερινή κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη αντίληψη για την επιστήμη και την έρευνα ανέχεται μόνο τις δραστηριότητες που θα αποδώσουν άμεσο κέρδος είτε μέσω της αγοράς είτε μέσω της ενσωμάτωσης κοινωνικών υποκειμένων.

Ας επιστρέψουμε όμως στο θέμα μας, πώς η πράσινη μετάβαση εισπράττεται από την κοινή γνώμη, τουλάχιστον του “δικού μας” δυτικού κόσμου:

Υπάρχει γενική αποδοχή ενός απλοϊκού σχήματος που ξεκινά με μία γραμμική συσχέτιση της κατανάλωσης οργανογενών ορυκτών καυσίμων με την αύξηση της συγκέντρωσης του CO2 στην ατμόσφαιρα. Στη συνέχεια η συγκέντρωση αυτή του CO2 συσχετίζεται επίσης μονοσήμαντα με την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη, η οποία με τη σειρά της ανάγεται στο μοναδικό παράγοντα που διαμορφώνει την κλιματική αλλαγή. Και εδώ κλείνει ο κύκλος του θεωρητικού υποβάθρου της πράσινης μετάβασης. Επομένως αν μειωθεί ή εξαλειφθεί ο παράγοντας CO2 από τα ορυκτά καύσιμα, τότε όλα θα επανέλθουν στο προ-βιομηχανικό επίπεδο και το παγκόσμιο οικοσύστημα θα γίνει βιώσιμο.

Ας εξετάσουμε όμως περισσότερο τεχνικά το πρόβλημα αυτό: Ξεκινάμε από την γενική παραδοχή, η οποία αποτελεί γεγονός, ότι το παγκόσμιο οικοσύστημα βρίσκεται τουλάχιστον σε κατάσταση υπερβολικής πίεσης από τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Οι εκτιμήσεις του μεγέθους της πίεσης αυτής ποικίλουν από την πρόσκαιρη και τοπική ανισορροπία μέχρι και τη συνολική και μη αναστρέψιμη κατάρρευση. Μάλλον είναι δύσκολο να είναι κανείς αντικειμενικός σε αυτό, γιατί δεν έχουμε όλη την γνώση για τη λειτουργία των μεγάλων πλανητικών οικοσυστημάτων και την αλληλεπίδρασή τους. Πέραν από επικλήσεις παλαιότερων ιστορικών ή γεωλογικών καταστάσεων, τις οποίες θεωρούμε ως επίπεδα ισορροπίας-αναφοράς, δεν γνωρίζουμε τα σημερινά όρια των περιοχών σταθερότητας των ε π ι μ έ ρ ο υ ς συστημάτων ξεχωριστά,  αλλά και στην αλληλεπίδρασή τους. Για παράδειγμα πως λειτουργούν και πως αλληλεπιδρούν οι ωκεανοί, η υδρόσφαιρα, η βιόσφαιρα, η ατμόσφαιρα. Το μαθηματικά μοντέλα που χρησιμοποιούνται δεν μπορούν από τη φύση τους να κάνουν τίποτα περισσότερο από το να αντανακλούν καλύτερα ή χειρότερα, το σημερινό αυτό ελλιπές επίπεδο γνώσης, με ότι αυτό σημαίνει και για την ικανότητά τους να προβλέπουν με προεκβολή στο μέλλον.

Επιπλέον η θεώρησή μας για την οικολογική ισορροπία του πλανήτη έχει συχνά ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα, που οδηγεί σε υπερβολές. Όπως για παράδειγμα όταν θεωρούμε ως κατάρρευση του οικοσυστήματος και αποτέλεσμα της κλιματικής κρίσης, τη φυσιολογική λειτουργία να καταστρέφονται οικισμοί από φυσικά φαινόμενα (π.χ. βροχή), γιατί ήταν χωροθετημένοι σε λάθος σημείο στο φυσικό ανάγλυφο ή όταν η υπερβολική συγκέντρωση ανθρώπων και δραστηριοτήτων σε περιορισμένος γεωγραφικούς χώρους αποδεικνύεται προβληματική, επικίνδυνη, μη-βιώσιμη. Προφανώς δεν είναι η κλιματική αλλαγή ή η συγκέντρωση του CO2 η αιτία.

Πρέπει επίσης να αναφέρουμε ότι η έννοια της “κλιματικής αλλαγής” δεν είναι αυστηρά ορισμένη, αλλά οριοθετείται κατά περίπτωση από κάθε είδους και προέλευσης στατιστικά μη-τυπικές καταστάσεις, με ή χωρίς προφανή συσχέτιση με τα αίτια τους. Το μόνο ουσιαστικά ποσοτικό στοιχείο που έχουμε είναι τα δεδομένα για την θερμοκρασία, με τα οποία οριοθετείται η περιοχή ισορροπίας του παγκόσμιου οικοσυστήματος. Προφανώς μία ολιστική θεώρηση του πλανητικού συστήματος, θα χαρακτήριζε την αύξηση της της θερμοκρασίας, την οποία χαρακτηρίζουμε σήμερα “κλιματική αλλαγή” ως ένα μόνο σύμπτωμα της συνολικής αποσταθεροποίησης του πλανήτη από την υπερβολική πίεση που υφίσταται από την ανθρώπινη δραστηριότητα.

Συνοπτικά παραθέτω μερικές από τις κυριότερες κατευθύνσεις, στις οποίες η ανθρώπινη δραστηριότητα πιέζει το οικοσύστημα.

  1. Ο ανθρώπινος πληθυσμός τα τελευταία 200 χρόνια, δηλαδή από τη βιομηχανική επανάσταση και μετά, αυξήθηκε οκτώ φορές. Η επιβίωση αυτού του πληθυσμού, με τους όρους που καθορίζει το σημερινό μοντέλο παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης αγαθών, έχει αλλάξει περίπου τη μισή έκταση της στεριάς κυρίως με αγροτικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες. Σαν αποτέλεσμα αυτής της πληθυσμιακής έκρηξης άλλαξε δραματικά και η ισορροπία των ειδών. Η αναλογία ανθρώπων προς τα λοιπά θηλαστικών ήταν 1% προς 99% πριν την ανάπτυξη της γεωργίας και κτηνοτροφίας. Σήμερα είναι 36% οι άνθρωποι, 60% τα εκτρεφόμενα ζώα και μόνο 4% όλος ο πληθυσμός της άγρια ζωής.
  2. Τα οργανογενή ορυκτά καύσιμα που αποτέλεσαν την κύρια πηγή ενέργειας υφίστανται υπερκατανάλωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μισή ποσότητα των ορυκτών καυσίμων που έχει χρησιμοποιηθεί γενικά από τον άνθρωπο καταναλώθηκε στα τελευταία 30 χρόνια. Με αυτούς τους ρυθμούς και σε συνδυασμό με την αλλαγή των χρήσεων γης που αναφέραμε προηγουμένως, είναι φυσικό να έχουμε κατάρρευση της ισορροπίας στον κύκλο του άνθρακα, δηλαδή υψηλές συγκεντρώσεις CO2 στην ατμόσφαιρα.
  3. Επιπλέον των παραπάνω στη συνολική ανισορροπία του οικοσυστήματος συνδράμουν παράγοντες όπως η καταστροφή των δασών, η ερημοποίηση, ο περιορισμός της βιοποικιλότητας, η υπερκατανάλωση των κάθε είδους πρώτων υλών και η γενικευμένη χημική ρύπανση.

Συνάγεται λοιπόν ότι το ανθρώπινο είδος με τον τρόπο που αναπτύχθηκε μέχρι σήμερα, πιέζει το υπόλοιπο οικοσύστημα σε βαθμό που ξεπερνά τις δυνατότητες του να ενσωματώσει αυτή την επίδραση και να αναγεννηθεί επιστρέφοντας σε καταστάσεις ισορροπίας, να λειτουργεί δηλαδή βιώσιμα. Το μέγεθος της ανθρωπογενούς επίδρασης ξεπερνά τα όρια ανοχής του γήινου συστήματος το οποίο έχει πεπερασμένα όρια και δεν μπορεί να αναταχθεί αν περιοριστούμε μόνο σε μέτρα σχετικά με το φαινομένο του θερμοκηπίου από την κατανάλωση ορυκτών καυσίμων. Όμως το σημερινό κυρίαρχο οικονομικο-πολιτικό σύστημα, επιβάλει από τη φύση του, τη μεγέθυνση της παραγωγής και κατανάλωσης σε κάθε τομέα αλλά και στην ενέργεια. Αν στο παρελθόν η τεχνολογία χρησιμοποιήθηκε με επιτυχία για να υποστηριχθεί αυτή η μεγέθυνση (όπως στις προηγούμενες φάσεις εκβιομηχάνισης), σήμερα αυτό δεν είναι εφικτό διότι απλά ο πλανήτης δεν μπορεί να το υποστηρίξει.

Ας εξετάσουμε τώρα αν οι διαθέσιμες τεχνολογίες σήμερα έχουν τη δυνατότητα, τουλάχιστον στον χώρο της ενέργειας, να λειτουργήσουν βιώσιμα.

Θα αναφέρω αναγκαστικά τηλεγραφικά τους φυσικούς περιορισμούς που έχουν οι τεχνολογίες αυτές στον ρόλο του άμεσου αντικαταστάτη των ορυκτών καυσίμων με όρους βιωσιμότητας και διαθεσιμότητας. Ως βιωσιμότητα θεωρούμε την ικανότητα λειτουργίας τους στο χρόνο με το ελάχιστο περιβαλλοντικό αποτύπωμα, ενώ ως διαθεσιμότητα την ευκολία να λειτουργήσουν χωρίς την αναγκαστική συνδρομή των ορυκτών καυσίμων.

Το σύνηθες μοντέλο των πράσινων μορφών ενέργειας, στηρίζεται στη χρήση τους με τη μορφή του ηλεκτρισμού. Σήμερα μόνο το 20% της παγκόσμιας ενέργειας καταναλώνεται ως ηλεκτρισμός, ενώ το υπόλοιπο 80% με άμεση χρήση των ενεργειακών ρευστών, υγρών ή αερίων. Μία γενικευμένη χρήση της ενέργειας με ηλεκτρική μορφή συνδέεται με τα παρακάτω προβλήματα:

Υπάρχει άμεση ανάγκη για τεράστιες επενδύσεις για τη δημιουργία των νέων δικτύων διακίνησης αυτού του όγκου ενέργειας. Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τη δημιουργία και μόνο των δικτύων αυτών είναι τεράστιες με κυριότερες την αλλαγή χρήσεων γης, και τις συνέπειες από την παραγωγή των απαραίτητων για την κατασκευή τους μεταλλευμάτων και άλλων υλικών. Και βέβαια είναι άγνωστο πως θα χρηματοδοτηθούν οι τεράστιες επενδύσεις που απαιτούνται. Συνήθως αυτές τις υποχρεώσεις τις αναλαμβάνουν κρατικές οντότητες.

Οι συνηθέστερες των εναλλακτικών μορφών ενέργειας, τα φωτοβολταϊκά και τα αιολικά, αν και θεωρούνται ως τεχνολογίες μηδενικού αποτυπώματος άνθρακα, στην πραγματικότητα, με το σημερινό τρόπο παραγωγής τους, απαιτούν τη χρήση ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή των υλικών τους, τη μεταφορά και εγκατάστασή τους, τη διαχείριση των υπολειμμάτων τους μετά από τον σχετικά σύντομο χρόνο ζωής τους. Ας μην ξεχνάμε και το γεγονός ότι η παραγωγή των κραμάτων σιδήρου αλλά και άλλων μετάλλων είναι άμεσα συνυφασμένη με την παραγωγή του άνθρακα και του πετρελαίου, τόσο σαν συστατικών όσο και για την επίτευξη των υψηλών θερμοκρασιών που απαιτούνται στη μεταλλουργία.

Οι δυνατότητες άλλων λιγότερο εξωτικών εναλλακτικών πηγών ενέργειας, όπως τα βιοκαύσιμα, είναι πεπερασμένες, παρά την αρχική πανηγυρική υποδοχή τους, διότι ενίσχυσαν τη διατροφική φτώχεια, ενώ η παραγωγή τους από απόβλητα είναι περιορισμένη, ώστε να θεωρηθούν αξιόλογοι αντικαταστάτες των ορυκτών καυσίμων.

Το υδρογόνο, που φαίνεται να αποτελεί μακροπρόθεσμα ένα στιβαρό νέο τρόπο μεταφοράς ενέργειας, προς το παρόν η χρήση του περιορίζεται από τα όρια των τεχνολογιών παραγωγής, αποθήκευσης και ασφαλούς χρήσης του.

Η λίστα δεν εξαντλείται εδώ, είναι όμως ενδεικτική του γεγονότος ότι σήμερα δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις αντικατάστασης των οργανογενών ορυκτών καυσίμων, ακόμη και για να στηριχθεί το μοντέλο των μηδενικών εκπομπών CO2. Oι διαθέσιμες εναλλακτικές “ανανεώσιμες” τεχνολογίες ενέργειας δεν είναι και τόσο “ανανεώσιμες” όπως παρουσιάζονται, ούτε μπορούν να δώσουν την ποσότητα και την ποιότητα της ενέργειας των συμβατικών ορυκτών καυσίμων.

Αν λοιπόν συμφωνήσουμε ότι οι πολιτικές για την ενεργειακή μετάβαση με τον τρόπο που αναπτύσσονται δεν αποτελούν τη μαγική και μοναδική λύση που θα εγγυηθεί τη βιώσιμη ανάπτυξη της ανθρωπότητας στο μέλλον, θα πρέπει να αναζητήσουμε τους λόγους που αυτές οι πολιτικές υιοθετήθηκαν τόσο “δογματικά” από το σημερινό Δυτικό κόσμο.

Εδώ πρέπει να κινηθούμε με την αρχή “follow the money”. Τα στοιχεία δείχνουν ότι το τραπεζικό και το χρηματιστηριακό κεφάλαιο αλλά και τα επενδυτικά κεφάλαια υψηλού ρίσκου, θεωρούν προνομιακό χώρο επενδύσεων τις τεχνολογίες της ενεργειακής μετάβασης, ειδικά μετά από την τελευταία παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση (2008). Η επιλογή του χώρου την ενέργειας δεν είναι τυχαία. Είναι προνομιακός χώρος επενδύσεων λόγω του μεγέθους του αλλά και μίας ιδιαιτερότητας που έχει. Η ενέργεια είναι απαραίτητη για κάθε άνθρωπο, κάθε δραστηριότητα, άρα είναι ένα κοινωνικό αγαθό. Επομένως είναι εύκολο όλη αυτή η δραστηριότητα να κινηθεί κάτω από την προστατευτική ομπρέλα των κυβερνήσεων, οι οποίες θα τη στηρίξουν με επιδοτήσεις και το σημαντικότερο, σε περιόδους κρίσεων ή σε πιθανή κατάρρευση, θα αναλάβουν ολόκληρο το κόστος. 

Οι ομοιότητες με το προηγούμενο επενδυτικό Ελντοράντο των στεγαστικών δανείων στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι, νομίζω, ευδιάκριτες,

Δεν είναι όμως μόνο το επενδυτικό κέρδος που διαμόρφωσε τη σημερινή μορφή της ενεργειακής μετάβασης. Αποτελεί ταυτόχρονα μία στρατηγική επιλογή των κυρίαρχων πολιτικο-οικονομικών δυνάμεων της Δύσης ώστε να διατηρήσουν τον ρόλο τους σε ένα κόσμο, ο οποίος φαίνεται να μην τις θεωρεί πλέον τόσο απαραίτητες όσο τον παλιό “καλό καιρό” της αποικιοκρατίας και της κάθε είδους εξάρτησης που ακολούθησε. Η Ευρώπη σε αυτόν τον νέο κόσμο, δεδομένης της έλλειψης πρώτων υλών και ανθρώπινου δυναμικού που έχει, μπορεί να συνεχίσει να αποτελεί κέντρο, ελέγχοντας τις τεχνολογίες της νέας ενέργειας, η οποία όμως πρέπει να επιβληθεί σε όλο τον κόσμο. Για να γίνει αυτό πρέπει να “πειστεί” ο πλανήτης ότι η ενεργειακή μετάβαση είναι το μοναδικό κλειδί για τη βιώσιμη ανάπτυξή του.

Βέβαια το εγχείρημα αυτό έχει κάποιους σημαντικούς κινδύνους να αντιμετωπίσει. Θα αναφέρω τρεις, που θεωρώ σημαντικότερους:

Ο πρώτος έχει να κάνει με την ίδια τη δομή του σεναρίου των εναλλακτικών τεχνολογιών ενέργειας. Όπως είδαμε παραπάνω ακόμη και αν καταστεί εφικτή η κυριαρχική διάδοσή τους, δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το συνολικό πρόβλημα του οικοσυστήματος. Επομένως πολύ σύντομα θα φανεί ότι ακόμη και αν αντιμετωπιστεί το σύμπτωμα της ασθένειας, η συγκέντρωση του CO2 στην ατμόσφαιρα, το οικοσύστημα δεν θα αναταχθεί.

Ο δεύτερος αφορά την, μάλλον καθόλου απίθανη περίπτωση, άλλοι νέοι πόλοι ισχύος και τεχνολογίας να πάρουν το πάνω χέρι στη διαδρομή αυτή. Αν για παράδειγμα η Κίνα αποκτήσει κεντρική θέση στην παραγωγή των τεχνολογικών υποδομών της πράσινης ενέργειας, τότε θα χαθεί το ενδιαφέρον του χρηματιστηριακού κεφαλαίου και των κεφαλαίων ψηλού ρίσκου για τον χώρο. Μαζί θα χαθεί και το ενδιαφέρον της Δύσης στο να επιβάλλει με το σημερινό τρόπο το Green Deal στον κόσμο. Δεν είναι απίθανο να δούμε τις επόμενες δεκαετίες μία επανατοποθέτηση της Δύσης με άλλους τρόπους, ενδεχομένως και πιο παραδοσιακούς (επεμβάσεις, πόλεμοι) στο στίβο του παγκόσμιου ελέγχου. Πρόσφατα βίαια γεγονότα, ίσως αποτελούν τον προάγγελο μιας τέτοιας εξέλιξης.

Και ένας τρίτος κίνδυνος: Για πόσες δεκαετίες ο παγκόσμιος νότος, δηλαδή οι χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Ν. Αμερικής, που σήμερα συμμετέχουν στην ανάπτυξη των πράσινων τεχνολογιών ως προμηθευτές φθηνών πρώτων υλών και εργασίας, θα είναι διαθέσιμες να το κάνουν; Μία ενδεχόμενη αναδιάταξη της παγκόσμιας ισορροπίας ισχύος και ένας αναπροσανατολισμός τους στη Κίνα ή σε εσωτερικές συμμαχίες τους, θα οδηγούσε σε γρήγορη κατάρρευση το σημερινό επενδυτικό σχέδιο της Δύσης και στην αναγκαστική επαναδιατύπωσή του.

Καταλήγοντας:

Η προηγούμενη ενεργειακή μετάβαση που έζησε η ανθρωπότητα από τον άνθρακα στο πετρέλαιο, δεν έγινε στο φόντο των σημερινών ορίων που βάζει το παγκόσμιο οικοσύστημα. Δεν ξέρω αν και τότε, τέλη του 19ου αιώνα, υπήρχαν λόγοι να ανησυχεί κανείς για την οικολογική ισορροπία του πλανήτη. Πιθανότατα υπήρχαν, αλλά σίγουρα δεν ήταν η προτεραιότητα. Εκείνη η μετάβαση οδήγησε στην επιθετική ανάπτυξη της μονοπωλιακής δομής του καπιταλισμού. Δυστυχώς, οι όποιες κρατικές-κοινωνικές παρεμβάσεις για τον έλεγχο της απόλυτης κυριαρχίας των λίγων ισχυρών στον χώρο του πετρελαίου και τον εκδημοκρατισμό της παραγωγής και της κατανάλωσής του δεν απέδωσαν ( παράδειγμα ο αντιμονοπωλιακός νόμος στις ΗΠΑ για τον έλεγχο της Standard Oil). Οι πόλεμοι που συνδέονταν με το πετρέλαιο στον 20ο αιώνα ήταν το φυσικό αποτέλεσμα της αποτυχίας αυτής.

Στη σημερινή ενεργειακή μετάβαση η ανθρωπότητα δεν θα έχει τη δικαιολογία ότι δεν γνώριζε που οδηγεί η υπερσυγκέντρωση της παραγωγής και διανομής της ενέργειας. Και αυτό δεν θα το εξασφαλίσει η τεχνολογία από μόνη της, όσο και αν φαίνεται ότι οι εναλλακτικές μορφές ενέργειας είναι καταλληλότερες για δημοκρατική διαχείριση.

Η κοινωνία πρέπει να ρυθμίσει το οικονομικό-κοινωνικό μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσής της, αν το ζητούμενο είναι ένα βιώσιμο οικολογικά και δημοκρατικό κοινωνικά μέλλον, συνειδητοποιώντας πως η συντομότερη διαδρομή για μία βιώσιμη κοινωνία θα είναι η διόρθωση του σημερινού κοινωνικο-οικονομικού μοντέλου παραγωγής και θέτοντας ως κριτήριο βελτιστοποίησης του τις ανάγκες της επιβίωσης κάθε ανθρώπου εντός όμως των φυσικών ορίων του συστήματος “γη”.

Θα πρέπει κατανοήσουμε ότι η σημερινή μη βιώσιμη λειτουργία του πλανήτη γενικά, και στον τομέα της ενέργειας ειδικότερα, μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο αν απορρίψουμε την ψευδαίσθηση ότι με μία ακόμη εκτατική ανάπτυξη των σημερινών ενεργειακών και άλλων τεχνολογιών θα αναγκάσουμε το φυσικό περιβάλλον να ανεχθεί την ανθρωπογενή πίεση, εστιάζοντας στο πρόβλημα με οικολογικό ρεαλισμό και μειώνοντας τις ενεργειακές και άλλες υπέρμετρα καταναλωτικές ανάγκες μας.

πηγή

*( Ο Νίκος Πασαδάκης είναι Καθηγητής στο Πολυτεχνείο Κρήτης, Διευθυντής στο Ινστιτούτο Γεωενέργειας του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ/ΙΓ)

Δεν υπάρχουν σχόλια: