Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Οδοιπορικό με μία πέννα και εικόνες στο Γαλαξίδι


Κείμενο και φωτογραφίες του Κωστή Πλέσσα



Πάλι με ρώτησαν σήμερα, «εσύ τι έχεις με το Γαλαξίδι; Συνέχεια ανεβάζεις φωτογραφίες από εκεί. Από εκεί είσαι; Εκεί μένεις; Γιατί τόση λατρεία;». Το τι καθένας μας αγαπάει, λατρεύει και έλκεται πολλές φορές δεν έχει εύκολη εξήγηση. Κρυμμένη κάπου μέσα του συνήθως η απάντηση και δεν θέλει η βαριέται να την ανασύρει. Ίσως και να μην θέλει να δώσει εξηγήσεις. Αφήνεται στην ευκολία του απλά «μου αρέσει» , χωρίς πολλές περιστροφές και σπατάλη φαιάς ουσίας. Ναι λοιπόν «μου αρέσει το Γαλαξίδι», ναι θέλω να πηγαίνω και να ξαναπηγαίνω. Ναι θέλω να το ζω και να το ξαναζώ. Ναι με εκφράζει ποικιλότροπα και ποικιλόμορφα. Ναι με ξεκουράζει ναι με εμπνέει. Ναι με γαληνεύει και με ταξιδεύει. Την ανάλυση του γιατί όλα αυτά θα την αφήσω για επόμενη φορά. Ίσως όμως καταφέρω και δώσω μια εξήγηση μέσα από αυτό το εικονογραφημένο οδοιπορικό. Όπως τότε που μέσα από τα « Εικονογραφημένα Κλασσικά»  ταξιδεύαμε και δημιουργούσαμε κόσμους. Θα κάνω μια απόπειρα συνδέοντας το κείμενο με τις  εικόνες, να εξηγήσω τα πιθανά ανεξήγητα.
Πήγαινα εκεί από μικρό παιδί. Υπολογίστε την πρώτη μου επαφή, επίσκεψη και παραμονή γύρω στο 1960 για καλοκαιρινές διακοπές. Ο Νουνός μου, Γαλαξιδιώτης, παρεπιδημούσε στην Πρωτεύουσα. Όλα τα παιδιά του το Γαλαξίδι τα έδιωχνε μετά την επικράτηση των ατμόπλοιων εις βάρος τον ιστιοφόρων και τη δραματική αλλαγή των οικονομικών συγκυριών. Πόλη θαλασσινών, ναυτικών, καπεταναίων, σήκωναν άγκυρες από εκεί και αγκιστρώνονταν στον Πειραιά, στο σκληρό και απρόβλεπτο μεροκάματο του ναυτικού, ή στον εξ ίσου δύσκολο δρόμο τής επιστημονικής καταξίωσης. Και αν όχι όλα τα παιδιά τα πιο πολλά. Μαράζωνε το Γαλαξίδι. Τα καλοκαίρια όμως φύσαγε κάποιος άλλος αέρας. Κάποιοι, αρκετοί έρχονταν να περάσουν το καλοκαίρι εκεί. Το πατρικό όμως σπίτι της οικογένειας του Νονού παρέμενε εκεί. Αγέρωχο γεμάτο ιστορίες. Τα σιδερόφρακτα παράθυρα του ισογείου, τις βαριές ξύλινες εξωτερικές πόρτες. Μας περίμενε κάθε καλοκαίρι όσο και αν ο δρόμος για να φτάσεις εκεί, ειδικά από Πάτρα που ξεκινάγαμε εμείς, ήταν μακρύς, περίπλοκος και βασανιστικά αργός. Εξοπλισμός, βαλίτσες, ποδήλατα ανεβοκατέβαιναν σε αυτοκίνητα, σε πορθμεία, σε λεωφορεία σε καϊκια ακόμα και σε ιππήλατες άμαξες. Μας περίμενε και κάθε φορά που ο Καρνάτσος, το μεγάλο βαρύ σιδερένιο κλειδί άνοιγε την εξώπορτα, μεταφερόσουν αλλού.  Άλλος κόσμος, άλλες εικόνες, άλλη ομορφιά. Ξύλινα πατώματα πού έτριζαν, ξύλινες σκάλες που δεν γινόταν να μην σε ακούσουν όταν τις ανέβαινες εκείνα τα μεσημέρια του καλοκαιριού που ήσουν ο μοναδικός «άντρας» στο σπίτι και φυσικά δεν μπορούσες να κάνεις ότι έκανε ο γυναικείος πληθυσμός. Να κοιμηθείς το μεσημέρι. Δύσκολο, αδύνατο, οδυνηρό και μία η επιλογή, ένα βιβλίο και διάβασμα, χωρίς πολλές - πολλές μετακινήσεις. Μάνα, θεία, εξαδέλφες, αδελφή και εγώ. Οι πατεράδες όταν μπορούσαν για λίγες ημέρες. Όμως όσο και αν περνάνε τα χρόνια η αρχική ομορφιά μεταλλάσσεται και προσαρμόζεται στις δικές μου αναπόφευκτες αλλαγές. Οι μνήμες δεν σβήνουν. Αντίθετα μπορεί να παραμένουν ζωντανές έστω αποχρωματισμένες όπως η μια μαυρόασπρη φωτογραφία που πλαισιώνει το αφιέρωμα και χρονολογείται σε εκείνα τα χρόνια και «δυστυχώς» δεν είναι δική μου. Η εξέλιξη όμως , παράλληλη του τόπου και δική μου, τρέχει, χρωματίζει, ζωντανεύει, στιγμές, καλοκαίρια, αγωνίες παιδικές, εφηβικές ανησυχίες, προσμονές προσδοκίες.

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Η ΠΟΡΤΑ
Τι είναι πιο διεγερτικό; Το να περπατάς και να θυμάσαι στιγμές σε τόπους η στο ίδιο σημείο να βρίσκεσαι και να δημιουργείς νέες και να συνδέεις εξελικτικά το τότε με το τώρα; Κι αν στο πέρασμα του χρόνου μέσα από τις δοκιμασίες σκλήρυνες, τι είναι αυτό που σου απαγορεύει να μαλακώσεις πάλι και να αφήσεις το όνειρο το τότε να ζήσει σήμερα.
Ένα μικρό περπάτημα. Ένας γύρος. Πολλά περπατήματα, πολλά τα σημεία. Μεγάλη ιστορία. Πρόοδος, αγώνας απελευθερωτικός, αγώνας επιβίωσης, σκληρές συνθήκες, καταστροφές, ακμή, το Ζενίθ τής δόξας, και μετά η ιστορία δεν λαθεύει και συνεχίζει, με αλλαγές , με νέους αγώνες, με την τεχνολογία να καθορίζει το μέλλον, με την παρακμή να καραδοκεί να πάρει σειρά με την πρώτη ευκαιρία. Παντού και πάντα, παρούσα η θάλασσα. Καταλυτική, όμορφη η αγριεμένη, να χαρίζει η να παίρνει. Και η ομορφιά, κρυμμένη στα υπόγεια του μυαλού, περιμένει να αναδυθεί πάλι. Ιστορίες δίπλα στο κύμα, ναυτικές ιστορίες, περιπέτειας με καλή η κακή εξέλιξη, που σημαδεύουν έτσι κι αλλιώς τούς ανθρώπους και τον τόπο. Φαντάσματα, στοιχεία, νεραϊδες κάθε γωνιά και ένα. Μια μηχανή στο χέρι. Πλέον, καλώς η κακώς, μπορείς να χαθείς στην πληθυσμιακή έκρηξη των φωτογραφικών απεικονίσεων που έχεις μπροστά σου. Πώς να διαλέξεις. Πώς να απεικονίσεις όλο το Γαλαξίδι. Πώς να απεικονίσεις όλη την ιστορία του. Πώς να μιλήσεις για την Ναυτοσύνη του. Εμένα μου αρέσει. Ναι τα βράδυα εκείνα τα καλοκαίρια, στο λιμάνι παιδιά ακούγαμε τούς ναυτικούς να λένε τις ιστορίες τους, τα στοιχειά και τα φαντάσματα του τόπου. Ο πολιτισμός αργούσε να φτάσει εκεί. Ο Πάγος για τα ψυγεία. Ο Ντελάλης. Το λεωφορείο από την Αθήνα με τις εφημερίδες το μεσημέρι. Ο Καλοκαιρινός κινηματογράφος στο λιμάνι (Η μαυρόασπρη φωτογραφία). Οι βόλτες στην πέρα πάντα τα χρόνια τα εφηβικά. Τα χτυποκάρδια και οι έρωτες οι καλοκαιρινοί. Η σπηλιά. Το Πάσχα, η συνάντηση των τριών Επιταφίων στην πλατεία. Τα νησάκια στον κόλπο, ο Αη Γιώργης, η Αψηφία, ο ύφαλος ο Πεταλός, οι ατελείωτες ώρες στην θάλασσα. Τα αλευρομουτζουρώματα την καθαρά Δευτέρα. Το ραβανί τα αμυγδαλωτά. Και χωρίς αμφιβολία οι τοπικοί «τύποι» ο Νταής, ο Κόκλας, ο Κλεφτοκοτάς και τόσοι άλλοι……
Εμένα λοιπόν μου αρέσει. Μου αρέσει και έχω χαθεί στις φωτογραφίες που έχω τραβήξει. Δεν είναι όλες άρτιες. Δεν είναι ότι καλύτερο. Παλεύω να τα απεικονίσω όλα. Όλα μέσα από λίγες φωτογραφίες. Το τοπίο το σκληρό και άγονο. Την θάλασσα. Την ιστορία. Την ηρεμία. Την ακμή και την παρακμή. Την ζεστασιά και την γαλήνη. Τα χρώματα και την μαγεία του τοπίου. Ο Παρνασσός ρίχνει την σκιά του μαζί με την Δελφική ενέργεια. Ίσως πιο έντονα ορατή μέσα από τα φώτα τής νύχτας.
Ναι λοιπόν έτσι χωρίς ειρμό, χωρίς ξεκάθαρο γιατί, μου αρέσει. Θα πάω και θα ξαναπάω, θα φωτογραφίζω και θα αποτυπώνω όλη την ομορφιά που έχει.
Αναπόληση ρομαντική και συναισθηματική. Ναι μάλλον. Ναι ίσως. Έχει και μια άλλη πτυχή όμως. Δεν αντέχω πλέον το μαράζωμα τής Ελλάδας και την συγκέντρωση πλούτου στην Αθήνα και κατ επέκταση στα μεγάλα αστικά κέντρα. Κουράστηκα να βλέπω την περιφέρεια να μαραζώνει μέσα στην λατρεμένη ομορφιά της και την οικονομική δράση να κατευθύνεται αλλού. Ναι θέλω να ξαναγίνει όλη η Ελλάδα αυτή που πρέπει να είναι και της αξίζει. Εμένα το Γαλαξίδι μου έλαχε να γνωρίσω. Και κάπου μακρυά στο μυαλό μου οι μαυρόασπρες μακρινές εικόνες τις ευμάρειας θα ήθελα να πάρουν χρώμα και να εξελιχθούν μαζί μου και πιο πέρα από μένα.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ

ΑΚΡΟΠΛΩΡΟ
ΣΤΗΝ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ
ΓΑΛΑΞΙΔΙ ΛΙΜΑΝΙ
ΑΚΜΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΜΗ

ΑΚΜΗ
ΠΑΡΑΚΜΗ

ΓΑΛΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Η ΠΕΡΑ ΠΑΝΤΑ

ΓΑΛΑΞΙΔΙΩΤΙΚΗ ΠΟΡΤΑ

ΣΗΜΕΡΑ
ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

ΨΑΡΟΒΑΡΚΑ

ΤΑ ΝΗΣΙΑ

ΔΕΙΛΙΝΟ

Η ΩΡΑ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ

ΕΙΚΟΝΑ ΑΠΟ ΤΟΤΕ

ΒΡΑΔΥΝΗ ΠΕΡΙΠΟΛΙΑ

ΧΕΙΡΟΛΑΚΑΣ

ΑΠΟ ΨΗΛΑ ΜΟΝΗ ΣΩΤΗΡΟΣ

ΑΝΑΜΟΝΗ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑΣ

ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ

https://www.presspop.gr/

1 σχόλιο:

Στάθης Μαρματάκης είπε...

Παλιές θύμισες . Πάρα πολύ ωραίο . Συγχαρητήρια