Η επιμονή της Γερμανίας να συνεχίσει η
νέα κυβέρνηση της Ελλάδας την πολιτική λιτότητας εν μέσω μιας άνευ
προηγουμένου υψηλής ανεργίας κι ενός ιλιγγιώδους χρέους φαίνεται να
αψηφά την οικονομική λογική. Αν, όμως, εξετάσει κανείς την ιστορική
εξέλιξη της δημιουργίας του ενιαίου νομίσματος στην Ε.Ε., θα δει να
φωτίζεται κάπως η συλλογιστική που διέπει τη στρατηγική της Γερμανίας
στην κρίση χρέους της Ευρωζώνης και ιδιαιτέρως την αρνητική αντίδρασή
της στο αίτημα της Ελλάδας για μια εναλλακτική οικονομική πολιτική.
Δεδομένης της συνεχιζόμενης απόκλισης ανάμεσα στη νομισματική πολιτική και την πολιτική ενοποίηση στην Ευρωζώνη, η εμμονή της Γερμανίας στην επιβολή λιτότητας μπορεί να ιδωθεί ως προσπάθεια να επισπευσθεί η διαδικασία προς την πολιτική ενοποίηση. Ωστόσο, όσο αναγκαίες κι αν φαίνονται αυτές οι πολιτικές λιτότητας για την ατελή πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, τελικά δεν είναι βιώσιμες. Ελλείψει του επιθυμητού επιπέδου πολιτικής ενοποίησης και ελέγχου, επέμεινε η Γερμανία να ενσωματωθούν τα μέτρα που περιορίζουν το μέγεθος των προϋπολογισμών στις διάφορες συνθήκες της Ε.Ε. πριν από τη νομισματική ένωση. Τα μέτρα αυτά έχουν λειτουργήσει ως υποκατάστατα της πολιτικής ενοποίησης.
Η επιβίωση και η σταθερότητα του ευρώ ελλείψει πραγματικής προόδου στην πολιτική ενοποίηση παραδόξως προϋποθέτει είτε επίμονη οικονομική στασιμότητα είτε τη διατήρηση αυτού που ο εκλιπών οικονομολόγος Χιούμαν Μίνσκι αποκάλεσε συνέχεια ενός σχήματος πυραμίδας Πόντζι. Για τη Γερμανία, οι κυβερνήσεις πρέπει να έχουν πάντα ένα οικονομικό προφίλ που να οδηγεί σε δημοσιονομικά πλεονάσματα επαρκή για την αποπληρωμή του χρέους εφόσον οι ευρωπαϊκές συνθήκες δεν τους επιτρέπουν να έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση από την ΕΚΤ. Ωστόσο, οι συνθήκες που αντιμετωπίζουν αυτήν τη στιγμή η Ελλάδα και άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας είναι τέτοιες, ώστε πρέπει να δανείζονται για να εξυπηρετούν το χρέος τους και, εν ολίγοις, εγκλωβίζονται στη διατήρηση ενός σχήματος Πόντζι.
Η γερμανική προσέγγιση βασίζεται στη θέση πως το ευρώ είναι αντίστοιχο ενός συστήματος συναλλαγματικών ισοτιμιών που αποκλείει την αλλαγή ισοτιμίας ανάμεσα στα κράτη-μέλη. Η απαίτηση να θεσπισθεί σιδηρά πειθαρχία σε συνθήκες ισοσκελισμένων προϋπολογισμών είναι κατανοητή, καθώς είναι ο μοναδικός τρόπος να αποτραπεί μια πτώχευση κράτους και να διατηρηθεί η ακεραιότητα του ευρώ. Δεν πρέπει να εκπλήττει ότι η Γερμανία αρνείται μια διαγραφή χρέους και ζητάει από την Ελλάδα να εφαρμόσει πολιτικές που η ίδια κρίνει αναγκαίες για τη διατήρηση ενός σταθερού ενιαίου νομίσματος. Οσο η Ελλάδα απειλεί με ανυπακοή, τόσο ενισχύεται η απαίτηση της Γερμανίας για ενισχυμένη πολιτική ενοποίηση και συγκεντρωτικό έλεγχο βάσει των δικών της προτάσεων για την επιτυχία του ευρώ. Κι ενώ για τη Γερμανία αυτές είναι οι αναγκαίες συνθήκες για τη σταθερότητα του ευρώ, από την οπτική γωνία του Μίνσκι αποτελούν πηγή οικονομικής αστάθειας στην Ευρωζώνη.
Ας το σκεφτούμε όμως για λίγο: μια πολιτική που επιβάλλει τη δημιουργία δημοσιονομικών πλεονασμάτων ως κοινή ευρωπαϊκή πολιτική εμπεριέχει ένα παράδοξο: απαιτεί κάτι που είναι ουσιαστικά αδύνατο για όσες χώρες παρουσιάζουν τώρα χρέος και έλλειμμα πάνω από τα όρια του Μάαστριχτ και του Συμφώνου Σταθερότητας, καθώς αυτά απαιτούν μια αύξηση του δημοσιονομικού πλεονάσματος που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με ένα συνδυασμό υψηλής ανάπτυξης και φορολογίας. Εφόσον οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να δημιουργήσουν ανάπτυξη με δαπάνες που οδηγούν στην αύξηση των ελλειμμάτων, θα πρέπει να το επιτύχουν με εγχώρια κατανάλωση και επενδύσεις ή/και με ζήτηση από το εξωτερικό. Ωστόσο, η εγχώρια κατανάλωση και οι επενδύσεις δεν μπορούν να επιτευχθούν με τη μείωση των κρατικών δαπανών ή την αύξηση των φόρων, όπως απαιτεί η δημιουργία δημοσιονομικού πλεονάσματος, εφόσον τα μέτρα αυτά μειώνουν την εγχώρια ζήτηση.
Δεδομένης της συνεχιζόμενης απόκλισης ανάμεσα στη νομισματική πολιτική και την πολιτική ενοποίηση στην Ευρωζώνη, η εμμονή της Γερμανίας στην επιβολή λιτότητας μπορεί να ιδωθεί ως προσπάθεια να επισπευσθεί η διαδικασία προς την πολιτική ενοποίηση. Ωστόσο, όσο αναγκαίες κι αν φαίνονται αυτές οι πολιτικές λιτότητας για την ατελή πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, τελικά δεν είναι βιώσιμες. Ελλείψει του επιθυμητού επιπέδου πολιτικής ενοποίησης και ελέγχου, επέμεινε η Γερμανία να ενσωματωθούν τα μέτρα που περιορίζουν το μέγεθος των προϋπολογισμών στις διάφορες συνθήκες της Ε.Ε. πριν από τη νομισματική ένωση. Τα μέτρα αυτά έχουν λειτουργήσει ως υποκατάστατα της πολιτικής ενοποίησης.
Η επιβίωση και η σταθερότητα του ευρώ ελλείψει πραγματικής προόδου στην πολιτική ενοποίηση παραδόξως προϋποθέτει είτε επίμονη οικονομική στασιμότητα είτε τη διατήρηση αυτού που ο εκλιπών οικονομολόγος Χιούμαν Μίνσκι αποκάλεσε συνέχεια ενός σχήματος πυραμίδας Πόντζι. Για τη Γερμανία, οι κυβερνήσεις πρέπει να έχουν πάντα ένα οικονομικό προφίλ που να οδηγεί σε δημοσιονομικά πλεονάσματα επαρκή για την αποπληρωμή του χρέους εφόσον οι ευρωπαϊκές συνθήκες δεν τους επιτρέπουν να έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση από την ΕΚΤ. Ωστόσο, οι συνθήκες που αντιμετωπίζουν αυτήν τη στιγμή η Ελλάδα και άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας είναι τέτοιες, ώστε πρέπει να δανείζονται για να εξυπηρετούν το χρέος τους και, εν ολίγοις, εγκλωβίζονται στη διατήρηση ενός σχήματος Πόντζι.
Η γερμανική προσέγγιση βασίζεται στη θέση πως το ευρώ είναι αντίστοιχο ενός συστήματος συναλλαγματικών ισοτιμιών που αποκλείει την αλλαγή ισοτιμίας ανάμεσα στα κράτη-μέλη. Η απαίτηση να θεσπισθεί σιδηρά πειθαρχία σε συνθήκες ισοσκελισμένων προϋπολογισμών είναι κατανοητή, καθώς είναι ο μοναδικός τρόπος να αποτραπεί μια πτώχευση κράτους και να διατηρηθεί η ακεραιότητα του ευρώ. Δεν πρέπει να εκπλήττει ότι η Γερμανία αρνείται μια διαγραφή χρέους και ζητάει από την Ελλάδα να εφαρμόσει πολιτικές που η ίδια κρίνει αναγκαίες για τη διατήρηση ενός σταθερού ενιαίου νομίσματος. Οσο η Ελλάδα απειλεί με ανυπακοή, τόσο ενισχύεται η απαίτηση της Γερμανίας για ενισχυμένη πολιτική ενοποίηση και συγκεντρωτικό έλεγχο βάσει των δικών της προτάσεων για την επιτυχία του ευρώ. Κι ενώ για τη Γερμανία αυτές είναι οι αναγκαίες συνθήκες για τη σταθερότητα του ευρώ, από την οπτική γωνία του Μίνσκι αποτελούν πηγή οικονομικής αστάθειας στην Ευρωζώνη.
Ας το σκεφτούμε όμως για λίγο: μια πολιτική που επιβάλλει τη δημιουργία δημοσιονομικών πλεονασμάτων ως κοινή ευρωπαϊκή πολιτική εμπεριέχει ένα παράδοξο: απαιτεί κάτι που είναι ουσιαστικά αδύνατο για όσες χώρες παρουσιάζουν τώρα χρέος και έλλειμμα πάνω από τα όρια του Μάαστριχτ και του Συμφώνου Σταθερότητας, καθώς αυτά απαιτούν μια αύξηση του δημοσιονομικού πλεονάσματος που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με ένα συνδυασμό υψηλής ανάπτυξης και φορολογίας. Εφόσον οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να δημιουργήσουν ανάπτυξη με δαπάνες που οδηγούν στην αύξηση των ελλειμμάτων, θα πρέπει να το επιτύχουν με εγχώρια κατανάλωση και επενδύσεις ή/και με ζήτηση από το εξωτερικό. Ωστόσο, η εγχώρια κατανάλωση και οι επενδύσεις δεν μπορούν να επιτευχθούν με τη μείωση των κρατικών δαπανών ή την αύξηση των φόρων, όπως απαιτεί η δημιουργία δημοσιονομικού πλεονάσματος, εφόσον τα μέτρα αυτά μειώνουν την εγχώρια ζήτηση.
Η επιμονή στη δημοσιονομική σταθερότητα βασίζεται στο σκεπτικό ότι το
ευρώ θα επιβιώσει μόνον αν η Ε.Ε. έχει εξωτερικό πλεόνασμα αρκετά
μεγάλο για να υπερκαλύψει την αποταμίευση των κρατών και του ιδιωτικού
τομέα. Αυτό συνεπάγεται πως η δημοσιονομική αστάθεια, οι δαπάνες που
δημιουργούν ελλείμματα και η αύξηση του χρέους στρέφονται στο εξωτερικό
και εν προκειμένω στις ΗΠΑ, που προσπαθούν ενεργά να περιορίσουν τον
δανεισμό τους. Ακόμη, όμως, κι αν ήταν δυνατό να το επιτύχουν χωρίς να
βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους υποτιμώντας το νόμισμά τους, η
μόνη σωστή αντίδραση θα ήταν η εσωτερική υποτίμηση μέσω μειώσεων των
μισθών και των τιμών, η αύξηση της παραγωγικότητας, μαζί με την αυξημένη
ευελιξία στην αγορά εργασίας.
Ωστόσο και αυτή η πολιτική οδηγεί σε μείωση της εγχώριας ζήτησης, που περιορίζει τα οφέλη της αυξημένης εξωτερικής ζήτησης. Και εδώ βρίσκεται το παράδοξο: όσες πολιτικές προτείνονται για να επιταχυνθεί η αύξηση του εισοδήματος και να παραχθούν δημοσιονομικά πλεονάσματα επηρεάζουν αρνητικά την αύξηση του εισοδήματος. Αυτό ήταν που αποκάλεσε ο Κέινς παράδοξο της αποταμίευσης. Στην Ευρώπη, είναι το παράδοξο της επιβίωσης του ευρώ. Κι ενώ η Γερμανία ζητάει περισσότερο πολιτικό έλεγχο και ενοποίηση, η Ε.Ε. ενδέχεται να διαλυθεί από την πολιτική υπακοή στην παρατεταμένη στασιμότητα.
* Ο κ. Δημήτρης Παπαδημητρίου είναι πρόεδρος του Levy Economics Institute και καθηγητής Οικονομικών στο Bard College της Νέας Υόρκης.
Ωστόσο και αυτή η πολιτική οδηγεί σε μείωση της εγχώριας ζήτησης, που περιορίζει τα οφέλη της αυξημένης εξωτερικής ζήτησης. Και εδώ βρίσκεται το παράδοξο: όσες πολιτικές προτείνονται για να επιταχυνθεί η αύξηση του εισοδήματος και να παραχθούν δημοσιονομικά πλεονάσματα επηρεάζουν αρνητικά την αύξηση του εισοδήματος. Αυτό ήταν που αποκάλεσε ο Κέινς παράδοξο της αποταμίευσης. Στην Ευρώπη, είναι το παράδοξο της επιβίωσης του ευρώ. Κι ενώ η Γερμανία ζητάει περισσότερο πολιτικό έλεγχο και ενοποίηση, η Ε.Ε. ενδέχεται να διαλυθεί από την πολιτική υπακοή στην παρατεταμένη στασιμότητα.
* Ο κ. Δημήτρης Παπαδημητρίου είναι πρόεδρος του Levy Economics Institute και καθηγητής Οικονομικών στο Bard College της Νέας Υόρκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου