Τα Βαλκάνια παραμένουν η πιο ανήσυχη περιοχή της Ευρώπης και υπάρχουν αρκετοί καλοί (ή μάλλον κακοί) λόγοι για αυτό. Τίποτα δεν μοιάζει να έχει λυθεί οριστικά, ειδικά οι διαφορές μεταξύ των γειτόνων.
Όλες οι λύσεις που έχουν δοθεί στα μεγάλα προβλήματα μοιάζει να έχουν προσωρινό χαρακτήρα και αυτό ανοίγει κάθε τόσο τις ορέξεις κάποιων. Όσο ισχυρότερος είναι ο μεγαλοϊδεατισμός μιας χώρας, τόσο μεγαλύτερες είναι και οι ορέξεις. Υπάρχουν όμως και οι αδικίες ή αυτά που θεωρούν κάποια κράτη ως αδικίες. Σχεδόν όλα τα βαλκανικά κράτη νιώθουν αδικημένα, όχι δικαιολογημένα σε κάθε περίπτωση, αλλά αυτό δεν αλλάζει κάτι.
Ο εθνικισμός στη βαλκανική γειτονιά μας χρησιμοποιείται συχνά ως εργαλείο, είτε για να εξυπηρετηθούν σχέδια των τοπικών πολιτικών ελίτ, είτε για να επιβληθούν αποφάσεις που παίρνονται αλλού. Είναι και η κληρονομιά της τουρκοκρατίας που διαμόρφωσε τα Βαλκάνια και άφησε ανοιχτές πληγές, στις οποίες προστέθηκαν εκείνες που δημιουργήθηκαν μετά από την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
Τα Βαλκάνια παραμένουν η πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης, όπως τα αποκαλούν εδώ και πολλά χρόνια, καθώς η περιοχή αυτή εξακολουθεί να διαθέτει πυρίτιδα και αρκετούς τρελούς που κυκλοφορούν με το φιτίλι στα χέρια.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις συμπεριφέρονται σε γενικές γραμμές με μετριοπάθεια, συχνά αγνοούν τις εθνικιστικές προκλήσεις γειτόνων, κάνοντας πως δεν τις βλέπουν και προσπαθούν να διατηρούν χαμηλούς τόνους, τόσο που τη στάση αυτή εκμεταλλεύονται μικρότερα κόμματα.
Άλλος με τον μεγαλοϊδεατισμό του, άλλος με τον μικρομεγαλισμό του, άλλος επειδή αισθάνεται αδικημένος και κάποιοι επειδή είναι πρόθυμοι να ανάψουν τη φωτιά για λογαριασμό άλλων, όλοι μαζί συντηρούν και ενισχύουν ένα κλίμα γενικευμένης ανασφάλειας. Η Ελλάδα σήμερα δεν αποτελεί μέρος του προβλήματος των Βαλκανίων και κανένα από τα κόμματα εξουσίας δεν καλλιεργεί ή ενθαρρύνει τον εθνικισμό και τον μεγαλοϊδεατισμό. Ούτε η ΝΔ, ούτε το ΠΑΣΟΚ, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ θέλουν να «απελευθερώσουν τη βόρεια Ήπειρο» ή να «πάρουν την Πόλη». Στην ελληνική κοινωνία μπορεί να υπάρχουν κάποιες μικρές μειοψηφίες που σκέφτονται με αυτόν τον τρόπο, αλλά εκφράζονται μέσα από μικρά ή περιθωριακά κόμματα χωρίς προοπτική εξουσίας.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με άλλες χώρες των Βαλκανίων. Στην Αλβανία και στο Κοσσυφοπέδιο, για παράδειγμα, ο εθνικισμός είναι πολύ ισχυρός και ταυτόχρονα κατηγορούν ως εθνικιστές όλους τους άλλους. Οι ηγέτες τους συχνά ενθαρρύνουν άμεσα ή έμμεσα τον μεγαλοϊδεατισμό, ρίχνοντας λάδι στην (εθνικιστική) φωτιά που συνεχίζει να καίει. Τόσο ο Εντι Ράμα, όσο και ο Άλμπιν Κούρτι, με διάφορες αφορμές, έχουν αναρτήσει στους λογαριασμούς τους στα σόσιαλ μίντια εικόνες ή πίνακες με χάρτες της (μεγάλης) Αλβανίας στους οποίους περιλαμβάνεται μεγάλο μέρος της Ηπείρου και η Κέρκυρα. Κανένας Έλληνας πρωθυπουργός δεν έχει κάνει κάτι παρόμοιο προβάλλοντας χάρτες που παρουσιάζουν ως ελληνικά, εδάφη τα οποία σήμερα ανήκουν σε άλλες χώρες. Ολα αυτά δεν είναι αθώα, είναι παιχνίδια με τη φωτιά στην πυριτιδαποθήκη.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις συμπεριφέρονται σε γενικές γραμμές με μετριοπάθεια, συχνά αγνοούν τις εθνικιστικές προκλήσεις γειτόνων, κάνοντας πως δεν τις βλέπουν και προσπαθούν να διατηρούν χαμηλούς τόνους, τόσο που τη στάση αυτή εκμεταλλεύονται μικρότερα κόμματα, (όπως του Κυριάκου Βελόπουλου) που απευθύνονται στο θιγμένο πατριωτικό συναίσθημα προς άγραν ψήφων.
Τελευταίο κρούσμα η ανάδειξη των εθνικιστών στη Βόρεια Μακεδονία, μετά τις πρόσφατες εκλογές, στις οποίες καταποντίστηκε η μετριοπαθής κυβέρνηση που βρισκόταν στην εξουσία. Η νέα πρόεδρος της Βόρειας Μακεδονίας, Γκορντανα Σιλιάνοφσκα, ορκίστηκε στο όνομα της Μακεδονίας και όχι της Βόρειας Μακεδονίας, όπως είναι το συνταγματικό όνομα της χώρας, θέλοντας να επιδείξει δημόσια την περιφρόνηση της στη Συμφωνία των Πρεσπών. Ωστόσο η νέα πρόεδρος δήλωσε πως θα τηρήσει τη χρήση της επίσημης συνταγματικής ονομασίας αλλά έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το όνομα Μακεδονία, ως πράξη ατομικού δικαιώματος αυτοδιάθεσης και αυτοπροσδιορισμού. Η ενέργεια αυτή, αν θέλουμε να είμαστε ψύχραιμοι, δεν συνιστά από μόνη της καταπάτηση της συμφωνίας των Πρεσπών. Τόσο η Σιλιάνοφσκα όσο και ο Μιτσκόφσκι του VMRO κέρδισαν τις εκλογές με την εθνικιστική ατζέντα και αισθάνονται την υποχρέωση να ικανοποιήσουν τον κόσμο που τους ψήφισε. Αν θα προχωρήσουν σε de facto αμφισβήτηση της συμφωνίας των Πρεσπών είναι άλλο θέμα και ως σενάριο συγκεντρώνει λίγες πιθανότητες.
Στην Ελλάδα υπήρξε μία φραστική υπερβολή σε αρκετές αντιδράσεις και κάποια κόμματα βρήκαν την ευκαιρία να επιτεθούν και να ρίξουν τα βέλη παντού, ορισμένα διαστρέφοντας και τα γεγονότα. Τα βαλκανικά μας ζητήματα άλλωστε, χωράνε πολύ προπαγάνδα και κάποιοι υποκύπτουν στον πειρασμό, ειδικά όσοι δεν έχουν την πολιτική συγκρότηση, τις γνώσεις και τη σύνεση για να διαχειριστούν τόσο ευαίσθητα ζητήματα όπως αυτά που αφορούν την ταυτότητα και την ιστορία των λαών των Βαλκανίων.
Τη συμφωνία των Πρεσπών δεν την ήθελε ούτε ο ελληνικός λαός, ούτε ο λαός της Βόρειας Μακεδονίας. Κυρίως επειδή οι Έλληνες δεν ήθελαν σύνθετη ονομασία της χώρας που να περιέχει τον όρο Μακεδονία και οι Σλαβομακεδόνες δεν ήθελαν σύνθετη ονομασία, αλλά μόνο (σκέτο) Μακεδονία. Έτσι η αμοιβαία υποχώρηση με τη συμφωνία για μια σύνθετη ονομασία, όπως είναι η «Βόρεια Μακεδονία», θεωρήθηκε από τους περισσότερους ως ένας έντιμος συμβιβασμός, στον οποίο και τα υπόλοιπα κόμματα, όπως η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσαν να συνεναίσουν, παρότι συνιστούσε υποχώρηση από την εθνική θέση (την οποία όμως, ανομολόγητα η πολιτική ηγεσία τελευταία θεωρούσε μη ρεαλιστική – το να μην υπάρχει δηλαδή καθόλου η λέξη Μακεδονία). Ο λόγος για τον οποίο η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, αλλά και η πλειοψηφία των πολιτών, διαφώνησαν με τη Συμφωνία των Πρεσπών ήταν ότι στα υπόλοιπα, την ιθαγένεια και τη γλώσσα, δεν υπήρξε ο αντίστοιχος αμοιβαίος συμβιβασμός όπως στο όνομα και παρέμειναν σκέτο μακεδονικές και όχι βόρειο-μακεδονικές, όπως αντιστοιχεί στο όνομα της χώρας. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο η συμφωνία θεωρήθηκε ετεροβαρής για την Ελλάδα. Ο Αλέξης Τσίπρας και ο Νίκος Κοτζιάς όμως, το δέχθηκαν, χωρίς να λάβουν υπόψη τη θέση των άλλων κομμάτων αλλά και την κοινή γνώμη. Αυτά όμως είναι ιστορία. Πολιτικά κρίθηκαν και θα κριθούν και ιστορικά κάποτε, ανάλογα με τις εξελίξεις. Ούτε η Νέα Δημοκρατία ούτε το ΠΑΣΟΚ στην πορεία επέμειναν ιδιαίτερα για το θέμα αυτό.
Κάτι που επισημαίνουν και σήμερα στελέχη των δύο κομμάτων είναι ότι η Ελλάδα μετά τις Πρέσπες έδωσε αμέσως στους γείτονες της το αντάλλαγμα που ήθελαν για την υποχώρηση τους: το πράσινο φως για την ένταξη της χώρας τους στο ΝΑΤΟ και την υποστήριξη της ένταξης τους στην ΕΕ. Οι γείτονες όμως δεν έδωσαν στην Ελλάδα άμεσα το αντάλλαγμα για τη δική της υποχώρηση: την αντικατάσταση σε κάθε πινακίδα και δημόσιο έγγραφο της ονομασίας Μακεδονία με την νέα σύνθετη ονομασία της Βόρειας Μακεδονίας. Οφείλουμε ωστόσο να αναφέρουμε ότι παρά την απροθυμία και τις καθυστερήσεις που υπήρχαν, η αντικατάσταση σήμερα έχει προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό. Στη Συμφωνία υπήρξαν πολλές προχειρότητες και παραλείψεις σχετικά με την εφαρμογή της ως προς τις υποχρεώσεις της γειτονικής χώρας, καθώς η Ελλάδα έδωσε, όπως αναφέραμε, αμέσως το αντάλλαγμα.
Είναι γεγονός ωστόσο, ότι η πλειοψηφία των Σλαβομακεδόνων εξακολουθούν να αισθάνονται «Μακεδόνες», δεν έχουν χωνέψει την αλλαγή της ονομασίας της χώρας τους και πολλοί το βλέπουν αυτό ως τραύμα στην εθνική τους υπερηφάνεια. Παρομοίως, για τα ιστορικά θέματα και τις σχετικές διενέξεις που έχουν προκύψει,
η πλειοψηφία των πολιτών της Βόρειας Μακεδονίας δεν αποδέχονται ότι ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν Έλληνας και ότι η ιστορία του αποτελεί μέρος της ελληνικής ιστορίας. Όλα όσα πιστεύουν βέβαια, δεν τεκμηριώνονται ιστορικά κι επιστημονικά, αλλά έχουν γαλουχηθεί με αυτή την αφήγηση και αρνούνται να την αμφισβητήσουν.
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη μπορεί να μην ψήφισε τη Συμφωνία των Πρεσπών -και σύμφωνα με τους πολιτικούς αντιπάλους του να την αξιοποίησε για να κερδίσει πολιτικά- αλλά είχε δηλώσει πως θα την σεβαστεί και το έκανε. Άλλωστε είναι γνωστό ότι υπήρχαν μεγάλες πιέσεις για την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών από τις ΗΠΑ και τη Γερμανία, οι οποίες θα συνεχίζονταν αν η κυβέρνηση Τσίπρα δεν είχε δεχθεί να κάνει την ανάγκη φιλοτιμία. Άλλωστε οι πιέσεις αυτές υπάρχουν και σήμερα για την επικύρωση των τριών πρωτοκόλλων της Συμφωνίας τα οποία η κυβέρνηση καθυστερεί, λόγω πολιτικού κόστους που φοβάται και προβάλλοντας -ανεπίσημα- ως αιτιολογία ότι τα χρησιμοποιεί ως μοχλό πίεσης προκειμένου να υλοποιήσει το σύνολο των υποχρεώσεων της η Βόρεια Μακεδονία.
Επειδή (κι) εδώ είναι Βαλκάνια όμως, οι πολιτικές δυνάμεις της Ελλάδας αδυνατούν να συνεννοηθούν και να συνεργαστούν ακόμα και για τα εθνικά και με την πρώτη τουφεκιά, ακόμα και αν είναι άσφαιρη, αρχίζουν οι αλληλοκατηγορίες, μερικές φορές και η διαστρέβλωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου