Δευτέρα 1 Αυγούστου 2022

Πάνος Νιαβής: συνέντευξη στη Χαριτίνη Μαλισσόβα




Ο Πάνος Νιαβής γεννήθηκε το 1956 «στις αιματοβαμμένες πτυχώσεις της ιστορίας», λίγα χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου. Ο γενέθλιος τόπος, ο Μάραθος Αγράφων Ευρυτανίας, ποτίστηκε με αίμα, πόνο, μίσος και λύπες αγιάτρευτες από τη σφοδρότητα μιας αχρείαστης σύγκρουσης. Οι κουβέντες νικητών και ηττημένων, αλλά κυρίως οι «άηχες φωνές» των σκοτωμένων, που αχνοδιάβαιναν μες στους θολούς καθρέφτες των ενήλικων αφηγήσεων, έδιναν έναν μυθιστορηματικό αέρα στις αδικοχαμένες τους ζωές και τις διαφύλαξε νοσταλγικά ενθυμήματα κι άλλοτε εξομολογήσεις του πεπρωμένου τους. Εκείνα τα χρόνια νύχτωνε νωρίς και οι νύχτες ήταν μακριές σαν τυφλή προσμονή, που κοίταζε μέσα στο σκοτάδι το χαμένο δίκιο τους, που ας ελπίσουμε να το βρουν κάποτε οι ιστορικοί του μέλλοντος… Παραμένει έκτοτε εσωτερικός εξόριστος, τρωτός και ανέστιος, ζώντας πια στην Αθήνα. Γράφει πολύ, αλλά λίγα από αυτά θα δουν το φως της δημοσιότητας. Γράφει κυρίως ποίηση και έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές: Ο μαύρος κότσυφας στο χιόνι, Εκδόσεις Samizdat, και Η τριγωνομετρία των παθών, Εκδόσεις Μελάνι. Από τις Εκδόσεις Παρουσία έχουν κυκλοφορήσει τριάντα ποιήματα της μεγάλης Αργεντινής ποιήτριας Αλφονσίνα Στόρνι με τον τίτλο: No me olviden, με απόδοσή τους στα ελληνικά από τον συγγραφέα. Το μυθιστόρημά του Δέκα πόντους μαύρο χιόνι, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Αρμός, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.

Δέκα πόντους μαύρο χιόνι, ο τίτλος του τελευταίου σας βιβλίου. Θα μας δώσετε κάποια στοιχεία του;

Είναι ένα μυθιστόρημα μαγικού ρεαλισμού. Η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, η Δασιά, είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα που περνά τις ύστερες μέρες του βίου της στο γηροκομείο μιας επαρχιακής πόλης. Με τον χρόνο να λιγοστεύει δραματικά, νιώθει την εσωτερική ανάγκη να απολογηθεί στον Θεό και να αφηγηθεί στην εγγονή της (τον μόνο άνθρωπο που νοιάζεται για κείνη) τα κρίματα, τις ανομίες αλλά και τα εγκλήματα της πολυτάραχης ζωής της. Η ιστορία της διαδραματίζεται από τις παραμονές του ελληνοϊταλικού πολέμου, το 1940, και τερματίζεται στις παρυφές του 21ου αιώνα. Η αφήγησή της δεν έχει τόπο και καταγωγή, θα μπορούσε να εξελίσσεται σε οποιοδήποτε χωριό στη σκληρή ελληνική επαρχία της μέσα Ελλάδας, στα μετεμφυλιακά χρόνια. Η Δασιά μου είναι λογοτεχνική αδερφή της Τσούνγκα, της ηρωίδας του Μάριο Βάργκας Λιόσα από το μυθιστόρημα Πράσινο σπίτι και από το θεατρικό του έργο La Chunga! Το βιβλίο είναι γραμμένο για –και αφιερωμένο σε– όλους εκείνους τους ανθρώπους που χαράμισαν τις ζωές τους για υποθέσεις που δεν ήταν δικές τους.

Ποια ήταν η αφορμή για να γράψετε ένα μυθιστόρημα με κεντρική ηρωίδα τη Δασιά;

Ο γενέθλιος τόπος μου, ο Μάραθος Αγράφων Ευρυτανίας, είναι ένας τόπος που βρέθηκε στην καρδιά των συγκρούσεων στη διάρκεια του Εμφυλίου. Ο τόπος μου ποτίστηκε με αδελφικό αίμα, βίωσε πόνο, καλλιέργησε μίσος, οι απώλειες πενθοφόρεσαν μάνες, γυναίκες, αδερφές και τις φόρτωσαν με μια ισόβια λύπη. Θυμάμαι τα μοιρολόγια τους γραμμένα στις εσοχές του χρόνου, που πέρναγε αδιάφορος για τα ανθρώπινα βάσανα και τις πίκρες τους. Χαράχτηκαν από αγιάτρευτες πληγές και από τη σφοδρότητα μιας αχρείαστης σύγκρουσης. Στη διάρκεια των παιδικών μου χρόνων οι κουβέντες νικητών και ηττημένων, αλλά κυρίως οι «άηχες φωνές» των σκοτωμένων, που αχνοδιάβαιναν μες στους θολούς καθρέφτες των ενήλικων αφηγήσεων, έδιναν έναν μυθιστορηματικό αέρα στις αδικοχαμένες τους ζωές και τις διαφύλαξα ως νοσταλγικά ενθυμήματα κι άλλοτε εξομολογήσεις του πεπρωμένου τους. Ύστερα πέρασε ο καιρός και τα χρόνια και στις πυκνές επισκέψεις των τελευταίων χρόνων στον γενέθλιο τόπο, εκεί πάνω στα βουνά, ένιωθα το θρόισμα της λήθης να θέλει να τα σκεπάσει όλα. Ένα βράδυ ήρθε στο όνειρό μου η Δασιά και, σαν άλλη ανώνυμη της ιστορίας, μου έθεσε το ερώτημά της ως να ήμουν η Αχμάτοβα στο Ρέκβιεμ: «Μπορείς να μιλήσεις και να γράψεις για όλα ετούτα που ζήσαμε;» «Ναι», της απάντησα με απόλυτη βεβαιότητα, για να σκεπάσω την αμφιβολία που ξερόβηχε στο γείσο των ενοχών του αποθαμένου πατέρα μου, που είχε πρόχειρη τη συμβουλή: «Μη σκαλίζεις υποθέσεις που έκλεισαν οριστικά, θα ξυπνήσεις τη μακαριότητα των πεθαμένων».

Η αντικειμενική ματιά μου απέναντι στα ιστορικά γεγονότα υποτάχθηκε στη βασική αρχή του μαγικού ρεαλισμού.

«Απολογούμαι θα πει πως θέλω να αναπαυθώ οριστικά μες στην ευρύχωρη αγκάλη της συγγνώμης σας», διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο. Στέκομαι στις λέξεις απολογούμαισυγγνώμη και αγκάλη. Πόσο σημαντικές είναι για τον άνθρωπο, όταν ολοκληρώνει τον κύκλο ζωής στη γη;

Η Δασιά είναι μια γυναίκα που έζησε μια αφόρητη ζωή στερήσεων, πείνας, ταπείνωσης, δυστυχίας. Υπήρξε θηρίο και φόνισσα στη ζωή της. Εκτός των άλλων που αποπειράθηκα να συμπεριλάβω γράφοντας τούτο το μυθιστόρημα, ήταν και η ανάγκη μου να μιλήσω για τους παραστρατισμένους, τους αποσυνάγωγους, τους αμαρτωλούς. Αφού πληρώσουν τα από τον Θεό, τον νόμο και την κοινωνία ανάλογα τιμήματα, τους οφείλουμε την ευρυχωρία της κατανόησης και της συγγνώμης μας. Και από όσο μαθαίνω από αναγνώστριες και αναγνώστες του βιβλίου, η Δασιά βρίσκει καταφυγή στην αγκάλη των αισθημάτων τους.

Διαβάζοντας το βιβλίο βρήκα ότι αποτελεί σε μεγάλο βαθμό ηθογραφική προσέγγιση του περασμένου αιώνα. Ήταν πρωταρχικός σας στόχος;

Ο πρωταρχικός μου στόχος ήταν να μιλήσω για τον άνθρωπο. Απαλλαγμένο από ιδεολογικές μονομέρειες ή τις όποιες συλλογικές σκοπιμότητες και μονοσήμαντους ηρωισμούς, ενταγμένους σε συλλογικές αφηγήσεις αντρειοσύνης. Ήθελα να μιλήσω για τον απλό άνθρωπο, ενταγμένο στην ιστορική και κοινωνική του εποχή, απέριττα, αφτιασίδωτα, ρεαλιστικά. Χωρίς να κρύψω τίποτα από τα ελαττώματα και χωρίς να υπερτονίσω τα προτερήματα των περίκλειστων κοινοτικών κοινωνιών της εποχής. Νομίζω πως τα κατάφερα να δώσω την εικόνα και το περίγραμμα της εποχής, χωρίς λογοτεχνικά καρυκεύματα και περιττές ωραιοποιήσεις.

Στο βιβλίο, μέσω της ηρωίδας σας, διατρέχουμε και ζοφερές ιστορικές περιόδους. Πόσο βοηθούν τα μυθιστορήματα στη διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης;

Τα μυθιστορήματα μπορούν και οφείλουν να ανοίγουν συζητήσεις με τη χρονική απόσταση και τη νηφαλιότητα που αρμόζει σε ελευθερόφρονες ανθρώπους, αλλά και με τις νέες ιστορικές πηγές που προσθέτει η ιστορική επιστήμη, ώστε η ανάγκη να τρωγόμαστε να μεταλλάσσεται στην ανάγκη να ακούμε και να σεβόμαστε τον Άλλον και τις απόψεις του.

Πόσο αντικειμενική, ωστόσο, οφείλει να είναι η προσωπική ματιά του συγγραφέα απέναντι στα ιστορικά γεγονότα;

Όταν ξεκίνησα να γράφω, ήξερα τη λογοτεχνική φόρμα που θα ακολουθήσω. Επέλεξα τον αγαπημένο μου μαγικό ρεαλισμό. Ως λογοτεχνικό ρεύμα ο μαγικός ρεαλισμός, με την εμφάνιση μιας σειράς γεγονότων, καταστάσεων ή συμβάντων με φανταστικό, παράλογο και μαγικό τρόπο διαστρεβλωμένων από την υποκειμενικότητα του δημιουργού, διασαλεύει τη χρονική αλληλουχία των γεγονότων, χωρίς να την καταργεί. Έτσι, η απάντησή μου στο ερώτημά σας είναι πως: Η αντικειμενική ματιά μου απέναντι στα ιστορικά γεγονότα υποτάχθηκε στη βασική αρχή του μαγικού ρεαλισμού. Την υποκειμενική νέα αντικειμενικότητα του δημιουργού.

Το αβάστακτο της ανελευθερίας δεν μπορεί να υπηρετεί κανέναν υψηλό σκοπό, κανένα ιδεώδες ή κάποιον μελλοντικό παράδεισο.

Όπως ενημερώνετε στο τέλος του βιβλίου, η συγγραφή του διήρκησε περισσότερα από τέσσερα χρόνια. Τι ήταν αυτό που σας δυσκόλεψε περισσότερο;

Η αχώρητη φύση των ανθρώπων σε λογοτεχνικά σχήματα ηρώων και η αμφιβολία πως οι ψυχές, τα όνειρα και τα πάθη των ανθρώπων δεν χωρούν σε λογοτεχνικές μορφές χωρίς να τις πληγώσουμε με τον εγγενή εγωισμό του γραφιά, με έκανε να σχοινοβατώ τακτικά ανάμεσα σε πολλαπλές εκδοχές μιας σελίδας που επέμενε να μένει άλλοτε λευκή και άλλοτε τσαλακωμένη στο καλάθι των αχρήστων.

Ποιοι είναι οι δικοί σας αγαπημένοι λογοτέχνες;

Θα απαντήσω ως να απαντώ σε ανάλογο ερώτημα κυριακάτικης εφημερίδας για τους φανταστικούς συνδαιτυμόνες μου σε ένα γεύμα. Ψηλά στη λίστα μου θα βάλω την Αλφονσίνα Στόρνι (με την οποία «πέρασα» μια γόνιμη σχέση δύο χρόνων αποδίδοντας στα ελληνικά τριάντα ποιήματά της). Την επίσης Αργεντίνα ποιήτρια Νόρα Λάνγκε και τον Κολομβιανό ποιητή Εδουάρδο Καράνσα, ποιήματα των οποίων αποδίδω στα ελληνικά αυτό τον καιρό. Μετά, την κορυφαία της ρωσικής ποίησης, την Άννα Αχμάτοβα, τις Ουρουγουανές ποιήτριες Ιδέα Βιλαρίνιο και Δελμίρα Αγουστίνι. Παραδίπλα τους συγγραφείς Ίβο Άντριτς, Βάργκας Λιόσα και Χουάν Ρούλφο. Από Έλληνες, τους ποιητές Μιχάλη Γκανά, Κώστα Γ. Παπαγεωργίου και Πάνο Κυπαρίσση. Κι από συγγραφείς τον αείμνηστο Νίκο Χουλιαρά, τον Χρήστο Χωμενίδη και τη Ζυράννα Ζατέλη.

Ποιο βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα και σας εντυπωσίασε;

Το βιβλίο Η επιστήμη της άχρηστης γνώσης του Γιούρι Ντομπρόφσκι [μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς, Κέδρος 2008]. Μου αφύπνισε στον υπέρτατο βαθμό την πίστη μου στην Ύπαρξη και τη μάχη μου για την ανθρώπινη ελευθερία. Το αβάστακτο της ανελευθερίας δεν μπορεί να υπηρετεί κανέναν υψηλό σκοπό, κανένα ιδεώδες ή κάποιον μελλοντικό παράδεισο.

Ποια αξία θεωρείτε υπέρτατη;

Το δικαίωμα στην Ύπαρξη με ελευθερία και αγάπη με στόχο την τελείωση, που συνίσταται στο μεγαλείο της παραίτησης από την Ύπαρξη για χάρη του Άλλου! Αφού ο Άλλος είναι ο μόνος δρόμος να κατανοήσουμε τη σχέση μας με τον Κόσμο.

Με δεδομένο ότι γράφετε κυρίως ποίηση, θα επανέλθετε με ένα ποιητικό ή άλλης λογοτεχνικής φόρμας βιβλίο;

Με δεδομένο το γεγονός πως είμαι σε ηλικία που βλέπει ο Θεός τα ανθρώπινα σχέδια και γελάει, έχω επίγνωση της θνητότητάς μου, αλλά καμώνομαι τον αθάνατο και γράφω ποίηση, έχω δυο ποιητικές συλλογές έτοιμες, 30 διηγήματα με τον προσωρινό τίτλο Τα του Μαράθου, που κοιμούνται στον σκληρό δίσκο του υπολογιστή μου χρόνια τώρα. Αυτόν τον καιρό αποδίδω στα ελληνικά τα ποιήματα της Αργεντίνας ποιήτριας Νόρας Λάνγκε και του Κολομβιανού Εδουάρδο Καράνσα. Αλλά ο μεγάλος καημός μου είναι να ολοκληρώσω τους Δέκα πόντους μαύρο χιόνι ως τριλογία. Θέλω να μιλήσει ο νεκρός άνδρας της ηρωίδας, ο Γίας, και η σφαγμένη (;) από τα χέρια της, η κόρη της, η Καρία. Αν και άθρησκος, αιτούμαι στον μεγαλοδύναμο της Δασιάς μου τον χρόνο που χρειάζομαι για όλα αυτά! Οψόμεθα…

 

Δέκα πόντους μαύρο χιόνι
Πάνος Νιαβής
Αρμός
488 σελ.
ISBN 978-960-615-495-9
Τιμή €20,00



Η Χαριτίνη Μαλισσόβα είναι εκπαιδευτικός
και αρθρογράφος λογοτεχνίας στην εφημερίδα 
Θεσσαλία


Δεν υπάρχουν σχόλια: