Βλάσης Αγτζίδης kars1918.wordpress.com
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπήρξε η έκφραση του εκχριστιανισμένου ελληνορωμαϊκού κόσμου. Η Κωνσταντινούπολη, ως «Νέα Ρώμη» ή «Νέα Ιερουσαλήμ», θα γίνει πρωτεύουσα αυτού του κόσμου.1 Βάση της βυζαντινής ταυτότητας ήταν η ελληνική γλώσσα, η χριστιανική θρησκεία και από τον 7ο μ.Χ αιώνα θα προστεθεί και η απόκρουση των μουσουλμάνων. Βαθύτατα εμπεδωμένη ήταν η συνείδηση ότι υπάρχει ένα χριστιανικό έθνος που πρέπει, όπως έγραψε ο Λέων ο ΣΤ, να δώσει τη μάχη «…για το Θεό, για την αγάπη του Θεού, για όλο το έθνος και πάνω απ’ όλα για τα αδέλφια μας, που βρίσκονται κάτω από το ζυγό των απίστων, για τα παιδιά μας και τις γυναίκες μας, για την πατρίδα μας. Να μην ξεχνούν να υπενθυμίζουν, ότι η μνήμη εκείνων που έπεσαν για την ελευθερία των αδελφών μας είναι αιώνια και ότι ο πόλεμος διεξάγεται εναντίον των εχθρών του Θεού.»2
Η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ γράφει γι αυτό το νέο κράτος: «Η ελληνικότητα σα μάθημα μεγαλοσύνης μαζί με τη Ρώμη θα ξαναβρεί προοδευτικά τίτλους ευγένειας στο ρωμαϊκό χριστιανικό κράτος του Βυζαντίου. Ανανεωμένη από τα διδάγματα της νέας πνευματικής χριστιανικής αρετής, η ελληνική παιδεία και εμπειρία, θα αποτελέσει προοδευτικά το υπόβαθρο για το ξεκίνημα κάθε αναγέννησης, που μετά την πτώση της πόλης θα στηρίξει τον ευρωπαϊκό νεότερο κόσμο. Στη διαχρονικότητα της ιστορίας, το Βυζάντιο, χάρη στον ελληνοπρεπή και χριστιανομαθή ανθρωπισμό του, που θα στεριώσει με τον καιρό, θα γίνει η μεσαιωνική Αυτοκρατορία του ανανεωμένου Ελληνισμού».3
Ο πληθυσμός αναγνωρίζει τον εαυτό του ως Ρωμαίο-Ρωμιό, όπως ακριβώς συμβαίνει σε κάθε σημείο του τότε ελληνικού κόσμου. Ο όρος «Έλληνας» έχει μετατραπεί σε θρησκευτικό όρο και έχει ταυτιστεί με τον «εθνικό», τον «ειδωλολάτρη» από τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες εξαιτίας της σύγκρουσης του μονοθεϊστικού χριστιανισμού με τον αρχαιοελληνικό παγανισμό.4
Η ειρηνική περίοδος διαταράχτηκε από τις επιθέσεις των Περσών που θα αρχίσουν από τα μέσα του 5ου αιώνα για να κορυφωθούν στις αρχές του 7ου. Την περσική επιθετικότητα θα διαδεχθεί ένας νέος παράγοντας: το αραβικό ισλάμ, που με επιδρομές θα προκαλέσει και πάλι αναστάτωση στο χώρο της Μικράς Ασίας.
Η εξουδετέρωση της περσικής απειλής από τον Ηράκλειο (610-640) συνέπεσε με την ομαλή μετάβαση της εξουσίας στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από τους Λατίνους στους Έλληνες. Η ελληνική γλώσσα είχε παραμερίσει τη λατινική ακόμα και από την εποχή του Ιουστινιανού. O Arnold Toynbee αναφέρεται σε «βυζαντινούς Έλληνες» και σε «βυζαντινό ελληνικό πολιτισμό». Συμπεραίνει: «Τον 5ο αιώνα η αυτοκρατορία συνέχισε να είναι κατ’ όνομα ρωμαϊκή, αλλά στην πραγματικότητα είχε καταστεί ελληνική και παρέμεινε ελληνική». Ο Νίκος Σβορώνος θεωρεί ότι «…το Βυζάντιο είναι στην ουσία περισσότερο συνέχεια των ελληνιστικών κρατών της Ανατολής, παρά της Ρώμης» και διατυπώνει ευθαρσώς την άποψη ότι από την εποχή των Μακεδόνων αυτοκρατόρων το Βυζάντιο εξελίσσεται σε «ελληνικό εθνικό κράτος».5
Ενδεικτικά στοιχεία για την ταυτότητα των Βυζαντινών είναι τα στερεότυπα που είχαν διαμορφώσει για τους άλλους λαούς, τους «ξένους», τα οποία κατά κανόνα ήταν αρνητικά και βασιζόταν στην αίσθηση της υπεροχής της ελληνικής τους παιδείας. Οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν τους λαούς αυτούς –Βουλγάρους, Ρώσους και Φράγκους– με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς όπως: «γένος άνευ τιμής και αξιοπρεπείας», «γένος διεφθαρμένον», «λαός μηδαμινός και αιμοχαρής». Περιφρόνηση έδειχναν και προς μη ελληνικούς λαούς που κατείχαν σημαντική θέση στην Αυτοκρατορία, όπως οι Αρμένιοι. Για τους Βυζαντινούς, η συμπεριφορά των Αρμενίων ήταν αμφίβολη και θεωρούνταν ως «ασταθείς και άπιστοι».6 Αρνητικά ήταν τα στερεότυπα για τους Ιταλούς, Πέρσες κ.ά. Φυσικά, βαρύτεροι ήταν οι χαρακτηρισμοί για τα μουσουλμανικά έθνη των Αράβων και των Τούρκων.
Παράλληλα βλέπουμε ότι ο όρος «Έλλην» σε διανοούμενους του βυζαντινού κόσμου αρχίζει βαθμιαία να σημασιοδοτείται εθνικά, και να απαλλάσσεται από το παλιότερο θρησκευτικό περιεχόμενο. Εντοπίζεται από εκείνη την εποχή η ύπαρξη μιας πρώιμης συνείδησης ελληνικότητας σε μορφωμένους βυζαντινούς κύκλους. Για παράδειγμα, ο Κωσταντίνος Πορφυρογέννητος, αυτοκράτορας του Βυζαντίου κατά το πρώτο μισό του 10ου αι. μ.Χ. γράφει για τις ποντιακές πόλεις Σινώπη, Αμάσεια, Αμισό «Ελληνίδες εισίν πόλεις», ενώ για το Θέμα Χαλδείας και την Τραπεζούντα «Ελλήνων εισίν αποικίαι».7 Το φαινόμενο αυτό αποτυπώνεται και στους όρους που χρησιμοποιεί η Άννα Κομνηνή (1083-1146) στο έργο της.8
Φαίνεται ότι από τους ύστερους, κυρίως, βυζαντινούς αιώνες και εντεύθεν οι βυζαντινοί διανοούμενοι εμφορούνταν από ελληνική εθνική συνείδηση.
Η περίοδος όμως, όπου η νέα αυτή εθνική ταυτότητα θα πάρει μεγάλες διαστάσεις, θα ταυτιστεί με τη χρονική στιγμή πριν την Άλωση, όταν η Κωσταντινούπολη είχε μετατραπεί σε πόλη- κράτος κατά το παράδειγμα των ιταλικών εμπορικών πόλεων.
Ο νέος ελληνισμός
Η ιστορική πορεία του πληθυσμού και οι μεταβολές στην ταυτότητα και την αυτοαντίληψή του, εντάσσονται μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της πορείας του συνολικού νέου ελληνισμού. Ο όρος «νέος ελληνισμός» χρησιμοποιείται από το συγγραφέα όχι σα μια στατική ιστορική μορφή, αλλά μ’ όλες τις πλούσιες και ποικίλες επιδράσεις, που προκάλεσαν την ιδιοτυπία του όπως τις περιγράφει ο Κ. Δημαράς. Ως «νέος ελληνισμός» περιγράφεται η μορφή εκείνη που διαμορφώνεται από τον 13ο αιώνα, όταν ο Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις ονόμαζε την Αυτοκρατορία της Νίκαιας «Ελλάδα» και θεωρούσε ότι οι ανατολικοί Ρωμαίοι ήταν εθνικά Έλληνες γράφοντας χαρακτηριστικά «Ελλήνων χριστωνυμούμενον κλέος ου σβέννυται».9
Για το θέμα αυτό ο Απόστολος Βακαλόπουλος αναφέρει: «Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι την ιστορία του νέου ελληνισμού δεν την γνωρίζουμε ακόμη καλά, ιδίως τις αρχές της και την περίοδο της τουρκοκρατίας, μολονότι οι ερευνητές πληθύνονται τα τελευταία χρόνια, καθώς και οι συστηματικές εργασίες. Κι αυτό γιατί το υλικό είναι τεράστιο και ποικίλο. Χρειάζεται μεγάλη υπομονή, κόπος και χρόνος πολύς, για να μελετηθούν οι δημοσιευμένες ως τώρα ελληνικής πηγές, βυζαντινές ή μεταβυζαντινές, καθώς και οι πλούσιες ξενόγλωσσες, και ν’ αξιοποιηθούν οι ειδήσεις που εξακολουθούν ακόμη να λανθάνουν μέσα τους. Ακόμη είναι ανάγκη να περισυλλεγή και να γίνη γνωστό το άφθονο ανέκδοτο ιστορικό υλικό και να δημοσιευθή το πιο σημαντικό απ’ αυτό, ώστε να γραφούν ειδικές μελέτες και μονογραφίες για διάφορα ζητήματα ή για ορισμένες χρονικές περιόδους και έτσι να γίνη η ιστορική σύνθεση όσο το δυνατόν πιο ακριβής και πλήρης.»10
Σημείο τομής στην πολιτική ιστορία της περιοχής είναι η δημιουργία ενός μεσαιωνικού κράτους της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, ως απόρροια της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους την άνοιξη του 1204. Οι σταυροφόροι διέλυσαν τον κεντρικό ιστό του μοναδικού χριστιανικού κράτους της Aνατολής, που θα μπορούσε να αποτελέσει ουσιαστικό εμπόδιο στο επεκτατικό Iσλάμ, αραβικό και τουρκικό. H πράξη αυτή της καθολικής Δύσης θα υψώσει εφεξής αξεπέραστο τείχος μεταξύ της δυτικής και ανατολικής χριστιανοσύνης και θα διευκολύνει την επικράτηση των Tούρκων μουσουλμάνων.
Mετά την κατάληψη της Πόλης, οι Eλληνες θα ιδρύσουν τρία κράτη, ένα στα Bαλκάνια και δύο στη Mικρά Aσία. Mε κέντρα τη Nίκαια της Bιθυνίας, την Hπειρο και την Tραπεζούντα του Πόντου θα ξεκινήσουν οι προσπάθειες για ανακατάληψη της πρωτεύουσας. Mακροβιότερο από τα τρία αυτά κράτη υπήρξε η αυτοκρατορία της Tραπεζούντας, το οποίο θα επιζήσει 257 χρόνια. 11
Σημαντικοί διανοούμενοι θα διαμορφωθούν την εποχή που θα ακολουθήσει. Η ταυτότητα των κατοίκων της Αυτοκρατορίας μπορεί να κατανοηθεί με τον τρόπο που απευθύνονται σ’ αυτόν οι ηγέτες του και οι διανοούμενοί του. Υπάρχει πλέον συνείδηση της εθνικής σημασίας που έχει ο όρος «Έλλην». Σε κείμενα του 15ου αι. εμφανίζονται ως «Έλληνες» και ως «Γραικοί». Ένας σύγχρονος συγγραφέας του Γεωργίου Τραπεζούντιου, που ζούσε στη Φλωρεντία, γράφει για τις αντιδράσεις τους με το άκουσμα της πτώσης της Τραπεζούντας στους Οθωμανούς: «Τις ου θρηνήσει τας ημετέρας συμφοράς; Οίχεται τα της βασιλείας Γραικών…».12 Το εντυπωσιακό με τον Γεώργιο Τραπεζούντιο είναι ότι γνωρίζοντας από κοντά τους Λατίνους τους απέρριψε πλήρως και έφτασε να θεωρεί ότι οι Έλληνες βρίσκονταν κοντύτερα στους Οθωμανούς.
Ήταν βέβαια η εποχή όπου μεγάλο μέρος της ιθύνουσας τάξης των Οθωμανών, αλλά και του λαού, προερχόταν από εξισλαμισμένους βυζαντινούς. Ο Τραπεζούντιος ανέπτυξε μια συγκριτική θεώρηση του χριστιανισμού με το ισλάμ και στο κείμενό του «Παντοδαπή Δόξα» προέτρεπε τον Μωάμεθ να καταλάβει την Ευρώπη με αποτέλεσμα να φυλακιστεί (Οκτώβριος 1466-Φεβρουάριος 1467)13
(Από την επιστολή του Γεώργιου Τραπεζούντιου προς τον Μωάμεθ)
Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που αναφέρεται ο Βησσαρίωνας στο Εγκώμιον εις Τραπεζούντα, που γράφτηκε το 1436-37 και βρίσκεται στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας.14 Στο κείμενο αυτό, ο Βησσαρίωνας έχει μια άριστη εποπτεία των ιστορικών γεγονότων και φαίνεται να κατέχει τη μέχρι τότε γραμματεία. Αναφέρεται στην ιστορία των Ελλήνων από την αρχαιότητα και στόχο έχει να εμφυσήσει την πίστη στους σύγχρονούς του Τραπεζούντιους ότι μπορούν να αμυνθούν κατά των Τούρκων, κατά το πρότυπο των αρχαίων Αθηναίων (ως Ιώνων) προγόνων τους. Η συνέχεια των Ελλήνων θεωρείται δεδομένη και αδιαπραγμάτευτη. Ο Βησσαρίων θεωρεί ότι ευθεία γραμμή χωρίς αλλαγές και ασυνέχειες συνδέει την Αθήνα, τη Μίλητο, τη Σινώπη και την Τραπεζούντα. Οι όροι που χρησιμοποιεί είναι “Έλληνες” και “Ρωμαίοι”. Ενώ ο όρος “Έλληνες” χρησιμοποιείται με ίδια σημασία από την αρχή έως το τέλος του κειμένου, ο όρος Ρωμαίοι” διαφοροποιείται στη συνέχεια. Ενώ στην αρχή, κατά την εποχή της ρωμαϊκής κατάκτησης του ελληνικού κόσμου, βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τους Έλληνες, στη συνέχεια και στην εποχή του Βυζαντίου παρουσιάζεται η “των Ρωμαίων αρχή” ως δική μας.
Η μόνη διαφορά της αφήγησης του Βησσαρίωνα στο «Εγκώμιον….» (1436-37) από τη αφήγηση του κατά 5 αιώνες μεταγενέστερου Παπαρηγόπουλου, είναι ότι τον όρο “έθνος” τον χρησιμοποιεί με διαφορετική σημασία. Κάτι ως φύλα ή πληθυσμιακές ομάδες. Δηλαδή οι Έλληνες κατά τον Βησσαρίωνα διακρίνονταν σε πολλά “έθνη”… Ο Βησσαρίωνας θεωρείται από τους Δυτικούς ως ένας από τους διανοούμενους που ετοίμασαν τη Δύση για να περάσει στην Αναγέννηση. Με την προσέγγιση αυτή του Βησσαρίωνα, βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα ενδιαφέρον φαινόμενο που εξελίσσεται τον 15ο αιώνα, όπου ισχύουν αυτούσιες οι σύγχρονες θεωρίες για την δημιουργία ταυτότητας και συνείδησης. Η άποψη του Eric Hobsbawm για διαδικασίες που εμφανίζονται στην ανθρώπινη ιστορία την εποχή της νεωτερικότητας, όπου υπάρχει μια «ανασκοπική μυθολογία» που αναπτύσσεται σε μια συγκεκριμένη, απλώς εμπειρικά αντιληπτή κοινότητα και την μετατρέπει σε μια φαντασιακή κοινότητα -που αναπαράγεται ως παρελθόν στη συλλογική μνήμη των ανθρώπων και θεμελιώνει μια εθνική ή εθνοτική ταυτότητα- θα μπορούσε να αναφέρεται πλήρως στο κείμενο αυτό του Βησσαρίωνα. Μόνο που αυτό είναι αδύνατον, γιατί σύμφωνα με τις απόψεις αυτές, οι συγκεκριμένες διαδικασίες του 15ου αιώνα δεν θα έπρεπε να υπάρχουν.15
Ενδιαφέρον έχει ότι ο Φαλμεράιερ, που έγραψε μια έγκυρη ιστορία της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, έχει μια αντίληψη αντίστοιχη με αυτή του Βησσαρίωνα. Αποδέχεται τη συνέχεια των Ελλήνων και θεωρεί ότι το ελληνικό έθνος υπήρχε διαρκώς και συνεχώς από τους ομηρικούς χρόνους, ως διακριτή οντότητα, χωρίς ιδιαίτερες “μεταμορφώσεις”. Ο Φαλμεράιερ θεωρεί Έλληνες -με τη σημασία που δίνουν οι δυτικοί του 19ου αιώνα- τους μεσαιωνικούς Ρωμιούς. Γράφει στον Πρόλογο του Geschichte des Kaiserthums von Trapezunt (Μόναχο, 1827): «Η ιστορία της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας… οδηγεί τον αναγνώστη στο χρόνο, μέχρι το παρηκμασμένο ανάκτορο του αρχαίου ελληνικού μεγαλείου… Ο χαρακτήρας τους είναι τραγικός, όπως και η όλη ιστορία της ελληνικής φυλής…».
Θα πρέπει να οριστεί τι ήταν εκείνη η «ελληνικότητα» που αναδύθηκε πολιτικά – και όχι μόνο σε κλειστούς κύκλους διανοουμένων- πριν την Άλωση. Την ιστορική εκείνη στιγμή, η Κωνσταντινούπολη είχε απωλέσει πλέον το σύνολο σχεδόν των εδαφών του Βυζαντίου και είχε μετατραπεί σε πόλη-κράτος εμπόρων. Διαμορφώθηκε μια ιδιότυπη πολιτική διαρχία και εμφανίστηκαν νέες αντιθέσεις. Η αδιαμφισβήτητη έως τότε εξουσία της Εκκλησίας, που υπήρξε για αιώνες ο βασικός θεσμός της Αυτοκρατορίας, αμφισβητήθηκε από την πολιτική εξουσία. Έτσι, κατά την Κιουσοπούλου, προήλθε η σύγκρουση ενωτικών-ανθενωτικών. Οι ενωτικοί εξέφραζαν την τάση των εθνικά Ελλήνων, ενώ οι ανθενωτικοί την παλιά θρησκευτική και οικουμενική ρωμιοσύνη. Φαίνεται ότι εκείνη την πολύ πρώιμη εποχή διαμορφώθηκε μια εθνική ταυτότητα που βασιζόταν στην ελληνικότητα και επεδίωκε την διαμόρφωση της συγκρότησης μιας ξεχωριστής κοινότητας που είχε και εδαφικό προσδιορισμό.
Η Τόνια Κιουσοπούλου στο εξαιρετικό έργο της με τίτλο «Βασιλεύς ή Οικονόμος. Πολιτική εξουσία και ιδεολογία πριν την Άλωση» μεταξύ άλλων γράφει: “…Η ανάλυση των σωζόμενων κειμένων επιβεβαίωσε αυτό που γνωρίζουμε, ότι, δηλαδή, λόγω της ελληνοφωνίας του, κανένας λόγιος του 15ου αιώνα δεν αρνιόταν ότι ήταν Έλληνας. Η διαφορά όμως στον τρόπο με τον οποίο οι λόγιοι προσέγγιζαν την ελληνικότητά τους πήγαζε από το γεγονός ότι για τους Παλαιολόγους και τους οπαδούς τους η ελληνικότητα συνιστούσε στοιχείο της πολιτικής τους ταυτότητας ή αντίστροφα, ότι η ελληνικότητα προβαλλόταν ως το απαραίτητο στοιχείο για να συγκροτηθεί μία ξεχωριστή κοινότητα που είχε και εδαφικό προσδιορισμό….”16
Το συναίσθημα αυτό, που κορυφώθηκε την περίοδο αυτή, θα υπάρξει στη συνέχεια στους κόλπους των Ελλήνων φυγάδων της διασποράς και θα καταγραφεί ως συνεχής παρουσία μιας ομάδας εμφορούμενης από εθνική συνείδηση. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Άννας Νοταρά, που μετά την Άλωση κατέφυγε στη Βενετία. Η Άννα ήταν κόρη του Mεγάλου δούκα Λουκά Nοταρά, πρωθυπουργού του Kωνσταντίνου Παλαιολόγου και το μόνο μέλος της οικογένειας που σώθηκε. Το 1499 ίδρυσε στην Βενετία μαζί με δύο άλλους τον Νικόλαο Βλαστό και τον Ζαχαρία Καλλιέργη έναν από τους πρώτους εκδοτικούς οίκους ελληνικών βιβλίων.17 Και αυτό δεν υπήρχε μόνο στους φυγάδες Έλληνες στα μεγάλα κέντρα της Ευρώπης και της Ρωσίας αλλά και στη θρησκευτική ελληνόφωνη ηγεσία. Η παρακάτω περιγραφή σε συνοδικό κείμενο ορθόδοξων πατριαρχών το 1716 είναι αποκαλυπτική της αυτοαντίληψης που έχει η ελίτ των Ρωμιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για την ταυτότητά: «Πάλαι μεν Ελλήνων, νυν δε Γραικών και Νέων Ρωμαίων δια την Νέαν Ρώμην καλουμένων»18.
Η ύπαρξη αυτού του διακριτού ιδεολογικού ρεύματος θα λειτουργήσει ως καταλύτης και θα ευνοήσει την μετάβαση από την εθνότητα στο έθνος. Οι Έλληνες περιγράφονται ως «Γραικοί» από πλήθος περιηγητών των σκοτεινών χρόνων της ισλαμικής κυριαρχίας.19 Θα υπάρξει έτσι μια πρώιμη διαμόρφωση μιας νέας πολιτικής κοινότητας , που θα διεκδικήσει πλέον την καταστροφή της απολυταρχικής οθωμανικής εξουσίας. Η νεωτερικότητα θα εισβάλει στο χώρο της καθ’ ημάς μουσουλμανικής Ανατολής μεταξύ άλλων και μέσα από τα κινήματα των απόκληρων χριστιανών.
Σημαντικό στοιχείο για την κινητοποίηση των λαϊκών στρωμάτων ήταν η ταξική τους τοποθέτηση, εφόσον ήταν οι καταπιεσμένοι και περιφρονημένοι κοινωνικά πληθυσμοί.
Η πιθανότητα ύπαρξης ενός προ-έθνους εκείνη την εποχή δεν συνάγεται μόνο από τα κείμενα της διανοούμενης ελίτ. Υλικό όπου διακρίνεται το λαϊκό συναίσθημα υπάρχει και βρίσκεται στη λαογραφία. Τέτοιο υλικό συνιστούν εκφράσεις που βρίσκονται σε ακριτικά ποντιακά τραγούδια όπως: ” Καλώς, καλώς το παληκάρ’ / τον Έλλενον τον νέον”, ή “Έπαρ’ υι’ε μ’ την σπάθην σου / τ’ ελλενικόν κοντάριν’, ή “Πείτε το τ’ αδέλφια μ’ ‘ τους Έλλενους” ή “Δρακέλλενας, τραντέλλενας / ρωμαίικον παληκάρι” ή «Την Πόλιν όντας όριζεν ο Έλλεν Κωσταντίνον». Στο χώρο του Πόντου ο όρος αυτός παρέμεινε εν χρήσει στο λαϊκό λόγο, κυρίως σε θέση επιθέτου που σήμαινε ο «ήρωας», ο «πολύ γενναίος άνδρας».20 Λαογράφοι όπως η Άλκη Κυριακίδη-Νέστορος υποστηρίζει ότι “Σ’ όλον τον ελληνικό χώρο κανείς άλλος δεν ονόμαζε τον εαυτό του Έλληνα”. Νομίζω όμως ότι τη συγκεκριμένη εποχή ο όρος “Έλλην-Έλλεν” για το λαό έχει μετατραπεί επίσης σε επίθετο και σήμαινε ο “ήρωας” ή ο “πάρα πολύ γενναίος”.»21
Πάντως και να διατηρήθηκε ως εθνωνύμιο μέχρι το Μεσαίωνα -πράγμα συμβατό με το συνολικό ρεύμα της εποχής πριν την Άλωση- στη συνέχεια, όσον αφορά τη λαϊκή του χρήση, εξαφανίστηκε. Πιθανόν να αναπαραγόταν εφεξής μέσω της παιδείας, δεδομένου ότι από τα μέσα του 17ου έχουμε τη δημιουργία σχολείων σε πολλά μέρη του τότε ελληνικού κόσμου. Όμως δε φαίνεται να διατηρήθηκε ως εθνοτικός προσδιορισμός στο λαό, στον οποίο είχε επικρατήσει η ονομασία «Ρωμαίος-Ρωμιός».
Στις αρχές του 14ου αιώνα, μετά την ολοκλήρωση της κατάκτησης της δυτικής Μικράς Ασίας από τους Τουρκομάνους εισβολείς φαίνεται ότι υπήρχαν ακόμα πολλοί Έλληνες. Το εθνωνύμιο «Ελληνας» ως «Γιουνάν» φαίνεται ότι υπάρχει σε χρήση και στους μουσουλμάνους διανοούμενους παράλληλα με το «Ρωμαίος-Ρουμ». Ο Άραβας περιηγητής Ιμπν Μπατούτα γράφει για την περιοχή: «Ονομάζεται Ρουμ γιατί ήταν δική τους χώρα στο παρελθόν, και από κει προέρχεται το αρχαίο Ρουμ και οι Γιουνάνις (δηλ. οι Έλληνες). Αργότερα κατακτήθηκε από τους μουσουλμάνους, αλλά πάρα πολλοί χριστιανοί εξακολουθούν να ζουν υπό την προστασία των Τουρκομάνων μωαμεθανών».22
Ενδιαφέρον έχει ότι οι Σελτζούκοι ποτέ δεν ονόμασαν το κράτος «Τουρκία» αλλά, αντιθέτως, Diyar-I Rum, δηλαδή «Τόπο των Ρωμιών», ενώ τη μεγαλύτερη διοικητική περιφέρεια του κράτους τους που είχε πρωτεύουσα το Ικόνιο, ανατολικά έφτανε μέχρι την Άγκυρα και τη Καισάρεια και δυτικά ως το Δορύλαιο, vilayet-I Yunani, δηλαδή «Ελλάδα».23
Σήμερα, η έννοια του Ρωμιού για τους περισσότερους μελετητές είναι συνώνυμη της λέξης ‘Έλληνας Όπως γράφει η Μαρία Τοντόροβα «Για τους οθωμανούς κυρίαρχους, η περιοχή ήταν ‘Ρουμ-ελί’ –η Ρωμυλία- που κατά λέξη σημαίνει ‘η χώρα των Ρωμαίων’, δηλαδή των Ελλήνων». Βέβαια ο όρος «Έλληνας» έχει κι αυτός τις δικές του περιπέτειες με τη διαφορετική σύλληψη από διαφορετικές ομάδες του ελληνικού ή ρωμαίικου ή γραικικού πληθυσμού. Ο Γεώργιος Φατζέας στο έργο του «Γραμματική Γεωγραφία» (Βενετία, 1720) χρησιμοποιεί ως συνώνυμα τους όρους «Ρωμαίοι», «Γραικοί» και «Έλληνες».
Η ταύτιση αυτή υπάρχει μέχρι σήμερα σε πληθυσμούς, όπως οι σοβιετικοί Πόντιοι και Μαριουπολίτες, που δεν έχουν υποστεί την επιβολή των νέων σημασιών, είτε μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία, είτε μέσα από ιδεολογικές παρεμβάσεις απόρροια της εποχής του έθνους-κράτους.24
Συζητώντας για το έθνος
Με αφορμή την εμφάνιση ενός ελληνικού πρωτο-έθνους εντός του ρωμαίικου ορθόδοξου γένους, κατά την περίοδο πριν την Άλωση, βρισκόμαστε σε ένα δημιουργικό διάλογο με τις νέες θεωρητικές αντιλήψεις περί του σύγχρονου έθνους και του χρονικού σημείου εμφάνισής του στο ιστορικό προσκήνιο, όπως αναφέρθηκε παραπάνω μ’ αφορμή τη διατύπωση ενός θεωρητικού μοντέλου από τον Eric Hobsbawm. Για τη διαδικασία μετάβασης από την εθνότητα στο έθνος και τον τρόπο ανασυγκρότησης του εθνοτικού ιστορικού υλικού, χρήσιμες είναι οι παρατηρήσεις που κατατέθηκαν κατά καιρούς στο πλαίσιο της συζήτησης για το αν το έθνος προηγείται του εθνικισμού ή το αντίθετο.
Σχετικές είναι και οι απόψεις που υποστηρίζουν ότι το έθνος, στη νεωτερική εκδοχή της εννοίας του, αποτελεί μεν συνέχεια των παραδοσιακών προνεωτερικών εθνικών ομάδων, επιδέχεται όμως και έναν μετασχηματισμό, που οφείλεται και στις απαιτήσεις της νεότερης βιομηχανικής κοινωνίας και στην απομάκρυνση από την παλαιά, θρησκευτικού τύπου, μορφή συνείδησης. Το έθνος, αποτελεί μια νέα κοινότητα σεσχέση με την παραδοσιακή κοινότητα.25 Πάντως στην ελληνική περίπτωση υπάρχει μια ιδιομορφία.
Υπάρχουν ουσιαστικές αποκλίσεις στο ελληνικό παράδειγμα από το μοντέλο που εισηγείται η γραμμική-κατασκευαστική αντίληψη ότι η ιδεολογία του εθνικισμού οδηγεί στη διαμόρφωση έθνους που βασίζεται σ’ ένα επινοημένο σύνολο ιδεολογικών κανόνων και ιστορικών αναπαραστάσεων, όπου το φαντασιακό στοιχείο μετατρέπει το «άδειο» κύριο σημαίνον σε πραγματική ουσία. Με βάση αυτή την αντίληψη δεν μπορεί να εξηγηθεί πώς είναι δυνατόν να υπάρχει η αντίληψη περί συνέχεια των Ελλήνων τον 16ο αιώνα, όταν ο Ιέραξ στο «Χρονικόν περί την των Τούρκων βασιλείας» παραλληλίζει τους υπερασπιστές της Κωσταντινούπολης με τους 300 του Λεωνίδα.
Δεν μπορεί επίσης να εξηγηθεί το πώς είναι δυνατόν πολλές δεκαετίες πριν τη συγκρότηση εθνικού κράτους και την εμφάνιση του Παπαρηγόπουλου να έχει γραφεί η ιστορία του ελληνικού έθνους, όπως στο έργο του Δημητρίου Αλεξανδρίδη «Ελληνικός Καθρέπτης» (Βενετία, 1806) να αναφέρεται σε έναν ενιαίο πληθυσμό από τα προομηρικά χρόνια ως τον 15ο αιώνα. Ο ίδιος συγγράφεας προσθέτει το 1807 σε μια μετάφραση μιας Ιστορίας της Ελλάδος κι ένα τρίτο τόμο με την ιστορία της Ρωμανίας, δηλαδή του Βυζαντίου.
Φαίνεται ότι υπάρχει εθνική συνείδηση συγκροτημένη σε συγκεκριμένους κύκλους διανοουμένων πολύ πριν την εμφάνιση της νεωτερικότητας. Η πρώιμη αυτή εθνική συνείδηση διαδίδεται στη συνέχεια και επικρατεί στις ρωμαίικες μάζες όταν οι ιστορικές συνθήκες το επιτρέπουν. Μετά τη δημιουργία του ελληνικού εθνικού κράτους στις αρχές του 19ου αιώνα, κωδικοποιείται με το παπαρηγοπούλειο σχήμα, το οποίο όμως μ’ έναν παράδοξο τρόπο το βρίσκουμε να πρωτοεκφράζεται 4 αιώνες πριν, από τους βυζαντινούς διανοούμενους του 15ου αιώνα.
1 Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Αθήνα, εκδ. Ψυχογιός, 1988, σελ. 14.
2 Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, ό.π., σελ. 40.
3 Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, Μοντερνισμός και Βυζάντιο, Αθήνα, εκδ. Ίδρμα Γουλανδρή Χορν, 1992, σελ. 30-31.
4 Ν. Γ. Σβορώνος, Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας, β’ έκδ., Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 1985, σελ. 150.
5 Νίκος Γ. Σβορώνος, Το ελληνικό έθνος. Γένεση και διαμόρφωση του νέου ελληνισμού, Αθήνα, εκδ. Πόλις, 2004, σελ. 33-35.
6 Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας , ό.π., σελ. 60-61, 133.
7 Ν. Γ. Σβορώνος, «Ανάλεκτα», ό,π., σελ. 153.
8 A. Τoynbee, Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους, εκδ. Καρδαμίτσα, 1992, σ. 187 Για την κατανόηση εκείνης της εποχής και τις ιδεολογικές προσλήψεις των μεσαιωνικών Ελλήνων σημαντικό είναι το έργο Γιώργος Καραμπελιάς, «1204. Η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού», Αθήνα, εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2006.
9 Κ. Μ. Πλακογιαννάκη, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος και πολιτισμός των Βυζαντινών, εκδ. Κυρομάνος, χ.χ., σελ. 157
10 Κ. Μ. Πλακογιάνης, ό.π. Χρήσιμο έργο για να κατανοηθεί ο νέος ελληνισμός είναι το βιβλίο Απόστολος Βακαλόπουλος, Νέος ελληνισμός: Οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του έθνους 1204 – μέσα του 15ου αι., Αθήνα, εκδ. Σταμούλη, 2008.
11 Για τη μεσαιωνική Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας βλ. Jac. Ph. Fallmerayer, Geschichte des Kaiserthums von Trapezunt, (Ιστορία της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας), 1827 (στα ελληνικά κυκλοφόρησε απ΄ τις εκδ. Κυριακίδη), Αλέξιος Γ. Κ. Σαββίδης, Οι Μεγάλοι Κομνηνοί της Τραπεζούντας και του Πόντου, παράρτημα 25 Αρχείον Πόντου, Αθήνα, 2005.
12 Αχιλλέας Ανθεμίδης, «Η συμβολή του μεγάλου Βησσαρίωνα στη μετάδοση των κλασικών γραμμάτων στη Δύση», β’ έκδ., Θεσσαλονίκη, 1983, σελ. 13.
13 Κωνσταντῖνος Ν. Σάθας, Βιογραφίαι τῶν ἐν τοῖς Γράμμασι διαλαμψάντων Ἑλλήνων, Αθήνα, 1868, σ. 44-45.
14 Δημοσιεύτηκε το 1984 από τον Οδυσσέα Λαμψίδη στο “Αρχείον Πόντου”, τόμ. 39, σελ. 3-72. (John Monfasani, Byzantine Scholars in Renaissance Italy: Cardinal Bessarion and other Émigrés, UK, εκδ. Aldershot, 1995.) Η επιρροή της Δύσης από τους Βυζαντινούς διανοούμενους παρουσιάζεται στο: Gouguenheim, Sylvain, Ο Αριστοτέλης στο Μον-Σαιν-Μισέλ. Οι ελληνικές ρίζες της χριστιανικής Ευρώπης, Αθήνα, εκδ. Ολκός, 2009.
15 βλ. E. J. Hobsbawm, “ Ethnicity and nationalism in Europe today”, περ. Anthropology today, vol. 8 , no. 1. 1992, σελ. 3
16 Το ζήτημα της ελληνικότητας και της συνείδησης λίγο πριν την Άλωση της Πόλης το αναπτύσσει υποδειγματικά η Τόνια Κιουσοπούλου στο βιβλίο της Βασιλεύς ή Οικονόμος. Πολιτική εξουσία και ιδεολογία πριν την Άλωση, εκδ. Πόλις, 2008.
17 Κωσταντίνος Σάθας, «H πρώτη εκ Bενετίας Eλληνική Tυπογραφία», περ. Mελέτη 1905.
18 Ιωάννης Ν. Καρμίρης, Τα δογματικά και τα συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. Β’ Αθήνα 1953, σ. 789
19 Χαρακτηριστικό είναι ένα απόσπασμα ενός περιηγητή του 1632 στην Ανατολή, που μας παραθέτει η Μαρία Τοντόροβα. Στο “Ταξίδι στο Λεβάντε”, ο Henry Blout λάτρης των Οθωμανών (που τους αποκαλεί Τούρκους, εννοώντας όμως τους οθωμανούς μουσουλμάνους) περιγράφει με την εθνική τους ονομασία τις διάφορες πληθυσμιακές ομάδες που συνάντησε: «τους Γραικούς, τους Αρμένιους, τους Φράγκους, τους Αθίγγανους, τους Ιουδαίους…» (A voyage into the Levant. Α Breife relation of a Journey,lately performed by Master H.B.Gentleman, Λονδίνο, Andrew Crooke, 1636)
20 Α. Κυριακίδου-Νέστορος, «Ρωμιοί, Έλληνες και Φιλέλληνες», Λαογραφικά Μελετήματα, τόμ. Ι, εκδ. ΕΛΙΑ, Αθήνα, 1989, σελ. 224.
21 Γιώργος Βελούδης, O J. P. Fallmerayer και η γένεση του ελληνικού ιστορισμού, εκδ. Μνήμων, Αθήνα, 1982, σελ. 19.
22 Σπύρος Βρυώνης, ό.π., σελ. 542.
23 Νεοκλής Σαρρής, ό.π., σελ. 47.
24 Αναφορά της Μαρία Τοντόροβα, »Τα Βαλκάνια: από την ανακάλυψή τους στην ‘κατασκευή’ τους», στο Εθνικό Κίνημα στα Βαλκάνια, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 1996, σελ. 77.
25 Νίκος Δεμερτζής, «Πότε δημιουργήθηκε το ελληνικό έθνος», εφημ Το Βήμα, 6-2-2005, Πέτρος Θεοδωρίδης, Μεταμορφώσεις της ταυτότητας, Θεσσαλονίκη, εκδ. Αντιγόνη, 2004, Διονύσιος Α.Ζακυθηνός, «Μεταβυζαντινή και Νεωτέρα Ελληνική Ιστοριογραφία», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 1974. Ν. Βλάχος, Ο Θεσσαλός λόγιος Δημήτριος Αλεξανδρίδης (Τυρναβίτης) εκδότης του ‘Ελληνικού Τηλεγράφου’ (1812-1836), Αθήνα, 1976.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου