Τετάρτη 13 Μαΐου 2020

«Τι θα γινόταν αν…» ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπιζε την κρίση του κορωνοϊού (του Σαράντη Μιχαλόπουλου , κατοίκου Ιτέας )


Με αφορμή ένα πρόσφατο άρθρο του πρώην πρωθυπουργού.


Τις παρεμβάσεις που θα έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, αν ήταν εκείνος που θα αντιμετώπιζε την υγειονομική κρίση από κυβερνητική θέση, περιγράφει ο Αλέξης Τσίπρας με άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών» με τίτλο:

«Τι θα γινόταν αν…».

Αξίζει να διατρέξουμε το άρθρο, και επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σήμερα η δεύτερη πολιτική δύναμη της χώρας αλλά και κυρίως διότι είναι το κόμμα εκείνο που είναι συνδεδεμένο με την πιο σημαντική περίοδο της κρίσης και των μνημονίων, αυτή που σηματοδοτήθηκε από την αρχική απόπειρα απόρριψης των μνημονίων και την ριζική αλλαγή στάσης στη συνέχεια, με την αποδοχή και διαχείρισής τους, με τελικό αποτέλεσμα την έξοδο της χώρας από αυτά.
Όμως, ο λόγος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης είναι σήμερα ιδιαίτερα σημαντικός και για τον λόγο ότι κοντεύει σχεδόν ένας χρόνος από τη στιγμή που άλλαξε η διακυβέρνηση της χώρας και επομένως μπορεί να κάνει κανείς συγκρίσεις, στηριζόμενος σε έργα ένθεν και ένθεν και όχι σε προεκλογικές εξαγγελίες ή αντιπολιτευτικές κορώνες.
Ας δούμε λοιπόν μερικά αποσπάσματα του άρθρου του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ξεκινά σχολιάζοντας ότι ο επικοινωνιακός μηχανισμός του Μαξίμου «έχει βαλθεί να μας πείσει ότι, αν σήμερα αντικρίζουμε το φως της ημέρας, το οφείλουμε στον πολυχρονεμένο μας Πρωθυπουργό. Και αν δεν ήταν η ΝΔ στην κυβέρνηση, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ, η χώρα θα είχε καταστραφεί». «Τι κι αν αυτοί δεν κατάφεραν με τρία διαφορετικά κυβερνητικά σχήματα να την επαναφέρουν και το κατάφερε ο ΣΥΡΙΖΑ, με ρυθμισμένο χρέος και ανακτημένη διεθνή αξιοπιστία;», ρωτά.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης αναφέρει ειδικότερα ότι αν η κρίση έβρισκε τον ΣΥΡΙΖΑ στη κυβέρνηση, παράλληλα με την προφανή -«όπως σε όλον τον κόσμο»- καραντίνα, τα νοσοκομεία ήδη θα είχαν 4.000 περισσότερους γιατρούς και νοσηλευτές, θα υπήρχαν πολλές χιλιάδες περισσότερα τεστ από τα δημόσια ερευνητικά ιδρύματα και στα μέσα ατομικής προστασίας θα έμπαινε από τις πρώτες ημέρες διατίμηση, «δεν θα κόβονταν οι υπερωρίες των γιατρών που έδωσαν τη μάχη στη πρώτη γραμμή» και «δεν θα κινδύνευε η κοινοβουλευτική λειτουργία, αλλά και η ίδια η δημοκρατία, να μπουν σε καραντίνα».
Σημειώνει ότι «θα είχε αξιοποιηθεί εγκαίρως με μέτρα οριζόντια και προληπτικά, το μαξιλάρι ρευστότητας των 37 δισ. ευρώ που είχε δημιουργήσει ο ΣΥΡΙΖΑ και το «Μένουμε Όρθιοι» θα υλοποιούνταν από την αρχή παράλληλα με τα υγειονομικά μέτρα προστασίας, ώστε να ανακοπεί η μεγάλη βουτιά της ελληνικής οικονομίας και να έρθει ταχύτερα η ανάκαμψη». «Δεν θα επιτρέπαμε να αλλάξουν οι σχέσεις εργασίας», ο κόσμος της εργασίας και των επιχειρήσεων θα τροφοδοτούνταν ήδη από ένα «γενναίο χρηματοδοτικό πακέτο» 26 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 14 δισ. θα αφορούσαν άμεσες δημοσιονομικές παρεμβάσεις και τα υπόλοιπα 12 δισ. «ενέσεις» ρευστότητας μέσω εγγυήσεων δανείων. «Θα είχαμε προχωρήσει σε 8 δισ. χρηματοδότηση για τη στήριξη της εργασίας και όχι της αναστολής των συμβάσεων των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, με την πλήρη μισθολογική και ασφαλιστική κάλυψή τους από το κράτος. Ενώ ταυτόχρονα θα στηρίζαμε τους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους, με ποσό ανά μήνα ίσο με το 1/12 του περυσινού ετήσιου εισοδήματός τους». Επιπλέον, οι φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις των πληττόμενων επιχειρήσεων θα βρίσκονταν ήδη σε αναστολή για τουλάχιστον ένα εξάμηνο και θα είχαν ανασταλεί οι υποχρεώσεις προς τις τράπεζες για όσο διαρκεί η υγειονομική κρίση, θα είχαν δοθεί 3 δισ. μη επιστρεπτέα ενίσχυση στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και στους αγροτικούς συνεταιρισμούς, ενώ θα παρέχονταν εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου ύψους 12 δισ. ευρώ, αντίστοιχα με το πρόγραμμα της ΕΚΤ.
Ο κ. Τσίπρας αναφέρει ότι η προστασία της πρώτης κατοικίας θα είχε επεκταθεί και θα είχαν απαγορευτεί οι πλειστηριασμοί τουλάχιστον έως το τέλος του έτους. «Οι άνθρωποι του πολιτισμού δεν θα ήταν αόρατοι», θα είχε παραταθεί το επίδομα ανεργίας και ειδικής αποζημίωσης για τους ανθρώπους του τουρισμού, θα αυξάνονταν κατά 50% τα αναπηρικά επιδόματα και το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης, θα είχε δοθεί ειδικό επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης, ως μέρισμα ύψους 1,5 δισ. για την κάλυψη των εργαζομένων σε επισφαλείς θέσεις εργασίας, ή των εργαζομένων με μπλοκάκια, με εργόσημο, αλλά και μη επιδοτούμενων ανέργων. Θα υπήρχε σχέδιο για την αποτροπή κατάρρευσης ή επιθετικών εξαγορών στρατηγικών επιχειρήσεων.
Σημειώνει ότι η Ελλάδα θα είχε πρωτοστατήσει στην προσπάθεια για έκδοση ευρωομολόγου. Οι πολίτες «θα ήξεραν πόσα κονδύλια έχουν απομείνει στο «μαξιλάρι» που αφήσαμε το καλοκαίρι του 2019 και πού ακριβώς αυτά κατευθύνονται». «Ο υπουργός Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έδινε καθημερινά μια διαφορετική εκδοχή στις προβλέψεις του για την ύφεση, ούτε θα εφάρμοζε μόλις 6 δισ. δημοσιονομική παρέμβαση για την αντιμετώπιση της κρίσης (…) λέγοντας ψέματα ότι δίνει 14 δισ.» και ο υπουργός Ανάπτυξης «δεν θα έβγαινε στα κανάλια να ισχυρίζεται ότι με 200 ευρώ ένα νοικοκυριό επιβιώνει για ένα μήνα, ούτε θα ισχυριζόταν ειρωνικά ότι οι φτωχοί πολίτες δε χρειάζονται ενίσχυση στην καραντίνα γιατί θα γίνουν 300 κιλά…». «Κανείς δεν θα αποκαλούσε τις επιχειρήσεις που έχουν τώρα περισσότερο ανάγκη, ζόμπι, και τους ανθρώπους τους μπαταχτσήδες», σημειώνει. «Δεν θα είχαμε υπουργούς να στήνουν «δουλίτσες» εκατομμυρίων τις μέρες της κρίσης. Δεν θα εγκρίναμε τα ντροπιαστικά για τους επαγγελματίες, προγράμματα ψευτοκατάρτισης, τύπου «σκόιλ ελικικού»».
Τέλος, ο κ. Τσίπρας υποστηρίζει ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κυβέρνηση, θα είχε μια αντιπολίτευση «όπως αυτή που έκανε ο κ. Μητσοτάκης, υποδαυλίζοντας τις εξάρσεις του εθνολαϊκισμού στις Πρέσπες και υιοθετώντας τη στρατηγική της τυμβωρυχίας στο Μάτι», «που θα χρησιμοποιούσε όλο το οπλοστάσιο των fake news» και «θα ζητούσε υστερικά εκλογές εν μέσω πανδημίας…». Τον κατηγορεί ότι «επιχειρεί να αποκομίσει πολιτικά οφέλη εν μέσω της πανδημίας». «Όλα για όλα για να μη χάσει την εξουσία», «με πολλά επικοινωνιακά σχέδια για να δρέψει τις δάφνες του δήθεν Μωυσή», όμως «χωρίς κανένα σχέδιο για τη μεγάλη οικονομική ύφεση που έρχεται», τονίζει. Και καταλήγει λέγοντας ότι «Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι αυτά που θα γίνουν, αν σύντομα δεν φύγει η κυβέρνηση της ΝΔ για να αναλάβει τις τύχες του τόπου ξανά μια προοδευτική κυβέρνηση, αυτά που μας περιμένουν δηλαδή, είναι πολύ χειρότερα».
Όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, το άρθρο αυτό στηρίζεται σε μία σειρά από «Αν» και, δυστυχώς, κανείς δεν μπορεί να γυρίσει πίσω τον χρόνο και να ακολουθήσει τον διαφορετικό δρόμο που προτείνει, ώστε να συγκρίνει τους δύο εναλλακτικές πορείες και να δει με σιγουριά ποια θα ήταν η πιο πετυχημένη. Και αν μερικές ενέργειες ή πρακτικές της σημερινής κυβέρνησης κρίνονται εύκολα σαν αρνητικές, όπως π.χ. η τηλεκπαίδευση ή οι χωρίς διαφάνεια αναθέσεις έργων, αλλά ακόμη και κάποιες συμπεριφορές όπως τα κακόγουστα αστεία του Άδωνη Γεωργιάδη, ο κύριος κορμός της κριτικής και των αντιπροτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή τα οικονομικά μέτρα στήριξης εργαζομένων και επιχειρήσεων, εκ των πραγμάτων θα κριθούν από το τελικό αποτέλεσμα, με βάση τα μέτρα που πήρε ή δεν πήρε η παρούσα κυβέρνηση. Και κριτήρια γι’ αυτή την αξιολόγηση υπάρχουν αρκετά (ύφεση, ανεργία, κλείσιμο επιχειρήσεων, κλπ.).
Δυστυχώς, και παγκόσμια και διαχρονικά, οι οικονομικές θεωρίες παραμένουν θεωρίες. Και ακόμη δυστυχέστερα, τα αποτελέσματα, ούτε τις επιβεβαιώνουν, ούτε τις διαψεύδουν, διότι, όπως ήδη ανέφερα, δεν υπάρχει τρόπος δοκιμής στην πράξη αντικρουόμενων θεωριών, ώστε να «αποδειχθεί» ποια είναι σωστή και ποια είναι λαθεμένη.
Αν όμως η εκτίμηση για τη μελλοντική πορεία των πραγμάτων έχει τις αβεβαιότητες που προανέφερα, δεν συμβαίνει το ίδιο με όσα έχουν συμβεί στο παρελθόν. Εδώ, υπάρχουν ορισμένα δεδομένα από την δεκαετή ελληνική κρίση, που έχουν κριθεί εκ του αποτελέσματος και δεν επιδέχονται διαφορετικής θεώρησης. 
Παράδειγμα πρώτο : Βγαίναμε ή όχι από τα μνημόνια το 2014, όπως μας έλεγε η τότε κυβέρνηση ; Σήμερα, κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν μπορεί να ισχυριστεί κάτι τέτοιο. Είναι απολύτως βέβαιο ότι υπήρχε τεράστιο δημοσιονομικό κενό το 2015 αλλά και το 2016, που δεν μπορούσε να καλυφθεί με δανεισμό και η μόνη λύση ήταν η «προληπτική γραμμή στήριξης» που ήταν ξεκάθαρα ένα, ίσως συγκαλυμμένο, τρίτο μνημόνιο.
Παράδειγμα δεύτερο : Μπορούσαμε να κάνουμε μονομερώς «στάση πληρωμών», ή αλλιώς, «αναδιάρθρωση χρέους» με όπλο το GREXIT (συνταγή Βαρουφάκη) ; Μα αυτό και αν δεν αποδείχθηκε στην πράξη ότι ήταν ανέφικτο.
Παράδειγμα τρίτο : Ήταν «αχρείαστο» το τρίτο μνημόνιο ; Με όσα ανέφερα παραπάνω περί μεγάλου χρηματοδοτικού κενού, σίγουρα όχι. Όμως, αυτό που μας προέκυψε ήταν αναμφισβήτητα πολύ πιο βαρύ και επώδυνο, αν μη τι άλλο, με τα capital controls που επιβλήθηκαν και τις αποφάσεις που πάρθηκαν κάτω από την απειλή της χρεωκοπίας.
Παράδειγμα τέταρτο : Έγινε «σωστή διαχείριση» του τρίτου μνημονίου από τον ΣΥΡΙΖΑ ; Σίγουρα ναι, όπως αποδεικνύεται από τα πλεονάσματα που επιτεύχθηκαν, αλλά και το «μαξιλάρι» που δημιουργήθηκε.
Παράδειγμα πέμπτο : Ήταν αυτά τα πλεονάσματα «ματωμένα», με την έννοια της σχεδόν αποκλειστικής στήριξής τους στην μεγάλη φορολογία ; Εδώ δεν έχουμε όλα τα στοιχεία για να αξιολογήσουμε το επιχείρημα της υπερ-φορολόγησης, παρά μόνο το επίσημο στοιχείο ότι σε εμάς η μέση επιβάρυνση μισθωτών από φόρους και εισφορές είναι περίπου 40%, ενώ στην Ε.Ε. είναι περίπου 26%. Όμως από την άλλη δεν έχουμε και επίσημα στοιχεία που να μας λένε τι εξοικονόμηση δαπανών κάναμε, πέρα από την συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, με αποτέλεσμα να δηλώνεται ότι π.χ. στο ΕΣΥ χρειάζονται 4.000 προσλήψεις. Έγιναν αλλού οικονομίες ; Εισπράχτηκαν χρήματα από φοροδιαφυγή ή πάταξη του λαθρεμπορίου ; Πιθανόν ναι, αλλά χωρίς να γνωρίζουμε ακριβή ποσά, για να αξιολογήσουμε αυτή την πτυχή της δημοσιονομικής πολιτικής.
Παράδειγμα έκτο : Αν οι ανάγκες πρόσληψης στο ΕΣΥ είναι αυτές που προαναφέρθηκαν, γιατί δεν επιταχύνθηκαν οι σχετικές διαδικασίες από τον Αύγουστο του 2018 που βγήκαμε από τα μνημόνια, ώστε τον Ιούνιο του 2019 να είναι όλοι αυτοί στις θέσεις τους ; Αν οι σχετικές διαδικασίες (ΑΣΕΠ) είναι τόσο χρονοβόρες, γιατί δεν επιλέχτηκε μία fast track διαδικασία εφόσον ο τομέας της Υγείας αντικειμενικά είναι πρώτης προτεραιότητας ; Η «δρομολόγηση» των σχετικών προσλήψεων δεν εξασφαλίζει το ότι «τα νοσοκομεία ήδη θα είχαν 4.000 περισσότερους γιατρούς και νοσηλευτές», όπως ισχυρίζεται ο πρώην πρωθυπουργός,
Παράδειγμα έβδομο : Η κοινοβουλευτική διαδικασία μπήκε σε καραντίνα ; Και εδώ, σχεδόν σίγουρα η απάντηση είναι ναι, αν ληφθούν υπόψη διαδικασίες όπως η επιστολική ψήφος και όχι η τηλεδιάσκεψη, οι τροπολογίες που «πέφτουν σαν βροχή», η επίσπευση συζήτησης σημαντικών νομοσχεδίων, όπως το περιβαλλοντικό, που από τα 100 άρθρα του, μόνο τα 50 μπήκαν σε διαβούλευση, και πολλά άλλα. Όμως, γιατί δεν υπήρξε σχετική πρόβλεψη και ρύθμιση, μέσω αλλαγής του Κανονισμού της Βουλής, το προηγούμενο διάστημα, που κάτι τέτοιο δεν απαγορευόταν από κανένα μνημόνιο ; Η Δημοκρατία θωρακίζεται έγκαιρα και δεν την επικαλούμαστε όταν αυτό μας συμφέρει.
Παράδειγμα όγδοο : Το προσωπικό Υγείας, όχι μόνο έδωσε μεγάλες μάχες, αλλά κυρίως εκτέθηκε σε μεγάλο κίνδυνο και πλήρωσε ακόμη και με απώλειες την άσκηση του λειτουργήματός του. Η ελάχιστη αναγνώριση, όπως όλοι σήμερα δέχονται, είναι η ένταξη του επαγγέλματός τους στα βαρέα και ανθυγιεινά. Χρειαζόταν η πανδημία για να συνειδητοποιηθεί αυτό ;
Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν δυστυχώς πολλά και δείχνουν ότι δεν διδαχθήκαμε πολλά από την κρίση. Η πολιτική εξακολουθεί να κινείται στο γνωστό μοτίβο της εκμετάλλευσης καταστάσεων για εξυπηρέτηση μικροκομματικών συμφερόντων και όχι σε μία προσπάθεια διόρθωσης όλων των στρεβλώσεων που ζήσαμε τόσα χρόνια. Και αυτό ισχύει σε ένα ευρύ φάσμα του πολιτικού συστήματος, με εξαιρέσεις φυσικά, και αναφέρομαι σε όλους τους πολιτικούς φορείς, αλλά που το μόνο που κάνουν αυτές οι εξαιρέσεις είναι να επιβεβαιώνουν τον γενικό κανόνα.
Η δική μου γενικότερη στάση είναι να βλέπω περισσότερο τα θετικά και λιγότερο τα αρνητικά. Να βλέπω αυτά που έγιναν και όχι αυτά που δεν έγιναν. Όμως αυτό έχει να κάνει πρωτίστως με τους ανθρώπους. Για τα πολιτικά συστήματα, η θέση μου διαφοροποιείται. Και διαφοροποιείται διότι υπάρχουν τόσα πολλά που μπορούν ακόμη να γίνουν, που τα όσα γίνονται μοιάζουν πολύ λίγα μπροστά τους. Και δεν έχει νόημα να «λιβανίζουμε» κάποιους, ακόμη και αν έκαναν πολλά και καλά σε κάποιες κρίσιμες φάσεις. Αντίθετα, έχει νόημα να τους υπενθυμίζουμε πόσα πολλά δεν έκαναν, χωρίς να τους εμποδίζει κανένα μνημόνιο, καμία πανδημία, κανένα αβάσταχτο κόστος.
Σήμερα, για παράδειγμα, είδα στην τηλεόραση ουρές πολιτών στα γραφεία της ΔΕΗ. Χθες έβλεπα αντίστοιχες ουρές στις τράπεζες, Χθες επίσης άκουσα για μηδέν νεκρούς από την πανδημία. Αύριο όμως σίγουρα θα ακούσω για νεκρούς από τροχαία ή εργατικά ατυχήματα. Ξέχασα για ένα διάστημα τους αποκαλούμενους «αναρχικούς» ή «αντιεξουσιαστές», αλλά τους ξαναείδα να ξεμυτούν από τα καβούκια τους και να σηκώνουν και πάλι ψηλά τη σημαία της νέας «επανάστασης».
Όλα αυτά δεν είναι παρά κοινωνικά φαινόμενα που χρειάζονται μία άλλη θεώρηση, μία άλλη αντιμετώπιση. Και προς αυτή την κατεύθυνση θα ήθελα να κινηθεί όλο το πολιτικό σύστημα.
Υ.Γ. Σε εποχές κρίσεων, σίγουρα οι πολιτικές δυνάμεις δείχνουν ένα διαφορετικό πρόσωπο, διότι πιέζονται από τις καταστάσεις. Όμως, εκείνο που πρέπει κανείς να προσπαθεί να διαγνώσει είναι αν στο βάθος πιστεύουν στον πολίτη και την κοινωνία. Αν το πιστεύουν, θα μετατρέψουν την κρίση σε ευκαιρία. Αν δεν το πιστεύουν, θα ξαναγυρίσουν στον «κακό εαυτό τους», αυτόν που συσσώρευσε τόσα δεινά.  


Δεν υπάρχουν σχόλια: