«Φωτιά» το κόστος της ενεργειακής μετάβασης για τους καταναλωτές. Τι προβλέπει το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για λιγνίτες, υδρογονάνθρακες και EastMed. Οι εκτιμήσεις για το αέριο.
Πανάκριβα θα στοιχίσει στον Έλληνα καταναλωτή η πράσινη μετάβαση της χώρας. Σύμφωνα με τις παραδοχές του αναθεωρημένου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), η συνολική επιβάρυνση των καταναλωτών, από τα νοικοκυριά ως τις επιχειρήσεις, τη βιομηχανία και τον αγροτικό τομέα, μόνον στην 6ετία 2025-2030 υπολογίζεται να ανέλθει αθροιστικά σε περίπου 276 δισ. ευρώ (44,7-46 δισ. ετησίως). Στο ποσό αυτό συμπεριλαμβάνονται, εκτός από το κόστος της ενέργειας, οι δαπάνες για ενεργειακή αναβάθμιση και η αγορά μη ενεργοβόρων συσκευών και οχημάτων.
Οι τιμές του φυσικού αερίου δεν πρόκειται να επανέλθουν στα προ της ενεργειακής κρίσης επίπεδα, αντίθετα, στο ΕΣΕΚ αναφέρεται ότι προβλέπεται να σταθεροποιηθούν στο μέλλον σε επίπεδα υψηλότερα κατά 35-40%.
Καθώς η χώρα μας εξακολουθεί να παραμένει εξαρτημένη από τις εισαγωγές φυσικού αερίου, φαίνεται ότι οι λογαριασμοί του ρεύματος θα εξακολουθήσουν τουλάχιστον ως το 2030 να είναι τσουχτεροί.
Συν τοις άλλοις, οι καταναλωτές θα κληθούν να χρηματοδοτήσουν, μέσα από τους λογαριασμούς τους, την κατασκευή νέων έργων ΑΠΕ και την επέκταση των δικτύων διανομής και μεταφοράς. Ήδη, για τις ΑΠΕ και τα δίκτυα καταβάλλεται μέσω των τιμολογίων (ρυθμιζόμενες χρεώσεις) ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό. Μάλιστα, στο ΕΣΕΚ αναγνωρίζεται ότι «οι προβλεπόμενες χρεώσεις για τα δίκτυα έχουν κάπως αυξηθεί συγκριτικά με το παρελθόν, λόγω των αυξημένων επενδύσεων που απαιτούνται».
Στο ΕΣΕΚ υποστηρίζεται η αναγκαιότητα να συνεχισθούν οι λειτουργικές ενισχύσεις (εγγυημένη ταρίφα) για νέα έργα ΑΠΕ ως το 2030, ενώ υφίσταται εγκεκριμένο από την Ε.Ε. καθεστώς στήριξης ως το 2025.
Ανάλογες ενισχύσεις προβλέπονται για τα συστήματα αποθήκευσης, τα υπεράκτια αιολικά (20ετούς διάρκειας) και την αντλησιοταμίευση, ενώ τίθεται η προοπτική ενίσχυσης και των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο και στο μέλλον με ανανεώσιμα αέρια, γιατί «θα έχουν μικρό βαθμό χρησιμοποίησης, κατά συνέπεια θα χρειάζεται να ανακτούν το κόστος των απασχολούμενων κεφαλαίων μέσω της κοστολόγησης των παρεχόμενων υπηρεσιών στο σύστημα και μέσω άλλων μηχανισμών διασφάλισης της αμοιβής για το κεφάλαιό τους».
Προφανώς, όλα τα κόστη αυτά, όπως γίνεται σήμερα με τις ΑΠΕ και τα δίκτυα, θα φορτωθούν στα τιμολόγια ενέργειας. Συνεπώς, συνάγεται ότι οι καταναλωτές θα κληθούν να συμβάλουν από την τσέπη τους για την πράσινη μετάβαση της χώρας.
Κι αυτό παρά το γεγονός ότι η ενεργειακή φτώχεια παρουσιάζει αύξηση το 2021, με την εμφάνιση της ενεργειακής κρίσης. Από 12% που ήταν το 2020 το ποσοστό των νοικοκυριών με ενεργειακή ένδεια, έφθασε στο 12,4% το 2021. Στοιχεία για το 2022 και το 2023 δεν παρατίθενται.
Περισσότερη παραγωγή από την κατανάλωση
Με βάση το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ, η χώρα μας θα παράγει το 2030 περισσότερη ενέργεια από όση θα καταναλώνει, καθώς ο στόχος που τίθεται είναι να γίνει και εξαγωγέας ενέργειας, μέσω διαφόρων projects που συμπεριλαμβάνονται (ενίσχυση διασυνδέσεων ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου με γειτονικές χώρες, EuroAsia Interconnector, διασύνδεση με Αίγυπτο GREGY, διασύνδεση με Γερμανία Green Aegean Interconnector, διασύνδεση με Σαουδική Αραβία Saudi Greek Interconnector).
Στο Εθνικό Σχέδιο περιλαμβάνονται δύο μόνον έργα LNG, αυτό της Αλεξανδρούπολης, που αναμένεται να λειτουργήσει στις αρχές του 2024 και της Motor OilΜΟΗ +0,65% στους Αγίους Θεοδώρους, για το οποίο εκκρεμεί η τελική επενδυτική απόφαση. Οι προτάσεις για άλλα παρόμοια έργα που έχουν ανακοινωθεί θα εξετασθούν, όπως αναφέρεται, στο πλαίσιο της αναγκαιότητάς τους, με την υποσημείωση, πάντως, ότι για την Ελλάδα μόνο «δεν θα απαιτηθούν πρόσθετες υποδομές εισαγωγής φυσικού αερίου».
Σήμερα, η εγχώρια κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στο peak της φθάνει τα 10 GW. Ήδη, η συνολική εγκατεστημένη ισχύς στο διασυνδεδεμένο σύστημα φθάνει τα 23 GW. Το 2030 στόχος είναι η ισχύς από ΑΠΕ, χωρίς τα υδροηλεκτρικά, να φθάσει τα 23,5 GW, από τα οποία τα 9,5 GW αιολικά, τα 1,9 GW υπεράκτια αιολικά και τα 13,4 GW φωτοβολταϊκά.
Τα συστήματα αποθήκευσης υπολογίζονται σε 5,3 GW και οι μονάδες φυσικού αερίου σε 7,7 GW. Για το 2050 προβλέπεται συνολική παραγωγή από ΑΠΕ στα 71,7 GW, από τα οποία τα 17,3 GW θα είναι υπεράκτια αιολικά, τα συστήματα αποθήκευσης στα 24,8 GW και οι μονάδες φυσικού αερίου στα 4,2 GW.
Με αυτά τα δεδομένα, εκτιμάται ότι η εξάρτηση της ηλεκτρικής ενέργειας από εισαγωγές θα φθάσει στο 3% το 2030 και υπολογίζεται να περιοριστεί στο 2% το 2050. Όμως, υπάρχει σήμερα υψηλή ενεργειακή εξάρτηση της χώρας, σε ποσοστό 75-78% από εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, τα οποία αθροιστικά καλύπτουν πάνω από το 65% της ακαθάριστης εγχώριας κατανάλωσης ενέργειας. Η εξάρτηση αυτή θα συνεχιστεί και το 2030, με στόχο να φθάσει στο 66-70%.
Ενεργειακή ασφάλεια και εφοδιασμός
Στο ΕΣΕΚ διατυπώνεται η υπόθεση ότι η απόσυρση ορισμένων λιγνιτικών μονάδων θα γίνει νωρίτερα από το 2025. Πρόκειται για τις τέσσερις μονάδες του ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου, στη Δυτική Μακεδονία, που προορίζονται, με βάση το Εθνικό Σχέδιο, να κλείσουν στα τέλη του 2023, αντί του 2025, καθώς έχουν εξασφαλίσει ήδη επιπλέον ώρες λειτουργίας.
Ως back up προγραμματίζεται να παραμείνουν μέχρι τα τέλη του 2025 η μονάδα V του Αγίου Δημητρίου, η Μελίτη και η Μεγαλόπολη IV. Η νέα υπερσύγχρονη μονάδα Πτολεμαΐδα V θα παραμείνει επίσημα ως λιγνιτική μέχρι το 2028, χωρίς να αποκλείεται και νωρίτερα η διακοπή της λειτουργίας της με το συγκεκριμένο καύσιμο.
Τα εγχώρια κοιτάσματα
Το ΕΣΕΚ περιλαμβάνει και τον τομέα εξόρυξης και εκμετάλλευσης εγχώριων κοιτασμάτων, ως «άξονα της ενεργειακής πολιτικής», χωρίς, όμως, να αποτυπώνονται τα τυχόν οφέλη από την αξιοποίηση κοιτασμάτων στις παραδοχές για το κόστος της μετάβασης.
Αναφέρεται πάντως, μία συντηρητική, όπως χαρακτηρίζεται, εκτίμηση της ΕΔΕΥΕΠ των πιθανών αποθεμάτων στις περιοχές που έχουν ανατεθεί σε αναδόχους στα 680 bcm. Όπως επισημαίνεται, «η πιθανή επιβεβαίωση αυτών των κοιτασμάτων υπερκαλύπτει τόσο την παρούσα όσο και τη μέλλουσα εγχώρια ζήτηση φυσικού αερίου, καθιστώντας τη χώρα μας εξαγωγική έως τα τέλη της δεκαετίας».
Μέσα στην επόμενη διετία αναμένονται οι αποφάσεις των μισθωτών για τη διενέργεια ερευνητικών γεωτρήσεων στα περισσότερα οικόπεδα «με στόχο, σε περίπτωση θετικής απόφασης και επιτυχούς έκβασης των ερευνών, να έχουμε εγχώρια παραγωγή υδρογονανθράκων, πέραν αυτής του Πρίνου, εντός της τρέχουσας δεκαετίας».
Έχει και μία έκπληξη το ΕΣΕΚ. Συγκαταλέγει και τον αγωγό EastMed, για τον οποίο αναφέρει ότι έχει ωριμάσει μελετητικά. Ωστόσο, συναρτά την υλοποίηση του έργου «με τις εξελίξεις ως προς τις ανακαλύψεις και μελέτες μεταφοράς των κοιτασμάτων φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου».
Το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ, που βρίσκεται από την προηγούμενη Παρασκευή στις Βρυξέλλες, όπως έχει γράψει ήδη το Euro2day.gr, αποτελεί προσχέδιο. Αφού αξιολογηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θα τεθεί σε ανοιχτή δημόσια διαβούλευση, ώστε τα σχόλια και οι απόψεις που θα κατατεθούν να συμβάλουν στην οριστικοποίησή του, για να υποβληθεί πλέον με την οριστική μορφή του στην Ε.Ε. ως τα τέλη Ιουνίου 2024.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου