Τετάρτη 12 Ιουνίου 2024

«Το μήνυμα των Ευρωεκλογών» (Σαράντη Μιχαλόπουλου,Ιτέα)



ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΩΝ ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΩΝ

Για μία ακόμη φορά επαναλήφθηκε η γνωστή φράση «το μήνυμα ελήφθη». Επίσης επαναλήφθηκαν οι «αναλύσεις» του αποτελέσματος, όπου σχεδόν όλοι, αν δεν βγήκαν «κερδισμένοι» (και πως θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος κάτι τέτοιο, όταν οι αριθμοί δεν μπορούσαν να αμφισβητηθούν), σίγουρα «δεν έχασαν», καθώς όλοι «πήραν το δικό τους μήνυμα».

Τελικά, τι μήνυμα πήραν ; Ο καθένας φρόντισε να δει τα πράγματα από την δική του οπτική γωνία. Όμως, ακόμη και αν δεν έλεγε «ψέματα», και μόνο ο τρόπος που παρουσιαζόταν ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, ήταν επιεικώς ανάρμοστο για την νοημοσύνη τουλάχιστον εκείνων των πολιτών, που δεν είναι «οπαδοί» ενός κόμματος, αλλά προσπαθούν να βλέπουν τα πράγματα στοιχειωδώς αντικειμενικά.

Κλασσικό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης είναι η χρήση ποσοστών και όχι απόλυτων αριθμών, όταν όλοι αναγνωρίζουν ότι τα ποσοστά «κρύβουν» τις τεράστιες διαφορές (και αριθμητικά αλλά και ποιοτικά) μεταξύ αυτών που ψήφισαν το 2023 και αυτών που ψήφισαν πριν λίγες μέρες.


Από τον παραπάνω πίνακα φαίνεται ξεκάθαρα ότι, τόσο στο σύνολο, όσο και στα επιμέρους κόμματα, αυτοί που ψήφισαν το 2024 είναι πολύ λιγότεροι από τους αντίστοιχους του 2023, με εξαίρεση την Ελληνική Λύση που αύξησε σε απόλυτους αριθμούς τη δύναμή της.

Βέβαια, η μείωση του αριθμού των πολιτών που συμμετείχαν στις τωρινές ευρωεκλογές επισημάνθηκε από όλους, αλλά και η αριθμητική αποτύπωση της αποχής δεν είναι και αυτή σωστή, όταν υπολογίζεται σαν ποσοστό επί των εγγεγραμμένων, διότι όλοι αναγνωρίζουν ότι δεν μπορεί οι εκλογικοί κατάλογοι να έχουν αριθμό πολιτών μεγαλύτερο από την επίσημη απογραφή, όταν μάλιστα στην τελευταία περιλαμβάνονται και τα άτομα που δεν έχουν δικαίωμα ψήφου (κάτω των 17 ετών).

Παρά λοιπόν την μείωση αυτών που ψήφισαν τα διάφορα κόμματα (πλην Ελληνικής Λύσης), οι περισσότεροι εκπρόσωποι των πολιτικών κομμάτων χρησιμοποιούν τους αριθμούς (ποσοστά) με τον τρόπο που τους βολεύει. Έτσι, ακούμε π.χ. τον ΣΥΡΙΖΑ να λέει ότι το 15%, έστω και αν είναι κάτω από τον «στόχο» που είχε τεθεί, αποτελεί μία «αφετηρία» για να διαμορφωθεί μία «αξιόπιστη κυβερνητική πρόταση». Την ίδια στιγμή, το ΠΑΣΟΚ, παρότι και αυτό δεν πέτυχε τον στόχο του (2ο κόμμα), μιλά για «σταθερή αύξηση της δύναμής του». Ακόμη και το ΚΚΕ (το κατ’ εξοχή κόμμα με μεγάλη συσπείρωση των οπαδών του) μιλά για «αύξηση της επιρροής του», όταν αυτοί που το ψήφισαν ήταν λιγότεροι.

Βέβαια, η πλέον εντυπωσιακή (για μένα) ερμηνεία του αποτελέσματος έγινε από πλευράς της κυβέρνησης, η οποία μίλησε για «μήνυμα των πολιτών για διόρθωση ορισμένων πραγμάτων και επιτάχυνση του έργου της». Και είναι εντυπωσιακή, διότι η κυβέρνηση έχει εκλεγεί, όχι μόνο για να υλοποιήσει αυτά που υποσχέθηκε προεκλογικά, αλλά κυρίως για να διαχειρίζεται τα θέματα λειτουργίας του κράτους, με πλήρη γνώση της πορείας των θεμάτων αυτών σε πραγματικό χρόνο, ακριβώς όπως γίνεται σε κάθε σοβαρή επιχείρηση που οι επικεφαλής της δεν νοείται να μη ξέρουν τι συμβαίνει στην εταιρία τους και να περιμένουν να τους το πουν κάποιοι τρίτοι.

Μάλιστα, στην περίπτωση μίας κυβέρνησης, δεν είναι νοητό αυτή να περιμένει κάποια ενδιάμεση εκλογή, για να διαπιστώσει ότι κάτι δεν πάει καλά. Αν δεν βλέπει σε καθημερινή βάση ποια λάθη γίνονται, ποιες καθυστερήσεις σημειώνονται, ποια σημεία των πρακτικών που εφαρμόζονται έρχονται σε αντίθεση με το λαϊκό αίσθημα, τότε εξ ορισμού μία τέτοια κυβέρνηση δεν είναι η κατάλληλη για τη διακυβέρνηση της χώρας, έστω και αν έχει εκλεγεί με σημαντική πλειοψηφία, έστω και αν έχει μπροστά της αρκετό χρόνο για να ολοκληρώσει το έργο της.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι κάποια μέτρα μίας κυβέρνησης, που είναι στα πλαίσια ενός διακηρυγμένου κυβερνητικού προγράμματος, είναι αναμενόμενο να συναντήσουν αντιδράσεις από μερίδα πολιτών που δεν είχαν συμφωνήσει προεκλογικά με αυτό το πρόγραμμα και γι’ αυτό ψήφισαν άλλο κόμμα. Όμως, όταν κάποια πράγματα που έχουν προκύψει στην τρέχουσα καθημερινότητα, έχουν απασχολήσει έντονα μία σημαντική μερίδα πολιτών και έχουν αντιμετωπιστεί από την κυβέρνηση με τρόπο που δεν συνάδει με το κοινό αίσθημα, τότε αυτό σίγουρα αποτελεί σημείο δικαιολογημένης κριτικής από τους πολίτες. 

Παραδείγματα τέτοιων πραγμάτων υπάρχουν πολλά και δεν χρειάζεται να αναφερθώ σε αυτά. Εκείνο όμως που οι περισσότεροι πολίτες εισέπρατταν μέχρι τώρα ήταν ότι η κυβέρνηση στην πραγματικότητα δεν αναγνώριζε ότι έκανε λάθη, ή, στην λιγότερο αρνητική εκδοχή, προσπαθούσε να τα προσπεράσει, για να μην πλήξει την εικόνα της. Και βέβαια, έρχεται τώρα με κάποια αλλαγή προσώπων, να δείξει ότι «πήρε το μήνυμα», χωρίς να λέει αν θα έκανε το ίδιο, χωρίς το «μήνυμα» των ευρωεκλογών (άλλωστε, δεν γίνονται εκλογές κάθε εξ μήνες, για να παίρνει μηνύματα η κυβέρνηση).

Μιλώντας όμως για μηνύματα, το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι γιατί ο κόσμος δείχνει ολοένα και περισσότερο «αδιάφορος» να συμμετάσχει σε εκλογικές διαδικασίες. Οι παλαιές «ιδεολογικές» διαφορές φαίνονται να αμβλύνονται, αφού σχεδόν όλα τα κόμματα μιλούν περίπου για ίδια πράγματα, με διαφορετικές βέβαια χροιές, αλλά που για τον καθημερινό πολίτη αυτές οι τελευταίες δείχνουν ασήμαντες μπροστά στο διακύβευμα της εξασφάλισης καλύτερων όρων διαβίωσης (με το ό, τι ο καθένας ορίζει σαν «καλύτερο»).

Από την άλλη μεριά, υπάρχει και αυτή η παγκοσμιοποίηση, που την συνειδητοποιούν πάρα πολλοί πλέον και που δίνει την αίσθηση ότι πάρα πολλά πράγματα για την εξασφάλιση καλύτερων όρων διαβίωσης δεν εξαρτώνται από τις τοπικές κυβερνήσεις, αλλά από εξωγενείς παράγοντες, που σε κάποιο βαθμό είναι πάρα πολύ δύσκολο να ελεγχθούν σε τοπικό επίπεδο.

Όταν, για παράδειγμα, δημιουργούνται ενεργειακές κρίσεις, η διαχείρισή τους σε τοπικό επίπεδο, όταν δεν υπάρχουν εγχώριοι ενεργειακοί πόροι, δεν είναι απλώς δύσκολη, αλλά σχεδόν ξεφεύγει από τον έλεγχο μίας κυβέρνησης. Βέβαια, κάποιοι βάσιμα θα υποστηρίξουν ότι η διαχείριση ακόμη και τέτοιων καταστάσεων έχει «ιδεολογικό πρόσημο», δηλαδή αλλιώς το διαχειρίζεται μία ακραία νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, που αφήνει σχεδόν τα πάντα στην λεγόμενη «αγορά» και αλλιώς μία κυβέρνηση με μεγαλύτερες κοινωνικές ευαισθησίες, που προσπαθεί να ελέγξει την κατάσταση, δίνοντας προτεραιότητα στην κοινωνία και τους πολίτες, που χρειάζονται προστασία.

Ακόμη όμως και έτσι, η μεγάλη εικόνα είναι ότι οι «κανόνες» της ελεύθερης αγοράς, ακόμη και όταν δεν είναι «κανόνες» αλλά μεγάλα συμφέροντα, δείχνουν αμείλικτοι. Όταν π.χ. ο ΟΠΕΚ ή η Ρωσία αποφασίζουν να μειώσουν την παραγωγή πετρελαίου  ή κλείνουν τις στρόφιγγες του φυσικού αερίου, τότε αναδεικνύεται η σημασία της απεξάρτησης από τις παραδοσιακές πηγές ενέργειας. 

Και τότε όμως, αν μιλήσουμε για τις ΑΠΕ, ξεσηκώνεται ένα άλλο κίνημα αντίρρησης στην εγκατάστασή τους, για λόγους που μπορεί να είναι σε κάποιο βαθμό δικαιολογημένοι, αλλά εύκολα μετασχηματίζεται σε σχεδόν καθολική άρνηση των ΑΠΕ.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι περισσότεροι πολίτες μοιάζουν ανήμποροι να παρακολουθήσουν την όποια επιχειρηματολογία κυβερνήσεων ή κινημάτων, είτε διότι δεν έχουν επαρκείς επιστημονικές γνώσεις, είτε διότι η ενημέρωσή τους είναι ελλιπής και αποσπασματική.

Επιλέγουν λοιπόν να «κρυφτούν» από τέτοια προβλήματα, σαν την στρουθοκάμηλο που κρύβει το κεφάλι της στην άμμο, και εναποθέτουν την επίλυσή τους στα πολιτικά κόμματα. Αλλά και αυτά με τη σειρά τους, σε ελάχιστες περιπτώσεις ξεπερνούν μία «συνθηματολογία» που τα βολεύει να κολλήσουν επάνω τους ταμπέλες «εκσυγχρονιστών», «πράσινων», «επαναστατών» και άλλων, και να παρουσιάζονται σαν οι μόνοι που κατέχουν τη γνώση επίλυσης τέτοιων προβλημάτων. 

Δυστυχώς, όχι μόνο η σύγχρονη, αλλά και η παλαιότερη ιστορία, βρίθει από παραδείγματα θέσεων κομμάτων, τα οποία δεν είναι παρά πυροτεχνήματα, που σκοπό έχουν απλώς να εντυπωσιάσουν. Και, ευτυχώς ή δυστυχώς, πολλοί πολίτες το αντιλαμβάνονται αυτό και γυρίζουν την πλάτη στα κόμματα αυτά, υιοθετώντας μία επιφανειακά «απολίτικη» στάση, απέχοντας από διαδικασίες, όπως οι εκλογές.

Είναι όμως αυτό λύση ; Μία σατυρική φράση που διάβασα πρόσφατα, σχετικά με τη συμμετοχή στις εκλογές, και που έλεγε : «απολαύστε τη ζωή σας και αφήστε στους άλλους να αποφασίζουν γι’ αυτήν», είναι τρομερά εύστοχη και πρέπει να μας προβληματίσει όλους.

Ας μην ψάχνουμε λοιπόν να εξηγήσουμε γιατί ολοένα και λιγότεροι συμπολίτες συμμετέχουν στα κοινά. Και ας μην απορούμε που ακούμε αυτούς που ψηφίσαμε να μας εκπροσωπούν να αντιμετωπίζουν με τόση ελαφρότητα τόσο σοβαρά θέματα, όπως είναι η ζωή μας.        


Δεν υπάρχουν σχόλια: