Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024

Από την κρίση στην αναδιάρθρωση και... ξανά στην κρίση η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια

Η ιστορία της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας θυμίζει τον τίτλο της βιογραφίας του προπονητή Αλέφαντου, «Από τη φτώχεια στην αναγνώριση», αλλά από την ανάποδη.




Eνας κλάδος που ξεκίνησε να αναπτύσσεται τη δεκαετία του ‘80, γιγαντώθηκε τις επόμενες δεκαετίες, περνώντας και από τη «χρυσή εποχή» του Χρηματιστηρίου, γνώρισε κρίση πριν από 10 χρόνια λόγω συσσωρευμένων χρεών, στη συνέχεια «αναγεννήθηκε» μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων, από ξένα και εγχώρια funds, για να βρεθεί σε νέες στενωπούς. Tο πωλητήριο της Avramar από τις πιστώτριες τράπεζες είναι η κορυφή του παγόβουνου.

Από πίσω βρίσκονται δεκάδες μικρομεσαίες και οικογενειακές επιχειρήσεις, προμηθευτές ιχθυοτροφών και άλλες συνδεδεμένες δραστηριότητες, οι οποίοι όσο παρατείνεται το θρίλερ διάσωσης του μεγαλύτερου παίκτη του κλάδου τόσο κινδυνεύουν να βρεθούν και οι ίδιοι στα βράχια.

Οικονομικές δυσκολίες φαίνεται να αντιμετωπίζει ο δεύτερος μεγαλύτερος παίκτης, η Philosophish, που ανήκει στο fund Διόρασις (ελληνικών συμφερόντων με έδρα το Λουξεμβούργο). Αντίθετα σε ανοδική πορεία είναι ο τρίτος παίκτης, τα Ιχθυοτροφεία Κεφαλονιάς που έχουν περάσει στα χέρια της ισπανικής πολυεθνικής εταιρείας αλιευμάτων Gruppo Profand.

Οικονομικά μεγέθη

Σύμφωνα με την τελευταία ετήσια έκθεση της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ) που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 2023, αλλά περιέχει στοιχεία κυρίως από το 2021, η «θαλάσσια ιχθυοκαλλιέργεια αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς κλάδους του πρωτογενούς τομέα ζωικής παραγωγής της χώρας αναδεικνύοντας την Ελλάδα σε μια από τις κορυφαίες χώρες στην παραγωγή μεσογειακών ειδών σε ευρωπαϊκό αλλά και διεθνές επίπεδο».

Ενδεικτικά, το 1985 υπήρχαν μόλις 12 μονάδες θαλάσσιας ιχθυοκαλλιέργειας με παραγωγή 100 τόνους, ενώ το 2021 έφτασαν τις 285 μονάδες, παράγοντας πάνω από 120.000 τόνους. Αλλες 485 μονάδες αφορούν οστρακοκαλλιέργειες, ενώ μαζί με τις μονάδες σε γλυκά και υφάλμυρα νερά ο συνολικός αριθμός φτάνει τις 879 εκμεταλλεύσεις, παράγοντας ετησίως περίπου 152.000 τόνους αλιευμάτων.

Τα συνολικά οικονομικά μεγέθη της υδατοκαλλιέργειας ξεπέρασαν το 2021 τα 670 εκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων μόνο τα 2,3 εκατ. προέρχονται από τις εκμεταλλεύσεις σε λιμνοθάλασσες. Την ίδια χρονιά οι εξαγωγές ελληνικής τσιπούρας και λαβρακιού ιχθυοτροφείου ξεπέρασαν τους 104.000 τόνους, αξίας 600,6 εκατ. ευρώ.

Οπως σημειώνεται στην έκθεση της ΕΛΟΠΥ, η οποία έχει μέλη 23 εταιρείες που αντιπροσωπεύουν το 80% της παραγωγής, το 2022 ο κλάδος «βρέθηκε απέναντι σε προκλήσεις όπως η πρωτοφανής ενεργειακή κρίση και οι επιπτώσεις της σε όλη την παραγωγική και εφοδιαστική αλυσίδα, ο παρατεταμένος πόλεμος στην Ουκρανία, η ραγδαία αύξηση του κόστους παραγωγής, η αύξηση των επιτοκίων και οι εντονότερες πληθωριστικές πιέσεις που έχουν καταγραφεί από τη δεκαετία του 1970».

Παρ’ όλα αυτά οι εταιρείες «κατόρθωσαν να διατηρήσουν την παραγωγή τους και να εφοδιάσουν με επιτυχία τις αγορές». Από τον Σεπτέμβριο του 2022 οι εξαγωγές ακολουθούν πτωτική πορεία, η οποία συνεχίστηκε και το 2023. Η ΕΛΟΠΥ αναφέρει ότι ο αριθμός των εργαζομένων το 2021 (μαζί με τους έκτακτους) ήταν 3.871 άτομα, ενώ εκτιμά ότι συνολικά απασχολούνται άμεσα και έμμεσα περίπου 12.000 εργαζόμενοι διαφόρων ειδικοτήτων (επιστημονικό, τεχνικό και εργατικό προσωπικό).

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: