Ο Έλληνας φιλόσοφος που πέθανε στις 4/2/2010, ζωντανεύει μια μυθική εποχή μέσα από μια σπάνια, παλιά του συνέντευξη και φέρνει στο προσκήνιο την τρομερή γενιά των Ελλήνων αριστερών
Δεν πιστεύω στη σιωπή των διανοουμένων ως αντίσταση. Από την άλλη μπορεί μία μόνη φωνή να έχει απήχηση; Για παράδειγμα ο Σεφέρης; Ή ακόμα και όλη αυτή η εμιγκρέ αριστερή διανόηση;
Με την ευγενική παραχώρηση του online περιοδικού ΧΡΟΝΟΣ
Δημοσιεύεται μια παλιά συζήτηση όπου ο Έλληνας φιλόσοφος ασκώντας κριτική προς όλες τις κατευθύνσεις ζωντανεύει μια μυθική εποχή και φέρνει στο προσκήνιο την τρομερή γενιά των Ελλήνων αριστερών που έδωσαν αίγλη στα μεταπολεμικά γαλλικά γράμματα.
O Κώστας Αξελός γεννήθηκε στην Αθήνα σαν σήμερα το 1924. Αποφοίτησε από το Βαρβάκειο και φοίτησε στη Νομική κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αλλά σύντομα τον κέρδισε η πολιτική δράση. Εντάχθηκε στο Ε.Α.Μ. και συμμετείχε στην Αντίσταση ως οργανωτής και θεωρητικός του κομμουνιστικού κινήματος.
Προβεβλημένο στέλεχος της Ο.Κ.Ν.Ε., συμμετείχε στα Δεκεμβριανά το 1944 όπου συνελήφθη, φυλακίστηκε και βασανίστηκε. Έναν χρόνο αργότερα, στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου, καταδικάστηκε σε θάνατο από κυβερνητικό στρατοδικείο και υπέστη εικονική εκτέλεση.
Δραπέτευσε και αποφάσισε να φύγει από τη χώρα. Τον Δεκέμβριο επιβιβάστηκε στο θρυλικό οπλιταγωγό Ματαρόα που σάλπαρε από τον Πειραιά για τον Τάραντα, για να φτάσει κατόπιν με ένα άθλιο τρένο στο μυθικό, εκείνη την εποχή, Παρίσι.
Παρότι το Κ.Κ.Ε. τον είχε διαγράψει από τις τάξεις του, αναζήτησε αμέσως επαφή με το P.C.F. (το γαλλικό Κ.Κ.), αλλά σύντομα εγκατέλειψε τις κομμουνιστικές ιδέες. Σπούδασε φιλοσοφία στη Σορβόννη όπου υποστήριξε τις δύο διδακτορικές του διατριβές («Ο Μαρξ στοχαστής της τεχνικής» και «Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία» – με εξεταστές τους Paul Ricœur και Raymond Aron μεταξύ άλλων), δίδαξε στη Σορβόννη και εργάστηκε ως ερευνητής στο C.N.R.S. (Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας).
Υπήρξε συνεργάτης και αργότερα διευθυντής σύνταξης της επιθεώρησης Arguments [Επιχειρήματα] (1956-62), όπου έγραφαν ο Edgar Morin, o Henri Lefebvre, o Maurice Blanchot, o Gilles Deleuze και ο Roland Barthes. Αργότερα ίδρυσε και διηύθυνε την ομότιτλη σειρά των Editions de Minuit, όπου εξέδωσε και τα περισσότερα πονήματά του.
Έγραψε περισσότερα από είκοσι βιβλία –που συγκροτούν τις τριλογίες Το ξετύλιγμα της περιπλάνησης, Το ξετύλιγμα του παιχνιδιού και Το ξετύλιγμα μιας αναζήτησης– και παράλληλα μετέφρασε στα γαλλικά έργα των Heidegger και Lukács – η μετάφραση του έργου Ιστορία και ταξική συνείδηση του τελευταίου είναι ακόμη σημείο αναφοράς.
Συνδέθηκε στενά με διανοούμενους μεγάλης εμβέλειας όπως ο Martin Heidegger, ο Jacques Lacan, ο André Breton, και ο Georges Bataille, συγκρούστηκε βίαια με τον Jean-Paul Sartre, τον οποίο κατηγόρησε για έλλειψη πρωτότυπης σκέψης, αλλά παρέμεινε αχώριστος με τους άλλους δύο μεγάλους εμιγκρέ Έλληνες φιλοσόφους: τον Κορνήλιο Καστοριάδη και τον Κώστα Παπαϊωάννου.
Ο Αξελός ήταν χειμαρρώδης και τα έλεγε έξω από τα δόντια για όλους και για όλα – αλλά πάντα με το χαμόγελο στα χείλη. Οι αναφορές του στον Μάη του '68, μεστές αλλά όχι χωρίς μια δόση πικρίας. Ήταν σαφές πως τον πείραζε το γεγονός πως ενώ ολόκληρη η γενιά του αμφισβήτησε τα κοινωνικά κλισέ και πειραματίστηκε έντονα με τις έμφυλες σχέσεις, αυτό πιστωνόταν αποκλειστικά στη γενιά των σίξτις.
Συναντηθήκαμε στο αγαπημένο του καφέ, την Coupole, στο Παρίσι, τον Δεκέμβριο του 2003, επτά χρόνια πριν από το θάνατό του. Ήταν πολύ ψηλός, πράγμα που μ’ έκανε να σκεφτώ πως την κρίσιμη δεκαετία του ’40 θα έμοιαζε θηριώδης.
Το στιβαρό, σχεδόν αθλητικό του παρουσιαστικό ερχόταν σε άμεση αντίθεση με τη χαρακτηριστική του ευγένεια. Μου μίλησε σε «γαλλικό» πληθυντικό καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης παρά τη μεγάλη διαφορά ηλικίας μας.
Όμως όταν τον ρώτησα με δέος αν μπορούσα να τον μαγνητοφωνήσω, μου απάντησε γλυκά «καλύτερα όχι». Ένιωσα έναν κρύο ιδρώτα να με λούζει, έχοντας προετοιμαστεί γι’ αυτή τη συνάντηση πολύ εντατικά. Ευτυχώς όμως, με τη συγκατάθεσή του, κατέγραψα με στενογραφικό τρόπο ολόκληρη τη συνομιλία μας, πράγμα στο οποίο με βοήθησε ο αργός, στακάτος ρυθμός της ομιλίας του.
Για χρόνια με ταλαιπωρούσε το κατά πόσο είναι δεοντολογικό ή όχι να δημοσιεύσω αυτή την κουβέντα, παρότι είχα άμεσα ανασυνθέσει τα πρακτικά από τις σημειώσεις ακριβείας μου. Ως ιστορικός που ασχολείται με την προφορικότητα και τη μνήμη και που χρησιμοποιεί τις μαρτυρίες ως πηγές αποφάσισα πως ήρθε η ώρα να το κάνω.
Αφορμή στάθηκε ένα συνέδριο που διοργάνωσε το Γαλλικό Ινστιτούτο με τίτλο «Το ταξίδι του Ματαρόα. Πορτρέτο μιας εξόριστης γενιάς», σε επιμέλεια της Γαλλίδας φιλοσόφου Servanne Jollivet και του ιστορικού Νικόλα Μανιτάκη, δύο ερευνητών με πολυετή ενασχόληση με το εν λόγω «ταξίδι».
Η ημερίδα φιλοδοξούσε να επανεξετάσει την ιστορική αλλά και τη μυθική διάσταση του ταξιδιού, αναδεικνύοντας μερικές από τις δεσπόζουσες φυσιογνωμίες των «υποτρόφων» που έφυγαν από την προεμφυλιακή Ελλάδα αναζητώντας διέξοδο σε διανοητικό και πολιτικό επίπεδο. Ανάμεσά τους φιλόσοφοι, αρχιτέκτονες, νομικοί, συγγραφείς, ποιητές ή καλλιτέχνες, εξέχουσες προσωπικότητες της γενιάς τους, που έμελλαν να επιβληθούν εντυπωσιακά στα γαλλικά γράμματα – όπως ο Αξελός.
Τόσο καίρια ήταν η απόφαση του θρυλικού διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου Octave Merlier να χορηγήσει έκτακτες υποτροφίες στους «όψιμους» και μπαρουτοκαπνισμένους εκείνους έφηβους –για να δανειστώ την εξαιρετική διατύπωση της Κατερίνας Δασκαλάκη– τον δύσκολο εκείνο Δεκέμβρη του ’45.
Πίσω στη συνέντευξη. Η συζήτησή μου με τον Αξελό και οι ερωτήσεις που του έθεσα δεν κινήθηκαν στην κατεύθυνση του τεράστιου φιλοσοφικού του έργου για τον Μαρξ, τον Ηράκλειτο και τον Heidegger, αλλά υπαγορεύτηκαν από τα προσωπικά μου ερευνητικά ενδιαφέροντα εκείνης της εποχής (λόγω διδακτορικής διατριβής καταγινόμουν με τα νεολαιίστικα κινήματα γύρω από τον Μάη του ’68).
Γνώριζα πως ο Αξελός –όπως και ο επιστήθιος φίλος και συνοδοιπόρος του Κορνήλιος Καστοριάδης– ήταν σημείο αναφοράς και έμπνευσης για τον «κόκκινο» Daniel Cohn-Bendit, παρότι ο Debord και η καταστασιακή παρέα του τον είχε κριτικάρει σφόδρα. Με ενδιέφερε το πώς ο ίδιος είχε μεταβολίσει όλη την πολιτική του στράτευση από την περίοδο της Ελλάδας στη θεωρία και πώς την κοινώνησε μέσα από την αγαπημένη του επιθεώρηση Arguments.
Επιδιώκοντας να βρει έναν χώρο avant-garde έκφρασης για ανθρώπους της Αριστεράς που, όπως ο ίδιος, είχαν αφήσει πίσω τους την κομματική ορθοδοξία του Κομμουνιστικού Κόμματος, αναζητώντας ένα εναλλακτικό είδος μεταμαρξισμού, τήρησε ίσες αποστάσεις από τα γραφειοκρατικά καθεστώτα του σοβιετικού μπλοκ και τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, πράγμα που τάραξε τα νερά της εποχής. Θα αναφερόταν στα χρόνια που θήτευσε στην επιθεώρηση ως χρόνια «ελεύθερης στράτευσης με μπόλικη απόλαυση».
Ήταν σαφές πως η Ελλάδα τον είχε πληγώσει: δεν είχε κρατική αναγνώριση ή Έλληνες φοιτητές, ούτε επαφές με Έλληνες διανοητές, πλην ολίγων εξαιρέσεων. Μου δήλωσε πριν αρχίσουμε να συζητάμε πως μετά από εξήντα χρόνια ζωής στο Παρίσι ένιωθε σαν Γάλλος γεννημένος στην Ελλάδα.
Ο Αξελός ήταν χειμαρρώδης και τα έλεγε έξω από τα δόντια για όλους και για όλα – αλλά πάντα με το χαμόγελο στα χείλη. Οι αναφορές του στον Μάη του ’68, μεστές αλλά όχι χωρίς μια δόση πικρίας. Ήταν σαφές πως τον πείραζε το γεγονός πως ενώ ολόκληρη η γενιά του αμφισβήτησε τα κοινωνικά κλισέ και πειραματίστηκε έντονα με τις έμφυλες σχέσεις, αυτό πιστωνόταν αποκλειστικά στη γενιά των σίξτις.
Άλλωστε ο ίδιος έζησε πολλούς και φλογερούς έρωτες, από τη Ρέα Καραβά, πρώην σύντροφο του Ελύτη και του Σεφέρη, και τη Françoise Gilot, πρώην σύντροφο του Picasso, ώς τη μεταφράστριά του και τελευταία του σύντροφο Κατερίνα Δασκαλάκη.
Ήταν εξίσου σαφές πως η Ελλάδα τον είχε πληγώσει: δεν είχε κρατική αναγνώριση ή Έλληνες φοιτητές, ούτε επαφές με Έλληνες διανοητές, πλην ολίγων εξαιρέσεων. Μου δήλωσε πριν αρχίσουμε να συζητάμε πως μετά από εξήντα χρόνια ζωής στο Παρίσι ένιωθε σαν Γάλλος γεννημένος στην Ελλάδα.
Δεν είναι τυχαίο, πρόσθεσε με νόημα –υπογραμμίζοντας την ειρωνεία– πως σε ένα συνέδριο όπου συμμετείχε ο ίδιος, ο Ξενάκης και ο Καστοριάδης το 1975, οι τρεις τους αποτελούσαν τη γαλλική αντιπροσωπεία. Ίσως γι’ αυτό να μην αναμείχθηκε ενεργά σε αντιδικτατορικές διαμαρτυρίες, πράγμα για το οποίο συχνά ψέγεται και για το οποίο τον ρώτησα ευθέως.
Στην αναφορά μου στο περίφημο roman à clef της Μιμίκας Κρανάκη «Φιλέλληνες» στο τέλος της κουβέντας μας, όπου ο ίδιος καθώς και οι υπόλοιποι υπότροφοι της καραβιάς αναφέρονται, χωρίς να κατονομάζονται, μου το περιέγραψε γελώντας με μία μόνο λέξη: καψούρικο. Ίσως γιατί μόνο αυτός μπορούσε να διαβάσει τόσο καλά ανάμεσα στις γραμμές αυτό που έλεγε κρυπτικά –αν και όχι πάντα– η παλιά του σύντροφος και φίλη, έτερη φιλόσοφος με σημαντική καριέρα στη Γαλλία.
Σκέφτομαι πως αν είχα κάνει αυτή τη συνέντευξη σήμερα θα έθετα διαφορετικά ερωτήματα. Ίσως στη σφοδρή κριτική του Αξελού στο Κ.Κ.Ε. και τις επιλογές του τελευταίου το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’40 αλλά και στις αναφορές του στις δολοφονικές ενέργειες της Ο.Π.Λ.Α. να τον πίεζα λίγο και σε σχέση με τον φημολογούμενο ρόλο που διαδραμάτισε ο ίδιος στην οργάνωση και δράση τής εν λόγω πολιτοφυλακής.
Ίσως να του είχα αποσπάσει μεγαλύτερες αλήθειες, να τον είχα «στριμώξει» όσον αφορά την αυτοεικόνα του και το παρελθόν του. Ήμουν τόσο συνεπαρμένος από την αναδρομή του στα Δεκεμβριανά και στην απόδρασή του από τον τόπο φυλάκισής του μέσα από την παγωμένη θάλασσα, που έμοιαζε βγαλμένη μέσα από κινηματογραφική ταινία, που μου ήταν αδύνατο να παρέμβω με πονηρές σφήνες τέτοιου τύπου.
Ίσως πάλι μια τέτοια παρεμβολή να μη μας έβγαζε πουθενά, πράγμα πολύ πιθανό. Δεν θα το μάθω ποτέ. Γιατί, όπως σωστά το έθεσε ο ίδιος ο Αξελός στο τέλος της κουβέντας μας, η ιστορία δεν γράφεται με υποθέσεις και «αν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου