Ένας χρόνος δουλειάς στην Ελλάδα ήταν αρκετός για να πάρει η Αναστασία την απόφαση να φύγει στο εξωτερικό.
«Εργάστηκα για έναν χρόνο σε ένα από τα καλύτερα δημόσια νοσοκομεία της χώρας. Απογοητεύτηκα πλήρως από τις σκληρές συνθήκες εργασίας. Αρκετές φορές έπρεπε να εργαστώ χωρίς διακοπή οκτώ μέρες, τη μία πίσω από την άλλη. Χωρίς ρεπό, χωρίς άδειες. Δεν υπήρχε ελεύθερος χρόνος, δεν υπήρχε προσωπική ζωή». |
Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΣΚΑΛΤΣΑ είναι νοσηλεύτρια και εργάζεται από το 2021 σε νοσοκομείο της Ολλανδίας. Το 2019 αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου με βαθμό πτυχίου 9,48.
Παθιασμένη με τη νοσηλευτική, ήθελε να ασχοληθεί με το επιστημονικό της αντικείμενο, σε πείσμα όλων όσοι την αποθάρρυναν. Και πρώτοι από όλους οι συνάδελφοί της νοσηλευτές, όταν ξεκίνησε την πρακτική της, που την παρότρυναν είτε να αλλάξει επάγγελμα είτε να φύγει στο εξωτερικό. Οι λόγοι προφανείς: εξαντλητικά ωράρια λόγω της υποστελέχωσης των νοσοκομείων και χαμηλοί μισθοί.
Η Αναστασία Σκαλτσά είναι μία από τις/τους 3,5 χιλιάδες νοσηλεύτριες/-ές που έφυγαν από την Ελλάδα. Το πάθος της, η κατάρτισή της, η όρεξή της για δουλειά και επιστημονική εξειδίκευση έχουν χαθεί για το ελληνικό σύστημα υγείας. Πλεονεκτήματα τα οποία, όπως λέει και η ίδια, δεν μπόρεσε να τα στηρίξει και να τα «εκμεταλλευτεί» το ελληνικό κράτος.
Δεν πρόκειται για φυγή αλλά για λύτρωση! Ήδη περισσότεροι από 3.500 νοσηλευτές εργάζονται σε χώρες του εξωτερικού, χωρίς καμία ελπίδα να καταφέρουμε να τους πείσουμε να γυρίσουν στην Ελλάδα. Δεν έχουμε κανένα επιχείρημα να προτάξουμε ώστε να σταματήσουμε τη συνειδητοποιημένη εκροή των νοσηλευτών μας στο εξωτερικό.
Ένας χρόνος δουλειάς στην Ελλάδα ήταν αρκετός για να πάρει την απόφαση να φύγει στο εξωτερικό: «Εργάστηκα για έναν χρόνο σε ένα από τα καλύτερα δημόσια νοσοκομεία της χώρας. Απογοητεύτηκα πλήρως από τις σκληρές συνθήκες εργασίας. Αρκετές φορές έπρεπε να εργαστώ χωρίς διακοπή οκτώ μέρες, τη μία πίσω από την άλλη. Χωρίς ρεπό, χωρίς άδειες. Δεν υπήρχε ελεύθερος χρόνος, δεν υπήρχε προσωπική ζωή». Θυμάται ότι τα ρεπό ή η ολιγοήμερη άδειά της μπορούσε να διακοπεί ανά πάσα στιγμή: «Μου τηλεφωνούσαν και μου έλεγαν να γυρίσω πίσω, γιατί είχαν μεταμόσχευση και δεν υπήρχε προσωπικό. Έπρεπε να φεύγω άρον άρον από τον Πύργο, όπου πήγαινα να δω τους δικούς μου, και να γυρίζω στην Αθήνα για να καλύπτω βάρδιες», λέει.
Η προοπτική του εξωτερικού ήταν κάτι που την απασχολούσε και το έψαχνε από τα φοιτητικά της χρόνια. Η τραυματική εμπειρία και οι ατελείωτες βάρδιες στο νοσοκομείο την πείσμωσαν ακόμη πιο πολύ: «Επειδή σέβομαι τον εαυτό μου, είπα “εντάξει, δεν θα αφήσω κανένα σύστημα να μπει εμπόδιο στους στόχους μου”. Οπότε έψαξα κάτι καλύτερο. Ήρθα σε επαφή με Έλληνες νοσηλευτές που δούλευαν ήδη σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, όπως η Αγγλία, η Γαλλία και η Σουηδία. Έκανα και μια έρευνα μόνη μου και κατέληξα ότι η Ολλανδία ταίριαζε περισσότερο στον τρόπο ζωής μου», λέει.
«Η φυγή είναι λύτρωση»
Δημήτρης Σκουτέλης
Για τον Δημήτρη Σκουτέλη, πρόεδρο της Ένωσης Νοσηλευτών Ελλάδος, η απόφαση της Αναστασίας Σκαλτσά να δουλέψει στην Ολλανδία, όπως και η απόφαση χιλιάδων άλλων νοσηλευτών που εργάζονται σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και αλλού, δεν φαντάζει απλώς ως μια αυτονόητη ενέργεια: «Δεν πρόκειται για φυγή αλλά για λύτρωση! Ήδη περισσότεροι από 3.500 νοσηλευτές εργάζονται σε χώρες του εξωτερικού, χωρίς καμία ελπίδα να καταφέρουμε να τους πείσουμε να γυρίσουν στην Ελλάδα. Δεν έχουμε κανένα επιχείρημα να προτάξουμε ώστε να σταματήσουμε τη συνειδητοποιημένη εκροή των νοσηλευτών μας στο εξωτερικό. Πώς άλλωστε να το καταφέρεις, όταν στις χώρες του εξωτερικού οι μισθοί είναι πολλαπλάσιοι, οι συνθήκες εργασίας ιδανικές, οι νοσηλευτές απολαμβάνουν την κοινωνική τους ζωή σε όλες τις εκφάνσεις της και λαμβάνουν τον σεβασμό που τους αρμόζει από το ίδιο το σύστημα υγείας και την πολιτεία. Φτάσαμε σε σημείο να αποτελούμε χώρα παραγωγής νοσηλευτών. Διαθέτουμε από τα καλύτερα προγράμματα προπτυχιακών σπουδών νοσηλευτικής, εκπαιδεύουμε άριστα τους νέους νοσηλευτές, αλλά η κατάληξη δυστυχώς είναι το πτυχίο τους να αποτελεί το “διαβατήριο” για μια καλύτερη ζωή στις χώρες του εξωτερικού», λέει.
«Στην Ολλανδία οι επαγγελματίες υγείας προστατεύονται από το burn out»
Η αλήθεια είναι ότι ο Δημήτρης Σκουτέλης προσδιόρισε ακριβώς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου επαγγέλματος στο εξωτερικό, όπως μας τα περιέγραψε, βιωματικά πια, η Αναστασία Σκαλτσά: «Οι μισθοί είναι αξιοπρεπέστατοι και η ζωή επίσης. Το βασικό ωράριο για τους επαγγελματίες υγείας είναι 36 ώρες την εβδομάδα. Και σχεδόν κανείς δεν δουλεύει 36 ώρες γιατί το θεωρούν πολύ. Οι περισσότεροι δουλεύουν 32 ή 28. Δηλαδή, τρεις ή τέσσερις φορές την εβδομάδα. Αυτό στην Ελλάδα για τα επαγγέλματα υγείας δεν υπάρχει. Αυτό που κατάλαβα είναι ότι το ίδιο το σύστημα λειτουργεί με τέτοιον τρόπο ώστε να προστατεύει τους επαγγελματίες υγείας από το burn out. Όταν κλήθηκα να υπογράψω τα χαρτιά μου για να ξεκινήσω, με ρώτησαν αν κανόνισα τις διακοπές μου, γιατί ήθελαν να φτιάξουν το πρόγραμμα με βάση και τις δικές μου διακοπές. Όταν έφυγα για την Ελλάδα, τους προειδοποίησα ότι αν με καλούσαν για κάτι έκτακτο, θα ήταν δύσκολο να επιστρέψω αμέσως λόγω της απόστασης. Μου απάντησαν ότι κανένας δεν θα με ενοχλούσε στις διακοπές μου».
Η Αναστασία Σκαλτσά εργάζεται σε νοσοκομείο της ολλανδικής πόλης Χάαρλεμ και κατοικεί στο Λέιντεν. Η απόσταση καλύπτεται γρήγορα λόγω των καλών σιδηροδρομικών συνδέσεων και είναι κάτι σύνηθες να κατοικείς σε άλλη πόλη από αυτή στην οποία εργάζεσαι. Το μόνο δύσκολο ήταν η εύρεση κατοικίας: «Οι τιμές είναι πιο ακριβές από ό,τι στην Ελλάδα. Αλλά συγκριτικά με τους μισθούς που παίρνεις, είναι κομπλέ», λέει.
Στο νοσοκομείο του Χάαρλεμ εργάζεται στη Μονάδα Τεχνητού Νεφρού και κάνει ειδίκευση στην αιμοκάθαρση υπό την επίβλεψη μεντόρων που την καθοδηγούν σε όλη της την πορεία, έχοντας την υποχρέωση να περάσει από γραπτές εξετάσεις και διαγωνίσματα τόσο στο θεωρητικό όσο και στο πρακτικό κομμάτι, όπως λέει: «Με την ειδίκευση εξελίσσεσαι επιστημονικά και μπορείς να αυξήσεις τον μισθό σου. Στην Ελλάδα ένα μεταπτυχιακό απλώς το κορνιζάρεις και έχει γίνει πια ένα δεύτερο πτυχίο, με το οποίο μπορείς να αυξήσεις τον μισθό σου κατά 50 ευρώ τον μήνα, ενώ δύσκολα μπορείς να χρησιμοποιήσεις πρακτικά αυτήν τη γνώση». Μας λέει ότι εργάζεται σε ένα επαγγελματικό περιβάλλον «που επενδύει στη διά βίου μάθηση. Ενημερωνόμαστε για τις νέες έρευνες και τις επιστημονικές εξελίξεις. Συνεχώς ανατροφοδοτούνται οι γνώσεις μας. Το επιστημονικό team λειτουργεί με απόλυτο σεβασμό και ο καθένας μπορεί να εκθέσει το πρόβλημά του ή την ιδέα του, η οποία μπορεί να φέρει καλύτερα αποτελέσματα στη δουλειά μας».
Η Αναστασία Σκαλτσά εργάζεται σε νοσοκομείο της ολλανδικής πόλης Χάαρλεμ και κατοικεί στο Λέιντεν.
Οι νοσηλευτές έχουν γυρίσει την πλάτη στο ΕΣΥ
Ένας από τους λόγους για τους οποίους μεγαλώνουν οι λίστες αναμονής των χειρουργικών επεμβάσεων στα δημόσια νοσοκομεία είναι η έλλειψη νοσηλευτών. Ο Δημήτρης Σκουτέλης υποστηρίζει ότι «οι νέοι νοσηλευτές έχουν γυρίσει την πλάτη τους στις υπηρεσίες υγείας και ιδιαιτέρως στα νοσοκομεία. Το χειρότερο όμως είναι ότι τους ακολουθούν, όπως λέει, «δεκάδες υπηρετούντες νοσηλευτές, είτε δηλώνοντας παραιτήσεις είτε πραγματοποιώντας μετατάξεις σε άλλους κλάδους, διοικητικής κυρίως φύσεως».
Υποστηρίζει ότι «το Εθνικό Σύστημα Υγείας και οι λανθασμένες πολιτικές υγείας κατόρθωσαν να μετατρέψουν το νοσηλευτικό επάγγελμα από επάγγελμα επιλογής σε επάγγελμα αποστροφής για όλους μας. Είναι πραγματικά λυπηρό να αποχωρούν από τα νοσοκομεία νοσηλευτές με είκοσι χρόνια προϋπηρεσίας διότι έχουν εξουθενωθεί από το επισφαλές εργασιακό περιβάλλον, το οποίο καθημερινά μας καταρρακώνει σωματικά και ψυχικά. Για τη συντριπτική πλειοψηφία των νοσηλευτών δεν υπάρχει ούτε προσωπική αλλά ούτε και κοινωνική ζωή, καθώς οι αλλεπάλληλες και εξαντλητικές βάρδιες δεν αφήνουν κανένα περιθώριο ξεκούρασης».
Αθρόες και σιωπηρές παραιτήσεις
Ισχυρίζεται ότι το 65% των νοσηλευτών βρίσκεται σε καθεστώς «σιωπηρής παραίτησης»: «Οι μακροχρόνιες αναρρωτικές άδειες λαμβάνονται κατά κόρον, τα αυτοάνοσα νοσήματα και οι ψυχοσυναισθηματικές διαταραχές μάς θερίζουν και τα ποσοστά εκδήλωσης βίαιων και επιθετικών συμπεριφορών απέναντί μας έχουν γίνει μέρος της καθημερινότητάς μας».
Ο Δημήτρης Σκουτέλης εξηγεί ότι οι 1.578 νοσηλευτές που αποφοιτούν κάθε χρόνο από τα πανεπιστημιακά τμήματα δεν επαρκούν για να στελεχώσουν τις υπηρεσίες υγείας, για τρεις λόγους: «Είτε αποχωρούν για το εξωτερικό, είτε επιλέγουν να εργάζονται ως αναπληρωτές σχολικοί νοσηλευτές, είτε επιλέγουν να αλλάξουν επάγγελμα. Το αποτέλεσμα είναι να απομένει περίπου ένα 30% των διαθέσιμων νοσηλευτών που επιλέγει να εργαστεί στις υπηρεσίες υγείας».
Ο πρόεδρος της Ένωσης Νοσηλευτών Ελλάδος μάς λέει ότι τα τελευταία τρία χρόνια έφυγαν από τις δομές περισσότεροι από 1.500 νοσηλευτές οι οποίοι, είτε εργάζονταν ως μόνιμοι είτε με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, παραιτήθηκαν για να εργαστούν ως σχολικοί νοσηλευτές, αφήνοντας πίσω τη σκληρή εργασιακή καθημερινότητα των δημόσιων νοσοκομείων με τα εξουθενωτικά ωράρια. Τα νοσοκομεία εγκατέλειψαν επίσης και δεκάδες νοσηλευτές που εργάζονταν με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ασκώντας σήμερα διαφορετικό επάγγελμα.
Στην Ελλάδα ένα μεταπτυχιακό απλώς το κορνιζάρεις και έχει γίνει πια ένα δεύτερο πτυχίο, με το οποίο μπορείς να αυξήσεις τον μισθό σου κατά 50 ευρώ τον μήνα, ενώ δύσκολα μπορείς να χρησιμοποιήσεις πρακτικά αυτήν τη γνώση.
Χαμηλοί μισθοί, υποστελέχωση και υπερεργασία
Οι χαμηλοί μισθοί, η τραγική υποστελέχωση, η μη ένταξη των υπηρετούντων νοσηλευτών που διορίστηκαν πριν από το 2011 στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, το υψηλό συνταξιοδοτικό όριο των 67 ετών, σε συνδυασμό με τις διαχρονικές παθογένειες του Εθνικού Συστήματος Υγείας, λειτουργούν ως αντικίνητρα τόσο για να παραμείνουν οι νοσηλευτές στις υπηρεσίες υγείας όσο και για να εισέλθουν νέοι νοσηλευτές στον χώρο, ισχυρίζεται ο Δ. Σκουτέλης.
Οι προσλήψεις μόνιμων νοσηλευτών γίνονται μέσω ΑΣΕΠ και καθυστερούν δραματικά. Το 2021 είχαν προκηρυχθεί 3.720 θέσεις νοσηλευτικού προσωπικού και η διαδικασία ολοκληρώθηκε πρόσφατα. Ακολούθησε δεύτερη προκήρυξη το 2024 για 817 θέσεις. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι με τις νομοθετικές αλλαγές που προωθεί για τη διαδικασία των προσλήψεων μέσω ΑΣΕΠ θα επιταχυνθούν οι διαδικασίες των διορισμών. Ακόμη κι αυτό να γίνει, θα λυθεί το πρόβλημα;
Στις προκηρύξεις αυτές δηλώνουν συμμετοχή και μόνιμοι νοσηλευτές που επιθυμούν να αλλάξουν νοσοκομείο αλλά και συμβασιούχοι οι οποίοι θέλουν να μονιμοποιηθούν. Σε αρκετές περιπτώσεις αυτό που συμβαίνει είναι να υπάρχει ανακύκλωση των ήδη υπηρετούντων και όχι εισροή νέων νοσηλευτών. Ένας νοσηλευτής μπαίνει στο Εθνικό Σύστημα Υγείας με καθαρές αποδοχές που δεν φτάνουν το χιλιάρικο, ποσό στο οποίο υπολογίζονται και οι αυξήσεις που δόθηκαν το 2024. Οι χαμηλές αποδοχές και η υπερεργασία σε υποστελεχωμένα νοσοκομεία με ακανόνιστα ωράρια είναι προφανές ότι δεν πρόκειται να προσελκύουν ικανό δυναμικό για να καλυφθούν τα κενά. Όταν, μάλιστα, όπως λέει ο Δημήτρης Σκουτέλης, «η συντριπτική πλειοψηφία των νοσηλευτών έχει στην κατοχή της νοσηλευτική ειδικότητα, ένα τουλάχιστον μεταπτυχιακό δίπλωμα, διδακτορικά διπλώματα και επιπρόσθετα πτυχία», είναι λογικό να στραφούν αλλού για να αναζητήσουν καλύτερο μισθό και αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας.
Όταν ζητήσαμε από τον κ. Σκουτέλη να ιεραρχήσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι νοσηλευτές, μας είπε ότι δεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε τον όρο «προβλήματα», διότι τα προβλήματα έχουν και λύσεις. «Εδώ αντιμετωπίζουμε διαχρονικές παθογένειες μέσα από τις οποίες προσπαθούμε πολλές φορές να αποδείξουμε τα αυτονόητα μέσα σε ένα εντελώς αντι-νοσηλευτικό σύστημα υγείας».
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ τυπικά η κυβέρνηση θέλει να προσελκύσει μέσω των προκηρύξεων νοσηλευτές του ΕΣΥ, δεν έχει φροντίσει να δώσει λύση στην αντιστοίχιση των πτυχίων πρώην πτυχιούχων νοσηλευτών Τ.Ε., ακόμη και σήμερα που τα ΤΕΙ δεν υπάρχουν πια στον εκπαιδευτικό χάρτη, καθώς όλα τα δημόσια ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν εξομοιωθεί. Έτσι, νοσηλευτές που ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους όταν τα τμήματα νοσηλευτικής ήταν ακόμη ΤΕΙ έχουν μικρότερες αποδοχές από τους συναδέλφους τους.
Το πρόβλημα της έλλειψης νοσηλευτών είναι επιτακτικό και επείγον. Η Ελλάδα κατέχει έναν από τους χαμηλότερους παγκοσμίως δείκτες ποσόστωσης νοσηλευτών σε σχέση με τον πληθυσμό. Η αναλογία φτάνει το 3,8 ανά 1.000 κατοίκους, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 9,2 ανά 1.000 κατοίκους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου