Σε οκτώ χρόνια, καθώς θα τελειώνει το 2032 και θα μπαίνει το 2033, η Ελλάδα θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα πρόβλημα που ανάγεται στο μνημονιακό παρελθόν της: το δημόσιο χρέος θα επιβαρυνθεί ξαφνικά με ένα ποσό της τάξης των 25 δισ. ευρώ ή 8% του ΑΕΠ που υπολογίζεται ότι θα έχει η χώρα τότε, καθώς θα προστεθούν σε αυτό οι τόκοι δανείων του 2013, που «πάγωσαν» για δύο δεκαετίες σχεδόν, στο πλαίσιο ρυθμίσεων ελάφρυνσης του χρέους με τους Ευρωπαίους δανειστές της.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, αυτό σημαίνει ότι τα επόμενα χρόνια, μετά το 2032, η χώρα θα πληρώνει αυξημένα τοκοχρεολύσια, για την εξόφληση αυτού του νέου χρέους, ενώ παράλληλα το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της θα επιβαρύνεται και εξαιτίας της μετάβασης από τα χαμηλά επιτόκια των δανείων του επίσημου τομέα (1,5%) σε αυτά της αγοράς, στην οποία καταφεύγει ήδη όλο και περισσότερο.
Η προειδοποίηση
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας έχει αποφασίσει να χτυπήσει εγκαίρως το «καμπανάκι» για να αποτραπούν ή να περιοριστούν οι κίνδυνοι. Επεσήμανε ήδη το πρόβλημα σε συνεντεύξεις του και αναμένεται να το επαναλάβει και την Τετάρτη, στην Ενδιάμεση Εκθεση για τη Νομισματική Πολιτική της τράπεζας. Η θέση που θα υποστηρίξει είναι ότι προκειμένου να μη δημιουργήσει πρόβλημα η προσθήκη αυτού του χρέους, πρέπει να διασφαλισθεί η αποπληρωμή του σε μεγάλο χρονικό διάστημα, με κάποια συμφωνία ρύθμισης με τους δανειστές. Για να επιτευχθεί, όμως, μια τέτοια συμφωνία, πρέπει να ακολουθείται συνετή δημοσιονομική πολιτική, με συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα 2% του ΑΕΠ τουλάχιστον. Οπως λέει, το δημόσιο χρέος πρέπει να μειώνεται όχι μόνο ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά και σε απόλυτα μεγέθη (όπως προβλέπεται να συμβεί για πρώτη φορά από το 2024, όταν θα μειωθεί στα 356 δισ. ευρώ από 357 δισ. ευρώ φέτος). Στόχος είναι να διατηρηθούν οι χρηματοδοτικές ανάγκες περίπου στα σημερινά επίπεδα.
Σημειώνεται ότι σήμερα η Ελλάδα πληρώνει για τόκους και χρεολύσια κάτω από 10% του ΑΕΠ της, μεσοσταθμικά, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΔΔΗΧ. Το όριο βιωσιμότητας του χρέους, όπως έχει οριστεί από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι το 15% του ΑΕΠ, όμως για μια χώρα όπως η Ελλάδα, με τεράστιες ανάγκες για επενδυτικές αλλά και για κοινωνικές δαπάνες, ένα τέτοιο άλμα θα ήταν καταστροφικό. Αυτό προφανώς θέλει να προλάβει ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας. Το σημαντικό, όπως προειδοποιεί, είναι να αποφύγει η χώρα να πληρώνει τόκους και χρεολύσια πολύ υψηλότερα από σήμερα.
Τα 25 δισ. ευρώ δεν είναι, βεβαίως, «κρυφό χρέος» – το Διεθνές Νομισματικό Ταμέιο μάλιστα το υπολογίζει στις δικές του εκτιμήσεις. Η Eurostat το βάζει «κάτω από τη γραμμή», αλλά γνωρίζει κι αυτή φυσικά ότι υπάρχει και θα το προσθέσει στους επίσημους υπολογισμούς της το 2033. Ομως, αυτό δεν απαλείφει μια ανησυχία, που αποτυπώνεται άλλωστε και στην έκθεση βιωσιμότητας χρέους της Κομισιόν, σύμφωνα με την οποία μεσοπρόθεσμα οι κίνδυνοι είναι αυξημένοι (Ιούλιος 2023).
Στην πραγματικότητα, η Κομισιόν εξετάζει ήδη (σχετική παραδοχή υπάρχει στην ανάλυσή της για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους) ότι θα γίνει νέα ρύθμιση για την εξόφληση του νέου αυτού χρέους σε ορίζοντα 20ετίας. Αυτό, όμως, θα αποφασιστεί τότε και οι καλύτερες δημοσιονομικές επιδόσεις ασφαλώς θα βοηθήσουν σε μια καλύτερη ρύθμιση. Στον ΟΔΔΗΧ, πάντως, δεν ανησυχούν για σημαντική επιβάρυνση, αντιθέτως, περιμένουν ότι –με βάση την αναμενόμενη ρύθμιση– θα είναι της τάξης του 1-2 δισ. ευρώ ετησίως.
Επιπλέον, το θέμα έχει ληφθεί υπόψη ακόμη και στον νέο σχεδιασμό του Συμφώνου Σταθερότητας. Δεδομένου ότι θα απαιτείται σταθερή μείωση του δημοσίου χρέους, στο πλαίσιο των συμβολαίων των κρατών-μελών με την Κομισιόν, το ECOFIN της προηγούμενης εβδομάδας, όπου συζητήθηκε το θέμα, αποφάσισε ότι ειδικά για την Ελλάδα το «σημαντικό ποσό» των αναβαλλόμενων πληρωμών τόκων που θα λήξουν το 2033 «δεν θα ληφθεί υπόψη στην εφαρμογή του δείκτη βιωσιμότητας χρέους». Είναι μια σημαντική ρύθμιση, που αφαιρεί τουλάχιστον το άγχος της παραβίασης του νέου Συμφώνου.
Πώς δημιουργήθηκε
Ολα ξεκίνησαν από ένα δάνειο του EFSF 130 δισ. ευρώ του 2013, για μέρος του οποίου, 97 δισ. ευρώ, αποφασίστηκε να «παγώσει» η πληρωμή τόκων έως το 2022. Πριν, όμως, λήξει η προθεσμία και καθώς η χώρα έβγαινε από το μνημόνιο, τον Μάιο του 2018, στο πλαίσιο της ρύθμισης χρέους που έγινε τότε, αποφασίστηκε να παραταθεί το «πάγωμα» για άλλα δέκα χρόνια, έως το τέλος του 2032. Οι «παγωμένοι» τόκοι, που θα είχαν φτάσει το 2022 στα 11 δισ. ευρώ, εκτιμάται ότι θα ανέλθουν έως το 2032 περίπου στα 25 δισ. ευρώ (26,7 δισ. ευρώ αναφέρουν οι εκτιμήσεις της κεντρικής τράπεζας)
Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, το χρέος θα διαμορφωθεί στα 357 δισ. ευρώ ή 160,3% του ΑΕΠ φέτος και θα υποχωρήσει στα 356 δισ. ευρώ ή 152,3% του ΑΕΠ το 2024, εμφανίζοντας για πρώτη φορά μείωση σε απόλυτους όρους. Το χρέος θα μειώνεται τα επόμενα χρόνια και μέσω της σταδιακής μείωσης του «μαξιλαριού» των 37 δισ. ευρώ, που προβλέπεται να περιοριστεί σταδιακά σε 12-13 δισ. ευρώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου