Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2023

«Έρως από χρόνια» - ( ένα βιβλίο με αφορμή την ημέρα των ερωτευμένων )

 

Με αφορμή το βιβλίο του Ντ. ντε Ρουζμόν, Ο Έρως και η Δύση, Μετάφραση: Μπάμπης Λυκούδης, επιμέλεια: Ντίνα Σαμοθράκη, εκδόσεις Ίνδικτος 2002.

Και να μη θέλει κάποιος να ασχοληθεί μαζί του, κραυγάζει από παντού. Ειδικά σε μερικές σημαδεμένες μέρες –λες κι οι άλλες πρέπει να μείνουν ες αεί ανέραστες. Ο κραυγαλέος έρωτας, όπως και όλα τα κραυγαλέα που μας περιτριγυρίζουν, μας κάνει να τον κοιτάμε με επιφύλαξη. Μπαλόνια κόκκινα, ενίοτε κακόγουστα, μια συνέχεια ενός παλαιότατου «ανατολικοδυτικού παγανισμού» (σελ. 77) και ενός 19ου αιώνα, που όλα θέλησε να τα ερμηνεύσει ορθολογιστικά τόσο, ώστε ακύρωσε κάθε συναίσθημα (σελ. 203-204), μπαλόνια τεράστια, που δεν χωράνε στις στενές, παγωμένες και αχρωματοπικές καρδιές μας. «Εδώ, στου δρόμου τα μισά», λοιπόν, ήρθε η ώρα να ξεκαθαρίσουμε τα του έρωτος. Δεν υπόσχομαι κάτι σπουδαίο: Δεν ξέρω να λέω το μέλλον. Προσπαθώ όμως να διαβάσω το παρελθόν. Και με ένα πολύτιμο βιβλίο στο χέρι θα το προσπαθήσω. Καλημερίζω την αφεντιά σας.

Ο συγγραφέας και το βιβλίο του

Το πολύτιμο βιβλίο είναι το Ο Έρως και η Δύση, του γαλλόφωνου, Ελβετού φιλοσόφου Ντενί ντε Ρουζμόν (1906-1985). Ο συγγραφέας ήταν γιος πάστορα, που αργότερα ενετρύφησε και ο ίδιος περισσότερο στη θεολογία επηρεασμένος από τον επίσης Ελβετό θεολόγο Καρλ Μπαρτ. Υπέρμαχος της ευρωπαϊκής ενοποίησης και σοσιαλιστής ως προς την πολιτική του τοποθέτηση. Το 1930 και για δέκα χρόνια ζει και εργάζεται στο Παρίσι. Καταλαβαίνει νωρίς τι σημαίνει εθνικοσοσιαλισμός και αντιδρά έντονα με ένα άρθρο του για τη ναζιστική εισβολή στο Παρίσι το 1940, οπότε εκδιώκεται και μεταβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες, από όπου επιστρέφει το 1947.

Το βιβλίο του Ο Έρως και η Δύση αποτελεί σημείο αναφοράς στο έργο του. Η πρώτη του έκδοση γίνεται πριν τον πόλεμο, με χρονολογία του προλόγου του συγγραφέα στα 1938. Μια δεύτερη, αναθεωρημένη έκδοση γίνεται το 1956, μετά από προτροπή του Άγγλου εκδότη του, Τ. Σ. Έλιοτ, όπως λέει στον αντίστοιχο, δεύτερο πρόλογό του και ο ίδιος ο Ρουζμόν: δηλαδή μετά την τραγική, παγκόσμια εμπειρία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και, ως προς την προσωπική ιστορία του συγγραφέα, μετά από το διαζύγιο (Simon Vion, 1933-1951, δυο παιδιά, γεν. 1935 και 1940) και τον δεύτερο γάμο του (Anaïte Repond, 1952 μέχρι τον θάνατό του). Η τελική μορφή του κειμένου, από την οποία έγινε και η ελληνική μετάφραση, εκδίδεται το 1972.

Ένα βιβλίο-αποκάλυψη: λύνει ολόκληρο πλέγμα γορδίων δεσμών και μάλιστα όχι με ξίφος. Περίπου 550 σελίδες, όπως προκύπτουν στην ελληνική έκδοση, τις έκανα φύλλο και φτερό, σημείωσα με το μολυβάκι μου και με την καρδιά μου, τσάκισα σελίδες και έβαλα σελιδοδείκτες για να επανέλθω, μια σταθερή παρουσία για μερικά χρόνια πάνω στο κομοδίνο ή στο βοηθητικό τραπεζάκι του γραφείου. Ένα ογκώδες βιβλίο, το οποίο κάλλιστα στέκεται ως εγκόλπιον.

Συμπτώματα και διάγνωση

Ο ευτυχισμένος έρωτας δεν γράφει ιστορία, μόνο ο θανάσιμος: προτιμούμε αυτό που μας πληγώνει; Ρέπουμε προς το ασθενές ή το απαγορευμένο; Γιατί ο παθιασμένος έρωτας στην τέχνη «εννιά φορές στις δέκα ενδύεται το ένδυμα της μοιχείας»; Αν έβλεπε κάποιος εξωτερικός παρατηρητής την λογοτεχνία από τους Μέσους Χρόνους μέχρι σήμερα, θα συμπέραινε ότι το μείζον θέμα του ανθρώπου στην Ευρώπη, αλλά πλέον και πέρα από αυτήν, είναι ο απαγορευμένος και αποτυχημένος έρωτας (σελ. 15-17). Με αυτά τα λόγια μάς καθηλώνει ήδη από τις πρώτες σελίδες του ο Ρουζμόν. Και συνεχίζει ακάθεκτος: Στον μεσαιωνικό μύθο του Τριστάνου και της Ιζόλδης, θα δικαιολογείτο πάνω από το πολύ τρία χρόνια μεταξύ τους αίσθημα, αν δεν υπήρχαν οι –σε διάφορες παραλλαγές– νόμιμοι σύντροφοι των δυο εραστών; Θα μπορούσε κάποιος να διανοηθεί πως όλοι συμφωνούν με την σχέση του Τριστάνου και της Ιζόλδης και οι δύο νέοι καταλήγουν σε έναν καθ’ όλα νόμιμο γάμο; Θα μπορούσε να συστηθεί ποτέ η Ιζόλδη ως «κυρία Τριστάνου»; Φυσικά υπάρχει μια καλή δικαιολογία για όλα αυτά, διότι η έμφυτη, ανθρώπινη συνείδηση δεν τα αντέχει: το μαγικό φίλτρο που ήπιαν οι δυο τους και ερωτευτήκανε. Και δεν παντρεύονται, επειδή «ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα». Ο μύθος του Τριστάνου και της Ιζόλδης αποδίδει μια συμπύκνωση των λεπτομερειών που ερμηνεύουν τη σύγχυση των εννοιών και για αυτόν τον λόγο μάς εξηγεί ο συγγραφέας πως τον επιλέγει (σελ. 28, 38-39, 52-54).

Σιγά-σιγά ο Ντενί ντε Ρουζμόν αποκαλύπτει το πνευματικό και ιστορικό υπόβαθρο: η ανθρώπινη σκέψη ρέπει προς την απλοποίηση, προς τον δυϊσμό, το καλό και το κακό, το σκοτάδι και το φως, όπως αυτό εκφράζεται στις προχριστιανικές κοινωνίες, με έμφαση μάλιστα στους Κέλτες, οι οποίοι είχαν εξαπλωθεί σε όλη την Ευρώπη και γύρω από τις παρυφές της. Οι Κέλτες που δεν ταυτίζονται τόσο σαν έθνος όσο σαν πολιτισμός. Ο συγγραφέας παρατηρεί μάλιστα και μία σχέση θρησκειολογική μεταξύ Ελλήνων και Κελτών, καθώς και οι δύο πίστευαν σε ένα είδος αθανασίας (σελ. 71-72). Ας θυμηθούμε άλλωστε το ανάλογο από τα καθ’ ημάς, την Περσεφόνη, που μοιράζεται τη ζωή της λίγο πάνω και λίγο κάτω από τη γη.

Όταν ο Χριστός ενσαρκώνεται για να μας δείξει ότι μόνο Φως υπάρχει και απέναντί του όχι το σκοτάδι, αλλά μονάχα όσοι δεν δύνανται αντικρίσουν το Φως, ο ειδωλολατρικός άνθρωπος αντιδρά. Και άλλοτε δέχεται εγκαρδίως αυτήν την αποκάλυψη, άλλοτε όμως αμφιβάλλει και γυρίζει στα συνηθισμένα του. Ο γνωστικισμός και ο συγκρητισμός της ρωμαϊκής και υστερορωμαϊκής εποχής ήταν οι γέφυρες, που ένωσαν τις προχριστιανικές με τις μεταχριστιανικές εκδοχές του δυϊσμού: Μανιχαϊστές και Μασσαλιανοί στους πρώιμους αιώνες, Παυλικιανοί τον 7ο, Βογομίλοι τον 10ο στα Βαλκάνια, Καθαροί στη Γαλλία του 12ου, φθάνοντας μέχρι και τη νεώτερη ρωσική Σοφιολογία (Λακαριέρ, Οι Γνωστικοί, σ. 34-36, 60-70, 79-86) .

Έτσι ο Ντενί ντε Ρουζμόν συντάσσει πολύ οργανωμένα τη θέση του: η Ευρώπη ως γηραιά ήπειρος είναι η πρώτη διδάξασα του έρωτος-πάθους ως κληρονομιά του παγανισμού. Οι Καθαροί ως κεντροευρωπαϊκή εκδοχή των παραπάνω εκδοχών γνωστικισμού –είχαν μάλιστα και παρόμοιες τελετουργίες με τους Μανιχαίους–, υπήρξαν για τη χριστιανική Εκκλησία κίνδυνος εφάμιλλης σοβαρότητας με τον αρειανισμό. Αν και εκδιώχθηκαν με ιδιαίτερη βία τον 13ο αιώνα στη Γαλλία, άφησαν ισχυρότατο το αποτύπωμα του αυστηρού δυϊσμού τους στην ανθρώπινη σκέψη. Και από εκεί και πέρα ξεκινούν εξ αυτών πολλές ακόμη παρεξηγήσεις. Για παράδειγμα ένα από τα αποτελέσματα αυτού του δυϊσμού είναι η αγαμία του ρωμαιοκαθολικού κλήρου σε όλες τις βαθμίδες του (σελ. 88, 96-97).

Οι Καθαροί, επειδή δεν μπορούσαν πια μετά τους ανηλεείς διωγμούς που υπέστησαν να υπάρξουν νομίμως σε ένα εκκλησιαστικό σχήμα ή σε μια θρησκευτική έκφραση, διείσδυσαν με κάθε τρόπο στη δυτική σκέψη και τέχνη. Οι τροβαδούροι της Γαλλίας τον 11-12ο αιώνα και οι Μίννεζενγκερ λίγο αργότερα στη Γερμανία είναι οι «παραλλαγές» στο ίδιο θέμα: με βάση το ακατανόητο της ενσάρκωσης του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδας, στρέφονται όλο και περισσότερο στον μονοφυσιτισμό, μέχρι να καταλήξουν να γίνουν Καθαροί με έναν «μανιχαΐζοντα αποκρυφισμό», που εξαπλώνεται στην Ευρώπη φθάνοντας από την Ισπανία μέχρι και τη Ρωσία. Εξαπλώνονται σε διάφορες σέκτες και σχήματα, συχνά αντικληρικαλιστικά, φθάνοντας μέχρι και τα μεγάλα ονόματα της Μεταρρύθμισης (σελ. 99, 134, 217-218, 234-235). Αυτή είναι η ανικανότητά μας να κατανοήσουμε την άφατη αγάπη ενός θυσιαζόμενου Θεού, ο Οποίος συγχωρεί και αφήνει περιθώριο μετανοίας στους πάντες χωρίς τον παραμικρό διαχωρισμό. Ένας Θεός χωρίς μαύρο και άσπρο, χωρίς καλό και κακό να αντιπαλεύουν μεταξύ τους, αλλά μόνο Τριαδική Αγάπη και Φως Άκτιστο.

Και γιατί αυτή η έμφαση των Καθαρών στην αξιολόγηση του έρωτα ως συναίσθημα ή ως σχέση ή ως πράξη; Γιατί μέσα στον δυϊσμό τους δεν είναι αποδεκτός ο γάμος και η σεξουαλικότητα για τους Τελείους (σελ. 140). Οπότε μοιραία ο έρωτας που μελωδούσαν οι τροβαδούροι θα αποτελούσε σφάλμα, κάτι κατώτερο, μια αμαρτία. Οι Καθαροί είχαν είτε τον έρωτα που θεοποιεί είτε τον έρωτα του ενστίκτου. Τίποτε άλλο. Η υπέρβαση του ανθρώπινου έρωτα καταλήγει στον ναρκισσισμό των Τελείων, ενώ η υποταγή σε αυτόν καταλήγει στην καταδίκη των υπολοίπων. (σελ. 213). Είναι επομένως κατανοητό το γιατί κατ’ αυτούς η υπέρτατη Γνώση στην παράβαση των Πρωτοπλάστων ταυτίστηκε με την ερωτική πράξη. Και όλο αυτό σε συνδυασμό με την δυαρχία καλού και κακού, έφτιαξε στη δυτική σκέψη τα αδιαπέραστα αξιολογικά της στεγανά.

Ένα παράδειγμα

Ας επιλέξουμε ένα παράδειγμα που αναφέρει το βιβλίο, τη φράση «ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα». Αυτή η αντίφαση, μας εξηγεί ο συγγραφέας, προέρχεται από το ιστορικό πλαίσιο της δυτικής φεουδαρχίας, όπου οι γάμοι των ευγενών γίνονταν από συμφέρον πολιτικό, οικονομικό ή στρατηγικό, οπότε μόνο ο «ιδεόπλαστος έρωτας», ο φτιαγμένος μονάχα από την έλξη μεταξύ των δυο συμβαλλομένων, θα μπορούσε να υπερνικήσει τις κοινωνικές συμβάσεις (σελ. 38-39). Το παραπάνω ιστορικό υπόβαθρο σχετιζόμενο και με την αυστηρότητα που επιβάλει η μανιχαϊστική δυαρχία, με όποια μορφή και αν αυτή εμφανίζεται, καταλήγει στα γνωστά αδιέξοδα: μόνο ένας έρωτας πέρα από τις οποιεσδήποτε συμβατικότητες αξίζει πραγματικά να βιωθεί, αυτή είναι η εκκίνηση της βασικής του θέσης. Εραστές, λοιπόν, της παγκόσμιας λογοτεχνίας οι μεσαιωνικές μορφές του Τριστάνου και της Ιζόλδης, «μέσα στις αντιφάσεις αγαπούν αλλά δεν αγαπιούνται, αμαρτάνουν αλλά δεν μετανοιώνουν, εξομολογούνται χωρίς να ζητήσουν συγχώρεση» (σελ. 45) Αγαπούν τον έρωτα αλλά όχι το πρόσωπο απέναντί τους –επομένως τι αγαπούν τελικά; Ο ιερός Αυγουστίνος το έχει διατυπώσει αποφθεγματικά: Nondum amabam et amare amabam. Ιδού η παρεξήγηση: ο έρωτας (και η σχέση στην οποία οδηγεί τα δυο πρόσωπα) καταντά επιφανειακός, βραχύβιος αυτεπίστροφος κι ομφαλοσκόπος, δεν εξελίσσεται σε ένα φωτοφόρο αστέρι, που θα ανοίγεται τριγύρω ακτινωτά και θα ανταλλάσσει ζεστασιά και φως.

Ας συνεχίσουμε να παρακολουθούμε τη σκέψη του συγγραφέα: τι γίνεται όταν οι δυο, κατ’ αυτόν τον τρόπο ερωτευμένοι παντρευτούν; Αυτών ο έρωτας τάχα δεν θα σκοτωθεί από τον γάμο; Ο Ρουζμόν λοιπόν καταλήγει πως δεν σκοτώνει ο γάμος τον έρωτα, ο γάμος σκοτώνει «το καύμα, που δεν θέλει ποτέ του να ιαθεί», την επιθυμία για την «βάσανο», γέννημα της σύγχυσης. Και καλεί σε έναν επαναπροσδιορισμό του γάμου μέσα στη σκέψη των ανθρώπων. (σελ. 52-53, 212-213). Στον ιστορικό τόπο και χρόνο του Μεσαίωνα και της ευρωπαϊκής φεουδαρχίας οι άνθρωποι, ευγενείς και μη, δύσκολα μπορούσαν να ξεπεράσουν τις φυσικές και κοινωνικές δυσκολίες ή έστω να πληροφορηθούν για κάτι διαφορετικό. Αυτός ο ασφυκτικός κλοιός δημιούργησε εξίσου ασφυκτικές (προσωπικές) ιστορίες, όπου μόνο η φυσική έλξη μπορεί να συνδέσει τους δυο εραστές με την ελπίδα πως θα γκρεμιστούν οι κοινωνικές συμβάσεις που τους σκλαβώνουν. Η κατάληξη όμως συνήθως είναι στις διάφορες εκδοχές της τραγική, όπως μας μαρτυρούν μύθοι και λογοτεχνικά έργα εμπνευσμένα από αυτούς (π.χ. Τριστάνος και Ιζόλδη, Ρωμαίος και Ιουλιέτα –επί του προκειμένου η Βερόνα, η πόλη του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας υπήρξε ένα από τα κυριότερα κέντρα της αίρεσης των Καθαρών στην Ιταλία (σελ. 337)–, Δον Ζουάν, Πάρσιφαλ). Ένας έρωτας-θεός που θέλει «να αντικαταστήσει τη μυστικιστική υπέρβαση με μια συγκινησιακή ένταση», ολοένα και πιο δυνατή, φθάνοντας μέχρι την ακραία της κατάληξη. Ένας θεοποιημένος έρωτας βασισμένος σε σαθρά θεμέλια που οδηγεί, στην καλύτερη περίπτωση, σε αδιέξοδο: «Εκείνος που θέλει να φθάσει στον Θεό χωρίς να περάσει από τον Χριστό, που είναι η Οδός, φθάνει στον διάβολο, έλεγε κατηγορηματικά ο Λούθηρος» (σελ. 212), ένας στοχαστής εν δυνάμει ορθόδοξος – επιτρέψτε μου να το πω, ώς έναν βαθμό–, που λόγω των συνθηκών ατύχησε.

Η σημασία των παραπάνω σήμερα

Το εκτενές κείμενο του Ρουζμόν με την επιστημονική του αποκάλυψη, δηλαδή τον συσχετισμό της υποδόριας επικράτησης μιας νοοτροπίας «Καθαρών» τόσο στα ρομάντζα που μας κατακλύζουν (από τα κλασικά ονόματα μύθων και λογοτεχνών των Μέσων Χρόνων ή την κλασική και ρομαντική όπερα μέχρι τα ευπώλητα, σημερινά –για να μην πω και αυριανά– βιβλία, τυπωμένα στο πιο φθηνό χαρτί), μπορεί να γίνει ένα πολύτιμο κλειδί. Κλειδί για να ξεκλειδώσουμε πολλά σχήματα τριγύρω μας ως προς την τέχνη φυσικά, ενίοτε δε και ως προς την καθημερινότητα. Όπως μετά τον Βέρθερο του Γκαίτε λέγεται πως αυξήθηκαν οι αυτοκτονίες, παρόμοια η λογοτεχνία ανά τους αιώνες καθρεφτίζει και συγχρόνως επηρεάζει τις ψυχές. Η διδασκαλία των βραχύβιων, αποτυχημένων και ενίοτε τραγικών ερώτων γίνεται απτή πραγματικότητα για πολλούς, από τη Βεατρίκη του Δάντη έως την άγνωστη, αθάνατη αγαπημένη του Μπετόβεν.

Εκλεκτικές συγγένειες; Στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γκαίτε (1809) αναγνωρίζουμε τον έρωτα, το πάθος, το κλυδωνιζόμενο σκάφος των αβέβαιων και αντισυμβατικών επιλογών. Το μνήμα δέχεται τη νεαρή, ολιγομίλητη Οτίλιε και η μνήμη σφραγίζει διαπαντός τον Έντουαρντ. Και η Σαρλότε, η σύντροφος του τελευταίου, έχει κι εκείνη τα δικά της. Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων γράφει ο Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες στον 20ό αιώνα –γιατί δαιμόνιο ο έρωτας; Ο ιερός έρωτας, που συνδέει τα πάντα και γεννά και δημιουργεί και αφοσιώνεται, γιατί καταντά δαιμόνιο; Γιατί τον αφήσαμε να ξεπέσει και να γίνει πάθος; Γιατί τον αφήσαμε να σέρνεται απελπισμένος από κοίτη σε κοίτη, αντί να του μάθουμε τι είναι όντως αγάπη; Γιατί δεν φροντίσαμε να γνωρίσουμε, να ερωτευτούμε και να αγαπήσουμε (με αυτήν τη σειρά), με ή χωρίς αισθήσεις, με έναν τρόπο που λειτουργεί πέρα από τον τόπο, πέρα από τον χρόνο και εν τέλει πέρα και από την απώλεια; Την όποια απώλεια εννοώ.

Ορθολογισμός και μονοφυσιτισμός κάνουν ευκολότερη την πρόσληψη των δύσκολων εννοιών από το ανθρώπινο μυαλό: χωρίς κόπο και, κυρίως, χωρίς καρδιά. Η φυσική έλξη, το μανιφέστο του έρωτα που δεν επιμένει και δεν περιμένει, είναι βραχύβια και επιφανειακή. Γιατί όταν λυθούν τα μάγια, όταν αναγνωριστούν τα πρόσωπα, «μες στην πολλή συνάφεια», που λέει κι ο ποιητής, ξεψυχάει το εξωτικό, το μακρινό και το ερωτεύσιμο. Τι θα κρατήσει μια σχέση που στηρίχθηκε σε φυσικά μεγέθη που κάποτε θα γεράσουν και σε αποϊεροποιημένες αξίες που κάποτε θα επανεξεταστούν; Αποτυχημένοι έρωτες και άνθρωποι κατάμονοι, σαν τον άντρα στο Κοντραμπάσο του Πάτρικ Ζύσκιντ (1981), που μένει εγκλωβισμένος, αγκαλιά με το ψυχοβόρο του κοντραμπάσο, χωρίς την παραμικρή ελπίδα στον έρωτά του για τη νεαρή σοπράνο.

Στον πρόλογο της δεύτερης, αναθεωρημένης του έκδοσης ο Ντενί ντε Ρουζμόν προσκαλεί τους αναγνώστες του να αναγνωρίσουν γύρω τους την λογική των Καθαρών, όπως αυτή έχει διεισδύει και όπως και ο ίδιος την παρατήρησε στα χρόνια που έζησε στην Αμερική, επί παραδείγματι στον κινηματογράφο. Να αναγνωρίσουν ώστε να μάθουν και να γιατρευτούν. Μου έρχεται στο μυαλό μια ταινία του 1998, «Έχετε μήνυμα στον υπολογιστή», όπου η ρήξη στις προηγούμενες, ερωτικές σχέσεις των δυο πρωταγωνιστών (σχετικά μόνιμες, υπό την έννοια της συμβίωσης), έρχεται δικαιολογημένα από εμφανείς δυσκολίες ορατές και στον πιο ανίδεο, έτσι ώστε να επιτραπεί η τελική διάλυση και η καινούργια σχέση μεταξύ τους. Ο πουριτανισμός μας ή μήπως η ανθρώπινη, έμφυτη συνείδηση απαίτησε αυτήν τη δικαιολογία; Ποιος ξέρει… Αλλά και στα δικά μας, πανάρχαια παραδείγματα, το τυχαίο βέλος του άτακτου, μικρού γιου της Αφροδίτης έλυνε οποιονδήποτε συνειδησιακό προβληματισμό, ακόμη και του ίδιου του Δία.

Δεν θα ήθελα να παραλείψω μια εξαίρεση, που επιβεβαιώνει τον κανόνα: Φ. Τσιτσέκογλου, Η άλλη μεριά του νερού, Καστανιώτης 1997. Ένα ζευγάρι Τούρκων, παντρεμένων, μια νέα γυναίκα και ένας νέος άντρας, που αγαπιούνται πέρα από τον τόπο, υπερνικώντας και την έλλειψη της φυσικής παρουσίας, ένα μήνυμα τόσο σπάνιο στα λογοτεχνικά μας βιβλία.

Λίγες ακόμη σκέψεις για τα καθ’ ημάς

Διαβάζοντας το βιβλίο Ο Έρως και η Δύση μου ήρθε προς στιγμήν ο εξής λογισμός: Μακάρι να ήξερα καλύτερα τη δυτική, μεσαιωνική λογοτεχνία και τον πολιτισμό, ώστε να μπορέσω να παρακολουθήσω καλύτερα τις λεπτές αποχρώσεις των μύθων Τριστάνου και Ιζόλδης, τροβαδούρων, τρουβέρων και μίννεζενγκερ, αγίας Θηρεσίας και Ιωάννη του Σταυρού… Δεν ξέρω πώς διαβάζει τις σελίδες του βιβλίου αυτού ένας άνθρωπος, φέρ’ ειπείν, που έχει μεγαλώσει σε καθολικό ή ευαγγελικό, κεντροευρωπαϊκό περιβάλλον. Μετά το ξανασκέφτηκα. Εμείς στην Ελλάδα έχουμε το μοναδικό πλεονέκτημα να μην είμαστε ούτε Ανατολή ούτε Δύση. Η ελληνική ενδιάμεση (μεταξύ Ανατολής και Δύσης) θέση δίνει τη δυνατότητα μιας ιδιαίτερης ανάγνωσης. Και αυτήν κατά το δυνατόν επεδίωξα και επιθυμώ να μοιραστώ.

Στην Ελλάδα δεν είμαστε ξεκάθαρα ούτε Ανατολή ούτε Δύση. Επί ξηρού ακμής, λοιπόν, στη κυριολεξία, έχουμε το προτέρημα να αγαπάμε –αν το θελήσουμε– και να ερωτευόμαστε με θυσία, με ευγένεια, με γνώση, με ελπίδα. Ανατολικά και δυτικά μαζί, χωρίς διακρίσεις. Ένα τύπος έρωτα ακατανόητος, πανταχού παρών, πέρα από τον τόπο, πέρα από τον χρόνο, πέρα από την απουσία, σχεδόν μεταφυσικός. Το θέμα είναι αν θέλουμε, ο καθένας από εμάς ξεχωριστά, να ακολουθήσει αυτήν την παράδοση. Γιατί συχνά προσπαθούμε, με έναν αλλόκοτο τελείως τρόπο, να προοδεύσουμε. Και ο εκμοντερνισμός μάς ωθεί να στραφούμε προς τα δυτικά πρότυπα. Αγνοώντας πόσο εκεί αναθεωρούν όσα μέχρι τώρα πρέσβευαν. Και σιγά-σιγά λησμονούμε όσο πάει την οξυμένη σε νου και καρδιά βακτηρία, που στήριζε ώς τώρα τα βήματά μας. Καταφέραμε να γυρίζουμε πολύ άνετα από την άλλη μεριά (Βακαλόπουλος, Η γραμμή…, σελ. 88), χωρίς να μας απασχολεί καθόλου τι αφήνουμε πίσω μας ή μέσα μας.

Ιματισμένοι και σωφρονούντες ας αναζητήσουμε την Αλήθεια. Τι κάναμε λάθος; Δώσαμε μήπως πιο πολύ χάδι από όσο άντεχε ο αποδέκτης; Φανερώσαμε πιο πολύ από όσο έπρεπε το στερημένο από αγάπη σώμα μας; Ή μήπως, σαν σε παιχνίδι του λούνα παρκ, συγκρούστηκαν οι κρυμμένες φιλαυτίες μας; Μου επιτρέπετε να σας προσγειώσω λίγο; Πόσος έρωτας κρύβεται πίσω από τις σπασμένες στάμνες στην ελληνική ταινία «Η θεία από το Σικάγο» (1957); Τι τύποι ανθρώπων ήταν αυτές οι κοπέλες και αυτοί οι άνδρες, που η κάθε στάμνα συνέζευξε, ο καθένας τους ξεχωριστά; Και πώς εξελίχθηκαν οι μεταξύ τους σχέσεις και γάμοι; Η αλήθεια στις ελληνικές ταινίες είναι μισή: δεν υπάρχει μεν θάνατος, αλλά και η λήξη με το μυστήριο του γάμου αφήνει πολλά ερωτήματα αναπάντητα. Μια χαραμάδα φωτός, λοιπόν, διακρίνω στη συγκεκριμένη ταινία: η μητέρα, Ευτέρπη, ρωτάει τον αυστηρό άντρα της, Χαρίλαο, αν θυμάται πώς ήταν κάποτε το δικό τους ειδύλλιο. Ναι, αυτό είναι μια απάντηση στο ερώτημα της τέταρτης διάστασης, της διάστασης που είναι τόσο σημαντική αλλά και τόσο παραμελημένη: η Ευτέρπη που άντεξε στον χρόνο, ο Χαρίλαος που άντεξε στον χρόνο, η σχέση τους που άντεξε στον χρόνο και δεν έσπασε κι αυτή, σαν άλλη στάμνα, να χυθεί το δροσερό νερό της.

Ας καταδυθούμε πιο βαθιά. Τρεις και μία ερωτικές ιστορίες στον Παπαδιαμάντη: τα «Ρόδινα ακρογιάλια» και ο «Έρωτας στα χιόνια». Αυτό είναι το αληθινό σχολείο. Μεροδούλι, μεροφάι. Γιατί στην Ορθοδοξία, είπαμε, δεν υπάρχει παρά μόνο Φως. Και γιατί στα καθ’ ημάς σώμα και ψυχή συναποτελούν τον άνθρωπο, χωρίς να εχθρεύονται μεταξύ τους. Τα «Ρόδινα ακρογιάλια», μια πορεία προς την αγιότητα. Ο «Έρωτας στα χιόνια» με στόχο μια αγάπη που δεν τελειώνει. Ατελεύτητη. Ο κραυγαλέος έρωτας είναι θνησιγενής. Μετράει με αυστηρότητα στρατηγού τις τρεις διαστάσεις και ξεχνά την τέταρτη: τον χρόνο. Ο χρόνος δίνει διάρκεια, δίνει ήχο, δίνει λόγο, δίνει μουσική. Ο χρόνος δίνει τη ζώσα πνοή στις άλλες τρεις διαστάσεις. «Ήταν θαρρώ μαβιά. Α ναι, μαβιά. Ένα σαπφείρινο μαβί». (Κ. Π. Καβάφης, 1914, «Μακριά»). Πέρασε μήπως ποτέ από το μυαλό μας ότι ο ποιητής ξέχασε πραγματικά και μόλις που θυμάται –κι αυτό με το ζόρι– το χρώμα των ματιών; Ούτε τολμώ να το υποψιαστώ. Ο ποιητής έχει το σαπφείρινο μαβί διαρκώς μπροστά του. Παρόν. Όσα χρόνια κι αν περάσουν. Το πρότυπό μας: «Ἀγαπήσας τοὺς ἰδίους τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ, εἰς τέλος ἠγάπησεν αὐτούς» (Ιωάν. 13, 1). Ώς το τέλος. Πάει να πει: με διάρκεια. Ο έρως ως μία συνεχής παρουσία.

Η σοφία που μας μεταγγίζει ο «Έρωτας στα χιόνια» είναι ανώτερη από τις Εκλεκτικές συγγένειες του Γκαίτε. Το χιόνι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη εκτός από τον μπαρμπα-Γιαννιό σκεπάζει απαλά και τις δικές μας ψυχές, μην φανερωθούν γυμνές και τετραχηλισμένες ενώπιον του Παλαιού των ημερών του τρισαγίου.

«Ελληνίδα, αυτή τη στιγμή λείπει, κολυμπάει αργά προς τη γραμμή του ορίζοντος» (Βακαλόπουλος, Η γραμμή… σελ. 162).

Πηγές:

  1. https://de.wikipedia.org/wiki/Denis_de_Rougemont
  2. Historisches Lexikon der Schweiz, https://hls-dhs-dss.ch/de/articles/01 6205/2012-05-25/

Δεν υπάρχουν σχόλια: