Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Μήνυμα Γιάννη Αγγελέτου και των υποψήφιων Περιφερειακών συμβούλων

Ένα θερμό ευχαριστώ σε όλες και όλους τους πολίτες της Φωκίδας  που πίστεψαν τη πρόταση μας, μας στήριξαν και μας ψήφισαν για την περιφέρεια Στερεάς.

Δώσαμε έναν έντιμο και ειλικρινή προεκλογικό αγώνα για να φέρουμε ένα νέο, αλλιώτικο τοπίο στην περιφέρεια. Παρότι τελικά δεν τα καταφέραμε, είμαστε σίγουροι ότι όλη αυτή η προσπάθεια θα αποτελέσει την απαρχή για τη συνέχιση της πορείας μας.
Το υψηλό ποσοστό που μας έδωσαν οι συμπολίτες μας τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο γύρο μας κάνει αισιόδοξους. Μας υποχρεώνει όμως να σταθούμε αυτοκριτικά και στις δικές μας ευθύνες, αλλά μας βάζει και σημαντικά καθήκοντα.
Υποσχόμαστε ότι θα συνεχίσουμε να δίνουμε τη μάχη και από τη θέση της αντιπολίτευσης στο νέο περιφερειακό συμβούλιο, αλλά και έξω απ’ αυτό, πάντα για το συμφέρον των πολλών συμπατριωτών μας.     

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ετυμολογία
πιλάλα < πιλαλώ + -α (αναδρομικός σχηματισμός) < ελληνιστική κοινή ἐπιλαλῶ < λαλέω[1]
Ουσιαστικό
πιλάλα θηλυκό
γρήγορο τρέξιμο
Συνώνυμα
πιλάλημα
πιλαλητό
τρεχάλα
τρεχαλητό
Επίρρημα
πιλάλα
τροχάδην
Συγγενικές λέξεις
δείτε τη λέξη: πιλαλώ
Σημειώσεις
Jump up ↑ H δεύτερη εισήγηση, η οποία προκρίνεται ως συνεπέστερη, είναι η πρόταση του Κοραή, ο οποίος έθεσε ως αφετηρία τον αόριστο ἐπιλάλησα του ελνστ. ἐπιλαλῶ «φλυαρώ, μιλώ γρήγορα» (και κατ' επέκταση «τρέχω γρήγορα»), που ενισχύεται από τον τύπο πιλαλάω στη διάλεκτο της Κάτω Ιταλίας. Στα δύο πιο πρόσφατα λεξικογραφικά έργα της Μεσαιωνικής Ελληνικής, το λεξικό τού Κριαρά και το λεξικό τού Trapp, προκρίνεται η ετυμολόγηση του Κοραή και το ρήμα γράφεται κανονικά με -ι-: πιλαλώ. (Θεόδωρος Μωυσιάδης, Ιεράρχηση κριτηρίων στην ετυμολογική έρευνα, Γλωσσολογία/Glossologia 19 (2011), σελ. 47)

ΠΙΛΑΛΑΩ-ΠΙΛΑΛΑ


Πιλαλάω=τρέχω. Παλιά λέξη ,που συναντούμε σε διάφορα μέρη της Ελλάδος και σημαίνει ότι τρέχω χωρίς τερματισμό, είτε για δουλειές, είτε χωρίς προορισμό ή χωρίς να βρίσκω ανταπόκριση. Κινούμαι αενάως. Πολύ γνωστή και η παραγόμενη λέξη πιλάλα=τρεχαλητό. Συνήθως λέμε έτσι το τρέξιμο με τα πόδια. Η λέξη έχει και μια νοηματική φόρτιση κόπωσης , απόγνωσης και αγωνίας ότι δεν προλαβαίνω.-