Το κοινό ανακοινωθέν ευρωπαίων ηγετών για το αμερικανικό σχέδιο ειρήνευσης στην Ουκρανία, που συνοψίζεται στη φράση «ναι στον διάλογο, όχι σε παραχωρήσεις στην Ρωσία» αποκαλύπτει μια Ευρώπη εγκλωβισμένη σε στρατηγικά διλήμματα, πολιτικούς δισταγμούς και το πιο επικίνδυνο, σε μια αυξανόμενη εξάρτηση από τις δικές της πολεμικές βιομηχανίες, που κερδίζουν από κάθε νέα κρίση σε βάρος των κοινωνικών δαπανών.
Το σχέδιο Τραμπ αποτελεί μια σύνθεση «ρεαλισμού» και κυνικής διαπραγμάτευσης με τη Μόσχα, που είναι αμφίβολο εάν μπορεί να εγγυηθεί μια βιώσιμη ειρήνη και συντάχθηκε χωρίς τη συμμετοχή του Κίεβου, το οποίο καλείται να απαντήσει μ΄ ένα «ναι» ή «όχι» έως την ερχόμενη Πέμπτη, αλλά ούτε και ευρωπαίων αξιωματούχων, που καλούνται ως συνήθως εκ των υστέρων να πουν τη γνώμη τους.
Ο Τραμπ υποστηρίζει ότι μόνο μια συμφωνία με τη Ρωσία, έστω και αν περιλαμβάνει περιορισμούς στην ουκρανική κυριαρχία και έμμεσες αναγνωρίσεις εδαφικών απωλειών, μπορεί να τερματίσει τον πόλεμο. Και ζητά από την Ουκρανία να περιορίσει τις στρατιωτικές δυνάμεις της και να δεσμευτεί συνταγματικά να μην ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, που ήταν μακροχρόνια απαίτηση της Μόσχας και σύμφωνα με ορισμένους η αιτία της ρωσικής εισβολής. Αν παρόλα αυτά συνεχιστεί στο μέλλον η ρωσική επιθετικότητα και απειληθεί η Ουκρανία, τότε, σύμφωνα πάντα με το αποκαλούμενο ειρηνευτικό σχέδιο, θα βρει απέναντί της το ΝΑΤΟ.
Ενόψει αυτού του τελεσίγραφου, ο Ζελένσκι έχει, όπως φαίνεται, δύο επιλογές,: εάν το απορρίψει, θα χάσει την υποστήριξη της Ουάσινγκτον. Η Ρωσία θα εντείνει τον πόλεμο, θα συνεχίσει να πλήττει υποδομές και θα καταλάβει, όπως όλα δείχνουν, περισσότερα εδάφη εντός της Ουκρανίας. Σε αυτήν την περίπτωση η Ευρώπη θα καλεστεί να «σηκώσει όλο το βάρος» της στρατιωτικής βοήθειας προς το Κίεβο, χωρίς η ίδια να είναι έτοιμη και με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις οικονομίες των χωρών της.
Εάν ο Ζελένσκι αποδεχθεί το σχέδιο, μπορεί να σώσει το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας του, αλλά τα πράγματα δεν θα είναι καλύτερα όπως ελπίζει ο Τραμπ, προσφέροντας εγγυήσεις ασφαλείας.
Διότι τόσο ο ουκρανός πρόεδρος όσο και οι ευρωπαίοι ηγέτες θεωρούν ότι οι παραχωρήσεις προς τη ρωσική πλευρά με τη de facto, μεταξύ άλλων, αναγνώριση του Ντονμπάς και της Κριμαίας, η υποταγή δηλαδή της Ουκρανίας, θα «ανοίξει την όρεξη» του Πούτιν για να στραφεί εναντίον της Ευρώπης, τουλάχιστον εναντίον εκείνων των χωρών (Πολωνία, Βαλτικές Χώρες, Φινλανδία) που αποτελούν την ανατολική πτέρυγα της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Κοντολογίς, το αμερικανικό σχέδιο «νομιμοποιεί τη ρωσική επιθετικότητα» και δημιουργεί επικίνδυνο προηγούμενο.
Η αντίφαση, όμως, των Ευρωπαίων είναι κραυγαλέα. Ενώ εκφράζουν και ορθώς τη σαφή αντίθεσή τους σε κάθε αλλαγή συνόρων με τη βία και καταδικάζουν την κατάλυση της εδαφικής κυριαρχίας ενός κράτους-«ξεχνώντας» ότι στο παρελθόν πυροδότησαν τη διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας- πολλοί από αυτούς, με πρώτη την φον ντερ Λάιεν, υλοποιούν πολιτικές που ωθούν σ΄ ένα μακρόσυρτο πόλεμο φθοράς με τη Ρωσία, τον οποίο στηρίζουν με (αναποτελεσματικά) πακέτα κυρώσεων, συνεχώς μεγαλύτερα κονδύλια εξοπλισμών και μια ακατάσχετη προπαγάνδα που περικλείεται στη φράση ότι «η Ευρώπη απειλείται και θα πρέπει να είναι έτοιμη για πόλεμο με τη Ρωσία έως το 2030», χωρίς, όμως, να υπάρχουν σαφείς ενδείξεις.
Χωρίς να απαντούν στο καίριο ερώτημα: γιατί η Ρωσία να εμπλακεί σ΄ ένα πόλεμο με το ΝΑΤΟ;
Αρκεί να παρακολουθήσει κανείς τις δηλώσεις τους που στοχεύουν στην κλιμάκωση της ευρω-ρωσικής έντασης, πυροδοτώντας ένα αίσθημα ανασφάλειας στους ευρωπαίους πολίτες. Είναι η γνωστή στρατηγική του φόβου προκειμένου να εφαρμοστούν πολιτικές (αύξηση αμυντικών δαπανών) που σε διαφορετική περίπτωση θα προκαλούσαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια ή/και περιορίζουν ελευθερίες και πολιτικά δικαιώματα.
Από το «ετοιμάστε τα νοσοκομεία για μεγάλη πολεμική εμπλοκή» στη Γαλλία, τις σειρήνες που χτυπούν κάθε τόσο δαιμονισμένα στη Γερμανία, διότι, σύμφωνα με τον Μερτς, «την επόμενη μέρα θα έρθει η σειρά μας» έως το «πνεύμα αυτοθυσίας» που ζητά ο Δένδιας και τις εισβολές drones σε ευρωπαϊκά αεροδρόμια και στρατιωτικές εγκαταστάσεις, τα οποία, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία τουλάχιστον μέχρι τώρα, θεωρούνται ρωσικά και διαταράσσουν ακόμη περισσότερο την ήδη κακή σχέση της Ευρώπης με τη Μόσχα.
Άλλο, όμως, η αναγκαιότητα απεξάρτησης της Ευρώπης από τις ΗΠΑ, η αμυντική θωράκιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και άλλο η κινδυνολογία, η προετοιμασία για πόλεμο προκειμένου να αντιμετωπιστεί η «εξ ανατολών απειλή».
Στην πρώτη περίπτωση έχουμε μια Ευρώπη, η οποία λόγω της αβεβαιότητας που προκαλεί η στάση των ΗΠΑ και του αναθεωρητισμού της Ρωσίας, της Κίνας και άλλων χωρών, οικοδομεί την άμυνά της με πολιτικό έλεγχο, διαφάνεια και ρήξη με τα λόμπι. Μια Ευρώπη που θέτει κόκκινες γραμμές στους δικούς της πολεμοκάπηλους, όχι μόνο στους ξένους. Μια Ευρώπη που δεν χρειάζεται να περιμένει τον επόμενο αμερικανό πρόεδρο για να αποφασίσει αν ο πόλεμος θα συνεχιστεί, ή αν θα τερματιστεί και παίρνει η ίδια ειρηνευτικές πρωτοβουλίες.
Στη δεύτερη περίπτωση παρατηρούμε αυτό που συμβαίνει τώρα. Η Ευρώπη, υποστηρίζουν, απειλείται άμεσα. Ο «Οδικός Χάρτης Αμυντικής Ετοιμότητας έως το 2030» (Defence Readiness Roadmap 2030) συντάχθηκε, όπως αναφέρει το σχετικό έγγραφο, που θα συζητηθεί από τους ευρωπαίους ηγέτες την ερχόμενη εβδομάδα, διότι «μια στρατιωτικοποιημένη Ρωσία συνιστά διαρκή απειλή για την ευρωπαϊκή ασφάλεια στο ορατό μέλλον».
Στην πραγματικότητα υπάρχει μια βαθιά, συχνά ανομολόγητη, επιρροή της ευρωπαϊκής πολεμικής βιομηχανίας στις κυβερνήσεις. Στην πράξη, αυτό μεταφράζεται σε μια κούρσα εξοπλισμών την οποία πληρώνουν και θα πληρώσουν πολύ ακριβά οι ευρωπαίοι πολίτες, οι πολιτικοί διαφημίζουν ως «αναγκαία», ενώ οι πολεμικές βιομηχανίες θησαυρίζουν. Οι εταιρείες Rheinmetall, Dassault, Leonardo, Saab και δεκάδες άλλες βλέπουν τον πόλεμο στην Ουκρανία και τον Οδικό Χάρτη Αμυντικής Ετοιμότητας ως χρυσή δεκαετία. 800 δισ. ή/και οι μαζικοί δανεισμοί και επιδοτήσεις στην πολεμική βιομηχανία έχουν ευκαιριακό κόστος: χρήματα που μπορούν να δοθούν στην υγεία, την εκπαίδευση, την κοινωνική πρόνοια.
Το να διακηρύσσει η Ευρώπη την αμυντική της αυτονομία χωρίς πολιτική ενοποίηση, αλλά με πρωταγωνιστή το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα και τα «γεράκια του πολέμου», είναι επικίνδυνο. Διότι οδηγεί σε μια ήπειρο που εξοπλίζεται χωρίς στρατηγική και χωρίς πραγματικό δημοκρατικό έλεγχο. Και οι προβλέψεις της Κομισιόν για οικονομική επίδραση δεν είναι καθολικά θετικές, καθότι σε πολλές χώρες θα αυξηθεί το χρέος ή θα αναδιατεθούν πόροι.
Όσο περισσότερο προβάλλεται ότι «η Ευρώπη απειλείται», τόσο περισσότερο ενισχύεται η πίεση για να αυξηθούν οι στρατιωτικές δαπάνες και όσο ενισχύονται οι δαπάνες, τόσο βαθαίνει η επιρροή των λόμπι. Η διατύπωση «έτοιμοι για πόλεμο έως το 2030» λειτουργεί περισσότερο ως πολιτικό σόου που νομιμοποιεί την κούρσα των εξοπλισμών παρά ως τεκμηριωμένη εκτίμηση άμεσου πολέμου.
Η πολιτική ανεξαρτησία από τις ΗΠΑ αντικαθίσταται από την οικονομική ομηρία του ευρωπαϊκού στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος.
Την ίδια στιγμή, ο Τραμπ διατηρεί το μονοπώλιο της στρατηγικής πρωτοβουλίας. Όποτε η Ουάσινγκτον αλλάζει γραμμή, η Ευρώπη κλυδωνίζεται: δεν έχει την επιχειρησιακή ικανότητα, ούτε την πολιτική συνοχή να στηρίξει από μόνη της την Ουκρανία σ΄ ένα πόλεμο μεγάλης κλίμακας.
Στο δια ταύτα, σήμερα αυτό σημαίνει ότι η Γηραιά Ήπειρος βρίσκεται αντιμέτωπη με δύο δυσάρεστες επιλογές: να ακολουθήσει την αμερικανική γραμμή, ακόμη κι αν αυτή οδηγεί σε μια συμφωνία που δεν αντανακλά τις ευρωπαϊκές αρχές. Ή να αντισταθεί, αλλά χωρίς τις απαιτούμενες στρατιωτικές δυνατότητες να υποστηρίξει τις θέσεις της.
Και στις δύο επιλογές, η Ευρώπη βγαίνει χαμένη. Στο πρώτο σενάριο, πολιτικά. Στο δεύτερο, στρατηγικά. Και οι ηγέτες της τρέχουν πίσω από τις εξελίξεις. Παίζουν άμυνα στην ίδια τους την ήπειρο και φοβούνται περισσότερο την ιδέα της ειρήνης στα μέτρα άλλων παρά την ιδέα της δικής τους στρατηγικής χειραφέτησης.
Μέχρι να αλλάξει αυτό, το μέλλον της Ευρώπης παραμένει στα χέρια των Αμερικανών και των συμφερόντων των δικών της πολεμικών βιομηχανιών.
*Ο Παύλος Νεράντζης είναι δημοσιογράφος και παραγωγός ντοκιμαντέρ, διδάκτωρ του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ και συγγραφέας του βιβλίου «Η Αλήθεια βομβαρδίζεται. Τα ΜΜΕ και ο Πόλεμος με το βλέμμα ενός πολεμικού ανταποκριτή. Από τον 19ο έως τον 21ο αιώνα», εκδ. Παπαζήση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου