Παρασκευή 29 Αυγούστου 2025

Χαριτίνη Ξύδη: συνέντευξη στη Χαριτίνη Μαλισσόβα




Η Χαριτίνη Ξύδη γεννήθηκε στον Βόλο και κατοικεί στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει ιστορία και αρχαιολογία. Κατά το παρελθόν, έλαβε μέρος σε αποστολές ανασκαφών στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει εκδώσει, μέχρι σήμερα, 14 βιβλία (ποιητικά, πρόζα και πεζά). Αρθρογραφεί, κατά καιρούς, σε έγκριτα λογοτεχνικά και μουσικά περιοδικά. Ποιήματα και κείμενά της έχουν φιλοξενηθεί σε ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Επί εννέα χρόνια (2012-2021) ήταν μουσική παραγωγός, παρουσιάζοντας τη ζωντανή εκπομπή Fish & Mr Hiroshima στο ραδιόφωνο του Αμάγκι (κάθε Τετάρτη 6-8 μ.μ.), με αφιερώματα στο λαϊκό τραγούδι και τους δημιουργούς του. Σήμερα εργάζεται στο Πρωτοδικείο Αθηνών και λοξώς ως επιμελήτρια κειμένων. Η συλλογή διηγημάτων της Θηρία ανήμερα, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μετρονόμος, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.

Θηρία ανήμερα, ο τίτλος του βιβλίου σας. Θα μας δώσετε κάποια στοιχεία του;

Τα Θηρία είναι λαϊκό κέντρο, ή έστω καφενείο. Μέσα στις σελίδες τους μπορείς να κουβεντιάσεις, να πιεις, ατέλειωτες ώρες, να κλάψεις, να εξομολογηθείς έρωτες και πάθη. Είναι ο τόπος όπου χάνεις και ξανακερδίζεις τη μνήμη σου. Τα Θηρία είναι κάτι πολύ δικό μας. Αλλά μπορείς και να το μετονομάσεις σε ό,τι επιθυμείς. Θηρία-καύλα, Θηρία-επανάσταση, Θηρία-γύμνια, Θηρία-εραστές. Τα Θηρία είναι όπως ακριβώς παρουσιάζονται, και αυτή είναι μια συγκινητική γνησιότητα, όπως της Θύρας 21 της ΑΕΚ. Τα Θηρία είναι και η ΑΕΚ και οι κερκίδες της, οι ποδοσφαιριστές της και ο Δημήτρης Χατζηχρήστος, γιατί δηλώνουν την αιώνια ένωση των απανταχού αισθηματιών. Είναι οι νότες στα λαϊκά του Μανώλη Αγγελόπουλου, οι φωνητικές χορδές της Κάλλας και οι νότες από τις άριες στους Αλιείς Μαργαριταριών. Μας συντροφεύουν στα ΜΜΜ, στις λεωφόρους, μέσα στα μπαρ, πάνω στα στρώματα. Αλλάζει ο τόνος τους, το ρεπερτόριό τους, αλλά υπάρχει πάντα μια πίστα αναπάντεχη, ένα τραγούδισμα που σου τρυπάει τον εγκέφαλο. Μια κίνηση που σώζει την παρτίδα. Είναι πίνακες του Τσαρούχη, τα σύγκορμα ρίγη της Στέλλας του Κακογιάννη, αλκοόλ χωρίς παγάκια, ο μόχθος του εργάτη, η απόγνωση του ερωτευμένου, του καψούρη, που τον απέρριψαν, τα ανήμερα θηρία του αντάρτικου αγώνα, το άγριο μεθύσι του μοναχικού θαμώνα σκυλάδικου, το πάθος του τζογαδόρου, η περηφάνια και ο καημός ενός ξεριζωμένου πρόσφυγα, τα ανελέητα δάκρυα των χωρισμών, το ένθεο κομμάτι της ύπαρξης, δηλαδή. Τα Θηρία είμαι απολύτως εγώ και η ιστορία μου με ό,τι ανθρώπινο αγάπησα ανεπίστρεπτα.

Τα τραγούδια είναι τα σωθικά του Έλληνα. Είναι ο χρόνος, ο τόπος, η εποχή και η ιστορία του.

Η νύχτα και όσα συνέβαιναν κυρίως τις προηγούμενες δεκαετίες απασχολούν όχι μόνο τα Θηρία ανήμερα, αλλά και παλαιότερα βιβλία σας. Θέλετε να σχολιάσετε;

Η νύχτα είναι η μεγαλειώδης συνύπαρξη του άυλου και του απτού, της σάρκας και του πνεύματος, του άγγελου και του δαίμονα εαυτού. Χωρίς απαραίτητα να μπορεί να ειπωθεί με τους υπάρχοντες όρους. Η νύχτα είναι ο δρόμος που οδηγεί στην εξωλεκτική διάσταση της λαϊκής ποίησης. Δηλαδή, μια καντίνα στην άκρη του πουθενά, μια ταβέρνα κάτω από μουριές, με λαϊκά στο τζουκ μποξ, που ακούγεται μέχρι το λιμάνι την ώρα που αναχωρούν τα καράβια για τα νησιά. Ήρωες του Ουγκό. Φωνές, κλάματα, γέλια και μουσική. Το λευκό μακό φανελάκι του οικοδόμου. Τα πανηγύρια του θεσσαλικού κάμπου, τα χωριά του Πηλίου, το κρασί από τους αμπελώνες της Λάρισας. Το βαλς δύο ηλικιωμένων στη μέση του δρόμου. Τα δυο σου χέρια που πήρανε βεργούλες και με δείρανε. Οι καρσιλαμάδες και τα γιαβάσικα τσιφτετέλια του Τζόρνταν Τσομίδη στην Αμερική. Θυμάμαι όταν έγραφα τα Θηρία, πάντοτε μεταμεσονύκτιες ώρες, πηγαινοερχόταν πολύ στη σκέψη μου η επαρχία του τέλους του ’80 και των αρχών του ’90, και ό,τι φέρει, που αποτέλεσε τον πρώτο και τελεσίδικο σπινθήρα που πυροδότησε, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, τον δρόμο και τον τρόπο μου στη λογοτεχνία, ο Περικλής Κοροβέσης και ένα στιγμιότυπο από τον Άγιο της μοναξιάς, της Ιωάννας Καρυστιάνη, που θα μου επιτρέψετε να το παραθέσω: «Είχε πάει μόνη της σε ένα καψουρομάγαζο, φρούριο από νοβοπάν, νάιλον και λαμαρίνες, κάπου στην Εθνική οδό και πέρασε τη μισή νύχτα με τα μάτια δεμένα με μαύρο μαντίλι, ο τραγουδιστής τα μοίραζε στους πελάτες, αγάπες τώρα δέστε τα, τώρα λύστε τα, τώρα ξαναδέστε τα, για να εισπράττουν απερίσπαστοι το σεβντά των στίχων, αϋπνίες, νυχτοπερπατήματα και τραβήγματα μοιχών και μοιχαλίδων». Επειδή η νύχτα θα παραμένει, εις τους αιώνες, το σημείο εκείνο, από το οποίο εκκινεί και στο οποίο καταλήγει η λάμψη της ύπαρξης μέσα στη στιγματισμένη από ρύπους ανθρωπότητα, θα παραμένει η περιφέρεια της αγιότητας και της αμαρτίας μας, γι’ αυτόν τον λόγο ακριβώς και τα Θηρία είναι ένα βιβλίο διανυκτερεύον, για να περνάμε μέσα τους τα δύσκολα, τα επώδυνα, τα μοναξιασμένα μας βράδια.


Μουσικοί, με την ιδιότητα των δημιουργών και των τραγουδιστών, συστήνονται στους αναγνώστες μέσα από τη δική σας οπτική. Σε ποιον βαθμό πιστεύετε πως καθορίζει η μουσική την ταυτότητα του σύγχρονου Έλληνα, σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες;

Σίγουρα, σε μικρότερο βαθμό από ό,τι παλαιότερα. Ή κατά τις αμέσως προηγούμενες δεκαετίες, τέλος πάντων. Ευτυχώς όμως ο Έλληνας, ιδιοσυστασιακά και ψυχοσυνθετικά, ανήκει σ’ εκείνη τη μεσογειακή κατηγορία ανθρώπων, οι οποίοι επινοούν άπειρους τρόπους για να αντέξουν τα αβάσταχτα, για να συγχωρούν τα αδικαιολόγητα, για να ερμηνεύουν τα θαύματα, για να μιλούν τα ανείπωτα, για να μη μένουν μόνοι· ο βασικότερος είναι η μουσική, πρώτιστα, τα τραγούδια, εννοώ. Τα τραγούδια είναι τα σωθικά του Έλληνα. Είναι ο χρόνος, ο τόπος, η εποχή και η ιστορία του. Οι λυγμοί και οι προσευχές του. Η περηφάνια του, που κουρελιάζεται και ανασυγκροτείται. Είναι όλα του τα υπάρχοντα. Μέσα στα τραγούδια διαβιώνει, ερωτεύεται, πληγώνεται, πονάει, μεθάει, μισεί και αγαπάει, από την πρώτη φλόγα μέχρι τη στάχτη του.

Ποια ήταν η αφορμή για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;

Ο λόγος για τον οποίον έγινα συγγραφέας είναι τα ψηλά τακούνια που πάντοτε φορώ και η ισορροπία πάνω τους, καθώς και η μύηση στην «ιδεολογία» τους, που μου τη δίδαξε η θεία μου η Σοφία, μία από τις μεγαλύτερες αδελφές της μητέρας μου. Το βράδυ που γλίστρησα εξαιτίας τους και έπεσα από τα ανεμοδαρμένα τους ύψη, έπαθα διάστρεμμα πατώντας ένα γαρίφαλο σε σκυλάδικο της Λάρισας· αναγκάστηκα να παραμείνω ολόκληρο εικοσάλεπτο οκλαδόν στο δάπεδο της πίστας, ανάμεσα σε ζαλισμένους πότες, σπασμένα πιάτα και λιμνούλες από χυμένες σαμπάνιες. Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να σηκωθώ, κατάλαβα πως η ζωή από την αρχή ως το φινάλε είναι ένας ανυποχώρητος αγώνας σε ρινγκ. Συμπαραλλήλως, η συγγραφή είναι κάτι άυλο, δεν έχει ανάγκη τους μηχανισμούς της αγοράς και του εμπορίου, ή αν τους έχει, δεν είναι πραγματική. Στο μέτρο του άυλου χωράνε όλα τα σπουδαία. Για μένα, είναι ένα όνειρο και μια «παραβολή», όπου καταφεύγω για να βρίσκω ηρεμία και διαύγεια. Κάτι, έτι πολυτιμότερο: η συγγραφή επαναφέρει στην ύπαρξη τον Ενεστώτα –χρόνος που, σύμφωνα με τη γνώμη μου, είναι ο πλησιέστερος στην ψυχή μας– αρκεί το ένα χέρι σου να βρίσκεται στην καρδιά και το άλλο στη φωτιά. Αρκεί να τολμάς, να είσαι άξιος να πονέσεις, να ξενυχτήσεις, να θυσιάσεις. Αρκεί με τέσσερις λέξεις, που λέει ο λόγος, να πεις όσα χρειάζεται πάση θυσία να μιληθούν.

Στο μέτρο του άυλου χωράνε όλα τα σπουδαία.

Ποιοι ήταν οι λογοτέχνες που σας επηρέασαν;

Ο Γιώργος Ιωάννου, πιο πολύ, πιο βαθιά, πιο μοιραία. Γιατί έγραφε ανοίγοντας τις φλέβες του, ήταν η κάθε στιγμή των γραπτών του, η κάθε λέξη και στίξη τους, η κάθε αντήχηση, όρκος, εξομολόγηση, κάθε αγωνία και πυρετός τους, η πίκρα και η οδύνη τους. Και έπειτα, ο Γιώργος Μαρκόπουλος, ο Γιώργος Χρονάς, ο Γιώργος Χειμωνάς, ο Θωμάς Γκόρπας, η Μαντώ Αραβαντινού και η Κατερίνα Γώγου. Οι Βίρβος, Τσιτσάνης, Μπουλέν Ερσού και Ζέκι Μουρέν, η Ουμ Καλσούμ. Ο Μπέκετ, η Κάλλας, η Ντιράς, το ιταλικό σινεμά, ο Τσιώλης, ο Δαμιανός, η Ρώμη, το Μπαγιαραμίκ και η Κωνσταντινούπολη, η ακυβέρνητη μοίρα της Αλεξάνδρειας και της Αθήνας, ό,τι κινείται και κυλάει με δίψα, ορμή και ψυχή, καθημερινά στον παρόντα χρόνο, διαμόρφωσαν την ειδική βαρύτητα στην ιστορία των γραπτών μου και με τρόπο μοιραίο έγιναν οι κλειδοκράτορές τους.

Τι θεωρείτε εξέλιξη σε έναν συγγραφέα;

Εξέλιξη σημαίνει αφαίρεση. Ο συγγραφέας, όταν μπορεί να πει μέσα σε δυο γραμμές (σχήμα λόγου) εκείνα τα σπουδαία, για τα οποία άλλοτε έγραφε, ενδεχομένως, σελίδες επί σελίδων, τότε και μόνο τότε εξελίσσεται. Μια αποτελεσματική άσκηση είναι να μελετάς πολύ Μπέκετ.

Ποιο βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα και σας εντυπωσίασε;

Η αυτοβιογραφία του Γιώργου Χρονά, Το όνομά μου είναι Γιώργος Χρονάς, από τις Εκδόσεις Οδός Πανός. Είναι λίγο να πω πως με εντυπωσίασε, η αλήθεια είναι πως με συντάραξε. Επειδή ανέπτυξε και ανέβασε σε ανεμοδαρμένα ύψη τους εξαίσιους στίχους του Καρυωτάκη:

Το παιδί που γνώρισε
ένα μεγάλο πάθος
ξέρει τι είναι τάφος
και ύστατη στιγμή.

Ποια αξία θεωρείτε υπέρτατη;

Τη συγχώρεση, επειδή η συγχώρεση είναι κάτι ανίκητο.

Οικονομική κρίση, πανδημία, πυρκαγιές, πλημμύρες και δυο πόλεμοι στη γειτονιά μας. Ποια είναι η δική σας αίσθηση για όσα συμβαίνουν;

Ανεξαιρέτως μιλάμε για συγκλονιστικά γεγονότα, συμπάσης της ανθρωπότητας. Εντούτοις, στην καθημερινότητα, υπάρχουν και ως αποκαλυπτικά σε πολλά πεδία. Φέρουν στο φως περίεργες συμπεριφορές, άγνωστες πτυχές χαρακτήρων, πρακτικές, πράξεις και διαπράξεις, ανομολόγητους φόβους, πρόσωπα και προσωπεία, τον βαθύτερο και κάποτε τον πιο σκοτεινό εαυτό μας, ένα νέο «ήθος» στις ισορροπίες μεταξύ των ανθρώπων και των σχέσεων που συνάπτουν, το οποίο καλλιεργείται, τις περισσότερες φορές, ερήμην μας. Κάτι μας δίδαξαν και συνεχίζουν να μας διδάσκουν όλα αυτά, κάτι, άλλοτε ψυχωφελές, κάποτε φρικώδες. Σ’ εμένα απλώς επιβεβαίωσαν τον υπέρτιτλο του βίου μου, τον οποίο υπογράφει ο Μπέκετ: «Δεν μπορώ να συνεχίσω. Θα συνεχίσω».





Η Χαριτίνη Μαλισσόβα είναι εκπαιδευτικός και αρθρογράφος λογοτεχνίας στην εφημερίδα Θεσσαλία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: