Ενώ κόπτονται για τις δραματικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, οι κυβερνήσεις επιδότησαν πέρυσι παγκοσμίως με 7 τρισ. δολάρια τα ορυκτά καύσιμα -ποσό ίσο με το 7% του παγκόσμιου ΑΕΠ και διπλάσιο αυτού που δαπανήθηκε για την παιδεία- αποκαλύπτει έκθεση του ΔΝΤ
Μία από τις μόνιμες δικαιολογίες των κυβερνήσεων -μεταξύ των οποίων και η ελληνική- για τις καταστροφικές πυρκαγιές του φετινού καλοκαιριού και τη διαρκή υποβάθμιση του περιβάλλοντος είναι η «καραμέλα» της κλιματικής αλλαγής. Η υποκρισία τους ωστόσο περισσεύει, αφού είναι οι ίδιες αυτές κυβερνήσεις που ρίχνουν λάδι στη φωτιά επιδοτώντας με τρισεκατομμύρια δολάρια τον βασικό υπεύθυνο της κλιματικής αλλαγής: τα ορυκτά καύσιμα.
Καθοριστικό ρόλο στην περσινή υπερεπιδότηση παραγωγής και κατανάλωσης των ρυπογόνων υδρογονανθράκων είχε η εκτόξευση των τιμών ενέργειας μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Οι επιδοτήσεις αρωγής στους καταναλωτές -προκειμένου να τα βγάλουν πέρα με τις υψηλότερες τιμές- διπλασιάστηκαν. Από αυτές, ωστόσο, ωφελήθηκαν πιο πολύ τα πλούσια νοικοκυριά παρά τα φτωχά. Η ανάλυση διαπίστωσε ακόμη ότι η βενζίνη και τα άλλα προϊόντα πετρελαίου απορρόφησαν τη μερίδα του λέοντος (περίπου το 50%) των επιδοτήσεων, ενώ ο άνθρακας και το φυσικό αέριο το 30% και 20% αντίστοιχα. Η τεράστια επιδότηση του άνθρακα είχε ως αποτέλεσμα μάλιστα το 80% αυτού να πωληθεί πέρυσι σε τιμή χαμηλότερη από το ήμισυ του πραγματικού του κόστους. Κορυφαίοι «σπόνσορες» των ορυκτών καυσίμων στην υφήλιο πέρυσι αναδείχτηκαν οι «συνήθεις ύποπτοι», δηλαδή οι κυβερνήσεις της Κίνας, των ΗΠΑ, της Ρωσίας, των χωρών της Ε.Ε. και της Ινδίας.
Τα ζοφερά ευρήματα του ΔΝΤ έρχονται καθώς η κλιματική κρίση δείχνει έντονα τα δόντια της αυτό το καλοκαίρι σπέρνοντας τον όλεθρο σε όλον τον πλανήτη, είτε με ατελείωτες πυρκαγιές είτε με πλημμύρες είτε με άλλες φυσικές καταστροφές. Ο τερματισμός των επιδοτήσεων θα έπρεπε να αποτελεί, σύμφωνα με ο ΔΝΤ, το επίκεντρο της δράσης για το κλίμα. Η ανάλυσή του εκτίμησε ότι άμεσος τερματισμός των επιδοτήσεων θα οδηγούσε σε μείωση των εκπομπών κατά 34% ώς το 2030 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2019, υλοποιώντας ένα μεγάλο μέρος της περικοπής 43% που απαιτείται για να έχουμε καλές πιθανότητες διατήρησης της παγκόσμιας θέρμανσης κάτω από τον 1,5 βαθμό Κελσίου.
Ας σημειωθεί ότι οι κυβερνήσεις έχουν δεσμευτεί εδώ και χρόνια για τη σταδιακή κατάργηση των επιδοτήσεων έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι οι τιμές των ορυκτών καυσίμων θα αντικατοπτρίζουν το πραγματικό τους κόστος στο περιβάλλον. Μέχρι στιγμής έχουν αποτύχει παντελώς στην υλοποίησή τους. Το Ταμείο από την πλευρά του αναγνωρίζει ότι η κατάργηση των επιδοτήσεων είναι πολιτικά δύσκολη. Θεωρεί, ωστόσο, ότι προσεκτικά σχεδιασμένες πολιτικές που θα στηρίζουν τα φτωχότερα νοικοκυριά θα μπορούσαν να λειτουργήσουν, ειδικά εάν υπάρξει συντονισμός τους διεθνώς. Ιδανικά αυτό θα μπορούσε να γίνει μέσω της μεγαλύτερης φορολόγησης-τιμολόγησης των ορυκτών καυσίμων και την αξιοποίηση μέρους των εσόδων για την αποζημίωση των φτωχών και ευάλωτων νοικοκυριών. Συνιστά έτσι στις χώρες που εκπέμπουν μεγάλες ποσότητες ρύπων να συντονιστούν προς αυτήν την κατεύθυνση προς μια κοινή τιμολόγηση των υδρογονανθράκων και άλλες συναφείς πολιτικές.
Για την ώρα πάντως, οι εν λόγω χώρες -που συναποτελούν την πλειοψηφία του G20- είναι υπεύθυνες για το 80% των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Παρότι έχουν δεσμευτεί από το 2009 για τη σταδιακή κατάργηση των επιδοτήσεων των ορυκτών καυσίμων, δαπάνησαν πέρυσι σε αυτές το ποσό-ρεκόρ του 1,4 τρισ. δολαρίων. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μερίδα τους παγιδεύει -σύμφωνα με μια άλλη έκθεση που είδε το φως της δημοσιότητας επίσης αυτήν την εβδομάδα- τις φτωχές χώρες σε μια μόνιμη εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και μια νέα μορφή αποικιοκρατίας.
Η έκθεση που εκπόνησε η Debt Justice και συνυπογράφει τουλάχιστον μια ντουζίνα μη κυβερνητικών οργανώσεων δείχνει ότι η πίεση για την αποπληρωμή των χρεών αναγκάζει τα φτωχά έθνη να συνεχίζουν να επενδύουν σε έργα ορυκτών καυσίμων έτσι ώστε να μπορούν να εξυπηρετούν τα δάνεια που έχουν λάβει από τα πλουσιότερα κράτη και τα ευαγή ιδρύματα του χρηματοπιστωτικού τομέα. «Τα υψηλά επίπεδα χρέους αποτελούν σημαντικό εμπόδιο για τη σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων για πολλές χώρες του Νότου παγκοσμίως. Πολλές χώρες έχουν παγιδευτεί στη διαδικασία εκμετάλλευσης των ορυκτών καυσίμων, προκειμένου να έχουν έσοδα και να μπορούν να αποπληρώνουν τα χρέη τους.
Την ίδια στιγμή, τα έργα ορυκτών καυσίμων συχνά δεν παράγουν τα αναμενόμενα έσοδα και μπορεί να αφήσουν τις χώρες περισσότερο χρεωμένες απ’ ό,τι όταν ξεκίνησαν. Πρόκειται για μια τοξική παγίδα που πρέπει να λάβει τέλος», υπογραμμίζουν οι συντάκτες της έκθεσης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, από το 2011, το χρέος των χωρών του Παγκόσμιου Νότου έχει αυξηθεί κατά 150% με αποτέλεσμα σήμερα 54 χώρες βρίσκονται αντιμέτωπες με κρίση χρέους, αναγκασμένες να δαπανούν πέντε φορές περισσότερα για αποπληρωμή του απ’ ό,τι για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Παράδειγμα αποτελεί το χρέος της Μοζαμβίκης το οποίο διπλασιάστηκε εξαιτίας δανείων που ελήφθησαν, χωρίς την άδεια του Κοινοβουλίου, από τράπεζες του Λονδίνου το 2013. Τα δάνεια δόθηκαν με εχέγγυο τις προβλέψεις για τα κέρδη που θα απέφερε η ανακάλυψη και εκμετάλλευση ενός σημαντικού κοιτάσματος φυσικού αερίου στη χώρα της Αφρικής. Στην επόμενη διετία (2014-16) όμως, οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου υποχώρησαν και η Μοζαμβίκη, ξεκρέμαστη, βυθίστηκε σε κρίση χρέους.
Οι λύσεις που πρότειναν οι διεθνείς δανειστές για τη διάσωσή της ήταν νέα δάνεια τα οποία θα αποπληρώνονται από τα μελλοντικά έσοδα του φυσικού αερίου. Το χρέος που προκλήθηκε από τα ορυκτά καύσιμα δομείται με τέτοιο τρόπο ώστε να επιστραφεί στα... ορυκτά καύσιμα, στερεοποιώντας έναν φαύλο κύκλο. Καθώς το χρέος δεν είναι πια διαχειρίσιμο, κυριαρχεί σε όλες τις αποφάσεις πολιτικής επηρεάζοντας τις ζωές των πολιτών με κάθε δυνατό τρόπο.
Η απόκτηση εσόδων όσο το δυνατόν γρηγορότερα για την αποπληρωμή των πιστωτών είναι η ύψιστη προτεραιότητα, ενώ δεν υπάρχει πλέον χώρος για «ενοχλητικά πράγματα», όπως η βιωσιμότητα ή η κλιματική δικαιοσύνη. Πρόκειται για μια νέα μορφή αποικιοκρατίας καθώς οι πιστωτές κατέχουν επί της ουσίας αυτό που ανήκει σε μια χώρα. Η διαφορά με το παρελθόν: ότι αυτή τη φορά η συμφωνία έχει υπογραφεί από τις ίδιες τις χώρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου