Υποθυρεοειδισμός #hypothyroidism είναι η παθολογική εκείνη κατάσταση κατά την οποία ο θυρεοειδής υπολειτουργεί.
του Ξενοφώντα Τσούκαλη, M.D., medlabnews.gr iatrikanea
Ο θυρεοειδής είναι ένας ενδοκρινής αδένας, ο οποίος βρίσκεται στη βάση του λαιμού και έχει σχήμα πεταλούδας.
Λειτουργία του σημαντικού αυτού οργάνου, αποτελεί η παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών οι οποίες είναι απαραίτητες για την φυσιολογική αύξηση, ανάπτυξη, τη ρύθμιση των μεταβολικών διεργασιών του οργανισμού για την εύρυθμη λειτουργία όλων των συστημάτων. Οι θυρεοειδικές ορμόνες, μέσω της κυκλοφορίας του αίματος, μεταφέρονται σε όλους τους ιστούς του σώματος και επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη λειτουργία πολλών οργάνων όπως της καρδιάς, του εντέρου και των πνευμόνων.
Υποθυρεοειδισμός είναι η παθολογική εκείνη κατάσταση κατά την οποία ο θυρεοειδής υπολειτουργεί. Η ανεπάρκεια των θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα έχει σαν αποτέλεσμα την πρόκληση του κλινικού συνδρόμου που λέγεται υποθυρεοειδισμός. Η ανεπάρκεια αυτή στην ενδομήτρια ζωή και τη νεογνική ηλικία έχει δυσμενή επίπτωση στην ωρίμανση του εγκεφάλου και στη σωματική αύξηση και ανάπτυξη. Στην παιδική ηλικία παρατηρείται καθυστέρηση σωματικής αύξησης, ενώ στους ενήλικες εκδηλώνεται ως γενική επιβράδυνση των ζωτικών λειτουργιών.
Ο υποθυρεοειδισμός είναι μια από τις πιο συχνές παθήσεις του θυρεοειδή.
Περίπου 2-3% του πληθυσμού έχει υποθυρεοειδισμό(σε μεγάλες ηλικίες μπορεί να φθάσει ακόμα και το 10%)και ένα 10% έχει υποκλινικό υποθυρεοειδισμό. Προσβάλει άτομα κάθε ηλικίας, όλων των φύλων και των φυλών και δεν κάνει κοινωνικοοικονομικές διακρίσεις. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι υπολογίζεται ότι τα μισά περίπου άτομα που έχουν υποθυρεοειδσμό δεν το γνωρίζουν. Και αυτό εξαιτίας της μη ειδικής φύσης των συμπτωμάτων της πάθησης.
Η πλειοψηφία των περιπτώσεων υποθυρεοειδισμού οφείλεται στη χρόνια θυρεοειδίτιδα (Hashimoto) η οποία αποτελεί μια βραδέως εξελισσόμενη αυτοάνοση πάθηση του θυρεοειδούς.
Υποθυρεοειδισμός Συμπτώματα
Ο υποθυρεοειδισμός δεν έχει ειδικά συμπτώματα. Αυτό σημαίνει ότι τα συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού εμφανίζονται και σε άλλες ασθένειες και ότι όλοι οι υποθυρεοειδικοί ασθενείς δεν εμφανίζουν τα ίδια συμπτώματα. Για το λόγο αυτό η διάγνωση δεν μπορεί να τεθεί αποκλειστικά και μόνο από την αναφορά των συμπτωμάτων στο γιατρό. Ένα άλλο στοιχείο που κάνει τη διάγνωση του υποθυρεοειδισμού δύσκολη είναι ότι η πάθηση αναπτύσσεται αργά με τον χρόνο.
Ο υποθυρεοειδισμός εκδηλώνεται:
με σωματική κόπωση και πνευματική νωθρότητα,
υπνηλία και
δυσκολία έγερσης το πρωί,
με αύξηση του βάρους παρά τη μειωμένη όρεξη,
με δέρμα ξηρό και άγριο.
Οι πάσχοντες από υποθυρεοειδισμό εμφανίζουν ευαισθησία στο κρύο και δυσκοιλιότητα.
Οι γυναίκες παρουσιάζουν διαταραχές περιόδου και ειδικότερα έχουν συχνότερα εμμηνορρυσία, με περισσότερο αίμα ενώ και τα συμπτώματα πριν την περίοδο χειροτερεύουν.
Πολύ συχνά ο υποθυρεοειδισμός συνοδεύεται από βρογχοκήλη η οποία όπως είπαμε είναι η διόγκωση του θυρεοειδούς και από υψηλά επίπεδα χοληστερίνης.
Ο υποθυρεοειδισμός έχει ενοχοποιηθεί και για την εκδήλωση κατάθλιψης.Σε προχωρημένα στάδια η εμφάνιση του ασθενούς παίρνει χαρακτηριστική όψη: ωχρό πρόσωπο, πρήξιμο βλεφάρων, ξερά μαλλιά και αραιά φρύδια, βραχνή και αργή φωνή.
Η έλλειψη των θυρεοειδικών ορμονών μπορεί να εκδηλωθεί από τα επί μέρους συστήματα ως εξής:
Δέρμα- Παρουσιάζεται κρύο, ωχρό, ξηρό και τραχύ με υπερκεράτωση. Οι τρίχες και τα νύχια είναι εύθρυπτα. Μειωμένη εφίδρωση
Καρδιαγγειακό σύστημα- Βραδυκαρδία με μείωση της συσταλτικότητας της καρδιάς που επιβαρύνουν σημαντικά τυχόν συνυπάρχουσα καρδιοπάθεια.
Αναπνευστικό- Επιπόλαιες και βραδείες αναπνοές.
Γαστρεντερικό- Μειωμένη κινητικότητα του εντέρου με αποτέλεσμα τη δυσκοιλιότητα.
Αίμα- Αναιμία.
Κεντρικό νευρικό σύστημα- Βραδυψυχισμός, νωθρότητα αντιδράσεων, αδυναμία συγκέντρωσης, έλλειψη ψυχικής διάθεσης, υπνηλία, κατάθλιψη, ψυχωσικές αντιδράσεις.
Μυικό- Σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα που εκδηλώνεται με αιμωδίες και παραισθησίες στα άκρα χέρια. Βραδύτητα της σύσπασης και χάλασης των μυών. Ο ασθενής παραπονείται για διάχυτους πόνους, μυικές κράμπες.
Αναπαραγωγικό- Ολιγομηνόρροια ή αμηνόρροια ή μηνορραγίες.
Για τη διάγνωση της νόσου πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι οι κλινικές εκδηλώσεις του υποθυρεοειδισμού διαφέρουν από ασθενή σε ασθενή και εξαρτώνται από τρεις κυρίως παράγοντες:
- την ηλικία του ατόμου
- τη χρονική διάρκεια
- τη βαρύτητα του υποθυρεοειδισμού τη στιγμή που θα διαγνωσθεί
Όποιος έχει ένα ή περισσότερα από τα αναφερόμενα συμπτώματα ή τα σημεία δεν σημαίνει ότι έχει υποθυρεοειδισμό αλλά σίγουρα θα πρέπει να τα αναφέρει στον ενδοκρινολόγο του προκειμένου να αποκλειστεί η διάγνωση του υποθυρεοειδισμού.
Οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο από τους άνδρες να εμφανίσουν υποθυρεοειδισμό και η διαφορά στη συχνότητα της πάθησης μεταξύ νέων γυναικών και νέων ανδρών είναι πολύ έντονη. Στις γυναίκες πολύ συχνά ξεκινάει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, μετά τη γέννα ή γύρω στην εμμηνόπαυση.
Η συχνότερη αιτία του υποθυρεοειδισμού είναι η αυτοάνοση θυρεοειδοπάθεια. Άλλες συχνές αιτίες είναι οι λεγόμενες ιατρογενείς, δηλαδή η χειρουργική αφαίρεση του θυρεοειδούς και η καταστροφή του θυρεοειδούς με ραδιενεργό ιώδιο. Λιγότερο συχνές αιτίες είναι ο εκ γενετής υποθυρεοειδισμός, η υποξεία θυρεοειδίτιδα, κάποια φάρμακα τα οποία προκαλούν υποθυρεοειδισμό, κάποιες παθήσεις της υπόφυσης και κάποιες σπάνιες παθήσεις κατά τις οποίες έχουμε διήθηση του θυρεοειδούς αδένα.
Ο γιατρός που την περιέγραψε ήταν Ιάπωνας και από αυτόν πήρε το όνομά της. Οι Ιάπωνες παρουσιάζουν συχνά αυτή την πάθηση λόγω του γενετικού τους προφίλ.
Το ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπου κάτω από φυσιολογικές συνθήκες προστατεύει το σώμα από την εισβολή των βακτηριδίων και των ιών. Στις αυτοάνοσες νόσους, όπως άλλωστε προδίδει και το όνομά τους, το ανοσοποιητικό σύστημα αναγνωρίζει ως ξένα κάποια συστατικά του οργανισμού και επομένως τους επιτίθεται. Πιο συγκεκριμένα στον αυτοάνοσο υποθυρεοειδισμό το αμυντικό σύστημα επιτίθεται σε συστατικά του θυρεοειδούς αδένα με αποτέλεσμα να επηρεάζει την ικανότητά των θυρεοειδικών κυττάρων να παράγουν ορμόνες.
Στην πάθηση αυτή υπάρχει συνεχής αντικατάσταση του υγιούς παρεγχύματος από λεμφοκύτταρα και ινώδη ιστό. Περισσότεροι από 90% των ασθενών με χρόνια αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα έχουν υψηλό τίτλο αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων. Μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε ηλικία αλλά συχνότερα προσβάλλει γυναίκες μέσης ηλικίας. Οι ασθενείς πολύ πιθανόν να έχουν ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό άλλων αυτοάνοσων νοσημάτων όπως λεύκη, αλωπεκία, σακχαρώδη διαβήτη, επινεφριδιακή ανεπάρκεια, υποπαραθυρεοειδισμό, μυασθένεια Gravis, κακοήθη αναιμία. Η θυρεοειδίτιδα Hashimoto αρχικά συνήθως εμφανίζεται με διόγκωση του θυρεοειδή (βρογχοκήλη) ασυμπτωματική, χωρίς κλινική ή βιοχημική εικόνα υποθυρεοειδισμού ή με ήπιο υποθυρεοειδισμό.
Όταν ένας ικανός αριθμός κυττάρων έχει καταστραφεί τότε η παραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών από τα εναπομείναντα κύτταρα δεν επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες του οργανισμού.
Παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη αυτοάνοσου υποθυρεοειδισμού είναι εκ πρώτης το οικογενειακό ιστορικό. Άτομα που έχουν συγγενείς με αυτοάνοση θυροειδοπάθεια είναι σε κίνδυνο να εμφανίσουν αυτοάνοση θυρεοειδοπάθεια και οι ίδιοι. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι η ηλικία. Η έναρξή της νόσου μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά συνήθως είναι πιο συχνή στα ηλικιωμένα άτομα. Επίσης ασθενείς που πάσχουν από άλλες αυτοάνοσες νόσους όπως σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, ρευματοειδή αρθρίτιδα, σκλήρυνση κατά πλάκας, νόσο του Addison, λεύκη, κακοήθη αναιμία και άλλες, έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν αυτοάνοσο υποθυρεοειδισμό και θα πρέπει να ελέγχονται μόλις διαγνωστεί η πάθηση τους. Τέλος, οι πάσχοντες από σύνδρομο Down ή από σύνδρομο Turner εμφανίζουν συχνά αυτοάνοσο υποθυρεοειδισμό
Ιατρογενής υποθυρεοειδισμός
Πολλοί άνθρωποι είτε λόγω της παρουσίας όζων, είτε λόγω της ύπαρξης καρκίνου του θυρεοειδούς ή λόγω της νόσου του Graves’, υποβάλλονται σε θυρεοειδεκτομή δηλαδή σε αφαίρεση μέρους ή ακόμα και του συνόλου του θυρεοειδούς αδένα. Ασθενείς που υποβλήθηκαν σε ολική θυρεοειδεκτομή καταλήγουν σε υποθυρεοειδισμό δύο με τέσσερις βδομάδες μετά την επέμβαση. Μετά από υφολική θυρεοειδεκτομή σε ασθενείς με νόσο Grave’s ή τη χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου ο χρόνος εγκατάστασης του υποθυρεοειδισμού ποικίλει. Σε ένα μεγάλο ποσοστό εκδηλώνεται στο πρώτο έτος μετά τη θεραπεία και το ποσοστό αυξάνεται βραδέως τα επόμενα χρόνια. Η ακτινοθεραπεία γιά κακοήθειες στην περιοχή του τραχήλου επίσης προκαλεί υποθυρεοειδισμό.
Στην περίπτωση που μόνο ένα μέρος του θυρεοειδή αφαιρεθεί τότε το εναπομείναν μέρος ή θα δουλεύει ικανοποιητικά ώστε να διατηρεί τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα στα φυσιολογικά ή δεν θα επαρκεί για την παραγωγή της απαραίτητης ποσότητας θυρεοειδικών ορμονών οπότε πάλι ο ασθενής θα καταστεί υποθυρεοειδικός.
Συγγενής υποθυρεοειδισμός
Συγγενή υποθυρεοειδισμό ονομάζουμε την ύπαρξη υποθυρεοειδισμού από τη γέννηση ακόμα. Μπορεί να οφείλεται είτε στο μη σχηματισμό του αδένα κατά την εμβρυική ζωή, είτε σε μη επαρκή λειτουργία των θυρεοειδικών κυττάρων ή των ενζύμων τους. Αποτελεί συχνή αιτία νοητικής υστέρησης καθώς οι θυρεοειδικές ορμόνες είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη του κεντρικού νευρικού συστήματος κατά την εμβρυική ζωή και ως την ηλικία των 2-3 ετών. Είναι φανερό ότι η έγκαιρη διάγνωση του συγγενούς υποθυρεοειδισμού είναι απαραίτητη.
Φάρμακα που προκαλούν υποθυρεοειδισμό
Υποθυρεοειδισμός μπορεί να εμφανισθεί λόγω χορήγησης αντιθυρεοειδικών φαρμάκων που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού. Άλλα φάρμακα είναι το λίθιο, η αμιοδαρόνη, ιντερφερόνη-α. Έλεγχος με μέτρηση της TSH κάθε 6 με 12 μήνες πρέπει να γίνεται σε ασθενείς που παίρνουν αυτά τα φάρμακα. Επίσης η ταυτόχρονη λήψη φαρμάκων που επηρεάζουν την απορρόφηση της θυροξίνης σε ασθενείς υπό θεραπεία με θυροξίνη μπορεί να οδηγήσει σε υποθυρεοειδισμό.
Τα πιο συχνά φάρμακα που προκαλούν υποθυρεοειδισμό είναι η ιντερφερόνη η οποία χορηγείται για την θεραπεία της ηπατίτιδας, το λίθιο που χορηγείται σε ψυχιατρικές νόσους και η αμιοδαρόνη που χορηγείται για την αντιμετώπιση καρδιακών παθήσεων.
Μπορεί ο υποθυρεοειδισμός να προληφθεί;
Στις ανεπτυγμένες χώρες που η ποσότητα του ιωδίου στη δίαιτα είναι επαρκής, δεν υπάρχει τρόπος να προλάβει κάποιος τον υποθυρεοειδισμό. Το μόνο όπλο που έχουμε είναι η έγκαιρη διάγνωση. Για το λόγο αυτό άλλωστε όλα τα νεογέννητα υποβάλλονται σε ανιχνευτικό έλεγχο την τρίτη με πέμπτη ημέρα από τη γέννηση τους, προκειμένου να προληφθεί ο νεογνικός υποθυρεοειδισμός. Στη χώρα μας το πρόγραμμα αυτό εφαρμόζεται από το 1979. Επίσης, όλες οι έγκυες γυναίκες πρέπει να ελέγχουν τη θυρεοειδική τους λειτουργία. Και φυσικά, άτομα με συμπτώματα ύποπτα για υποθυρεοειδισμό και όσοι έχουν συγγενείς πάσχοντες από αυτοάνοση θυρεοειδοπάθεια είναι απαραίτητο να ελέγχονται. Εν κατακλείδι, το μήνυμα είναι ότι ο σημαντικότερος παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη αυτοάνοσου υποθυρεοειδισμού είναι η ύπαρξη στο συγγενικό περιβάλλον ατόμων με αυτοάνοση θυρεοειδοπάθεια. Όσοι επομένως θέλουν να προλάβουν την εκδήλωση της νόσου να επισκεφθούν τον ενδοκρινολόγο τους για περαιτέρω οδηγίες.
Διάγνωση-Θεραπεία
Φυσιολογικά ή υψηλά επίπεδα TSH και θετικοί τίτλοι θυρεοειδικών αντισωμάτων, αντι-Τg και αντι-TPO. Η παρακέντηση με τη λεπτή βελόνη δείχνει διήθηση με λεμφοκύτταρα. Τόσο τα ΘΑΑΣ όσο και η λεμφοκυτταρική διήθηση μπορεί να βρίσκονται και σε ένα ποσοστό του γενικού πληθυσμού. Το υπερηχογράφημα δείχνει χαρακτηριστική ανομοιογένεια του παρεγχύματος.
Η θεραπεία γίνεται με θυροξίνη επί μακρόν και σε περίπτωση υποθυρεοειδισμού εφ’ όρου ζωής. Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να προκαλούνται πιεστικά φαινόμενα, οπότε αντιμετωπίζεται χειρουργικά.
Οι ασθενείς παρουσιάζουν κλινική βελτίωση δύο βδομάδες μετά την έναρξη της θεραπείας με πλήρη ανάρρωση σε λίγους μήνες. Επαναξιολόγηση του ασθενούς και μέτρηση της T4 και TSH πρέπει να γίνεται μετά από τρεις με έξι βδομάδες και αναλόγως ρύθμιση της δόσης.
Υπάρχει μια εξαίρεση στον κανόνα αυτόν και ονομάζεται δευτεροπαθής υποθυρεοειδισμός. Πρόκειται για μια σπάνια πάθηση. Στην κατάσταση αυτή το όργανο που πάσχει είναι η υπόφυση, η οποία δεν μπορεί να παράγει θυρεοειδοτρόφο ορμόνη με αποτέλεσμα ούτε ο θυρεοειδής να μπορεί να παράγει ορμόνες αφού δεν λαμβάνει το απαραίτητο σήμα από την υπόφυση.
Τα περισσότερα εργαστήρια δίνουν ως φυσιολογικά όρια της TSH τα 0,4 – 4,0mU/L.
Όμως στις μέρες μας υποστηρίζεται ότι θα πρέπει να υπάρχει μια διαφοροποίηση και για όσους έχουν τιμές μέσα στα φυσιολογικά όρια. Πιο συγκεκριμένα οι τιμές μεταξύ 0,4 και 2,5 θεωρούνται οι απόλυτα φυσιολογικές. Για όσους έχουν τιμές πάνω από 2,5 και κάτω από 4,0 καλό θα είναι να γίνεται μέτρηση και των αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων. Τα αντισώματα αυτά είναι που επιτίθενται στον θυρεοειδή και προκαλούν τον υποθυρεοειδισμό. Άτομα με θετικά αντισώματα σημαίνει ότι είναι σε κίνδυνο να αναπτύξουν αυτοάνοσο υποθυρεοειδισμό στο μέλλον και σε αυτά τα άτομα συστήνεται η μέτρηση της TSH ετησίως.
Άτομα με TSH μεγαλύτερη του 10 έχουν εξορισμού υποθυρεοειδισμό και θα χρειαστούν θεραπεία.
Τελικά ο υποθυρεοειδισμός παχαίνει;
Είναι μύθος να υποστηρίζουμε ότι κάποια είναι παχουλή γιατί έχει πρόβλημα με το θυρεοειδή της. Από τη στιγμή που έχουν πρόβλημα με το θυρεοειδή τους και είναι καλά ρυθμισμένες, το θέμα του βάρους τους δεν έχει σχέση με το θυρεοειδή. Έχει σχέση με τον τρόπο ζωής, τον τρόπο διατροφής, την καθιστική ζωή, την υπερκατανάλωση υδατανθράκων και λιπαρών φαγητών. Είναι γεγονός ότι μέχρι να ανιχνευθεί ο υποθυρεοειδισμός προκαλεί μια ανεξήγητη αύξηση βάρους. Όταν όμως εντοπιστεί το πρόβλημα και ο ασθενής πάρει τη σωστή δόση θεραπείας, ο θυρεοειδής δεν είναι υπεύθυνος για την αύξηση βάρους. Δεν μπορεί να συνεχίσει να παχαίνει κάποιος, ο οποίος έχει υποθυρεοειδισμό αλλά καλά ρυθμισμένο. Κάτι άλλο συμβαίνει και αυτό το κάτι άλλο είναι συνήθως η καθιστική ζωή και η κακή διατροφή. Ως μεταβολικός θερμοστάτης, ο θυρεοειδής ελέγχει τη θερμοκρασία του σώματος, τα επίπεδα της ενέργειας και τη διαδικασία της ανάπτυξης στην παιδική ηλικία. Στέλνει χημικά μηνύματα μέσω των ορμονών σε κάθε κύτταρο, διατηρώντας τη θερμοκρασία του σώματος, τον καρδιακό παλμό και τη λειτουργία των οργάνων σε φυσιολογικά επίπεδα. Ένας υποδραστήριος θυρεοειδής, όμως, στέλνει λιγότερες ορμόνες, επιβραδύνοντας το μεταβολισμό, με αποτέλεσμα ο οργανισμός να καίει λιγότερες θερμίδες. Το βάρος που παίρνουμε λόγω του υποθυρεοειδισμού σχετίζεται με την κατακράτηση υγρών και όχι με τη συσσώρευση λίπους. Βέβαια, επειδή ο μεταβολισμός μας επιβραδύνεται, πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί με τις θερμίδες που καταναλώνουμε. Από τη στιγμή όμως που ο θυρεοειδής θα ρυθμιστεί από τον ενδοκρινολόγο, ο ασθενής δεν διαφέρει σε τίποτα από κάποιο άλλο άτομο που δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα θυρεοειδή.
Πηγή: medlabnews.gr iatrikanea https://medlabgr.blogspot.com/2011/08/t-hashimoto.html#ixzz82hCQtXAg
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου