Η γοητεία της ανεξίτηλης –αν και αποδυναμωμένης μέσα στα χρόνια– αισθητικής παρέμβασης της ελληνικής, μοντέρνας αρχιτεκτονικής στο τοπίο και η άρρηκτη σχέση της με τον τουρισμό.
Το Ξενία Ανδρίτσαινας σε φωτογραφία του 1959. [Κ. Διαλεισμά/Doma]
Στέκει άδειο, χαλασμένο και λεηλατημένο· ένα τριώροφο κουφάρι, πάνω στον λόφο, στον λαιμό της χερσονήσου της Ακροναυπλίας, εκεί όπου για πολλά χρόνια της σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας βρίσκονταν φυλακές. Και μέσα από την εγκατάλειψή του διηγείται την ακμή του. Το Ξενία του Ναυπλίου είναι ένα επιβλητικό χάλασμα μέσα στα ενετικά και οθωμανικά χαλάσματα τριγύρω, σε μια τοποθεσία μοναδικής ομορφιάς, με θέα στο Παλαμίδι, την παραλία της Αρβανιτιάς και την παλιά πόλη του Ναυπλίου.
«Ήδη από τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, τοπία που συνδύαζαν την εξαιρετική φυσική ομορφιά με την Ιστορία και την αναψυχή επιλέχτηκαν για την κατασκευή παραθαλάσσιων ξενοδοχείων, θέρετρων και οργανωμένων ακτών που θα προσέφεραν τις απαραίτητες υποδομές για την επερχόμενη μαζική εισροή τουριστών. Η αρχιτεκτονική αυτή δεν υποτάσσεται στις προϋπάρχουσες πολιτισμικές και μορφικές δεσμεύσεις του παραδοσιακού, αλλά υιοθετεί τη μοντέρνα αρχιτεκτονική γλώσσα.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, η διεθνής ανάπτυξη του τομέα της προστασίας κτιρίων και συνόλων και ο ερχομός της μετανεωτερικότητας οδήγησαν στην επιβολή μορφολογικών κανόνων που περιόρισαν τη σχεδιαστική ελευθερία. Στη διάρκεια της πρόσφατης δεκαετίας της ευημερίας, πολλαπλά στοιχεία του διεθνούς (μινιμαλιστικού) lifestyle και της κουλτούρας της ευεξίας ενσωματώθηκαν στο σχεδιασμό του εσωτερικού, του οποίου ο ρόλος κατέστη κυρίαρχος, επισκιάζοντας το εξωτερικό του κτιρίου.
Τώρα πια, στην εποχή της κρίσης, η φαντασμαγορία ξεθωριάζει δίνοντας τη θέση της σε μια πιο “νηφάλια” και “πρωταρχική” διαβίωση βασισμένη συχνά στις αναζητήσεις της αειφορίας και του περιβαλλοντικού αποτυπώματος».
«Από το 1950 έως το 1958 ο αρχιτέκτων Χαράλαμπος Σφαέλλος, ως διευθυντής των Τεχνικών Υπηρεσιών του ΕΟΤ, ήταν υπεύθυνος για την υλοποίηση του προγράμματος μελέτης και ανέγερσης των πρώτων μονάδων Ξενία. Κατά την περίοδο αυτή σχεδιάζει τα Ξενία Καστοριάς, Αργοστολίου, Θάσου, Κέρκυρας, Τσαγκαράδας και Υπάτης. Το Ξενία Δελφών σχεδιάζεται από τον Δ. Πικιώνη, της Πορταριάς από τον Κ. Κιτσίκη, της Σπάρτης από τον Χ. Μπουγάτσο και της Σαμοθράκης από τον Κ. Σπανό. Είναι η πρώτη φάση υλοποίησης του προγράμματος, όπου διαφαίνονται κάποιες από τις σχεδιαστικές αρχές. Το πρόγραμμα Ξενία φθάνει στην πλέον καθαρή του έκφραση από το 1957 έως το 1967, όταν ο Άρης Κωνσταντινίδης προΐσταται της Υπηρεσίας Μελετών και μετατρέπει την υπηρεσία αυτή σε εργαστήριο αρχιτεκτονικής σκέψης, με συνεργάτες σημαντικούς νέους αρχιτέκτονες. Μέσα από τα κτίρια αυτά διαμορφώνεται σε σημαντικό βαθμό η μοντερνιστική αρχιτεκτονική θεώρηση της δεκαετίας του 1960 στην Ελλάδα».
Ο Κωνσταντινίδης σχεδιάζει το πρώτο του μοτέλ στη Λάρισα το 1958. Ο ίδιος περιγράφει τις καινοτομίες του νέου κτιριακού τύπου: «Όποιος έφτανε στο μοτέλ με το αυτοκίνητό του, θα έπαιρνε από την υποδοχή (reception) το κλειδί για το δωμάτιό του, θα άφηνε το αυτοκίνητό του στον ισόγειο υπόστεγο χώρο, θα ανέβαινε στο δωμάτιό του με τις βαλίτσες του (όσες και αν είχε), χωρίς να τον “υπηρετεί” κάποιος υπάλληλος του μοτέλ –γιατί τέτοιου είδους “υπηρετικό” προσωπικό δεν διέθετε το μοτέλ, ενώ είχε έναν ορισμένο αριθμό από καθαρίστριες-καμαριέρες που ήτανε για να φροντίζουνε τα δωμάτια […] αν ο “τουρίστας” θα έφευγε από το δωμάτιο μέχρι τις δέκα το πρωί για να πάει να πάρει το πρωινό του στο κεντρικό εστιατόριο (ποτέ δε σερβιριζόταν το πρωινό στα υπνοδωμάτια), ή στο μικρό μπαρ, …– και γιατί το μοτέλ δεν είχε κανένα “σαλόνι”».
Για να κατανοήσουμε την προηγμένη σκέψη του Κωνσταντινίδη αρκεί να δούμε το πλαίσιο της εποχής. Το 1948, σχετικά με το φλέγον ζήτημα της διαμόρφωσης τουριστικής συνείδησης, ο Π. Σερράος έγραφε στην Ελευθερία: «Η τουριστική ανασυγκρότηση της χώρας μπήκε στο σχέδιο Μάρσαλ. Γεγονός ευφρόσυνο και σπουδαίο. Ατράνταχτο θεμέλιο της τουριστικής ανασυγκρότησης πρέπει να είναι η τουριστική συνείδηση. Είναι ανάγκη όλοι μας να νιώσουμε πως ο τουρισμός δεν είναι υπόθεση μόνο της γεν. γραμματείας Τουρισμού και των τουριστικών επαγγελματιών της χώρας. Είναι ζωτική υπόθεση όλου του ελληνικού λαού. Οι δάσκαλοι θα βρουν δυο λόγια να πουν στα παιδιά για την αξία που έχει ο τουρισμός μας, και τα παιδιά ακόμα θα σταματήσουν όσα έχουν την κακοήθεια, να πετούν πέτρες στα τραίνα που περνούν από τα χωριά τους».
«Το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας ήταν το γεγονός πως τετρακόσια χρόνια υπό οθωμανική κατοχή είχαν μετατρέψει την Ελλάδα σε μία κατ’ ουσίαν ανατολική χώρα με ευρωπαϊκό προσωπείο, το οποίο συντηρούσε μία περιορισμένη μεγαλοαστική ελίτ, ενώ οι πλατιές μάζες ήταν εν πολλοίς ανατολίτες, όπως φανέρωναν οι αντιλήψεις της κοινωνίας για τις γυναίκες, τους ξένους, την υγιεινή και άλλα ζητήματα. Αυτό το μειονέκτημα θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα σημαντικό πλεονέκτημα για τη χώρα. Αυτό σημαίνει ότι οι Έλληνες διέθεταν έναν εξωτισμό και μια “αυθεντικότητα” που μετέτρεπε τη χώρα σε ελκυστικό προορισμό για μια ορισμένη κατηγορία Αμερικανών και Ευρωπαίων τουριστών. Στην άλλη κατεύθυνση, το όφελος από την ανάπτυξη του τουρισμού θα ήταν η αναβάθμιση και ο εκμοντερνισμός της ελληνικής κοινωνίας, μέσα από μια ιδιόμορφη παιδευτική διαδικασία που θα λειτουργούσε σε πολλαπλά επίπεδα. Μ’ άλλα λόγια η ανάπτυξη της “τουριστικής συνείδησης” θα οδηγούσε σε μια γενικότερη αναβάθμιση του τρόπου ζωής και συμπεριφοράς των νεοελλήνων» διαβάζουμε στην ίδια έρευνα του ΕΜΠ.
Τον ρωτάω γιατί η αρχιτεκτονική των Ξενία παραμένει διαχρονικά γοητευτική; Είναι η νοσταλγική σύνδεση με το παρελθόν ή η πρωτοποριακή αρχιτεκτονική αντίληψη των ξενοδοχείων; «Είναι και τα δύο. Υπάρχει μια αντίληψη που μιλάει για τα ανέμελα καλοκαίρια των γονιών μας στη δεκαετία του ’60. Πολλοί χώροι των Ξενία έγιναν οικείοι και από τις ελληνικές ταινίες της δεκαετίας, μέρος και της τότε προσπάθειας προβολής της Ελλάδας ως τουριστικού προορισμού. Η μοντέρνα και λιτή έκφραση αυτών των κτιρίων ταυτίστηκε με την απλότητα, αντίβαρο στην ανερχόμενη πολυπλοκότητα της εργασίας, της ψυχαγωγίας και των σχέσεων. Έτσι τώρα έχουμε τη νοσταλγία που ωραιοποιεί τα πράγματα, καθώς η ολιγοήμερη διαμονή στα Ξενία τότε, καμιά σχέση δεν είχε με τον μαζικό “παραθερισμό” οικογενειών σε διάφορα καταλύματα στη χώρα, στις “δεκαετίες της νοσταλγίας” (‘60-’70). Τολμώ να πω πως αυτή η όψιμη νοσταλγία έχει έναν ελιτίστικο τόνο. Τα “καλύτερά μας χρόνια” της γνωστής σειράς ήταν όντως έτσι;» απαντάει ο Δημήτρης Αντωνίου.
Τμήμα από το εσωτερικό του Ξενία στα Λουτρά Υπάτης. [Φωτογραφία από τη σελίδα της ομάδας Αρχιτεκτονική Μοντερνισμός Ελλάδα στο facebook] |
«Η αρχιτεκτονική των Ξενία είναι γοητευτική ως προς τον τρόπο με τον οποίον οι αρχιτέκτονές τους τόλμησαν να διατυπώσουν με έναν νεωτερικό τρόπο και με μια ιδιαίτερη “οικονομία” ως προς τα εκφραστικά μέσα το τι είναι το ελληνικό καλοκαίρι. Εδώ έγκειται και η πρωτοπορία τους: η αρχιτεκτονική των Ξενία προσπερνά τις “εικονογραφικές” αναπαραστάσεις της Ελλάδας που ίσως συναντώνται σε άλλα παραδείγματα τουριστικής ανάπτυξης εκείνης της εποχής και μέσω της αφαίρεσης, λειτουργεί ως η “ακτινογραφία” που αποτυπώνει τον ελληνικό τόπο και την ανθρώπινη ζωή και δραστηριότητα σε αυτόν. Επίσης, παρόλο που συνολικά τα Ξενία μεταξύ τους παρουσίαζαν μία κοινή ταυτότητα και τυπολογικές αναφορές, το καθένα μεμονωμένα κατάφερε να καλλιεργήσει μία ιδιαίτερη σύνδεση με τον συγκεκριμένο τόπο στον οποίο χτίστηκε: τα Ξενία “οικοδομήθηκαν” (κυριολεκτικά και μεταφορικά) από τον ίδιο τον τόπο, αφού στην κατασκευή τους αξιοποιήθηκαν όχι μόνο τα ντόπια υλικά, αλλά οι ντόπιοι τεχνίτες και η τοπική τεχνογνωσία σε παραδοσιακές μεθόδους κατασκευής, πχ των λίθινων τοιχοποιιών. Με αυτόν τον τρόπο η τοπική κοινωνία συμμετείχε σε αυτό το μεγάλο πρόγραμμα και το έκανε μέρος της» εξηγεί η ίδια.
«Ο μοντερνισμός των Ξενία ακόμα δεν έχει συνδεθεί νοσταλγικά με το παρελθόν, όπως για παράδειγμα ο νεοκλασικισμός» συμπληρώνει στην κουβέντα η Κορίνα Κυριακού. «Ίσως γιατί έχει ενοχοποιηθεί από κάποιους ως η αιτία της σημερινής κακής εικόνας των ελληνικών αστικών κέντρων, ίσως γιατί για πολλούς ακόμα αποτελεί πρόσφατο παρελθόν και όχι μακρινό. Άλλωστε μεγάλο πλήθος κατοικεί ακόμα σε κτίρια μεσοπολεμικά (άλλη μια έκφραση του μοντέρνου κινήματος) ή και μέχρι του ’70, όπου μετά αρχίζει σιγά σιγά να φθίνει η πολύ έντονη επιρροή του στο κτισμένο περιβάλλον. Θεωρώ πως η πρωτοπορία τους είναι γοητευτική, όπως ακριβώς είναι κάθε τι το αυθεντικό. Αλλά και πάλι, δείχνουν γοητευτικά σε όσους μπορούν να διακρίνουν αυτή την πρωτοπορία η οποία πηγάζει από τις αρχές του μοντερνισμού. Ελεύθερη κάτοψη, μεγάλα ανοίγματα, λειτουργική σύνδεση του εσωτερικού με υπαίθριους και ημιυπαίθριους χώρους, ανθρώπινη κλίμακα, προσαρμογή στο φυσικό περιβάλλον και ενίοτε ενσωμάτωση υλικών και στοιχείων της τοπικής αρχιτεκτονικής».
O Νίκος Μοίρας μιλά για το «πάντρεμα» δύο περιόδων: «Όλη η συναισθηματική φόρτιση που προκαλείται βλέποντας τα συγκεκριμένα κτίρια των Ξενία απλωμένα σε όλη την χώρα, έχει να κάνει και με τους δύο βασικούς παράγοντες που επηρεάζουν την αρχιτεκτονική: τη μνήμη και τη λειτουργικότητα, που στη συγκεκριμένη περίπτωση μεταφράζεται σε μία μοντέρνα αισθητική που έρχεται σε ρήξη με την εδραιωμένη κατάσταση στη μεταπολεμική-μετεμφυλιακή Ελλάδα του ’50. Ίσως και αυτό το πάντρεμα δύο διαφορετικών περιόδων, ανασφάλειας από τη μία και αισιοδοξίας από την άλλη, να βρίσκει την ιδανική εφαρμογή του στα συγκεκριμένα κτίρια. Επίσης η παρουσία ταλαντούχων μηχανικών, στην διεύθυνση τεχνικών έργων μιας δημόσιας υπηρεσίας όπως ήταν ο ΕΟΤ, με όραμα και άποψη για το “νέο” που είχαν να προσφέρουν στην ρημάζουσα ελληνική κοινωνία, κάνει ακόμα και σήμερα τη διαφορά στον τρόπο σκέψης και αρχών διαβίωσης που οραματίζονταν».
Η επαναλειτουργία των Ξενία ως ξενοδοχείων σήμερα θα σήμαινε με βεβαιότητα την αλλοίωση των βασικών χαρακτηριστικών της αρχιτεκτονικής τους. Τα κτίρια ενσωματώνουν το όραμα για μια τοπική εκδοχή του μαζικού τουρισμού. Κυρίως όμως έθεσαν με αρχιτεκτονικούς όρους το μέτρο –που προέρχεται ως αποτέλεσμα της βούλησης της πνευματικής άνοιξης του '60– για την ουσιαστική σύνδεση, ανάδειξη αλλά και προστασία του τόπου συνολικά (φυσικό περιβάλλον, τρόπος ζωής) ως το αντικείμενο του τουρισμού.
Η έλευση-«επανάσταση» του μαζικού τουρισμού κατάργησε αυτό το μέτρο. Ο τόπος πλέον για τον τουρισμό πρέπει να εξημερωθεί και καταναλώνεται ως εικόνα μέσα από πολυτελή αναπαυτικά σαλόνια, κήπους και πισίνες, με τα Ξενία δίπλα τους να φαντάζουν σαν μοναστήρια.
Η συζήτηση για το μέλλον των Ξενία είναι εκτεταμένη και φορτισμένη, ενώ υπάρχουν πολλά ακόμα αντίστοιχα παραδείγματα που αφορούν τη διατήρηση ή μη κτιρίων της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Η μοντέρνα αρχιτεκτονική έχει αποτελέσει τα τελευταία χρόνια και αυτή αντικείμενο της Πολιτιστικής Κληρονομιάς και εξειδικευμένο κλάδο αποκαταστάσεων και διατήρησης.
Ωστόσο η ένταξη της μοντέρνας αρχιτεκτονικής κάτω από την ομπρέλα της Πολιτιστικής Κληρονομιάς δεν γίνεται επειδή αυτή πάλιωσε. Αντίθετα συμβαίνει στα πλαίσια ενός ευρύτερου φαινομένου: της ταχύτατης και συνεχούς διεύρυνσης του αντικειμένου της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, που τα τελευταία χρόνια περιλαμβάνει δυνητικά υπό προστασία όλο και πιο πρόσφατα πολιτισμικά αντικείμενα και δραστηριότητες. Αυτή η διεύρυνση, αν και γίνεται στο όνομα της δημοκρατικοποίησης των θεσμών που την υπηρετούν, προβληματίζει και αποτελεί αντικείμενο συζήτησης.
Η ένταξη των Ξενία σε καθεστώς προστασίας είτε ως διατηρητέα είτε με προσαρμοσμένες επαναχρήσεις είναι χρήσιμη ώστε να μην χαθούν αυτά τα κτίρια. Ωστόσο δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι οποιαδήποτε λύση τέτοιου χαρακτήρα θα επαναφέρει κάποιο «μεγαλείο». Αντίθετα έχω την εκτίμηση ότι η «διάσωση» των κτιρίων στο όνομα του σεβασμού και νοικοκυρέματος του παρελθόντος έχει και κάποιες πτυχές απομείωσης της σημασίας τους.
Όσο και αν η διαδικασία επανασχεδιασμού είναι ανοιχτή και οι πρακτικές διατήρησης, αποκατάστασης η/και επανάχρησης είναι καλές, η ένταξη των Ξενία σε καθεστώς πολιτιστικής κληρονομιάς προϋποθέτει την αποδοχή ότι η αρχιτεκτονική αυτή βρίσκεται –το λιγότερο– σε αποδρομή. Απονευρώνει την ουσία και την κοινωνικοπολιτική σημασία των έργων όσο και αν αυτή τεκμηριώνεται γραπτώς. Ιδιαιτέρως δε όταν συζητάμε για την μοντέρνα αρχιτεκτονική μέσα στην οποία ακόμα σε μεγάλο βαθμό ζούμε.
Η σημασία των Ξενία και της αρχιτεκτονικής τους ξεπερνά αυτήν του ιστορικού φαινομένου. Η αρχιτεκτονική των Ξενία περιλαμβάνει ιδέες και αντιλήψεις που είναι ζωντανές και χρήσιμες για τη σύγχρονη εποχή. Ειδικά για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική, ως δημιουργικές παραγωγικές δυνάμεις επάνω στις οποίες μπορούμε να κτίσουμε. Επιπλέον όμως και ως ανασχετικό εργαλείο απέναντι στην αμετροέπεια που χαρακτηρίζει την σύγχρονη αρχιτεκτονική παράγωγη και τη σαρωτική επικράτηση του διεθνούς δυτικού μοντέλου για τον μαζικό τουρισμό (και όχι μόνο) με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα σε τόπους, όπως π.χ. η Σαντορίνη, που έχει μετατραπεί σε θεματικό πάρκο του εαυτού της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου