Σαν όνειρο μου έρχονται σήμερα στο μυαλό, κάποιες μαγικές εικόνες
του παρελθόντος. Βακαλάος δραχμαί 18, Ελαίαι Αμφίσσης χονδραί,
δραχμαί 17, όρυζα, Κασσέρι Θεσσαλίας, φέτα τελεμές, χαλβάς ζαχάρεως,
λεμόνια χονδρά, γλασσέ, βούτυρο γάλακτος και άλλες ονομασίες που έχουν
ταυτιστεί με τα παιδικά μου χρόνια.
Ήταν η συνηθισμένη ονοματολογία των προϊόντων ενός μπακάλικου της
εποχής, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Τα μπακάλικα ήταν
όπως οι ενορίες. Κάθε περιοχή είχε και το δικό της μπακάλη, τον άνθρωπο
που ψώνιζε όλη η συνοικία. Εάν κάποιος σου έλεγε για παράδειγμα,
ψωνίζω από του Βονόρτα, γνώριζες πως ήταν κάτοικος
του Αγίου Βασιλείου. Τα προϊόντα τους έφεραν την ονομασία προέλευσης
του ίδιου του μπακάλικου.
- «Η φέτα είναι του Βονόρτα», έλεγες λες και ο Βονόρτας έφτιαχνε φέτα!
Οι ελιές του τάδε ή του δείνα είναι καταπληκτικές. Φυσικά ούτε ο τάδε,
ούτε ο δείνα, είχαν κάποιον ελαιώνα κρυμμένο σε μια αυλή του σπιτιού
τους, από όπου έφερναν τις ελιές. Τα μπακάλικα προμηθεύονταν συνήθως
τα βασικά τους προϊόντα, από χονδρέμπορους του λιμανιού, αλλά
η προσωπικότητα του μπακάλη, η εξυπηρετικότατη συμπεριφορά
του υπαλλήλου, του γνωστού μπακαλόγατου, η ταχύτητα διανομής της
παραγγελίας με το ποδήλατο, έκαναν το μπακάλικο μοναδικό και
αναντικατάστατο. Τα μπακάλικα είχαν και μαναβική, άρα ήταν και
μπακαλομανάβικα. Πολλές φορές όταν τα έβλεπες από έξω νόμιζες ότι
ήταν μανάβικα. Η διαφορά ήταν εμφανής μόνο στο εσωτερικό τους.
Άλλα όμως, είχαν και από δυο τρία τραπεζάκια από έξω και έβγαζαν
καμιά ελιά, καμιά ντομάτα, κρεμμύδι, φάβα, ρέγκα. Αυτά ήταν γνωστά
ως μπακαλοταβέρνες.
Οι μπακάληδες, ήταν πρόσωπα αξιοσέβαστα στον μικρόκοσμο της γειτονιάς.
Όχι γιατί είχαν σπουδές, κύρος ή έντονη προσωπικότητα, αλλά γιατί
διέθεταν ένα κρυφό όπλο! Αυτό ήταν το μπακαλοδέφτερο!
Πολλές φορές όταν τα έβλεπες από έξω νόμιζες ότι ήταν μανάβικα - 1896
Το πιστωτικό εκείνο βιβλιαράκι που με το πρόχειρο μολύβι του αφτιού σημείωνε
ο μπακάλης τις οφειλές ανεξαιρέτως κάθε οικογενειάρχη. Τι ονόματα και
τι οφειλές θα διαβάζαμε εάν είχαμε άραγε ένα τέτοιο μπακαλοδέφτερο στη
διάθεσή μας;
Από την μακροθυμία των μπακάληδων έζησαν οικογένειες και οικογένειες.
- Καλέ Λευτέρη, γράψτα στο τεφτέρι σου και την άλλη εβδομάδα που
ο Φανούρης θα πληρωθεί θα σου δώσουμε κάποιο έναντι…
Καθώς οι σχέσεις ήταν προσωπικές, καθώς δεν υπήρχαν ξένοι σε μια
γειτονιά αλλά μόνο γείτονες, ο καθείς γνώριζε τον πλησίον του,
γνώριζε δηλαδή τα ρίσκα που θα έπαιρνε εάν δημιουργούσε οφειλή μαζί του.
Ο συνοικιακός μπακάλης ήταν ο τελικός αποδέκτης των τιμών, του
τιμάριθμου, της πολιτικής δηλαδή της κάθε Κυβέρνησης. Βέβαια τότε ακόμη
οι Κυβερνήσεις ήταν Εθνικές και ανεξάρτητες και όχι ελεγχόμενες αλλά
αυτό είναι άλλο ζήτημα.
Στην αγορά το 1932
Το να ψωνίσεις βέβαια από τον μπακάλη, ήταν μια κάποια εμπειρία.
Έπρεπε να δώσεις δημόσια την παραγγελία, καθώς τότε, δεν έριχνες
μόνος τα προϊόντα που διάλεγες σε κάποιο καρότσι, αλλά τα απαριθμούσες
προσωπικά στον ίδιο τον μπακάλη, όταν ερχόταν η σειρά σου, δυνατά,
καθαρά και έχοντας πίσω σου άλλους να σε παρακολουθούν.
- Καλημέρα Κυρ Γιάννη, θα ήθελα φάβα, καρολίνα ή ιμπέριαλ νύχι, γίγαντες,
μαυρομάτικα...
Περίπου όπως γίνεται σήμερα με τα σουβλάκια που δίνεις την παραγγελία
όταν έρθει η σειρά σου εντός του οβελιστηρίου. Τότε ο μπακάλης που καθόταν
ταμείο επαναλάμβανε τη λίστα στον μπακαλόγατο, περίπου όπως γίνεται
στα πολεμικά πλοία με τις εντολές του Κυβερνήτη.
- Πηδάλιο δεξιά 30 μοίρες…
- Πηδάλιο δεξιά 30 μοίρες, επαναλάμβανε ο τιμονιέρης, για να δείξει ότι
κατάλαβε..
Ομοίως και τότε. Από τη λίστα που είχες πρόχειρη στο χέρι σου, η οδηγία
διαβαζόταν προς τον μπακάλη και από εκεί προς τον μπακαλόγατο.
Σιγά-σιγά, η λίστα που κρατούσες ως Ευαγγέλιο στο χέρι σου,
μετασχηματιζόταν σε στοίβα προϊόντων πάνω στο μάρμαρο, δίπλα στο
ταμείο του μπακάλη. Κι από εκεί έμπαινε στο διχτυωτό. Άντε τώρα
να δώσεις παραγγελία εάν δεν υπήρχε χρήμα, εάν ήθελες κάτι
φθηνότερο, κάτι υποδεέστερο βρε αδελφέ!
Αν δεν σκότωνε η δημόσια παραδοχή της αδυναμία σου, θα σε σκότωνε
στα σίγουρα η επανάληψη του μπακάλη.
- Στέλιο, πιάσε ντοματοπελτέ για τον κυρ Χρήστο, από εκείνον το φτηνό
που έχουμε…
Και έπρεπε να φτάσεις μέχρι τέλους. Να πλησιάσεις σκύβοντας
ελαφρά προς το ταμείο και να ομολογήσεις στον μπακάλη την ήττα σου!
- Γράψτα!
Τα πάντα, όλα. Πειραιάς 1930
Πόσες φορές άραγε να ακούστηκε αυτή η παράκληση, που για λόγους
γοήτρου δεν είχε τίποτα το παρακλητικό πάνω της, παρά μόνο μια μορφή
εντολής: Γράψτα!
Πολλοί πελάτες είχαν αναπτύξει θαυμαστή ικανότητα πάνω σε αυτόν
τον τομέα. Του γραψίματος… Έκαναν πως είχαν λεφτά, αλλά πώς
με κάποιο τρόπο πιάστηκαν απροετοίμαστοι. Το «θέατρο» άρχιζε από την ουρά.
- Μα είναι δυνατόν; Οι πατάτες 35 δραχμές παρακαλώ! Γιατί παρακαλώ
αυτή η τιμή για τις πατάτες; Γιατί δεν επαρκούν μήπως; Μα για λόγους
αισχροκέρδειας, εγώ θα σας πω. Λες και είμαστε όλοι πλουτοκράτες
για λόγου τους. Αμ το αλεύρι; Είδατε τιμή;
Και έτσι ο διαμαρτυρόμενος έφτανε από το τέλος της ουράς μέχρι το ταμείο,
ασκώντας ακατάπαυστα κριτική για τις τιμές. Μόλις λοιπόν έφτανε
ο Μπακάλης προκειμένου να απαλλαγεί από τη παρουσία του, έκανε μόνος
του το αποφασιστικό εκείνο βήμα.
- Εντάξει, εντάξει ηρέμησε κυρ Μανώλη, θα στα γράψω και εσύ κανονίζεις,
όταν μπορείς.
Οι μπακάληδες ακόμη κρατούσαν χωρίς να το γνωρίζουν τα έθιμα
ζωντανά, καθώς φρόντιζαν να πωλούν τα εποχιακά προϊόντα έγκαιρα.
Έβγαζαν πάγκους έξω από το μπακάλικο το Πάσχα για παράδειγμα και πάνω
τους τοποθετούσαν λογής-λογής κεριά, φαναράκια, λαμπάδες και
λαμπάδες πολυτελείας! Έτσι αποκαλούσαν τις λαμπάδες που είτε πασχαλινές
είτε χριστουγεννιάτικες έφεραν πάνω τους στολίσματα, πρόδρομοι των
σημερινών μπάτμαν, των ανθρωπόμορφων νυχτερίδων που αγκαλιάζουν
ένα κερί και το μετατρέπουν σε λαμπάδα δωροέκπληξη.
Κάτι που πρέπει να ειπωθεί είναι πως και εκείνη την εποχή υπήρχαν
εισαγόμενα προϊόντα, τα οποία όμως οι Έλληνες τα θεωρούσαν υποδεέστερα
σε σχέση με τα ελληνικά, για αυτό και ήταν φτηνότερα. Φασόλια
Σερβίας δραχμαί 13,40, Φασόλια ντόπια δραχμαί 16.00! Ελάχιστοι ψώνιζαν
εισαγόμενα.
Οι εποχές άλλαξαν. Οι άνθρωποι αποζητούσαν περισσότερη ιδιώτευση,
περισσότερη μυστικότητα της ζωής τους. Δεν ήθελαν συναλλαγή με
κανέναν μπακάλη, με κανέναν μπακαλόγατο. Δεν ήθελαν τεφτέρια και
μολύβια, δεν ήθελαν τα πάρε δώσε. Και η επιθυμία τους υλοποιήθηκε...
Τράβα μόνος τώρα να πάρεις το καλάθι, μόνος να το γεμίσεις, με
τυποποιημένα προϊόντα. Ο υπάλληλος απρόσωπος, όπως και οι πελάτες.
Κανείς δεν γνωρίζει κανέναν. Δεν έχεις; Δεν θα πάρεις. Αφού το τεφτέρι
ενοχλούσε, βγάλε πιστωτική κάρτα και πλήρωσε τις αγορές σου έντοκες.
Έτσι, αυτό που ο κόσμος αποζητούσε αποδείχθηκε πολύ πιο ακριβό,
με προϊόντα χαμηλότερης ποιότητας και με τον πελάτη να ιδροκοπά
από όλα εκείνα που πρέπει να κάνει μόνος του. Να σταθμεύσει το αυτοκίνητο,
να φορτώσει το καρότσι, να το σέρνει, να τα βγάλει ένα προς ένα,
να τα πληρώσει, να τα ξαναφορτώσει στο καρότσι κι από εκεί στο
αυτοκίνητο, πίσω πάλι τα ίδια στο σπίτι μέχρι την τακτοποίηση.
Πάει το κουδούνι του μπακαλόγατου που στα έφερνε στο σπίτι,
πάει και το μπακάλικο που δεν είχες ούτε το χέρι να σηκώσεις, παρά
μόνο να διαβάσεις τη λίστα, το προχειρογραμμένο εκείνο χαρτί που
κρατούσες στο χέρι, σε μια εποχή που δεν υπάρχει πια.-
Στέφανος Μίλεσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου