Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

Η Μπέσυ, εγώ και το Μνημόνιο - 4. Από αναγνώστη

 
Η Μπέσυ κι εγώ είχαμε πάει έξω από το Υπουργείο Οικονομικών για να συμπαρασταθούμε στις απολυμένες καθαρίστριες. Φάγαμε σπρωξιές, μπουνιές,κλωτσιές, γκλομπιές, χημικά. Προσήχθημεν κιόλα. Κρατηθήκαμε κάμποση ώρα μέχρι να εξακριβωθούν τα στοιχεία μας, τα επαγγέλματα και τα κοινωνικά φρονήματα των γονιών μας και των παπουδογιαγιάδων μας και αφέθημεν λεύτεροι.
Το βράδι πήγαμε στο γνωστό μπαράκι της γειτονιάς, το « THEGREATM.»,ελπίζοντας ότι δεν θα είχε βάρδια ο Αθανάσιος. Όμως είχε. Τέλος πάντων,καθήσαμε στα σκαμνιά και παραγγείλαμε τα ποτά μας, ακούγοντας την φωνή της Αμάλια Ροντρίγκεζ και περιεργαζόμενοι το νέο κούρεμα και ξύρισμα του Αθανασίου.
Ο Αθανάσιος πηγαίνει στο γήπεδο κάθε Κυριακή κι αλλάζει κούρεμα και ξύρισμα κάθε Δευτέρα. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως, έτσι, νοιώθει τρέντυ. Ίσως νοιώθει προχώ. Ίσως νοιώθει έξυπνος. Ίσως δεν ξέρει τι να κάνει με τη φάτσα του.
Απόψε είχε κουρεμένα τα μαλλιά του αρκετά κοντά γύρω-γύρω και τα είχε αφήσει πιο πυκνά επάνω. Καπελάκι.
Είχε αφήσει ένα λεπτό μουσάκι στα μάγουλα, που πύκνωνε κάπως στο πηγούνι. Κάτω από το κάτω χείλος του υπήρχε μια κάθετη γραμμή σε στυλ Φρανκ Ζάππα.
Όχι,ο Αθανάσιος δεν ξέρει τον Φρανκ Ζάππα. Ξέρει την Λαίηντυ Γκάγκα και τον Γονίδη.
Είχαμε τελειώσει, σχεδόν, τα ποτά μας όταν ο Αθανάσιος στάθηκε μπροστά μας και ξεφύσηξε.
«Παιδιά,πάω να σκάσω», δήλωσε.
«Μπα,γιατί; Δεν έπιασε το τζελ στα μαλλιά;» έκανε γλυκερά η Μπέσυ.
«Δεν μου λες, με δουλεύεις;» τσιτώθηκε ο Αθανάσιος.
Η Μπέσυ τον διαβεβαίωσε ότι ούτε καν της είχε περάσει από το μυαλό κάτι τέτοιο. Εγώ τους ηρέμησα και ρώτησα τον Αθανάσιο τι του συνέβαινε.
«Ε,να, βασικά, ο πατέρας μου ξέρει κάποιον στο Δήμο και με έχουν πάρει εκεί με σύμβαση. Τρεις φορές τη βδομάδα δουλεύω κι εδώ. Ξεχρεώνω το δάνειο της μηχανής,δίνω κάτι και στο σπίτι και τη βγάζω δύσκολα. Ευτυχώς μαζεύω τα φιλοδωρήματα εδώ, στο μαγαζί και μπορώ να πηγαίνω στο γήπεδο».
«Νοικοκύρης»,δήλωσε η Μπέσυ.
Ο Αθανάσιος την στραβοκοίταξε και συνέχισε.
«Είναι και το γήπεδο έξοδο, μη νομίζετε… Εισιτήρια, βενζίνες, καφέδες, τσιγάρα… Είναι και τα εκτός έδρας που…»
«Προχώρα στο θέμα» τον έκοψα.
«Ε, να, δεν βγαίνω…Δουλεύω, δουλεύω αλλά το πράγμα δεν προχωράει. Όλα ακριβαίνουν, τα μεροκάματα πέφτουν,όλο πληρώνω και δεν φτάνω… Τι θα γίνει;»
Σταύρωσα τα χέρια στο μπαρ και τον κοίταξα σοβαρός.
«Αυτά τα λένε οι αναρχοαριστεροί, παιδί μου.»
Ο Αθανάσιος πετάχτηκε τρομαγμένος.
«Εγώ δεν είμαι τέτοιος!Εγώ ξέρω ότι πρέπει να περάσουν οι μεταρρυθμίσεις, να τηρηθεί το μνημόνιο και να στηρίξουμε το τραπεζικό σύστημα.»
«Ακριβώς!» φώναξα χτυπώντας το χέρι μου στο τραπέζι. «Αυτό είναι το πνεύμα! Να στηριχθεί και η τράπεζα της Ελλάδος που ανήκει στους Ρότσιλντ! Τι, στο δρόμο θα μείνουν αυτοί οι ανθρωπάκοι; Είναι και οικογενειάρχες…»
«Δηλαδή;» απόρησε ο Αθανάσιος.
«Το μεγαλύτερο μέρος της τράπεζας της Ελλάδας ανήκει στους Ρότσιλντ. Δεν το ήξερες;»
«Όχι».
«Δεν παραξενεύομαι.Ξέρεις ποιοι είναι οι Ρότσιλντ;»
«Όχι.»
«Δεν παραξενεύομαι.»
«Δηλαδή σ’ αυτούς τους τύπους πηγαίνουν τα λεφτά μας;»
«Ναι.»
«Γιατί να τους πληρώνουμε αυτούς;»
«Σιωπή», έκανα αυστηρά.«Τέτοιες ερωτήσεις είναι ύποπτες. Ο καλός υπήκοος δεν ρωτάει ποτέ «γιατί». Μόνο υπακούει και πληρώνει. Η κυβέρνηση έχει υποχρεώσεις. Υποχρεούται να ζητάει ότι θέλει, όσα θέλει, όποτε θέλει. Ο υπήκοος έχει δικαιώματα. Δικαιούται να υπακούει και να πληρώνει. Δικαιούται επίσης να γκρινιάζει στο καφενείο. ΜΟΝΟ στο καφενείο! Και να πηγαίνει στο γήπεδο, στα εντός έδρας και τα εκτός έδρας!Και να ξαναπληρώνει! Κατάλαβες;»
Ο Αθανάσιος σκέφτηκε καταβάλοντας μεγάλη προσπάθεια.
«Καλά, εσύ κάνεις πλάκα τώρα, αλλά… Τέλος πάντων, έτσι είναι η ζωή και δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο. Μπορούμε;»
Η Μπέσυ κι εγώ αποτελειώσαμε τα ποτά μας και σηκωθήκαμε. Ο Αθανάσιος μας κοίταξε διστακτικά.
«Παιδιά, μπορώ να σας ρωτήσω κάτι; Με όλο το θάρρος της γνωριμίας μας, δηλαδή…»
Τον ενθάρρυνα.
«Γιατί δεν μου αφήνετε ποτέ φιλοδώρημα; Θέλω να πω (ξεροκατάπιε) ότι ο Κώστας, ο άλλος μπάρμαν, μου είπε ότι κάτι του αφήνετε πάντα… Σε μένα γιατί όχι;
Η Μπέσυ τον κοίταξε σοβαρά.
«Κι όμως Αθανάσιε, για σένα φροντίζουμε.»
«Δηλαδή; Πως;…
«Μαζεύουμε τα φιλοδωρήματά σου σε ένα κουτάκι και, κάθε μήνα, τα στέλνουμε στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Καληνύχτα!»



Δεν υπάρχουν σχόλια: