Όσοι Σερφιώτες «πετρώνονταν» ή σκοτωνόντουσαν τους αναζητούσαν οι δικοί τους. Όμως οι ξένοι που ερχόταν από τα άλλα νησιά και πετρωνόντουσαν- εδώ ερχόταν πολλοί μόνοι άνδρες από την Μύκονο- δεν τους βγάζαν από τις στοές, δεν τους ανέφεραν πουθενά ως νεκρούς…»
Η μαρτυρία της Άννας Ρώτα, κόρης και συζύγου μεταλλεργάτη της Σερίφου, που δημοσιεύει σήμερα το tvxs είναι συγκλονιστική γιατί φέρνει στο φως χρόνια μετά τις συνθήκες που επικρατούσαν στα μεταλλεία του νησιού. Είναι παρμένη από το βιβλίο της Αλεξάνδρας Χριστακάκη «Στα σπλάχνα της Σερίφου – Μαρτυρίες των τελευταίων εν ζωή εργατών στα μεταλλεία» (εκδόσεις Πυξίδα).
«Στο βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας, προσπάθησα να χωρέσω μαρτυρίες των εν ζωή μεταλλεργατών της Σερίφου που “φροντίζουν” την ιστορία, την μνήμη και την ταυτότητα του νησιού σε μια εποχή όπου οι λέξεις «τουριστική ανάπτυξη» ακούγονται σαν οδοστρωτήρας ενώ εμφανίζονται επιχειρηματίες που διεκδικούν το μισό νησί, εκεί που υπήρχαν κάποτε μεταλλευτικές δραστηριότητες» γράφει η Αλεξάνδρα Χριστακάκη στην εισαγωγή του βιβλίου.

Το βιβλίο περιλαμβάνει κι άλλες αποκαλυπτικές μαρτυρίες από την ιστορία των ανθρώπων που σημάδεψαν το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα με το αποκορύφωμα της απεργίας του 1916 και τις συμπλοκές στις 21 Αυγούστου, οι οποίες οδήγησαν στον θάνατο τεσσάρων εργατών και δύο αστυνομικών. «Παρά τη βαρβαρότητα των γεγονότων και την καταστολή της απεργίας, αυτή σηματοδότησε μια κρίσιμη στιγμή για το ελληνικό εργατικό κίνημα, καθώς εξέφραζε την αντίσταση απέναντι στην αυταρχική εργοδοσία.» γράφει ο Νίκος Μπελαβίλας στην έκδοση.
Αννα Ρώτα, κόρη και σύζυγος μεταλλεργάτη, κάτοικος στο Μέγα Λιβάδι: «Όποιος είχε ρολόι δεν τον έπαιρναν στην δουλειά»
Γεννήθηκα το 1933 και έζησα όλη μου την ζωή ακούγοντας για τα μεταλλεία. Μεταλλεργάτες ήταν κι ο πατέρας μου ο Πέτρος Λιβάνιος και ο άνδρας μου ο Ανδρέας Ρώτας. Αγρότης ο πατέρας μου, δούλευε μέσα κι έξω από τις στοές μέχρι που πήρε σύνταξη. Τον θυμάμαι από παιδί να μου λέει, ότι ο δικός του πατέρας, την ημέρα της ματωμένης απεργίας τον Αύγουστο του 1916, όταν ήταν 16 ετών ,δεν του επέτρεψε να κατέβη κάτω στην συγκέντρωση στο Μέγα Λειβάδι γιατί φοβόταν τα επεισόδια. Όμως ο πατέρας μου δεν τον άκουσε και πήγε. Ετσι μας διηγούνταν για τους ρουφιάνους της εταιρείας που μέσα από το Διοικητήριο των Γκρώμαν, πυροβολούσαν στον αέρα για εκφοβισμό και τον παπα-Γιάννη Ρώτα να σηκώνει έναν σταυρό μπροστά στο εξαγριωμένο πλήθος παρακαλώντας να μην ανατινάξουν το Διοικητήριο. Πολύς θάνατος, πολύ δυστυχία για ένα κομμάτι ψωμί από ήλιο σε ήλιο.

Ο κόσμος φοβόταν γιατί γινόταν πολλά δυστυχήματα. Μπαίνανε μέσα στις στοές και δεν ξέρανε αν θα βγούνε.
Ο πατέρας μου ήταν αγρότης, όμως αυτό δεν έφτανε για να μας ζήσει. Δούλεψε στα μεταλλεία για ένα κομμάτι ψωμί. Τότε οι εργάτες ερχόταν με τα πόδια από τα γύρω χωριά. Όποιος είχε ρολόι δεν τον έπαιρναν στην δουλειά. Από ήλιο σε ήλιο δούλευαν μέχρι την απεργία που καθιέρωσε το 8ωρο. Πριν χαράξει μπαίνανε στις στοές και βγαίνανε μετά την δύση του ήλιου. Τρείς ώρες ποδαρόδρομο καθημερινά. Ξυπνούσαν στη μια τα χαράματα, όταν λαλούσε ο πετεινός. Δεν υπήρχαν ρολόγια. Ξυπνούσε ο ένας τον άλλον. Με βροχή και κρύο κινούσαν με τα πόδια για την δουλειά. Μαζευόντουσαν μπροστά στη στοά όλοι οι εργάτες. Ο επιστάτης έβγαζε το μπαστούνι –τέτοιες εντολές είχε από τα αφεντικά- και χώριζε τους εργάτες σε αυτούς που ήταν τυχεροί και θα δούλευαν εκείνη την ημέρα και στους άτυχους που θα γυρνούσαν στα σπίτια τους χωρίς μεροκάματο και πάλι με τα πόδια. Αυτά επί Γκρώμαν. Καψώνι κανονικό. Τρείς γενιές Γκρώμαν πέρασαν από την Σέριφο. Σκληρές εποχές.
Παντρεύτηκα το 1956. Εγώ ήμουν 23 ετών και ο άνδρας μου 25. Ηταν ήδη εργάτης στα μεταλλεία. Δούλευε κομπρεσέρ μέσα στις στοές και έσπαγε τις μεγάλες πέτρες. Δύσκολη, κοπιαστική δουλειά. Φοβόμουνα για την ζωή του κάθε πρωί που έφυγε μη και «πετρωθεί». Και «πετρώθηκε» σε άσχημο σημείο τον πρώτο χρόνο του γάμου μας. Ο Ανδρέας δούλευε το «πιστόλι» μέσα στην γαλαρία. Εσπαγε έναν βράχο. Μαζί του ήταν ο Γιώργος Κουζούπης (ο Τσαμπουνάκης) και ο Αγγελής Λιβάνιος(ο Φισφυρής). Ολοι μεγαλύτεροί του. Ετσι όπως ήταν σκυμμένος μέσα στα σκοτάδια πάνω στην πέτρα, δίπλα του ήταν ένα βαγονέτο γεμάτο μετάλλευμα. Αλλοι εργάτες από πάνω «έδιναν» αέρα, οξυγόνο μέσα στην στοά. Τότε πέφτει ένας βράχος δίπλα του και όπως ήταν σκυμμένος τον εγκλωβίζει. Ένα κομμάτι βράχου, σαν πλάκα, πέφτει πάνω στην μια άκρη του βαγονιού, το αναποδογυρίζει και «παίρνει» τον Ανδρέα από κάτω.. Τον «πέτρωσε» και τον έσωσε.
Οι άλλοι δυο «μπαζώθηκαν» από το μετάλλευμα όταν αναποδογύρισε το βαγόνι. Ηταν κάτω από τα μπάζια, δεν σκοτώθηκαν, αλλά ήταν ακινητοποιημένοι και οι δύο, χωρίς να μπορεί να βοηθήσει ο ένας τον άλλον. Το μόνο που κατόρθωσαν ήταν να πιάσουν μια τσάπα, να χτυπήσουν έναν σιδερένιο σωλήνα για να φτάσει το μήνυμα του ατυχήματος στους άλλους εργάτες. Οσοι ήταν έξω από την στοά, κατέβηκαν για να τους βγάλουν έξω. Τους είδαν όλους «μπαζωμένους». Τράβηξαν τα μπάζια με δυσκολία γιατί ήταν σκοτάδι και στενός ο χώρος. Τους βγάλανε έξω στο φως. Ο άνδρας μου -ο Ανδρέας- ήταν λιπόθυμος. Τον κατέβασαν στο λιμάνι, στο Μέγα Λειβάδι, τον φόρτωσαν σ΄ένα καίκι και τον πήγαν στο νοσοκομείο στην Σύρα. Τραυματισμένος. Εγώ εκείνη την ημέρα ήμουν στην Χώρα στο μνημόσυνο της πεθεράς μου. Με ειδοποίησαν για το κακό, αλλά δεν πρόλαβα το καίκι . Ειδοποιήσαμε έναν γιατρό που ξέραμε σε ιδιωτική κλινική στην Σύρα να τον επισκεφτεί στο νοσοκομείο, να τον εξετάσει, γιατί δεν εμπιστευόμασταν ό,τι μας λέγανε. Μας καθησύχασε , μας είπε πως είχε κάταγμα λεκάνης, εκεί τον βρήκε η πέτρα και δεν μπορούσε να σηκωθεί.

Μαζί με έναν κουνιάδο μου πήγαμε τις επόμενες ημέρες στην Σύρο. Δύσκολες οι μετακινήσεις. Ο Ανδρέας ήταν «γυψωμένος» ολόκληρος. Τον βάλαμε σε φορείο και τον μεταφέραμε στην Σέριφο και μετά στο «Ασκληπείο» της Βούλας στη Αθήνα. Όταν τον αντίκρυσαν οι γιατροί αναρωτήθηκαν:«γύψο στο σώμα, πού ξανακούστηκε;». Εμεινε τρεις μήνες στο νοσοκομείο της Αθήνας. Η εταιρεία άφαντη και αδιάφορη. Καμμία αποζημίωση για το ατύχημα. Περπατούσε με πατερίτσες. Πέρασε από επιτροπή και βγήκε σε σύνταξη στα 26 του χρόνια. Περνούσε κάθε οχτώ μήνες από την επιτροπή, ανεβοκατέβαινε στην Αθήνα με δικά του έξοδα και σε 5 χρόνια του «έκοψαν» την σύνταξη γιατί του μείωναν συνεχώς το ποσοστό αναπηρίας. Το κάταγμα στην λεκάνη του άφησε μόνιμη αναπηρία ενώ και τα πόδια του πια δεν τον κρατούσαν.. Αφού του «κόψαν» την σύνταξη, ασχολήθηκε με ελαφριές αγροτικές δουλειές και με την οικοδομή.Όταν το 1963 έκλεισαν οριστικά τα μεταλλεία στο νησί, ζοριστήκαμε. Εμείς δεν είχαμε άλλη επιλογή εκτός από τα μεταλλεία. Ημασταν βιοπαλαιστές.
Το μεροκάματο ήταν φτηνό, για ένα κομμάτι ψωμί δουλεύανε όλοι μέσα στις στοές. Η εταιρεία δεν έδινε εξοπλισμό, παπούτσια, μάσκες, κράνη. Όταν έμπαιναν στις στοές και έσκαγαν τα φουρνέλα, γέμιζε ο τόπος σκόνη. Οι επιστάτες δεν περίμεναν να καθαρίσει η στοά. Ολοι είχαν μαρμαροκονίαση στα πνευμόνια. Ξέρεις πόσοι φύγανε από αυτό…
Οσοι Σερφιώτες «πετρώνονταν» ή σκοτωνόντουσαν τους αναζητούσαν οι δικοί τους. Όμως οι ξένοι που ερχόταν από τα άλλα νησιά και πετρωνόντουσαν- εδώ ερχόταν πολλοί μόνοι άνδρες από την Μύκονο- δεν τους βγάζαν από τις στοές, δεν τους ανέφεραν πουθενά ως νεκρούς… Ξέρεις πόσοι Μυκονιάτες έχουν αφήσει τα κόκκαλα τους μέσα στα στοές πάνω από την σκάλα στο Μέγα Λειβάδι, στην περιοχή «Μουντάκι» και δεν τους βγάλανε έξω να τους θάψουνε; Όταν ερχόταν οι δικοί τους και τους αναζητούσαν, η εταιρεία απαντούσε αδιάφορα « Α… έχουν φύγει καιρό από εδώ. Δε δούλευαν στα μεταλλεία». Εκρυβαν τους νεκρούς.
Μέχρι την απεργία το 1916 δεν είχε 8άωρο, ούτε σωματείο στα μεταλλεία. Δούλευαν από ήλιο σε ήλιο, γι αυτό και ο κόσμος είχε ξεσηκωθεί.. Ο πατέρας μου έγινε συνδικαλιστής μετά το 1956.
Ηταν πρόεδρος του σωματείου και πηγαινοερχόταν στην Αθήνα για να οργανώνει τον αγώνα των εργατών. Πολλοί γράφτηκαν στο σωματείο και έτσι η εταιρεία δεν είχε δικαίωμα να απολύει όποιον θέλει ή να δουλεύει κάποιος χωρίς ωράριο. Τότε σταμάτησε και η καθημερινή διαλογή των εργατών με το μπαστούνι.
Την βλέπεις παιδί μου αυτήν την γκρι λάμπα ασετυλίνης που είναι κρεμασμένη στον τοίχο; Ο κάθε εργάτης είχε την δική του λάμπα ,με νερό και ασετυλίνη και με αυτήν έμπαινε στα σκοτάδια της στοάς. Με δικά τους έξοδα την αγόραζαν οι εργάτες. Όταν επέστρεφε από τα μεταλλεία ο Ανδρέας ο άνδρας μου, ήταν μέσα στην μουντζούρα το κορμί, τα ρούχα, τα πνευμόνια. Είχε καταπιεί τόση σκόνη όλη την ημέρα.

Υπήρξε και εποχή που ήταν απλήρωτοι ένα εξάμηνο. Ηρθε ένα καράβι στον Κουταλά για να φορτώσει μετάλλευμα, αλλά επειδή ήταν απλήρωτοι δεν πήγε κανένας εργάτης. Αυτό είπε το σωματείο, αυτό συνεννοήθηκαν με την Αθήνα, αυτό και έγινε. Κήρυξαν απεργία. Τα έξι μέλη της Διοίκησης μοίρασαν τα χωριά και ενημέρωσαν τους εργάτες να μην κατέβη κανείς για φόρτωμα.
Δεν πήγε κανείς! Η απεργία πέτυχε, έδιωξαν το καράβι χωρίς μετάλλευμα. Ενοχλήθηκε πολύ η εταιρεία και αναγκάστηκε να πληρώσει…
Ο εργολάβος Αποστολίδης δούλεψε τα μεταλλεία 10 χρόνια από το 1953 ως το 1963. Όταν ένα πρωί πήγαν οι εργάτες για μεροκάματο, ήταν άφαντος. Κήρυξε πτώχευση. Αφησε για τρείς μήνες και πάλι απλήρωτους τους εργάτες και εξαφανίστηκε. Μετά ήρθαν παλιατζήδες – άνθρωποι του Αγγελόπουλου- και μάζεψαν τα μηχανήματα για παλιοσίδερα…
Τί έκανε η εταιρεία τότε; Οπου έβλεπε μαύρη πέτρα ήξεραν οι άνθρωποί της ότι από κάτω έχει μετάλλευμα. Ρωτούσαν «τίνος είναι το χωράφι» και άσχετα αν το καλλιεργούσαν ή όχι οι ιδιοκτήτες, τους έβαζαν και έσκαβαν οι ίδιοι για να βρούν μετάλλευμα. Όταν οι ιδιοκτήτες ρωτούσαν αν θα τους πληρώσουν για την εκμετάλλευση του χωραφιού τους, η απάντηση ήταν αρνητική. Μετά εμφάνιζαν χαρτιά ότι δήθεν συμφώνησαν οι ντόπιοι να πάρουν τα χωράφια τους. Ετσι έφαγαν την γή μας. Ακόμη και σήμερα κάποιοι λένε πως τα χωράφια είναι της εταιρείας «Σπηλιαζέζα». Μα τέτοια εταιρεία δεν υπάρχει στην Ελλάδα .. Αγωνιώ και γω για ένα οικόπεδο στον Κουταλά, που το χω πληρώσει μάλαμα. Ηταν του παππού μου. Εγώ σε όλους αυτούς λέω πως μας ήπιαν το αίμα μας. Και όποιος ρουφιανεύει για λογαριασμό τους, του δίνουνε θέση, του υπόσχονται και δωμάτια δίπλα στην θάλασσα. Ντροπή τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου