ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΣ
Ξαφνικά μου ήρθε μία ιδέα. Ένας, λέει, ηλικιωμένος Ελληνοαμερικάνος, με καταγωγή από την Ιτέα, έρχεται στην πόλη μας και πάει στον αρμόδιο Αντιδήμαρχο.
Καλημέρα, του λέει. Είμαι ο τάδε. Ο παππούς μου ήταν Ιτιώτης, αλλά έφυγε νέος για την Αμερική. Εκεί ορθοπόδησε, έκανε επιχειρήσεις, έκανε οικογένεια και γενικά στάθηκε καλά. Τα παιδιά του, μεταξύ των οποίων και ο πατέρας μου, συνέχισαν τις επιχειρήσεις του παππού και τις έκαναν ακόμη μεγαλύτερες και πολύ πετυχημένες, με αποτέλεσμα εμείς τα εγγόνια του να ζήσουμε μία άνετη ζωή.
Εγώ, δεν έκανα δική μου οικογένεια, όμως έκανα μία μεγάλη περιουσία, που τώρα που έφθασα σε αυτή την ηλικία, σκέφτομαι ότι δεν θα την πάρω μαζί μου. Έτσι, αποφάσισα να κάνω κάτι για τον τόπο, από τον οποίο ξεκινήσαμε σαν οικογένεια. Θα ήθελα λοιπόν να μου συγκεντρώσετε όλες τις ανάγκες της πόλης σας, χωρίς κανένα περιορισμό ως προς το κόστος, και να μου τις δώσετε, ώστε να κάνουμε μαζί ένα πρόγραμμα και να αρχίσουμε να φτιάχνουμε όλα όσα η πόλη χρειάζεται, ώστε κάποια στιγμή να κάνουμε την Ιτέα μας μία πόλη πρότυπο.
Ο Αντιδήμαρχος, όπως ήταν επόμενο, ενθουσιάστηκε και ευχαρίστησε τον καλό κύριο, υποσχέθηκε δε ότι πολύ σύντομα θα είχαν έτοιμο αυτόν τον κατάλογο με τις ανάγκες της πόλης.
Ενημέρωσε αμέσως τον Δήμαρχο και μαζί έλεγξαν το κατά πόσο αυτά που έλεγε ο κύριος ήταν αληθινά και δεν επρόκειτο για καμία φάρσα. Η επιβεβαίωση ήταν εύκολη, διότι το όνομα της οικογένειας ήταν γνωστό στην Ιτέα, όσο για τα περιουσιακά στοιχεία, οι πληροφορίες έλεγαν ότι πράγματι ήταν πολύ περισσότερα από όσο μπορούσαν να φανταστούν. Μιλάμε για νούμερα απίστευτα για τα οικονομικά μεγέθη της πόλης.
Έτσι στρώθηκαν όλοι στη δουλειά, κατέγραψαν ανάγκες, πρόσθεσαν ιδέες που δεν τολμούσαν να σκεφθούν λόγω κόστους, έκαναν προϋπολογισμούς και στο τέλος κατέληξαν σε ένα κατάλογο που για να υλοποιηθεί χρειάζονταν τουλάχιστον 100 προϋπολογισμούς του Δήμου.
Και εκεί που όλοι ζούσαν το όνειρο ενός θαύματος, ήρθε η ξαφνική είδηση ότι ο καλός αυτός άνθρωπος έφυγε από τη ζωή, χωρίς να προλάβει να υλοποιήσει το όνειρο της ζωής του.
Έτσι, οι άνθρωποι του Δήμου προσγειώθηκαν στην οδυνηρή πραγματικότητα, του να θέλουν να κάνουν πολλά, αλλά από έλλειψη πόρων, να συμβιβάζονται με όσα μπορούν να κάνουν. Και εκεί, πάντα υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχει, θέμα προτεραιοτήτων. Τι θα διαλέξουμε από τον μακρύ κατάλογο των αναγκών ; Και πόσο αυτή η επιλογή μας έχει τη σύμφωνη γνώμη των πολιτών ;
Για τους πολίτες, υπάρχουν δύο βασικά ερωτήματα. Το πρώτο είναι το πόσοι πραγματικά ενδιαφέρονται να συμμετέχουν στη διαμόρφωση των προτάσεων και των επιλογών των Δημοτικών Αρχών. Το δεύτερο είναι ποιες πραγματικά δυνατότητες τους δίνονται να συμμετέχουν.
Για το πρώτο, δεν υπάρχει αντικειμενικός τρόπος διαπίστωσης του ενδιαφέροντος των πολιτών. Οι συζητήσεις στα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης ή στα καφενεία και τις άλλες δημόσιες συναθροίσεις δεν είναι αντιπροσωπευτικές.
Από την άλλη πλευρά, οι «ανοιχτές συζητήσεις» στα δημοτικά συμβούλια δεν σημαίνουν πολλά, καθώς σε αυτές συμμετέχουν λίγοι πολίτες (και μάλιστα οι ίδιοι και οι ίδιοι).
Η συνηθισμένη λοιπόν εικόνα της διαμόρφωσης των προτεραιοτήτων είναι, αφενός η εκτίμηση της Δημοτικής Αρχής το ποιο έργο έχει πραγματική προτεραιότητα, όπως π.χ. σε περίπτωση μίας φυσικής καταστροφής ή από την άλλη ποιο θα έχει περισσότερη «απήχηση» (θα δείξει στους πολίτες ότι εμείς κάνουμε έργα), αφετέρου δε η πηγή χρηματοδότησης (διάφορα «προγράμματα», προβλέψεις προϋπολογισμού, κλπ.), που θα εξασφαλίσουν την υλοποίηση του έργου.
Στη συνέχεια και όταν κάποια έργα αρχίζουν να εκτελούνται, εκείνο που συνήθως συμβαίνει είναι να αρχίζουν τα σχόλια της μορφής «επιτέλους, γίνεται κάτι που αξίζει», «πεταμένα λεφτά, θα μπορούσαν να γίνουν άλλα σημαντικότερα πράγματα», «με εκείνο το ξεχασμένο έργο, τι γίνεται ;» κλπ.
Θα μπορούσε λοιπόν να αλλάξει κάτι από όλα αυτά ; Και πόσο μία αλλαγή είναι κάτι που επιθυμούν οι πολίτες ; Ή, μήπως οι περισσότεροι πιστεύουν ότι έτσι είναι τα πράγματα και τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει ;
Εκείνο που εγώ σκέφτομαι είναι ότι πολύ εύκολα θα μπορούσαν να υιοθετηθούν από τον Δήμο διαδικασίες που, ούτε νομική έγκριση χρειάζονται από κανέναν, ούτε αφαιρούν την εξουσία από την Δημοτική Αρχή. Απλώς δίνουν μία ευκαιρία στους πολίτες να έρθουν στο προσκήνιο και να αυξηθεί το ενδιαφέρον αλλά και η συμμετοχή στα κοινά.
Μία τέτοια διαδικασία είναι η καθιέρωση ενός είδους «δημοψηφίσματος» για θέματα που κρίνονται πιο σημαντικά από τα τρέχοντα.
Θα μπορούσε ο Δήμος, με δική του και μόνο πρωτοβουλία, να ορίσει ότι για οποιοδήποτε θέμα, μπορεί ένας αριθμός πολιτών να ζητήσει τη διενέργεια «δημοψηφίσματος». Το «δημοψήφισμα» είναι απλώς μία έκφραση άποψης των πολιτών που οι διοικούντες μπορούν να λάβουν, αν θέλουν, υπόψη τους.
Βέβαια, είναι φανερό ότι, αν σε μία απόφαση της Διοίκησης υπάρχει «πάνδημη» αντίρρηση των πολιτών, τότε η Δημοτική Αρχή δεν έχει ηθική «νομιμοποίηση» να εμείνει στη δική της απόφαση. Το κυριότερο όμως είναι ότι οι πολίτες αποκτούν πλέον την πεποίθηση ότι η συμμετοχή τους στα κοινά δεν περιορίζεται στη μία και μόνη φορά των επίσημων εκλογών.
Από την άλλη, οι Δημοτικές Αρχές υποχρεώνονται σε μία διαδραστικότερη λειτουργία σε σχέση με τους πολίτες και απομακρύνονται από εκείνο το «οι πολίτες μας εξέλεξαν για να εφαρμόσουμε το πρόγραμμά μας», που στην ουσία μεταφράζεται στο «θα κριθούμε στο τέλος της θητείας μας».
Αλλά και η εκάστοτε Αντιπολίτευση του Δήμου, αποκτά ένα «εργαλείο», εφόσον φυσικά καταφέρει να κινητοποιήσει τον παράγοντα «πολίτες» και δεν περιοριστεί, όπως συμβαίνει σήμερα, απλώς σε αντιπαραθέσεις μέσα στο δημοτικό Συμβούλιο ή και με ανακοινώσεις που κανένα αποτέλεσμα δεν φέρνουν, εκτός από ένα παιχνίδι των εντυπώσεων.
Και εκεί, ξύπνησα !

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου