Μετά τις επανειλημμένες διακηρύξεις του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης για κατώτατο μισθό 800,00 Ευρώ και τρανταπεντάωρο, δημιουργούνται εύλογες απορίες για το εάν αυτές είναι εφικτές στην παρούσα συγκυρία.
Στο ερώτημα του τίτλου η απάντηση θα μπορούσε να ήταν καταφατική, δεδομένου ότι η τεράστια αύξηση της παραγωγικότητας διεθνώς από τον προ-προηγούμενο αιώνα μέχρι σήμερα είχε ως αποτέλεσμα μια μη αντίστοιχη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου όλων των εργαζομένων και μια μη αναλογική μείωση των εργασίμων ωρών. Στη σημερινή εποχή όμως της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας τέτοιες μεμονωμένες πολιτικές από τη Χώρα μας μόνο, θα απέβαιναν προς όφελος τόσο των ανταγωνιστών μας, όσο και των εταίρων μας, ενώ φυσικά θα ήταν ευκταίες σε περίπτωση γενικής εφαρμογής τους, τουλάχιστον σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όπως είναι γνωστό, η δημιουργική αξιοποίηση της τεχνολογικής προόδου οδηγεί σε επιχειρηματικές καινοτομίες, οι οποίες κατά τον Σουμπέτερ αποτελούν τις αιτίες της δημιουργικής καταστροφής των παλαιών επενδύσεων με παρωχημένες τεχνολογίες. Αυτή επαναστατικοποιεί διαρκώς τις δομές της οικονομίας, καταστρέφοντας τις παλαιές και δημιουργώντας νέες. Οι δυναμικοί επιχειρηματίες σε κάθε κλάδο με τις καινοτομίες τους ανατρέπουν τόσο τις ακολουθούμενες τεχνολογίες παραγωγής και διανομής, όσο και τις προσφερόμενες λύσεις στις προβλεπόμενες ανάγκες των καταναλωτών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο έχουν υψηλή ανταγωνιστικότητα λόγω περιορισμού του κόστους παραγωγής ή διαφοροποιήσεων στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των προϊόντων τους, που τους επιτρέπουν να αυξήσουν τους μισθούς και να μειώσουν τις εργάσιμες ώρες.
Στη σημερινή εποχή του ψηφιακού καπιταλισμού, οι πρωτοπόρες επιχειρήσεις εκμεταλλεύονται τις επιστημονικές εξελίξεις στην πληροφορική και στις τηλεπικοινωνίες αναπτύσσοντας τις δυνατότητες του διαδικτύου, της τεχνητής νοημοσύνης, της ρομποτικής, της βιοτεχνολογίας και της τηλεργασίας. Βέβαια στις χώρες που αναπτύσσονται κατ’ εξοχήν οι ψηφιακές τεχνολογίες απαιτούνται εξειδικευμένοι εργαζόμενοι με δεξιότητες μικρού χρόνου ζωής που απαιτούν συνεχείς αναβαθμίσεις με επιμορφώσεις και δια βίου μάθηση.
Η πρόοδος των τεχνολογικών εφαρμογών της επιστήμης στην βιομηχανία θεωρήθηκε αρχικά ως ύψιστη απειλή για την εργατική τάξη. Ο φόβος υποκατάστησης εργατικών χεριών από μηχανές είχε ενισχυθεί, όπως είναι γνωστό, από το κίνημα των Λουδιστών (από τον Ned Ludd) από το 1811-13, όταν πλήθη εξεγερμένων εργατών που δρούσαν με οργανωμένο τρόπο, κατέστρεφαν όχι μόνο τα μηχανήματα, τα οποία θεωρούσαν υπεύθυνα της αθλιότητάς τους, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις ολόκληρα εργοστάσια, μέχρι που ψηφίστηκε ένας νόμος που προέβλεπε την ποινή του θανάτου για όποιον κατέστρεφε μηχανή.
Το ερώτημα λοιπόν εάν η μείωση των ωρών εργασίας είναι δίκαιο αίτημα ή όχι απαντήθηκε από το γαμπρό του Μαρξ Paul Lafargue (1842-1911), ο οποίος στο βιβλίο του: «Δικαίωμα στην Τεμπελιά» αναλύει ότι η παραγωγικότητα των εργατών είναι η αιτία της δυστυχίας τους. Όσο η εργασία είναι φθηνή οι καπιταλιστές την προτιμούν, ενώ όταν ακριβαίνει προσπαθούν να την υποκαταστήσουν με μηχανές. Για να αναγκασθούν οι καπιταλιστές να τελειοποιήσουν τις μηχανές από ξύλο και σίδερο πρέπει να ανέβουν τα μεροκάματα και να μειωθούν οι ώρες εργασίας των μηχανών από σάρκα και κόκκαλα. Αυτός προτείνει αντί να δουλεύουν οι εργάτες 12 ώρες την ημέρα και να υπάρχει ανεργία, να δουλεύουν λιγότερες ώρες και να έχουν όλοι δουλειά. Έτσι οι εργάτες δεν θα είναι σωματικά και πνευματικά εξουθενωμένοι και θα αρχίσουν να απολαμβάνουν ορισμένα από τα αγαθά της τεμπελιάς. Στις μηχανές έβλεπε τον λυτρωτή της ανθρωπότητας, το Θεό που θα απαλλάξει τον άνθρωπο από τις βρώμικες και κουραστικές εργασίες, τον Θεό που θα του προσφέρει την άνεση και μια μέρα την ελευθερία από τη μισθωτή εργασία. Αυτές θα μπορούσαν να εκπληρώσουν το όνειρο του Αριστοτέλη να φθάσει μια μέρα που η ανθρωπότητα δεν θα χρειάζεται πια δούλους, οι οποίοι σύμφωνα μ’ αυτόν, θα μπορούσαν να υποκατασταθούν από αυτόματες μηχανές.
Ο Μπέρτραντ Ράσελ υποστήριζε ότι με μια εργασία τεσσάρων ωρών την ημέρα θα υπήρχε δουλειά για όλους χωρίς ανεργία, αν υπήρχε σωστή κοινωνική οργάνωση. Τον ελεύθερο χρόνο τους θα μπορούσαν να τον χρησιμοποιήσουν οι άνθρωποι όχι μόνο για παθητικές απολαύσεις, αλλά και για διασκεδάσεις στις οποίες θα μπορούσαν να συμμετέχουν ενεργητικά. Παράλληλα θα μπορούσαν να ασχοληθούν με την επιμόρφωσή τους και με τις τέχνες και τις επιστήμες που τους ενδιαφέρουν.
Χωρίς καμμία αμφιβολία οι παραπάνω σκέψεις είναι σωστά διατυπωμένες και κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις δεν θα ήταν απλώς οράματα, αλλά εφικτές και δίκαιες λύσεις τόσο των προβλημάτων της ανεργίας, όσο και της ευτυχίας για την πλειονότητα των ανθρώπων που δεν απολαμβάνουν τα προνόμια της τεμπελιάς όπως οι πλούσιοι. Η εφαρμογή τους όμως σε μια συγκεκριμένη χώρα όπως η δική μας, αγνοώντας τα δομικά προβλήματα της οικονομίας της με ισχνή παραγωγική βάση, πολύπλοκο θεσμικό πλαίσιο, αντιπαραγωγικά γραφειοκρατικά εμπόδια, ισχυρές ακόμη ιδεοληψίες εναντίον της επιχειρηματικότητας και παραγωγικότητα με μεγάλα περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης, θα συνέβαλε στη μείωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων λόγω αύξησης του κόστους εργασίας, που θα είχε ως τελικό επακόλουθο και την αύξηση του κινδύνου μείωσης της απασχόλησης.
Σχετικά με την αύξηση των μισθών που παραπέμπουν στην ενίσχυση της ενεργού ζήτησης και μέσω αυτής σε νέες επενδύσεις, οι οποίες στη συνέχεια μπορούν να αυξήσουν μελλοντικά τη συνολική προσφορά, παρατηρούμε ότι η Κεϋνσιανή θεωρία που διατυπώθηκε σε άλλες εποχές για άλλες οικονομίες με τελείως διαφορετική παραγωγική βάση και που διατυμπανίζεται ως λύση, έχει εφαρμογή σε χώρες χωρίς πολύ μεγάλη εξάρτηση της συνολικής κατανάλωσης από τις εισαγωγές, όπως η δική μας. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας πολιτικής για τη Χώρα μας θα ήταν τόσο η αύξηση των εισαγωγών και η επιδείνωση του Εμπορικού Ισοζυγίου, όσο και η επιβάρυνση του κόστους και επακόλουθα η μείωση της ανταγωνιστικότητας των εγχωρίως παραγομένων προϊόντων. Οπότε μια γενική αύξηση του μισθολογικού κόστους θα είχε θετικές συνέπειες για την απασχόληση στις ξένες χώρες-εμπορικούς εταίρους μας που μας εξάγουν τα προϊόντα τους.
Φυσικά η μείωση της ανταγωνιστικότητας θα επιβαρυνόταν ακόμα περισσότερο από τη μείωση των εργασίμων ωρών και την επακόλουθη αύξηση του κόστους παραγωγής. Οι ιδεοληψίες που εκφράζει ο κ. Τσίπρας και η κα Αχτσιόγλου από το 2019 ότι «Δεν περιμένουμε την ανάπτυξη για να αυξηθούν οι μισθοί. Με την αύξηση των μισθών θα έρθει η ανάπτυξη» υποδηλώνει άγνοια της μαρξιστικής λογικής («Μισθός, Τιμή, Κέρδος» και «Μισθωτή Εργασία και Κεφάλαιο»), η οποία θεωρεί ότι η αύξηση των μισθών είναι δυνατή ως εκεί που δεν παρεμποδίζει τη διαδικασία συσσώρευσης, γιατί η έλλειψη του κινήτρου του κέρδους για τον κεφαλαιοκράτη θα οδηγούσε σε αυξημένη υποκατάσταση της εργασίας από μηχανήματα και επομένως αύξηση της ανεργίας.
Είναι προφανές λοιπόν ότι μια χώρα, λειτουργώντας στο πλαίσιο μιας κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, ασφαλώς δεν πρέπει να αγνοεί την αναγκαιότητα του κοινωνικού κράτους, ιδίως για την προστασία και την αύξηση της ευημερίας των λιγότερο ευνοημένων. Η μείωση των ωρών εργασίας όμως και η αύξηση των μισθών πέραν του πληθωρισμού χωρίς ανάλογες πολιτικές από τους κυριότερους ανταγωνιστές της Χώρας και χωρίς αντίστοιχες βελτιώσεις της ποιότητας και της παραγωγικότητας (αύξηση ΑΕΠ ανά εργαζόμενο), θα απέβαιναν προφανώς σε βάρος της ανταγωνιστικότητάς της, της προσέλκυσης ξένων επενδύσεων και τελικά των προοπτικών μιας μακροχρόνιας βιώσιμης οικονομικής της ανάπτυξης.
*τ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου
Δημοσιεύθηκε στο CAPITAL.GR στις 18/01/22
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου