Ένα άνευ προηγουμένου κύμα αντιδράσεων από τις τοπικές κοινωνίες σε όλη την Ελλάδα έχει πυροδοτήσει η επενδυτική φρενίτιδα που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα για την ανάπτυξη αιολικών κατά πρώτο λόγο αλλά και φωτοβολταϊκών πάρκων σε βουνά, νησιά αλλά και θαλάσσιες περιοχές, που σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα είναι χαρακτηρισμένες και ως Natura.
Από τη Δυτική Μακεδονία, την Ήπειρο, την Οίτη, τη Χαλκιδική, τα Άγραφα, τη Σαμοθράκη, μέχρι την Εύβοια, τις Κυκλάδες και την Κρήτη, καταγράφονται δεκάδες περιπτώσεις διαμαρτυριών από τους κατοίκους για την ανάπτυξη τεράστιων έργων ΑΠΕ στις περιοχές τους.
Οι αντιδράσεις, μάλιστα, αντί να μειώνονται, πολλαπλασιάζονται όσο τα μεγάλα επενδυτικά σχέδια προχωράνε και αυτό που πονοκεφαλιάζει τους κυβερνητικούς παράγοντες είναι ότι δεν περιορίζονται σε κάποιες συλλογικότητες πολιτών, καθώς στην εξίσωση έχουν αρχίσει και μπαίνουν δυνατά τοπικοί άρχοντες και φορείς.
Όλο και περισσότεροι δήμοι και περιφέρειες έχουν αρχίσει να μπλοκάρουν τις διαδικασίες εξέλιξης των έργων με αρνητικές περιβαλλοντικές γνωμοδοτήσεις, καθώς όλο και περισσότερα έργα σχεδιάζονται σε ορεινές περιοχές όπου θεωρούνται ιδιαίτερου φυσικού κάλλους ή προστατεύονται ως Natura.
Σε άλλες περιπτώσεις υπάρχουν περιοχές που θεωρούνται κρίσιμες για την ομαλή διαβίωση των τοπικών κοινωνιών καθώς έχουν τουριστικό ενδιαφέρον ή δραστηριοποιούνται σε αυτές αγρότες και κτηνοτρόφοι.
Μεταξύ άλλων οι τοπικοί φορείς ζητούν αναστολή όλων των αδειοδοτικών διαδικασιών και των κατασκευαστικών εργασιών για έργα ΑΠΕ έως ότου αναθεωρηθεί το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο. Επίσης απαιτούν να έχει πιο ενεργό ρόλο η Τοπική Αυτοδιοίκηση στην εγκατάσταση αιολικών ή φωτοβολταϊκών πάρκων.
Αρνητικό κλίμα
Αυτή η κατάσταση έχει δημιουργήσει ένα έντονα αρνητικό κλίμα στην ενεργειακή αγορά, τόσο μεταξύ των μεγάλων παικτών, Ελλήνων και ξένων, που δραστηριοποιούνται σε αυτήν όσο και στην κυβέρνηση, καθώς πρόκειται για έναν κλάδο στον οποίο αναμένεται τα επόμενα χρόνια να επενδυθούν κολοσσιαία χρηματικά ποσά της τάξης των 44 δισ. ευρώ.
Ούτε λίγο ούτε πολύ οι (δικαιολογημένες σε πολλές περιπτώσεις) κινήσεις των τοπικών παραγόντων θέτουν σε κίνδυνο τον εθνικό στόχο για την Ενέργεια και το Κλίμα, που απαιτεί την εγκατάσταση σταθμών πράσινης ενέργειας ισχύος 1 GW ετησίως έως το 2030. Δηλαδή μέσα σε μια δεκαετία θα πρέπει να γίνουν έργα της τάξης των 7-9 GW, ενώ σήμερα υπάρχει ένας όγκος αιτήσεων της τάξης των 100 GW.
Αυτό συνέβη εξαιτίας των αλλαγών στο θεσμικό πλαίσιο αδειοδότησης των ΑΠΕ που ψηφίστηκαν από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας το καλοκαίρι του 2020, οι οποίες έχουν οδηγήσει σε «βροχή» υποβολής αιτήσεων για νέες μονάδες ΑΠΕ από μικρούς επενδυτές, ενώ την ίδια ώρα και οι μεγάλοι όμιλοι του ενεργειακού τομέα, μεταξύ των οποίων τα ΕΛΠΕ, η ΔΕΗ Ανανεώσιμες, η ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, η Μυτιληναίος, η Ελλάκτωρ, και ξένοι όπως η RWE, η ABO Wind και η ENEL, κάνουν τους δικούς τους σχεδιασμούς για μεγάλα έργα σε διάφορα σημεία της χώρας.
Προσπάθεια αντιστροφής από το ΥΠΕΝ
Η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ προσπαθεί με κάθε τρόπο να αντιστρέψει το αρνητικό κλίμα στις τοπικές κοινωνίες προκειμένου να μην ανακοπεί το θετικό επενδυτικό κλίμα που έχει δημιουργηθεί στον τομέα της πράσινης ενέργειας.
Από την άλλη πλευρά η υπερπληθώρα αιτήσεων για έργα ΑΠΕ στη ΡΑΕ έχει τρομάξει τις τοπικές κοινωνίες, οι οποίες θεωρούν ότι θα γεμίσει η χώρα με φωτοβολταϊκά πάνελ και ανεμογεννήτριες. Γι’ αυτό και στελέχη της αγοράς εκτιμούν ότι πρέπει να μπουν άμεσα περιορισμοί που θα βάζουν φρένο στο κύμα μαζικών αιτήσεων από «αεριτζήδες», που δεν έχουν τα εχέγγυα ούτε την οικονομική επιφάνεια για να επενδύσουν σε έργα καθαρής ενέργειας.
Επίσης, το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας σχεδιάζει να καταθέσει στη Βουλή τις νομοθετικές ρυθμίσεις που αποτελούν τη δεύτερη φάση απλοποίησης των διαδικασιών αδειοδότησης ΑΠΕ. Πρόκειται για στοχευμένες παρεμβάσεις στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο με στόχο τη μείωση του μέσου χρόνου αδειοδότησης ενός έργου ΑΠΕ στα δύο χρόνια, που είναι και ο ευρωπαϊκός μέσος όρος.
Οι ρυθμίσεις αυτές θα κατατεθούν στο νομοσχέδιο του υπουργείου που καταρτίζεται και αφορά την ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο ευρωπαϊκής Οδηγίας για την ενεργειακή απόδοση.
Ταυτόχρονα όμως το ΥΠΕΝ έχει ζητήσει από τη ΡΑΕ την εκπόνηση μελέτης για την ενσωμάτωση του υφιστάμενου χωροταξικού πλαισίου για τις ΑΠΕ στον γεωπληροφοριακό χάρτη της ΡΑΕ, ώστε τα έργα ΑΠΕ που θα εμφανίζονται σε αυτόν να είναι συμβατά με τη χωροταξική νομοθεσία.
Η μελέτη αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί εντός του επομένου διμήνου και εκτιμάται ότι θα δώσει τη δυνατότητα να υπάρχει μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για το ποια έργα είναι συμβατά με το χωροταξικό πλαίσιο και μπορούν πράγματι να αδειοδοτηθούν. Όσο για το Ολοκληρωμένο Χωροταξικό των ΑΠΕ, αυτό εκτιμάται ότι θα έχει ολοκληρωθεί το 2022.
Πρόταση για τη συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών στα κέρδη
Ένας άλλος τρόπος, τον οποίο εξετάζει το επιτελείο του ΥΠΕΝ, για να κατευναστούν οι αντιδράσεις στα έργα είναι να μπορούν οι τοπικές κοινωνίες να συμμετέχουν στα έργα ΑΠΕ και να τους αποδίδεται ένα ποσοστό της τάξης του 10% με 15% επί των κερδών. Να σημειωθεί ότι σήμερα υποχρέωση ανταποδοτικού τέλους έχουν όλοι οι σταθμοί Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (τα φωτοβολταϊκά για ισχύ πάνω από 20 MW) σε ποσοστό 3% επί του ετήσιου τζίρου τους. Αυτό επιμερίζεται ως εξής:
● 1% για τους κατοίκους των τοπικών κοινοτήτων όπου βρίσκονται εγκατεστημένες οι μονάδες ΑΠΕ, με μείωση στα τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας.
● 1,7% στους δήμους προκειμένου να υλοποιήσουν «πράσινα» έργα στις τοπικές κοινότητες όπου βρίσκονται εγκατεστημένες οι σταθμοί ΑΠΕ.
● 0,3% στο Πράσινο Ταμείο.
Το κονδύλι από τα ανταποδοτικά τέλη (1,7%) που συγκεντρώνει ένας δήμος πρέπει να τα διαθέτει κατά 80% μόνο σε περιβαλλοντικές δράσεις και έργα τοπικής ανάπτυξης και κοινωνικής υποστήριξης εντός των διοικητικών ορίων της δημοτικής ενότητας ή της τοπικής κοινότητας όπου είναι εγκατεστημένος ο σταθμός ΑΠΕ και μόνο το 20% των κονδυλίων μπορούν να κατευθυνθούν και στην υπόλοιπη περιφέρεια του δήμου.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου