Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2025

«ΑΓΡΟΤΙΚΕΣ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ» (Σαράντη Μιχαλόπουλου)



ΑΓΡΟΤΙΚΕΣ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

Ένα από τα μεγάλα θέματα των ημερών είναι οι αγροτικές κινητοποιήσεις. Οι αγρότες, για μία ακόμη φορά, ζητούν από την Κυβέρνηση οικονομική στήριξη, είτε με τις αγροτικές ενισχύσεις που δεν έχουν δοθεί ακόμη, είτε με αποζημιώσεις για τις απώλειες που είχαν (Daniel, πανώλη προβάτων, κλπ.), είτε και με πρόσθετα μέτρα (αγροτικό πετρέλαιο, ηλεκτρικό ρεύμα, κλπ.) που θα τους βοηθήσουν να ανταποκριθούν στις δυσκολίες του επαγγέλματος.

Για το αγροτικό και γενικότερα για τον πρωτογενή τομέα έχουν γραφεί και γράφονται συνεχώς πολλά πράγματα, που στην ουσία είναι μία επανάληψη όσων έχουν ειπωθεί στο παρελθόν. Τι θα μπορούσε λοιπόν να προσθέσει κάποιος, ώστε να βάλει και αυτός ένα λιθαράκι στο μεγάλο πρόβλημα που ταλανίζει την κοινωνία μας ;

Εγώ θα ξεκινήσω από μία κουβέντα που άκουσα να λέει ένας νέος αγρότης. Είπε λοιπόν σε κάποιον δημοσιογράφο : Γιατί το 2021, όταν κατέθεσα τον φάκελό μου σαν νέος αγρότης, δεν μου είπε η Κυβέρνηση ότι καλύτερα να τα παρατήσω και να μη ξεκινήσω την προσπάθεια να γίνω αγρότης ;

Κατ’ αρχήν αναρωτιέμαι τι ήταν αυτός ο φάκελος που κατέθεσε ο συγκεκριμένος νέος. Μπορώ να υποθέσω ότι ήταν κάποια αίτηση για ενίσχυσή του, στην απόφασή του να αρχίσει μία αγροτική ενασχόληση. Και τι περιλάμβανε άραγε αυτή η αίτηση ; Μάλλον κάποια στοιχεία που να πιστοποιούσαν ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις για να τύχει ενίσχυσης, όπως για παράδειγμα τυχόν εισόδημα ή περιουσιακά στοιχεία που είχε αλλά και στοιχεία της δραστηριότητας που σκόπευε να ξεκινήσει (π.χ. καλλιέργεια χωραφιών, δημιουργία κτηνοτροφικής μονάδας, κλπ.).

Υπάρχει περίπτωση το Κράτος να αξιολογεί τεχνικοοικονομικά το επιχειρηματικό σχέδιο του νέου αγρότη και να του απαντά ότι «δεν εγκρίνεται ενίσχυση, διότι η συγκεκριμένη δραστηριότητα δεν είναι οικονομικά βιώσιμη» ;

Προσωπικά πιστεύω ότι κάτι τέτοιο θα είναι αδιανόητο για μία αντίληψη που λέει ότι ο κάθε ιδιώτης είναι υπεύθυνος γι’ αυτό που ξεκινά να κάνει, όπως ισχύει και για κάθε άλλη επιχειρηματική δραστηριότητα, όπως π.χ. το να ανοίξει κάποιος ένα εστιατόριο ή καφέ, να ξεκινήσει μία τουριστική δραστηριότητα, να δημιουργήσει μία παραγωγική μονάδα, κλπ.

Με άλλα λόγια, αυτοί που έχουν σαν βασική τους ιδεολογία την λειτουργία μίας «ελεύθερης» αγοράς, δεν θεωρούν σαν «υποχρέωση» του Κράτους να «καθοδηγεί» την οποιαδήποτε επιχειρηματικότητα, θεωρώντας ότι αυτό είναι ευθύνη του κάθε ιδιώτη, ή, έστω, ενός μη κρατικού οργάνου, που αντιπροσωπεύει κάθε κλάδο, όπως π.χ. Επιμελητήρια, Επαγγελματικοί Σύλλογοι, Συνεταιρισμοί, κλπ.

Εγώ, παρότι διαφωνώ με την παραπάνω αντίληψη, δεν υποστηρίζω και έναν κρατικό παρεμβατισμό ή προστατευτισμό, που είναι κάτι ασυμβίβαστο με τα επικρατούντα σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά και σε επίπεδο Ενώσεων Κρατών, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία είμαστε (και καλά κάνουμε να είμαστε) μέλος.

Υποστηρίζω όμως ότι ο πρωτογενής τομέας είναι πολύ σημαντικός για τη χώρα μας διότι :

  • Η γη από μόνη της είναι πλούτος, διότι συνδέεται με τη βασική βιοτική ανάγκη, την διατροφή.

  • Παντού υπάρχει ανταγωνισμός που σε κάποιος περιπτώσεις είναι αμείλικτος, αλλά στην πατρίδα μας υπάρχουν προϊόντα που έχουν τεράστιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα (π.χ. ελιές, λάδι, σταφύλια, κρασί, κλπ.).

  • Η ανταγωνιστικότητα επηρεάζεται και από ατομικές συνθήκες (πως οργανώνεται ένας παραγωγός), αλλά και από συνθήκες δομών κράτους.

  • Πάντα ισχύει το «εν τη ενώσει, η ισχύς». Αυτό, στον αγροτικό τομέα μεταφράζεται σε μία μόνη έννοια, τον Συνεταιρισμό.

Πριν προχωρήσω τις σκέψεις μου, θέλω να αναφέρω ότι είχα την τύχη να ασχοληθώ σε μία φάση της ζωής μου με τον αγροτικό τομέα (διετέλεσα για δύο χρόνια Διευθυντής του Αγροτικού Συνεταιρισμού Μεσολογγίου – Ναυπακτίας). Υπό την έννοια αυτή, θεωρώ ότι γνωρίζω αρκετά το θέμα, ώστε να μη το προσεγγίζω «θεωρητικά».

Επίσης θα αναφέρω ότι, δουλεύοντας για πολλά χρόνια σε μία πολυεθνική εταιρία, βίωσα την πρακτική της στα θέματα επιχειρηματικών αποφάσεων, που στηρίζονταν κατά βάση σε ένα μοντέλο «Οικονομικής Ανταποδοτικότητας» για όποια επένδυση σκεφτόταν να υλοποιήσει.

Πολύ αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι η αξιολόγηση επενδύσεων στον τομέα των πρατηρίων, μέσω των οποίων διέθετε τα προϊόντα της στην αγορά. Κάθε στέλεχος που διαχειρίζονταν τέτοια θέματα και έκανε σχετικές εισηγήσεις είχε ένα εργαλείο οικονομικής ανάλυσης που λεγόταν DCF – Discount Cash Flow, δηλαδή υπολογισμός των χρηματοροών (έσοδα – έξοδα) που προβλέπονταν για έναν συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα (π.χ. μία πενταετία) και από τον οποίο προέκυπτε η τελική απόδοση της επένδυσης (ROI – Return on Investment).

Θα ήταν άραγε παρεμβατισμός, αν το Κράτος διέθετε ένα τέτοιο εργαλείο, με το οποίο να μπορεί να συμβουλεύει τους αγρότες, αν αυτό που σχεδίαζαν να ξεκινήσουν θα ήταν αποδοτικό για τους ίδιους, απαντώντας έτσι στον νεαρό αγρότη που αναρωτιόταν «γιατί το Κράτος δεν μου είπε να μη γίνω αγρότης» ; 

Και αν το Κράτος δεν έχει τέτοιο ρόλο, μήπως θα μπορούσαν αυτό το «εργαλείο» και αυτή την «συμβουλή» να την παρέχουν στα μέλη τους οι προαναφερθέντες συλλογικοί φορείς (επιμελητήρια, αγροτικοί συνεταιρισμοί, κλπ.) ;

Κατά τη θητεία μου στον Αγροτικό Συνεταιρισμό Μεσολογγίου – Ναυπακτίας, πήρα την πρωτοβουλία και ήρθα σε επαφή με Παράρτημα της Γεωπονικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, που είχε έδρα το Αγρίνιο και είχα σαν αντικείμενο το «Μάρκετινγκ Αγροτικών Προϊόντων». Έκανα λοιπόν την πρόταση να αναλάβει το Πανεπιστήμιο, στα πλαίσια διπλωματικών εργασιών των φοιτητών του, να κάνει τέτοιες μελέτες για τις βασικές αγροτικές καλλιέργειες της περιοχής που ήταν η ελιά και το βαμβάκι.

Η πρότασή μου κρίθηκε απόλυτα ρεαλιστική και αντιμετωπίστηκε θετικά από το Πανεπιστήμιο, αλλά δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Εγώ δυστυχώς αποχώρησα από τον Συνεταιρισμό και δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να «κυνηγήσω» το θέμα περισσότερο.

Και θα ξαναρωτήσω : ήταν η πρότασή μου παρεμβατισμός στην λειτουργία της «ελεύθερης αγοράς» ή μήπως θα επιβαρυνόταν οικονομικά το δημόσιο πανεπιστήμιο ;

Την ίδια πρόταση έκανα και μία συμβουλευτική εταιρία που είχε δημιουργηθεί στα πλαίσια των Κοινοτικών Επιδοτήσεων, την ΓΑΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ. 

Συγκεκριμένα, το όλο σύστημα διαχείρισης των κοινοτικών επιδοτήσεων είχε στηθεί από την Τράπεζα Πειραιώς, σε συνεργασία με την εταιρία λογισμικού, την Neuropublic, με δημιουργία της Συμβουλευτικής Εταιρίας ΓΑΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ, που στην ουσία απλώς παρεμβαλλόταν για τη διαχείριση των επιδοτήσεων, αμειβόμενη φυσικά για τις υπηρεσίες της, χωρίς όμως άλλη προστιθέμενη αξία για τους αγρότες. 

Στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπήρξε καν ανταπόκριση, παρότι το θέμα ενέπιπτε στους καταστατικούς σκοπούς της εταιρίας.

Δυστυχώς, και για τον Αγροτικό Συνεταιρισμό που διηύθυνα, δεν υπήρχε καμία περίπτωση τέτοιου είδους παρεμβάσεων. Ο συνεταιρισμός δεν ήταν πραγματικός συνεταιρισμός. Είχε περίπου 100 μέλη έναντι 2.500 αγροτών που εξυπηρετούνταν και είχαν δοσοληψίες με αυτόν. Παρότι υπήρχε επιστημονικό προσωπικό (κυρίως γεωπόνοι), αρκετοί από τους υπαλλήλους ήταν συγγενείς (παιδιά, ανίψια, κλπ.) κάποιων μεγάλων οικογενειών που είχαν τον συνεταιρισμό περισσότερο σαν «εργαλείο» για εξυπηρέτηση των ιδίων και όχι της μεγάλης μάζας των αγροτών της περιοχής.


Η οργάνωση του συνεταιρισμού ήταν μακριά από τα σύγχρονα μοντέλα οργάνωσης και διοίκησης. Παρότι υποτίθεται ότι κυριαρχούσε ένα πνεύμα «οικονομικής λειτουργίας», στην πραγματικότητα ήταν ένα «μαγαζί» που αντιμετώπιζε ευκαιριακά τις απαιτήσεις της λειτουργίας του.


Τι λοιπόν πρέπει να γίνει στον αγροτικό τομέα ; Να συνεχιστεί η «επιδοματική» πολιτική ή να αλλάξει άρδην η κατάσταση ;


Διάφοροι που έχουν σοβαρά ασχοληθεί με τον πρωτογενή τομέα επισημαίνουν πράγματα που εν πολλοίς είναι γνωστά. Για παράδειγμα :


  • Στις Η.Π.Α οι απασχολούμενοι στον πρωτογενή τομέα είναι περίπου το 5% του εργατικού δυναμικού και καταφέρνουν, όχι μόνο να καλύπτουν τις ανάγκες της χώρας. αλλά και να εξάγουν σημαντικές ποσότητες.

  • Το Ισραήλ έχει σημαντική, για το μέγεθός του, γεωργική παραγωγή με μικρή κατανάλωση ύδατος.

  • Η χώρα μας υστερεί χαρακτηριστικά στη χρήση σύγχρονων μηχανημάτων και τεχνολογίας στον πρωτογενή τομέα.

  • Προβλήματα του πρωτογενή τομέα της χώρας είναι :

    • Ο μικρός κλήρος.

    • Η τεχνολογική και γεωπονική υστέρηση.

    • Η έλλειψη νερού. Σε σημαντικό ποσοστό οι καλλιέργειες στην Ελλάδα είναι αρδευόμενες κι υδροβόρες, έχουν δηλαδή μεγάλη ανάγκη νερού κατά τη θερινή περίοδο. 

    • Η πίεση της ΕΕ στις χώρες του νότου να μειώσουν την παραγωγή αγροτικών προϊόντων.


Μεταξύ άλλων, ο καθηγητής και πρώην υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Θανάσης Τσαυτάρης, γεωπόνος-γενετιστής, που καλλιεργεί ακόμη την οικογενειακή γη σε ένα χωριό της Δράμας, ανέφερε σε συνέντευξή του, τον Φεβρουάριο του 2024, ανάμεσα σε άλλα και τα ακόλουθα ενδιαφέροντα…

Το πετρέλαιο και το κόστος παραγωγής  

Στις χώρες όπου η αγροτική παραγωγή στηρίζεται σε υψηλού κόστους ενέργεια, δικαίως οι αγρότες ζητούν μείωση του κόστους. Το πετρέλαιο αποτελεί τη βάση παραγωγής και την πρώτη ύλη για τη σύνθεση και παρασκευή/κατασκευή όλων των αγροτικών εφοδίων, όπως είναι τα φυτοφάρμακα, τα λιπάσματα, τα πλαστικά θερμοκηπίων, οι σωλήνες άρδευσης κτλ. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και το γεγονός ότι το πετρέλαιο αποτελεί και την κινητήρια δύναμη για τρακτέρ, θεριζοαλωνιστικές μηχανές, αντλίες, πηγές θέρμανσης, αγροτικά αυτοκίνητα κ.ά., καταλαβαίνουμε γιατί το αίτημα για φθηνό πετρέλαιο αποτελεί κοινή απαίτηση των αγροτών σε όλη την Ευρώπη. 

Διαφοροποίηση υπόλοιπων αιτημάτων

Τα άλλα βασικά αιτήματα των αγροτών από χώρα σε χώρα, αλλού συγκλίνουν κι αλλού διαφοροποιούνται. 

Για παράδειγμα, στη Γερμανία διαμαρτύρονται κατά της σταδιακής κατάργησης της επιδότησης των καυσίμων. Εκεί, θα μπορούσαν να εισάγουν σιτηρά από τη γειτονική Ρουμανία, με μηδενικό κόστος ενέργειας, καθότι η Ρουμανία έχει δικό της πετρέλαιο, αλλά κωλύονται, γιατί τίθενται θέματα αθέμιτου ανταγωνισμού. 

Το ίδιο στην Πολωνία, που διαμαρτύρονται κατά των εισαγωγών χαμηλού κόστους από την Ουκρανία. 

Στη Γαλλία διαμαρτύρονται για να διαφυλάξουν την ποιότητα και την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους (κρασί χωρίς ζάχαρη, άλευρα μόνο από σιτηρά κτλ.), αλλά κι εναντίον των αυστηρών όρων της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής για την “πράσινη” μετάβαση της γεωργίας. 

Δυνατότητες των Ελληνικών Κυβερνήσεων

Η (κάθε) Ελληνική Κυβέρνηση δεν μπορεί να δώσει αυξημένες επιδοτήσεις στα γεωργικά προϊόντα, λόγω των περιορισμών της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της ΕΕ. 

Μπορεί όμως να δώσει χρήματα, για να αντιμετωπιστούν οι φυσικές καταστροφές, οι ζημιές στις καλλιέργειες, στα κοπάδια και σε όλους όσοι επλήγησαν. Αυτό το δέχονται οι Βρυξέλλες και εκεί πρέπει να δοθεί το βάρος των ενισχύσεων. 

Στρατηγική κι όραμα για τη γεωργία

Δυστυχώς, ορισμένοι υπουργοί είναι επαγγελματίες πολιτικοί και το πρώτο τους μέλημα είναι πως θα επανεκλεγούν, πως θα διασφαλίσουν το μέλλον τους.

Στην Ελλάδα, δεν υπάρχει στρατηγική κι όραμα για τον πρωτογενή τομέα.

Παρακολουθούμε σήμερα τις παγκόσμιες εξελίξεις. Στις ΗΠΑ, την Ολλανδία, τη Γαλλία, το Ισραήλ και πολλές άλλες χώρες, μιλούν για τη ψηφιακή γεωργία. Παρακολουθούν τον καιρό και τις καλλιέργειες από δορυφόρο και παρεμβαίνουν με ό,τι χρειάζονται τα γεωργικά τους προϊόντα. 

Αυτές οι γνώσεις, όμως, κι ο χειρισμός απαιτεί νέους ανθρώπους που είναι εξοικειωμένοι με τα τεχνολογικά άλματα και τα ψηφιακά εργαλεία. Δυστυχώς, τα παιδιά – αυτοί που θα μπορούσαν να γίνουν οι νέοι καταρτισμένοι αγρότες - φεύγουν σωρηδόν στο εξωτερικό ή εγκαταλείπουν την ύπαιθρο. 

Ποιο είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας; Η χώρα έχει το κατάλληλο κλίμα και τα γόνιμα εδάφη, για να παράγει πολλά προϊόντα με ιδιαιτερότητες. Παράγει και μπορεί να παράγει περισσότερα τρόφιμα που σήμερα αποκαλούνται “τροφο-φάρμακα” που είναι κατάλληλα πχ. για διαβητικούς, νεφροπαθείς ή άτομα ευαίσθητα σε αλλεργίες. 

Άρα, αν υπάρχει το όραμα και το σχέδιο, μπορούμε να βελτιώσουμε τον πρωτογενή τομέα και το ποσοστό συμμετοχής του στο ΑΕΠ της χώρας, ακόμη κι αν οι απασχολούμενοι σε αυτόν δεν είναι πια πολλοί. 

Η έλλειψη νερού

Όσον αφορά στην έλλειψη νερού, θα λύσουμε το πρόβλημα της διαχείρισης των υδάτων, μόνο αν γυρίσουμε το βλέμμα ψηλά στην παραμελημένη ορεινή κι ημιορεινή Ελλάδα. 

Αν φτιάξουμε φράγματα και λιμνοδεξαμενές παντού. Κάθε χίλια μέτρα χειμάρρου κι ένα! 

Ενδιαφέρουσες και ρεαλιστικές προτάσεις, κοντά στις οποίες και προτάσεις σαν την δική μου που έχει τα πλεονεκτήματα ελάχιστου ή μηδενικού κόστους και ταυτόχρονα δεν απαιτεί, ούτε επενδύσεις, ούτε ανάπτυξη εξειδικευμένων εργαλείων (σήμερα μάλιστα που μιλάμε για την Τεχνητή Νοημοσύνη), θα μπορούσαν να εφαρμοστούν, προς όφελος και των αγροτών αλλά και της κοινωνίας γενικότερα.

Θα αλλάξουν ποτέ τα πράγματα ; Προσωπικά αμφιβάλλω.



      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου