Τρίτη 20 Αυγούστου 2024

Η ευθύνη του διανοούμενου





Γράφαμε στο προηγούμενο ότι η ηθική και πολιτική ευθύνη των μεγάλων διανοούμενων βασίζεται στην παρρησία τους. Πρόγονός τους ο Σωκράτης με την επίμονη κριτική στη δόξα, την ορθοδοξία. «Το θάρρος δεν απαιτεί τη γνώση κάποιων πραγμάτων» λέει ο στρατηγός Νικίας στον διάλογο «Λάχης ή Περί Ανδρείας». «Είναι ένα είδος γνώσης αυτού που πρέπει να φοβάσαι ή να τολμάς». Η ανδρεία στηρίζεται στην ηθική γνώση του αγαθού και του ωραίου. Η παρρησία την αποκαλύπτει και την καλλιεργεί. Ακόμα και σήμερα, η γνώση που εγκρίνεται από την εξουσία, κάθε εξουσία, δεν ονομάζεται φιλοσοφία αλλά θεολογία ή νομική, δογματική μη αλήθεια. Ο παρρησιαστής δεν γεννιέται, αλλά γίνεται μέσα από την αρμονία λόγου και βίου.

Ο Νόαμ Τσόμσκι είναι ο πιο γνωστός σύγχρονος παρρησιαστής. Το 1967, στο γνωστότερο ίσως δοκίμιό του, «Η ευθύνη των διανοούμενων», έγραφε: «ΕΙΝΑΙ ΕΥΘΥΝΗ των διανοούμενων να λένε την αλήθεια και να αποκαλύπτουν το ψέμα. Αυτό μπορεί τουλάχιστον να φαίνεται αρκετά κοινότοπο ώστε να προσπεραστεί χωρίς σχόλια. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Για τον σύγχρονο διανοούμενο, αυτό δεν είναι καθόλου προφανές». Η εξουσία λέει ψέματα. Ο ρόλος του διανοούμενου είναι να τα αποκαλύπτει και απομυθοποιεί, «να λέει την αλήθεια στην εξουσία».

Η επίθεση στους διανοούμενους ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970 με την «Τριμερή Επιτροπή» του Σάμιουελ Χάντινγκτον. Στο ίδιο κλίμα ο Αμερικανός νεοφιλελεύθερος νομικός Ρίτσαρντ Πόσνερ στο βιβλίο «Δημόσιοι Διανοούμενοι: Σπουδή στην παρακμή» υποστηρίζει ότι οι σύγχρονοι διανοούμενοι εξειδικεύονται όλο και περισσότερο σε συγκεκριμένα πεδία, ενώ τα αδηφάγα ΜΜΕ τους καλούν να σχολιάζουν πράγματα για τα οποία γνωρίζουν ελάχιστα. Οταν μιλούν για ζητήματα έξω από την ειδικότητά τους γίνονται «ψευδοπροφήτες». Εδώ ο Πόσνερ συναντά τους Ελληνες σχολιαστές που κατηγορούν οποιονδήποτε βρεθεί απέναντι στη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία για «εξτρεμισμό» ή κομμουνισμό.

Οι διανοούμενοι πρέπει να προσφέρουν συμβουλές μόνο στην κυβέρνηση και περιστασιακά να σχολιάζουν στα ΜΜΕ. Εξασκούν αυτό που ο Λακάν ονόμασε «λόγο του Πανεπιστημίου»: είναι φερέφωνα της πραγματικότητας, φύλακες της «αντικειμενικής» αλήθειας. Αν αυτή εκφέρεται από τους ειδικούς δεν μπορεί να υπάρχει αντίλογος. Ετσι ακριβώς υποστηρίζουν οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι τις αποδεδειγμένα λάθος απόψεις τους. «Ποιον θα πιστέψεις, τα μάτια σου ή εμένα;» επαναλαμβάνουν ο Μητσοτάκης και ο Σταϊκούρας, μιμούμενοι τον Γκράουτσο Μαρξ από την κλασική κωμωδία «Σούπα Πάπιας» (1933).

Δυο είδη διανοούμενου ευδοκιμούν σήμερα στα ΜΜΕ: ο διανοούμενος/υποστηρικτής και ο διανοούμενος/διασκεδαστής. Η πρώτη κατηγορία, συνήθως νομικοί, ψυχολόγοι και πρόσφατα επιδημιολόγοι, γνωμοδοτούν για τη φυσική ή ψυχική υγεία των Ελλήνων, τα επιστημονικά πεδία που χρησιμοποιεί η εξουσία για να ελέγχει πληθυσμούς και άτομα. Επιβεβαιώνουν συνήθως κάποια κοινοτοπία, στηρίζοντας και εξορθολογίζοντας τις κυβερνητικές απόψεις.

Οι «διασκεδαστές», κυρίως ιστορικοί και κοινωνιολόγοι, παρουσιάζουν σειρές για τα «200 χρόνια από την Επανάσταση» «τη δόξα της Ελλάδας» ή το «μεγαλείο της βρετανικής αυτοκρατορίας», συνδυάζοντας το απλοϊκό με το εντυπωσιακό και την ακαδημαϊκή εξειδίκευση με ελαφρά μεταμφιεσμένες ιδεολογικές προκαταλήψεις. Δεν ανταποκρίνεται πια ο διανοούμενος λοιπόν στην ηρωική μορφή ενός Μπέρτραντ Ράσελ ή ενός Ζαν-Πολ Σαρτρ. Εφ’ όσον δηλώνει ειδικός, είτε πληρώνεται από το κράτος είτε όχι, πρέπει να απέχει από ηθικές αρχές και πολιτικές δεσμεύσεις και να παρουσιάζεται ως ουδέτερος και αντικειμενικός. Η πολιτική άλλωστε έχει γίνει μια τεχνοκρατική διαδικασία διαχείρισης της οικονομίας.

Ετσι, η ευθύνη του διανοούμενου/πανεπιστημιακού έχει αντιστραφεί. Αντί να αγωνίζεται για τη δικαιοσύνη και να λέει την αλήθεια στην εξουσία, έχει γίνει «εργαλείο» της κυβέρνησης. 

Ως ειδικός, είτε πληρώνεται από το κράτος είτε όχι, πρέπει να απέχει από ηθικές αρχές και πολιτικές δεσμεύσεις και να παρουσιάζεται ως ουδέτερος προμηθευτής αντικειμενικής γνώσης. Η σιωπή των «επίσημων» διανοούμενων για τις επανειλημμένες αποτυχίες της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι κατανοητή, δουλειά τους είναι να χρησιμοποιούν το συμβολικό κεφάλαιο του «διανοούμενου» για να δικαιολογούν τους ισχυρισμούς της εξουσίας.

Σε στιγμές κρίσης η μάσκα της ουδετερότητας πέφτει. Στην κατάσταση ανάγκης, η ουδετερότητα και η αντικειμενικότητα αποκαλύπτονται ως μεταμφιέσεις ιδεολογικής μεροληψίας. Ο ισχυρισμός περί «αντικειμενικής» γνώσης, εξ ορισμού προβληματικός στις κοινωνικές επιστήμες, γίνεται πεδίο αντιπαράθεσης. Οπως έλεγε ο Μαξ Βέμπερ, καλόπιστη «εσωτερική» κριτική γίνεται από όσους ανήκουν στην ίδια θεωρητική σχολή. Οταν όμως διαφέρουν οι θεμελιώδεις παραδοχές, όπως όταν ο ένας πιστεύει ότι την Ιστορία κινεί η πάλη των τάξεων, ενώ ο άλλος οι αποφάσεις ιδιωτών και αγορών, δεν υπάρχει διάλογος αλλά αντιπαράθεση. Και όπως γνωρίζουμε, οι εξαιρετικές καταστάσεις που ζούμε σήμερα είναι ο καλύτερος οδηγός για να κατανοήσουμε τις «φυσιολογικές» εποχές.

Μετά τον Μισέλ Φουκό η πεποίθηση ότι η εξουσία και η γνώση είναι εξωτερικές και αντίπαλες δεν πείθει πια. Η σχέση τους είναι στενή, η εξουσία δημιουργεί γνώση και η γνώση αναπαράγει την εξουσία. Στο κείμενό του «Τι είναι κριτική;» ο Φουκό υποστηρίζει ότι κριτική σημαίνει να καλλιεργούμε την «τέχνη της αντίστασης» προς τον τρόπο που μας κυβερνούν και μας ελέγχουν. Στο σεμινάριο «Για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας» προσθέτει:

Ο ρόλος του διανοούμενου δεν είναι του νομοθέτη ή φιλοσόφου που βρίσκεται ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα, μια μορφή που εκπροσωπεί την ειρήνη και την ανακωχή. Το ζητούμενο δεν είναι να τοποθετηθεί κανείς ανάμεσα στους αντιπάλους, στο κέντρο και από πάνω τους, να επιβάλει έναν καθολικό νόμο και να ανακαλύψει μια συμφιλιωτική τάξη. Το ζητούμενο είναι να εγκαθιδρύσουμε μια αλήθεια που θα δίνει δύναμη, μια αλήθεια-όπλο και ένα μοναδικό νόμο. Το υποκείμενο που μιλάει είναι εμπόλεμο.

Ο ρόλος του «υπεύθυνου» κυβερνητικού διανοούμενου είναι να μας κάνει να ξεχνάμε ότι είμαστε «εμπόλεμοι», μιλώντας για «αντικειμενικές» αλήθειες. Για τον Εντουαρντ Σαΐντ, αντίθετα, «ο ρόλος του διανοούμενου βρίσκεται στην κόψη». Δίνει φωνή σε εκείνους που αλλιώς δεν θα μπορούσαν να ακουστούν.

Στα αγγλικά και τα γαλλικά, η λέξη «ευθύνη» –responsibility– συνδέεται με την «απάντηση» – response. Είσαι υπεύθυνος όταν ανταποκρίνεσαι σε ένα (ηθικό) αίτημα. Το αίτημα μπορεί να έρχεται από την εξουσία, τον ηγέτη, την κοινωνική ορθοδοξία ή από τον Αλλο. Η ευθύνη που καταφάσκει στις εντολές της εξουσίας, κάθε εξουσίας ακόμη και αριστερής, είναι ανήθικη. Η ηθική στάση είναι η ανευθυνότητα στην εξουσία της κυβέρνησης ή της αντιπολίτευσης. Ηθική ευθύνη είναι να απαντάς στο αίτημα του πένητος, του άνεργου, του πρόσφυγα.

Το καθολικό αναδύεται πάντοτε μέσα από τον βιόκοσμο, όταν ένα μερικό –ένας άνθρωπος, μια ομάδα, ένα κίνημα- υιοθετεί μια ηθική αξία, που η γενίκευσή της εξαλείφει τα συμπτώματα και μειώνει τις αιτίες της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης. Η μόνη ηθική αρχή που μπορεί να γίνει καθολική πολιτική πρόταση ξεκινάει από αποκλεισμένους, τους νέους, τους ανέργους, τους μετανάστες, αυτούς που πνίγονται ή επαναπροωθούνται στο Αιγαίο. Οταν οι αποκλεισμένοι γίνουν αντιπρόσωποι της οικουμενικής αρχής τότε θα μπορούμε να μιλάμε για «πολιτική ευθύνης» και «υπεύθυνους πολίτες». Η ευθύνη θα ξαναγίνει απάντηση στο ηθικό αίτημα του άλλου και τάση του εαυτού προς το κοινό καλό.

πηγή


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου