Θεωρητικά ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, δεδομένων των συνθηκών, θα έπρεπε τώρα να μετράνε πολιτικά κέρδη και να δημιουργούν τις προϋποθέσεις για να αναλάβουν, σε συνεργασία ή μεμονωμένα, σε σύντομο χρόνο την εξουσία. Αντί γι’ αυτό, συνεχίζουν να κινούνται με πολιτική μιζέρια, να αναλώνονται σε έντονα φαινόμενα εσωστρέφειας και ανάδειξης προσωπικών φιλοδοξιών των στελεχών τους, να αδυνατούν να συγκροτήσουν μια πειστική εναλλακτική πρόταση εξουσίας που θα προσελκύσει μεγάλες ομάδες πολιτών.
ΣΕ ΜΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ στοιχειώδους πολιτικής κανονικότητας η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα αποτελούσε εδώ και καιρό μακρινό παρελθόν και η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών θα είχε μόνο αρνητικές μνήμες από αυτήν. Στα χρόνια που βρίσκεται στην εξουσία σίγουρα τη βαρύνουν περισσότερες πολιτικές αμαρτίες από όσες είχαν οδηγήσει πολλές από τις κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης να απαξιωθούν γρήγορα, να φθαρούν σε υπερθετικό βαθμό και τελικά να οδηγηθούν στην κατάρρευση σε πιο σύντομο χρόνο συγκριτικά με τη μεγάλη παραμονή της κυβέρνησης Μητσοτάκη στην εξουσία.
Όμως στην ιδιόμορφη χρονική περίοδο που ζούμε δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, αλλά μια πολιτική παραδοξότητα. Η κυβέρνηση βαρύνεται με μικρά ή μεγάλα σκάνδαλα, συχνά κρούσματα κακοδιαχείρισης, πιο συχνά με φαινόμενα αλαζονείας στελεχών της αλλά κυρίως με πολιτικές που οδηγούν συντριπτικά μεγάλες ομάδες πολιτών σε οικονομικό αδιέξοδο και παρ’ όλα αυτά η φθορά της είναι σίγουρα μικρότερη σε σχέση με το πολιτικό κόστος που θα έπρεπε να έχει εισπράξει.
Σε μια άλλη εποχή, μια κυβέρνηση με ανάλογες επιδόσεις θα είχε πέσει εδώ και καιρό. Στην δική μας εποχή, η κυβέρνηση είναι πολιτικά τραυματισμένη, αλλά παραμένει ακλόνητη και χωρίς κανένας πολιτικός φορέας να την απειλεί με βάσιμες αξιώσεις. Κυρίαρχη αιτία για αυτό το πρωτόγνωρο φαινόμενο, το μεγάλο έλλειμμα της αντιπολίτευσης, η οποία σε μεγάλο βαθμό λειτουργεί σαν μέγας χορηγός της κυβέρνησης.
Μετά την πρόσφατη θετική επίδοση του Νέου Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία, πολλοί αναζήτησαν μια αντίστοιχη προοπτική στη χώρα μας. Δεν τη βρήκαν και όλα δείχνουν ότι δεν πρόκειται να τη βρουν. Εδώ το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης διοικείται από έναν πολιτικά ανερμάτιστο και ανεπαρκή πολιτικό, τον οποίο όμως εξέλεξε η βάση, και το τρίτο κόμμα αναζητεί ακόμα ηγεσία και πρόγραμμα που θα αντιπαραθέσει σε αυτό της κυβέρνησης.
Ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας αδυνατεί να αντεπεξέλθει στις καθημερινές οικονομικές ανάγκες του λόγω της ακρίβειας και των χαμηλών απολαβών∙ η πλειονότητα των συντάξεων δεν επαρκεί για μια στοιχειώδη επιβίωση για έναν ολόκληρο μήνα∙ ένας στους τρεις καταναλωτές δεν θα κάνει φέτος διακοπές λόγω οικονομικής ανέχειας, ενώ πολλοί περισσότεροι θα περιορίσουν τις διακοπές τους σε λιγότερες ημέρες∙ οι μισθοί παραμένουν εντυπωσιακά χαμηλοί, ιδιαίτερα στους νέους εργαζόμενους και οι προοπτικές γι’ αυτούς είναι ψαλιδισμένες∙ το δυναμικό κομμάτι των επιστημόνων που έφυγαν για το εξωτερικό δεν πρόκειται να επιστρέψει.
Κι όμως, οι δυσμενείς αυτές οικονομικές παράμετροι, οι οποίες παραδοσιακά αποτελούν το βασικό κριτήριο με το οποίο η πλειοψηφία των πολιτών καθορίζει την ψήφο της, δεν αρκούν για να οδηγήσουν σε μια κυβερνητική αλλαγή. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και σε επίπεδο ποιότητας της δημοκρατίας: το μεγάλο σκάνδαλο των υποκλοπών τροφοδοτείται συνεχώς με νέα στοιχεία χωρίς να παίρνει τη δημοσιότητα που του αξίζει και κυρίως να έχει τις αντίστοιχες επιπτώσεις για την κυβέρνηση, η ελλειμματική (sic) με κυβερνητική ευθύνη λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών συνεχίζεται σαν να μην συμβαίνει τίποτα, στις μεγάλες υποθέσεις που δίκαια χαρακτηρίζονται σκάνδαλα (όπως το έγκλημα των Τεμπών) τα θύματα δεν δικαιώνονται, το έλλειμμα δημοκρατίας μεγεθύνεται, ένα μεγάλο κομμάτι των μέσων ενημέρωσης λειτουργεί σε απόλυτη εξάρτηση από την κρατική εξουσία. Ούτε αυτά τα δεδομένα όμως είναι ικανά για να πλήξουν την κυβέρνηση σε τέτοιο βαθμό ώστε να οδηγηθεί στην κατάρρευση.
Ο βασικός λόγος γι’ αυτή την πολιτική παραδοξότητα βρίσκεται στους απέναντι, σε αυτούς δηλαδή τους πολιτικούς φορείς οι οποίοι θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως μηχανισμοί υποδοχής της αναμφισβήτητα μεγάλης δυσαρέσκειας της κοινωνίας, η οποία εκφράστηκε στις πρόσφατες ευρωεκλογές είτε με την τεράστια αποχή είτε με την άνοδο πολιτικών μορφωμάτων στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας.
Θεωρητικά ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, δεδομένων των συνθηκών, θα έπρεπε τώρα να μετράνε πολιτικά κέρδη και να δημιουργούν τις προϋποθέσεις για να αναλάβουν, σε συνεργασία ή μεμονωμένα, σε σύντομο χρόνο την εξουσία. Αντί γι’ αυτό, συνεχίζουν να κινούνται με πολιτική μιζέρια, να αναλώνονται σε έντονα φαινόμενα εσωστρέφειας και ανάδειξης προσωπικών φιλοδοξιών των στελεχών τους, να αδυνατούν να συγκροτήσουν μια πειστική εναλλακτική πρόταση εξουσίας που θα προσελκύσει μεγάλες ομάδες πολιτών.
Μετά την πρόσφατη θετική επίδοση του Νέου Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία, πολλοί αναζήτησαν μια αντίστοιχη προοπτική στη χώρα μας. Δεν τη βρήκαν και όλα δείχνουν ότι δεν πρόκειται να τη βρουν. Εδώ το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης διοικείται από έναν πολιτικά ανερμάτιστο και ανεπαρκή πολιτικό, τον οποίο όμως εξέλεξε η βάση, και το τρίτο κόμμα αναζητεί ακόμα ηγεσία και πρόγραμμα που θα αντιπαραθέσει σε αυτό της κυβέρνησης.
Με μια απίστευτη ελαφρότητα που κυρίως αφορά προσωπικές φιλοδοξίες, υπερεγώ και ανεπάρκειες, αφήνουν τον χρόνο να περνάει πολιτικά ανεκμετάλλευτος, την κοινωνία να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην απελπισία, τις προοπτικές να εξαφανίζονται, ένα μεγάλο κομμάτι των ψηφοφόρων να επιλέγει την αποχή από όσα διαδραματίζονται γιατί δεν βρίσκει κάτι πολιτικά ελκυστικό για να το προσεγγίσει.
Η αβάσταχτη ελαφρότητα της αντιπολίτευσης,
ΑπάντησηΔιαγραφήη αβάσταχτη ανυπαρξία της αντιπολίτευσης,
η αβάσταχτη αισχρότητα της κυβέρνησης,
η αβάσταχτη καθημερινότητα του Έλληνα
και πόσα άλλα αβάσταχτα από ανθρώπους που μας αγαπάνε!!!
Το διαίρει και βασίλευε του Μητσοτάκη το βλέπουν.
Το πόσο επιβλαβές είναι για την πολιτική ζωή το ξέρουν και συνεχίζουν να είναι οι καλύτεροι οπαδοί του Μητσοτάκη.
Μήπως πρέπει να αλλάξουμε αντιπολίτευση;