Παρασκευή 8 Μαρτίου 2024

Πόσο κόστισε η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών;

Στη δημόσια συζήτηση που ανακινήθηκε το τελευταίο διάστημα για το κόστος ανακεφαλαιοποιήσεων του εγχώριου τραπεζικού τομέα αναπτύχθηκαν τρία βασικά (αντ)επιχειρήματα, με σκοπό να καταδειχθεί ότι ο αντίκτυπος στα δημόσια οικονομικά από την κρατική παρέμβαση ήταν στην πραγματικότητα σχεδόν μηδενικός:



 (α) Στους υπολογισμούς της συνεισφοράς των τραπεζών στα ταμεία του κράτους δεν μπορεί να μη συμπεριληφθεί η ζημιά που κατέγραψαν αυτές, από το όφελος που είχε το κράτος από το κούρεμα του ελληνικού χρέους (PSI), (β) το τραπεζικό σύστημα, λόγω της χρήσης του ακριβού μηχανισμού ρευστότητας (ELA) συνεισέφερε στη μεγάλη κερδοφορία της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία με τη σειρά της, λόγω της κερδοφορίας που πέτυχε, απέδωσε μερίσματα στο ελληνικό Δημόσιο που ξεπερνούν τα 5,5 δισ. ευρώ, και (γ) οι πολιτικές αναταραχές οδήγησαν στη διόγκωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και επιβάρυναν συνολικά το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.

Ωστόσο, τα παραπάνω στοιχεία δεν αρκούν για να αντισταθμίσουν τη μεγάλη εικόνα, η οποία είναι μάλλον εντελώς διαφορετική εάν λάβουμε υπόψη κάποιες επιπλέον πηγές δεδομένων:

  • Οι απώλειες των τραπεζών από το PSI καλύφθηκαν από την πρώτη ανακεφαλαιοποίηση. Ωστόσο, οι ελληνικές τράπεζες αποκόμισαν μεγάλα κέρδη από την έκθεσή τους στα κρατικά ομόλογα τη δεκαετία που προηγήθηκε της κρίσης, χωρίς όμως να έχουν χτίσει επαρκή αποθεματικά ασφαλείας, σε περίπτωση που κάτι πάει στραβά (όπως και έγινε...). Oι ελληνικές τράπεζες είχαν εμφανιστεί, πριν από το 2012, απολύτως απροετοίμαστες και απρόθυμες για την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης, παρά την υψηλή έκθεσή τους (25% του ΑΕΠ) στο δημόσιο χρέος. Συγκριτικά, οι ισπανικές τράπεζες κατείχαν κρατικά ομόλογα περίπου 20% του ΑΕΠ, ενώ οι αντίστοιχες πορτογαλικές και γαλλικές κατείχαν ομόλογα αξίας περίπου 10% του ΑΕΠ των χωρών καταγωγής τους.
  • Σύμφωνα με σχετική μελέτη (transaction by transaction analysis) του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η συνολική επίδραση στο δημόσιο χρέος από την κρατική χρηματοδοτική στήριξη προς τις ελληνικές τράπεζες, κατά τη διάρκεια της κρίσης, ανήλθε στο ένα πέμπτο σχεδόν του ΑΕΠ του 2017 (βλ. Πίνακα 2) – ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά  μεταξύ των οικονομιών της Ευρωζώνης.
  • Ειδικότερα, οι ελληνικές κυβερνήσεις δαπάνησαν περίπου 57 δισ. ευρώ για την κεφαλαιακή στήριξη και εξυγίανση των τραπεζών – λαμβάνοντας υπόψη και το πρώτο πακέτο ενίσχυσης στα τέλη του 2008 που περιλάμβανε μέτρα ρευστότητας και μια προληπτική κεφαλαιακή ενίσχυση ύψους 5 δισ. ευρώ μέσω της αγοράς προνομιούχων μετοχών.
  • Από τα συνολικά 57 δισ. ευρώ, περίπου 7 δισ. ευρώ εξοφλήθηκαν ή ανακτήθηκαν μέσω ρευστοποιήσεων έως το 2019 (δεν συνυπολογίζεται η ζημιά του ΤΧΣ από τη μετατροπή των CoCos της Τράπεζας Πειραιώς σε μετοχές το 2021 ούτε τα 3-4 δισεκ. που προβλέπει ότι θα λάβει το Ταμείο από την τρέχουσα διαδικασία αποεπένδυσης), σύμφωνα πάντοτε με τους υπολογισμούς του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (βλ. Πίνακα 1).
  • 1,3 δισ. ευρώ για την ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος προήλθε από το ΤΕΚΕ (ο πρώτος οργανισμός που ανέλαβε το κόστος της διαδικασίας αναδιάρθρωσης του τραπεζικού συστήματος).
  • Συνολικά (2012-2015), το κόστος της εξυγίανσης των μη συστημικών τραπεζών (χρηματοδοτικό κενό και λοιπές κεφαλαιακές ανάγκες) άγγιξε τα 18 δισ. ευρώ (Bank of Greece. 2014. “The Chronicle of the Great Crisis 2008–2013: σελ. 187), ενώ οι τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις των συστημικών τραπεζών με δημόσιο χρήμα έφτασαν τα 30,5 δισεκ ευρώ. 

Πίνακας 1

Πηγή: IMF (2019a), “Greece: 2019 Article IV Consultation-Press Release; Staff Report; and Statement by the Executive Director for Greece”, IMF Country Report No. 19/340, November (σελ. 18) 

Πίνακας 2

Πηγή: Igan D., Moussawi H., Tieman A., Zdzienicka A., Dell’Ariccia G., and Mauro P. 2019. “The Long Shadow of the Global Financial Crisis: Public Interventions in the Financial Sector.” IMF Working Paper, WP/19/164, International Monetary Fund (σελ. 39). 

  • Οι συσσωρευμένες ζημιές του ΤΧΣ αγγίζουν τα 39 δισεκ. ευρώ, σε σχέση με τα 42 δισεκ. ευρώ που είναι το αρχικό του κεφάλαιο (βλ. Πίνακα 3).
  • Στους υπολογισμούς για το κόστος των ανακεφαλαιοποιήσεων οφείλουμε να λάβουμε υπόψη τα 13,1 δισ. ευρώ της αναβαλλόμενης φορολογίας (DTC) που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της κεφαλαιακής τους βάσης (συνολικού ύψους 21,3 δισ. ευρώ) των τεσσάρων συστημικών τραπεζών − με βάση τα στοιχεία εξαμήνου 2023.
  • Επιπλέον, οι εγγυήσεις του ΗΡΑΚΛΗ ανέρχονται σε περίπου 18 δισεκ. και συνέβαλαν καθοριστικά στην εξυγίανση των τραπεζικών χαρτοφυλακίων.
  • Εκτός από τον πολιτικό κίνδυνο που επιδείνωσε το μακροοικονομικό περιβάλλον και οδήγησε σε αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, είναι απαραίτητο να ληφθούν υπόψη οι αδύναμες εσωτερικές διαδικασίες διαχείρισης των τραπεζών και η χαμηλή ποιότητα της εταιρικής τους διακυβέρνησης που όξυναν περαιτέρω το υφιστάμενο πρόβλημα (πράγμα που αναγνωρίστηκε πολύ σύντομα από την Τρόικα, έχοντας ως συνέπεια την απαίτηση των δανειστών για πλήρη «αφελληνισμό» των μελών των ΔΣ των ελληνικών τραπεζών).
  • Σε αντίθεση με την ακριβή ρευστότητα από τον ELA, οι ελληνικές τράπεζες το 2020 είχαν -κατ' εξαίρεση- την ευκαιρία να συμμετάσχουν στο τρίτο κατά σειρά πρόγραμμα μακροπρόθεσμης παροχής ρευστότητας στις τράπεζες (TLTRO III) από την ΕΚΤ, αυτή τη φορά με αρνητικά επιτόκια, προκειμένου να δώσει ένα ισχυρό κίνητρο για να συνεχίσουν να δανείζουν τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
  • Άντλησαν ρευστότητα για τρία χρόνια με αρνητικά επιτόκια, ύψους άνω των 50 δισ. ευρώ. Αυτή η πρωτοφανής ένεση ρευστότητας με τόσο καλούς όρους επέτρεψε στις τράπεζες να αποκομίζουν σημαντικά κέρδη, αξιοποιώντας τα δανεικά από την ΕΚΤ για τοποθετήσεις σε κρατικούς τίτλους ή για καταθέσεις στο ίδιο το Ευρωσύστημα (δηλαδή στις εθνικές κεντρικές τράπεζες) με λίγο υψηλότερο επιτόκιο. Όλα τα παραπάνω αποτελούν έμμεση επιδότηση στις τράπεζες από τα κράτη.

Πίνακας 3

Συμπερασματικά, με βάση τα παραπάνω δεδομένα, είναι πολύ δύσκολο να επαληθευτεί ο ισχυρισμός ότι το εύρος της κρατικής στήριξης στις τράπεζες δεν είναι τεράστιο και ότι απεναντίας, έχει προκύψει όφελος για το Δημόσιο.  Αντιθέτως μάλιστα, τα μέτρα που εφαρμόστηκαν για την αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος -πριν αλλά και μετά τη «μνημονιακή» περίοδο- επικεντρώθηκαν στη διαφύλαξη του ιδιωτικού χαρακτήρα της διοίκησης του τραπεζικού συστήματος (σε αντίθεση με τον αρχικό σχεδιασμό της περιόδου 2010-11 για ανακεφαλαιοποίηση με κοινές μετοχές…) και στην καθοριστική στήριξή του έως και σήμερα με άμεσες ή έμμεσες επιδοτήσεις από το κράτος και το Ευρωσύστημα.


(*) Ο Θανάσης Κολλιόπουλος είναι διδάκτωρ Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου