Άκυρες θεωρούνται, σύμφωνα με απόφαση του Αρείου Πάγου που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, οι μονιμοποιήσεις συμβασιούχων στο Δημόσιο, στους ΟΤΑ και στα ΝΠΔΔ, και μάλιστα αναδρομικά από τον Απρίλιο του 2001, ακόμη και αν αυτοί καλύπτουν πάγιες ανάγκες!
Ειδικότερα, σύμφωνα με την απόφαση 146/2023, οι διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου συναπτόμενες με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, από την 18η Απριλίου 2001 και εφεξής, δεν μπορούν, ούτε και με νόμο, να μετατραπούν σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, έστω και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες του οικείου φορέα, που προέβη στην πρόσληψη.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, στις συναφθείσες μετά την 18.04.2001 συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο ή σε φορείς του δημοσίου τομέα, προκύπτει ακυρότητα των τυχόν μονιμοποιήσεων που έχουν γίνει.
Σημειώνεται ότι στον Άρειο Πάγο προσέφυγε εργαζόμενος που απασχολήθηκε σε δημόσιο φορέα, με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και διεκδίκησε τη μονιμοποίησή του. Ωστόσο ο Άρειος Πάγος αποφάνθηκε τα ακόλουθα:
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669 και 672 του Α.Κ. προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας.
Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρι ορισμένο χρονικό σημείο ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου παύει να ισχύει αυτοδικαίως.
Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 του Α.Κ., παύει αυτοδικαίως όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης (Oλ. Α.Π. 19/2007, Α.Π. 330/2022, Α.Π. 217/2017, Α.Π. 104/2016, Α.Π. 509/2016).
Να σημειωθεί, πάντως, ότι πρόκειται για απόφαση τμήματος και όχι της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου η οποία αποτελεί συνέχεια της σχετικής απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 2011.
ΝΟΜΙΜΕΣ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΟΙ ΑΥΞΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΑ ΠΟΥ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΜΕ ΔΙΚΕΣ ΤΟΥΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ !!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΓΙΑΝΝΗΣ ΚΕΡΝΑΕΙ..ΓΙΑΝΕΙΣ ΠΙΝΕΙ ΔΗΛΑΔΗ ...