Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2024

Ο σκύλος στην Αρχαία Ελλάδα



Ο σκύλος στην Αρχαία Ελλάδα είχε σεβαστή θέση στην καθημερινή ζωή των προγόνων μας και υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού μας. Αυτό μπορούμε εύκολα να το διαπιστώσουμε από τις αναρίθμητες αναφορές που γίνονται για το σκύλο στα έργα τους, την τέχνη τους, τους μύθους και τις ιστορίες τους.


Από την ελληνική μυθολογία βλέπουμε ότι πολλά τέρατα είχαν την μορφή σκύλου, όπως η Σκύλλα και η Χάρυβδη, ο Κέρβερος κ.ά. Αυτό ίσως να οφείλεται στο ότι την εποχή δημιουργίας της μυθολογίας, ο σκύλος να ήταν ακόμα άγριο και μη εξημερωμένο ζώο.


Με την πάροδο όμως του χρόνου, ο σκύλος εξημερώθηκε και αποτέλεσε πολύτιμο και χρήσιμο συνοδό σε αρκετές εργασίες


Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Σπύρο Μαρινάτο: «Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της αρχαιότητος είχον καλλιεργήσει κύνας (σκύλους). Οι Αιγύπτιοι συχνά μας τους παρουσιάζουν εις τα μνημεία των, εκ της κοιλάδος δε του Νείλου φαίνεται ότι κατάγονται ορισμένα είδη ευρωπαϊκών κυνών».

Ένας από τους μύθους που αφορούν τον σκύλο αναφέρει ότι ο σκύλος είναι αναπαραγωγή του Κέρβερου, την οποία επέτυχε ο εγγονός του Αχιλλέα ονόματι Μολοσσός. Γι’ αυτό το λόγο και η Εκάτη συντροφεύονταν πάντα από μαύρα σκυλιά ονόματι «Μολοσσοί». Η αρχαία ονομασία των κατοίκων της Ηπείρου είναι Μολοσσοί.

Άλλος μύθος αναφέρει ότι ο σκύλος είναι δημιούργημα του θεού Ηφαίστου, όπου ο θεός Απόλλωνας εξημέρωσε και τον έκανε δώρο στην αδελφή του θεά Αρτέμιδα για να τη συντροφεύει στο κυνήγι της.

Οι Αρχαίοι κατάλαβαν την ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και στο σκύλο, τοποθετώντας τον ακόμα και στο σύμπαν με τον αστερισμό του κυνός.

Άλλη μία ιστορία που δείχνει την σχέση που είχαν οι αρχαίοι Έλληνες με τον σκύλο, μία σχέση βασισμένη στην αγάπη, την πίστη και την αφοσίωση είναι η γνωστή συγκινητική ιστορία του γέρικου σκύλου Άργους, του σκύλου του Οδυσσέα που παρ’ όλα τα δέκα χρόνια απουσίας του αφέντη του κατάφερε να τον αναγνωρίσει, να κουνήσει την ουρά του από χαρά και να ξεψυχήσει στα πόδια του αφεντικού του.


Ο σκύλος αποτέλεσε έμπνευση για την ίδρυση της φιλοσοφικής σχολής του Κυνισμού και εκείνων που την ακολούθησαν, γνωστοί ως κυνικοί φιλόσοφοι. Οι κυνικοί φιλόσοφοι γύριζαν στους δρόμους των Αθηνών ζώντας μιμούμενοι τη ζωή των σκύλων.











Ο γνωστός κυνικός φιλόσοφος Διογένης περιφερόταν μεσημέρι στο κέντρο των Αθηνών κρατώντας ένα φανάρι και έχοντας συντροφιά έναν σκύλο φωνάζοντας «άνθρωπο ζητώ» υπονοώντας τη φιλοσοφική έννοια της λέξης «άνθρωπος». Σύμφωνα με τον Σωκράτη, ο σκύλος είναι ένας «αληθινός φιλόσοφος».

Ο σκύλος τότε, όπως και σήμερα, χρησίμευε για τσοπανόσκυλο (ποιμενικός κύων), φύλακας (πυλωρός, θυρωρός, οικουρός ή δέσμιος κύων όταν ο φύλακας σκύλος ήταν δεμένος), κυνηγόσκυλο (θηρευτικός, αγρευτικός κύων) δίπλα στον Έλληνα κυνηγό. Αλλά και η ίδια η λέξη «κυνηγός» προέρχεται από την παρουσία του : Κυναγός > Κυνηγός = ο άγων τον κύνα, αυτός που οδηγεί το σκύλο).

Υπήρχαν επίσης οι πολεμισταί κύνες, οι άθλοι των οποίων αναφέρονται σε περιγραφές μαχών όπως του Μαραθώνα, της Μαντινείας κ.α. Ο ζωγράφος Μίκων, τίμησε το σκύλο που συνόδευε τον Αθηναίο κύριό του στην μάχη του Μαραθώνα, απεικονίζοντας τον μεταξύ των καλύτερων Ελλήνων πολεμιστών.

Υπήρχαν ακόμη οι μαχηταί κύνες, οι οποίοι πάλευαν με τα θηρία στον στίβο, παρέχοντας θέαμα, ιδιαίτερα στους Ρωμαίους. Υπήρχαν, τέλος, μικρόσωμα σκυλιά, όπως αυτά της Μάλτας που συνόδευαν τις πλούσιες κυρίες τους στον περίπατο, στο φαγητό ακόμη και στον ύπνο τους.

Οι τιμές της αγοράς σκύλων στην Αρχαία Ελλάδα διαμορφώνονταν ανάλογα. Ο Αλκιβιάδης είχε αγοράσει τον περίφημο σκύλο του, που ενώ ήταν ακριβός λόγω της φουντωτής ουράς του, την ακρωτηρίασε για να προκαλέσει, στην τιμή των «ἑβδομήκοντα μνῶν» ποσό σημαντικό για την εποχή εκείνη.

Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε τον ινδικό του σκύλο Περίττα, που «η γενιά του κρατούσε από λιοντάρι», και στην μνήμη του ίδρυσε πόλη. Τον είχε αγοράσει 100 μνες. Σε μια μάχη με τους στρατιώτες του του Δαρείου του Γ’ δεν είχε χρόνο να αντιμετωπίσει ένα ελέφαντα που τον πλησίαζε επιθετικά. Ο Περίττας, τότε, έτρεξε και δάγκωσε τον ελέφαντα και με αυτόν τον τρόπο έσωσε τον Αλέξανδρο από βέβαιο θάνατο. Έναν άλλο σκύλο παιονικής καταγωγής, με το όνομα Τρίακος, είχε δωρίσει στον Αλέξανδρο ο σατράπης της Παιονίας. 65 φυλές αναφέρεται πως υπήρχαν στην αρχαία Ελλάδα… Πληροφορίες μας παρέχουν : ο Ξενοφών στα «Κυνηγετικά», ο Ηρόδοτος στις περιηγήσεις του και ο Αριστοτέλης στο «Περί Ζώων Ιστορίαι».


Οι σκύλοι συνόδευαν τους Αρχαίους Έλληνες όχι μόνο στο κυνήγι αλλά και στο τραπέζι που ετοίμαζαν μετά. Εκεί μοιράζονταν με τους τετράποδους φίλους τους κομμάτια από τα θηράματα όπως κουνέλια, ελάφια και αγριογούρουνα.


Μετά το τραπέζι, ο ιδιοκτήτης σκούπιζε τα χέρια του με ένα κομμάτι ψωμί και το έδινε στον σκύλο του μαζί με μία ιδιαίτερη λιχουδιά, βοδινό συκώτι ψημένο στα κάρβουνα πασπαλισμένο με κριθάρι. Αν ο σκύλος του υπέφερε από παράσιτα στο έντερο, του έδινε το φλοιό από το σιτάρι.


Ο Ξενοφώντας, ο Έλληνας ιστορικός που έγραψε για τα κυνηγόσκυλα τον 4ο αιώνα π.X. υποστήριζε ότι τα πιο καλά ονόματα είναι τα σύντομα, μονοσύλλαβα ή δισύλλαβα, για να μπορεί κάποιος να τα προφέρει με ευκολία.

Η σημασία του ονόματος ήταν επίσης σημαντική για το ηθικό τόσο του ιδιοκτήτη όσο και του σκύλου: ονόματα που είχαν σχέση με την ταχύτητα, τη γενναιότητα, τη δύναμη, την εμφάνιση και άλλες αρετές ήταν προτιμητέα.


Ο Ξενοφώντας για παράδειγμα φώναζε το σκύλο του Ορμή. Η μυθική κυνηγός Αταλάντη φώναζε το σκύλο της Αύρα. Σε ένα αρχαίο Ελληνικό αγγείο του 560π.Κ.Ε. απεικονίζεται η Αταλάντη και άλλοι ήρωες μαζί με τα κυνηγόσκυλά τους κυνηγώντας τον περίφημο Καλυδώνιο Κάπρο. Πάνω στο αγγείο ο αγγειογράφος κατέγραψε τα ονόματα επτά σκύλων: Ορμένος, Μεθέπων, Εγέρτης, Κόραξ, Μάρψας, Λάβρος και Εύβολος.


Στην κλασσική αρχαιότητα το κυνήγι (λαγού, ελαφιού, αρκούδας, αγριογούρουνου) για τροφή και για διασκέδαση ήταν αρκετά διαδεδομένο, και όσοι κυνηγοί χρησιμοποιούσαν σκύλους για αυτό το σκοπό τους φρόντιζαν ιδιαίτερα. Δύο εγχειρίδια κυνηγιού της αρχαίας Ελλάδας που σώζονται σήμερα είναι γραμμένα από δύο Έλληνες ιστορικούς, τον Ξενοφώντα και τον Αρριανό και έχουν αρκετές πληροφορίες και συμβουλές για την σωστή ανατροφή των κυνηγόσκυλων.

Τα συνηθισμένα κουτάβια τρέφονταν με κριθαρένιο ψωμί που είχε μαλακώσει μέσα σε αγελαδινό γάλα ή ορό γάλακτος. Συνήθως πρόσθεταν και λίγο από το αίμα του ζώου εκείνου που ήθελαν να εκπαιδεύσουν το κουτάβι να κυνηγήσει.

Στη διάρκεια του δείπνου, ο ιδιοκτήτης έκοβε μεγάλα κομμάτια από την ψίχα του ψωμιού για να σκουπίσει τα δάκτυλά του και μετά τα έδινε στο σκύλο του μαζί με κόκαλα και άλλα αποφάγια από τα πιάτα, ίσως μαζί και με ένα πιατάκι από ζωμό κρέατος. Μετά από μία θυσία ή ένα τραπέζι, ετοίμαζαν μια ιδιαίτερη λιχουδιά: ένα κομμάτι από βοδινό συκώτι πασπαλισμένο με κριθάρι και ψημένο στα κάρβουνα. Ήταν ακόμα φυσικό, ότι σαν δείγμα ευγνωμοσύνης μοιράζονταν μαζί με τους πιστούς τετράποδους φίλους κομμάτια από τα θηράματα, όπως κουνέλια, ελάφια ή αγριογούρουνα.
πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου