Ο Γιάννης Μακρυγιάννης (1797 - 27 Απριλίου 1864) ήταν αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, στρατιωτικός και πολιτικό πρόσωπο μετά τη δημιουργία του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Ήταν επίσης αυτοδίδακτος και οψιμαθής συγγραφέας απομνημονευμάτων.
...ένα πράγμα με παρακινεί και μένα να γράφω, λέγει ο Στρατηγός Μακρυγιάννης- ότι τούτην την Πατρίδα την έχουμε όλοι μαζί και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Έγραψα γυμνή την αλήθεια να ιδούνε όλοι οι Έλληνες και να μπαίνουν σε φιλοτιμία και τα παιδιά μας να λένε «έχουμε αγώνες πατρικούς, έχουμε θυσίες.
Γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1797 στο συνοικισμό Αβορίτι του Κροκυλείου Δωρίδας και το οικογενειακό του όνομα ήταν Τριανταφύλλου.΄Ήταν σχεδόν συνομήλικος του Σολωμού, κατά ένα χρόνο μεγαλύτερος του. Ο πατέρας του Δημήτρης φονεύθηκε σε συμπλοκή με τους Τούρκους όταν ο Μακρυγιάννης ήταν ενός έτους. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, μετά από επιδρομή των Τούρκων, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον Αβορίτι μαζί με την μητέρα του Βασιλική και τα αδέρφια του και να εγκατασταθεί στη Λειβαδιά. Το 1811, τον προσέλαβε ο γραμματέας του Αλή Πασά, Αθανάσιος Λιδωρίκης, κοντά στον οποίο μεγάλωσε στην Άρτα και τα Γιάννενα. Το 1817 άρχισε να ασχολείται με το εμπόριο και μέσα σε τρία χρόνια απέκτησε σημαντική περιουσία από αυτό. Το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και στάλθηκε στην Πάτρα για να συμμετάσχει σε προετοιμασίες για την επανάσταση.
Κατά τη διάρκεια της επανάστασης είχε σημαντική πολεμική δράση. Αγωνίστηκε σε Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα. Τραυματίστηκε πολλές φορές σε μάχες, με αποκορύφωμα τη μάχη της Αθήνας (Ακρόπολη - Περιοχή Ηρωδείου), όπου σε ένα βράδυ τραυματίστηκε τρεις φορές κατά τη διάρκεια υπεράσπισης ενός συμπολεμιστή του. Συνήθιζε με τα τεχνάσματα και τις στρατηγικές του ανταρτοπολέμου να εξαπατά τον αντίπαλο. Αυτός ήταν ο λόγος που κέρδισε κατά τη διάρκεια της επανάστασης το σεβασμό και την εμπιστοσύνη των μεγάλων στρατιωτικών και πολιτικών ηγετών. Είχε όμως πάντα το θάρρος της γνώμης του και πολλές φορές γινόταν επικριτικός και αυστηρός προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, όταν θεωρούσε ότι κάποιος ήταν ιδιοτελής και αδιαφορούσε για το σκοπό του αγώνα.
Ένα από τα μέγιστα πατριωτικά του προτερήματα ήταν επίσης ότι όσες φορές του προτάθηκε από τις προσωρινές κυβερνήσεις (κατά τη διάρκεια της Επανάστασης) η παραχώρηση περιουσίας, μεγάλης ή μικρής, αυτός τις απαρνήθηκε στο όνομα της ελευθερίας της πατρίδας και της ανιδιοτέλειας. Ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης και αναγνώρισης είχε χτίσει με τους περισσότερους Αθηναίους και Υδραίους, λόγω αυτής του της ανιδιοτέλειας.
Μετά το τέλος της επανάστασης άρχισε να γράφει τα Απομνημονεύματά του, τα οποία αποτελούν δείγμα της δημώδους γλώσσας στην νεοελληνική γραμματεία. Ήρθε σε αντίθεση με τους οπαδούς του Καποδίστρια, και αργότερα με τον Όθωνα. Έλαβε μέρος στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου. Το 1852 καταδικάστηκε σε θάνατο με την κατηγορία ότι σχεδίαζε τη δολοφονία του Όθωνα, αλλά το 1854 αφέθηκε ελεύθερος. Το 1864 ονομάστηκε αντιστράτηγος και πέθανε λίγο μετά.
O Κωνσταντίνος Μπέλιος, στο ημερολόγιό του γράφει:
30 Ιανουαρίου 1837, Δευτέρα [...] Εκ του νοσοκομείου εξελθόντες επήγαμεν να κάμωμεν βίζιταν τω Μακρυγιάννη, όστις είναι εις οργήν από μέρους της κυβερνήσεως, διότι υπέγραψεν αναφοράν, ήν το Δημοτικόν Συμβούλιον εποίησεν δια τας καταχρήσεις, άπερ εποίησεν ο Άρμανσπεργκ και οι εν εν υπουργήμασι όντες Παυαρού (Βαυαροί) δια τους μεγάλους φόρους, όπου εις το έθνος έβαλε και κυρίως δια τον χαρτόσημον φόρον όστις εις κανένα μέρος της Ευρώπης δεν είναι τόσον βαρύς, ώσπερ εν Ελλάδι, και δια την απομάκρυνσιν των Παυαρών από Ελλάδος, ην αδιακόπως κατατρώγουν. Τα εξ αμάξης έλεγεν αυτός ο καλός άνθρωπος και πατριώτης κατά των καταχρήσεων και κατ΄ εκείνων των λεγομένων πατριωτών, των μετά του Άρμανπεργκ και άλλων Παυαρών την Ελλάδα αρμεγόντων. Αυτόν τόν άνδρα τον έχοντα πέντε πληγάς εις διάφορα μέρη του σώματός του, κερδισμένας εις διαφόρους μάχας υπέρ της ελευθερίας και αναγεννήσεως της Ελλάδος, έχουν εις την οργήν και θέλουν να απομακρύνουν από Αθήνας ως ένα κατάδικον. Εφρύαττεν ο ανήρ κατά των των επιβούλων της πατρίδος του και κατά των εχθρών αυτής. 20 Φεβρουαρίου 1837, Δευτέρα […] Από το Νοσοκομείον εξελθόντες επήγαμεν και εις τον Συνταγματάρχη Μακρυγιάννην, τον πλησίον του Νοσοκομείου κατοικούντα, τον οποίον και κλινήρη εύρομεν. Μεταξύ πολλών λόγων με ερωτά αν φεύγω από Αθήνας συγχυσμένος και πειραγμένος δια το αχρείον προς εμέ φέρσιμον των Αθηναίων, των ταλαιπώρων και κακορίζικων ανθρώπων. Όχι τω είπον, ότι αυτούς τους θεωρώ ως ανδράποδα, φεύγω μ΄όλον τούτο λυπημένος δια την περιφρόνησιν την οποίαν οι συμπατριώται μου Μακεδόνες δοκιμάζουν από την διωρισμένην επιτροπήν τού να εξετάσουν τα δίκια των πολεμησάντων στρατιωτών και κατ΄αξίαν να εκτιμούν αυτούς με προβιβασμούς. Και λυπούμαι ν΄ακούω καθ΄εκάστην τα μέχρι ουρανού δίκαιά τους, να περιφρονούνται με αυτόν τον απρεπή τρόπον. Θέλετε ηξεύρει λοιπόν, Μακρυγιάννη, ότι η περιφρόνησις των συμπατριωτών μου θεωρείται ως εδική μου περιφρόνησις και λυπούμαι διότι τούτο δεν εγνώριζα, όταν έπρεπε να γνωρίζω. Μοί είπεν ότι δίκαιον έχω και ότι κάκιστοι και ασυνείδιστοι άνθρωποι εδιωρίσθησαν επί κεφαλής αυτής της επιτροπής και ότι αυτός μέλος αυτής ὧν (αν και είναι) βλέπει τας γινομένας καταχρήσεις και μόνος ὧν (επειδή είναι) δεν δύναται να απαντήση αυτάς.
Οράματα και θάματα.
Εκεί οπούφκιαχνα τις θέσες εις τους Μύλους (Κοντά στο Ναύπλιο) ήρθε ο Ντερνυς να με ιδή. Μου λέγει. «Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσεις είναι αδύνατες. Τι πόλεμον θα κάνετε με τον Μπραΐμη αυτού;» - Του λέγω, «είναι αδύνατες οι θέσεις κι' εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός όπου μας προστατεύει. Και θα δείξωμεν την τύχη μας σ' αυτές τις θέσεις τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ' ένα τρόπον, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Κι όταν κάνουν αυτήνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν.»
Σήκω Στρατηγέ να δεις τα χάλια μας και πάρε τα κεφάλια των προσκυνημένων πολιτικών κι αυτών από το λαό που ετοιμάζονται πάλι να τους ψηφίσουν
ΑπάντησηΔιαγραφή