Σάββατο 18 Μαρτίου 2023

Η Μέση Ανατολή αποσπάται από τη Δύση

Με την συμφιλίωση της Σαουδικής Αραβίας, ηγέτιδας του σουνιτικού μουσουλμανικού κόσμου και του Ιράν, ηγέτη του σιιτικού μουσουλμανικού κόσμου, διαφαίνεται επιτέλους ένας κόσμος ειρήνης στη Μέση Ανατολή. Έγινε δυνατή από τη Ρωσία, σύμμαχο των δύο εχθρικών αδελφών με διαπραγματεύσεις πρώτα στο Ιράκ και στο Ομάν και ολοκληρώθηκε από την Κίνα, σύμμαχο χιλιετιών του Ιράν, ενεργώντας τελείως αμερόληπτα. Η συμφωνία αυτή λήγει έντεκα χρόνια πολέμων και δυτικής επιρροής.


Έναρξη της τελετής υπογραφής στο Πεκίνο. Από αριστερά προς δεξιά: ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας της Σαουδικής Αραβίας, Μουσάαντ μπιν Μοχάμεντ Αλ Αϊμπάν· ο διευθυντής του Κεντρικού Γραφείου του Υπουργείου Εξωτερικών της Κίνας, Γουάνγκ Γι· ο γραμματέας του Ανώτατου Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας του Ιράν, ναύαρχος Αλί Σαμκανί.



 Πρόκειται για κοσμοϊστορικό γεγονός του οποίου η σημασία δεν γίνεται αντιληπτή έξω από την Μέση Ανατολή: η Σαουδική Αραβία και το Ιράν συμφιλιώθηκαν... στην Κίνα. Τρεις υπογραφές στο κάτω μέρος ενός εγγράφου ανασχηματίζουν όλα τα φύλλα της τράπουλας σε αυτή τη περιοχή.

Από τον δέκατο ένατο αιώνα, ο αραβικός κόσμος δυναστεύτηκε καταρχάς από το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία επάνω από τα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στη συνέχεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το Ηνωμένο Βασίλειο διέπρεψε στην Αρχή του «διαίρει και βασίλευε» χειραγωγώντας τον έναν τοπικό παράγοντα εναντίον του άλλου, ώστε να μπορεί να εκμεταλλεύεται το πλούτο της περιοχής, χωρίς την δική του στρατιωτική εμπλοκή, όσο αυτό του του επέτρεπαν οι συνθήκες. Η Γαλλία διχάστηκε μεταξύ αποικιοκράτη του χειρότερου είδους και «φωτισμένου απελευθερωτή». Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν πάντα ένα αυτοκρατορικό όραμα για την περιοχή, με εξαίρεση μερικά χρόνια στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν στήριξαν τους εθνικιστές.

Αυτή η περίοδος μόλις τελείωσε με την άφιξη της Κίνας. Όπως πάντα, η ίδια έδρασε για πολύ καιρό ως παρατηρητής και ενήργησε αργά, με μια αδιάκοπη επιμονή.

Προηγήθηκαν μακρές διαπραγματεύσεις, πρώτα στο Ιράκ, μετά στο Ομάν. Το ένα τρίτο του Ιράκ έχει σουνιτικό μουσουλμανικό πληθυσμό και τα δύο τρίτα σιιτικό. Κατά τη διάρκεια του πολέμου εναντίον του Ιράν, οι Ιρακινοί σιίτες πολέμησαν χωρίς δισταγμό εναντίον των Ιρανών σιιτών. Σήμερα, για να δείξει στους σουνίτες συμπατριώτες του ότι δεν είναι υποτελής του Ιράν, ο σιίτης ηγέτης Μουκτάντα αλ Σαντρ χρειάστηκε να ταξιδέψει στο Ριάντ. Το Ιράκ, περισσότερο από άλλοτε, χρειάζεται αυτή την ειρήνη για να επιβιώσει. Το Ομάν, αντίθετα, δεν είναι ούτε αυστηρά σιιτικό, ούτε σουνιτικό. Το σουλτανάτο διεκδικεί ένα τρίτο ρεύμα, τον Ιμπαντισμό. Ως εκ τούτου, μπορεί νομιμοποιημένα να διεκδικήσει μια θέση διαμεσολαβητή μεταξύ σουνιτών και σιίτών.

Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στο Ριάντ το Δεκέμβριο του 2022, ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ δεν προσπάθησε να κολακεύσει τους συνομιλητές του για να πάρει μειωμένες τιμές για το πετρέλαιο. Αντιθέτως, είχε κάνει μια ευγενική γκάφα λέγοντας: όσο η περιοχή είναι το θέατρο αδιάκοπων συγκρούσεων δεν θα είναι δυνατή η κατασκευή των Δρόμων του Μεταξιού ώστε να αναπτυχτεί το εμπόριο. Ούτε είχε επιδιώξει να υπερασπιστεί τα παρεξηγημένα συμφέροντα των Ιρανών συμμάχων του. Ενώ οι τελευταίοι διεκδικούν νησίδες του Περσικού Κόλπου και των Στενών του Ορμούζ, τη Μικρή και τη Μεγάλη Τούνμπ, καθώς και την Αμπού Μούσα, ο πρόεδρος Σι κατέγραψε την υποστήριξή του στα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα στο κοινό ανακοινωθέν που συνυπέγραψε με το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου [1]. Αυτός ο τελευταίος θεσμός του επέτρεπε να εξασφαλίσει ότι ποτέ το Ιράν δεν θα αποκτήσει ατομική βόμβα. Οι Κινέζοι είναι σύμμαχοι του Ιράν εδώ και χιλιετίες. Κινεζικά αγάλματα είναι ορατά στην αρχαία πόλη Περσέπολη. Στον αρχαίο Δρόμο του Μεταξιού, δεν μίλαγαν τα μανδαρινικά, αλλά τα φαρσί (Περσικά). Το Πεκίνο, το οποίο συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις 4 + 1 για τα πυρηνικά του Ιράν, γνωρίζει με βεβαιότητα ότι οι δυτικές κατηγορίες για τις ιρανικές φιλοδοξίες είναι ψευδείς.

Ο καθένας θα μπορούσε να παρατηρήσει ότι το Πεκίνο δεν τοποθετήθηκε σύμφωνα με τα συμφέροντά του ή τα συμφέροντα των συμμάχων του, αλλά σύμφωνα με τις αρχές του. Η Κίνα εμφανίστηκε ως αξιόπιστος εταίρος, ή τουλάχιστον πιο αξιόπιστος από τους Δυτικούς.

Υπάρχει κάποιο θέλγητρο για την Κίνα να συμφιλιώσει τους μουσουλμάνους μεταξύ τους, ενώ οι Δυτικοί την κατηγορούν ότι βασανίζει τη μουσουλμανική μειονότητά στο Σινγιάνγκ, φτάνοντας στο σημείο να ισχυρίζονται ότι έχει φυλακίσει 1,5 εκατ. Ουϊγούρους. Ωστόσο, όπως μας υπενθύμισε ο πρόεδρος Σi την περασμένη εβδομάδα, ενώπιον του κοινοβουλίου του, 150 εκατομμύρια τουρίστες μπόρεσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα στη χώρα και να σημειώσουν ότι το Ισλάμ είναι μια θρησκεία όπως κάθε άλλη και ότι δεν υπάρχουν υποδομές για τη φυλάκιση τόσων ανθρώπων.

Στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες υπέγραψαν το Σύμφωνο του USS Quincy με τον βασιλιά Ιμπν Σαούντ, ιδρυτή του κράτους που φέρει το όνομά του, της Σαουδικής Αραβίας. Αυτό το έγγραφο, το ακριβές κείμενο του οποίου δεν δημοσιεύτηκε ποτέ, εξασφάλιζε στην Ουάσιγκτον σαουδαραβικό πετρέλαιο για τους στρατούς της (όχι για την πολιτική οικονομία) σε αντάλλαγμα με τη δέσμευσή της να προστατεύει τη δυναστεία των Σαούντ. Επικυρώθηκε πάλι το 2005 από τον πρόεδρο Τζορτζ Ουόκερ Μπους.

Στη συνέχεια, οι Δυτικοί, ακολουθώντας τον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζίμι Κάρτερ, θεώρησαν ότι η πρόσβαση στο πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής δεν ήταν ένα θέμα που άνηκε στην κυριαρχία των κρατών παραγωγών, αλλά στην «Εθνική ασφάλεια» τους [2]. Αυτό σήμαινε ότι Άραβες και Πέρσες έπρεπε να υποταχθούν σε ξένη στρατιωτική παρουσία. Για το σκοπό αυτό, η Ουάσιγκτον ίδρυσε μια περιφερειακή διοίκηση, την CentCom, και άνοιξε πολλές στρατιωτικές βάσεις επιτόπου. Ο περιφερειακός «αντιβασιλέας», όπως τον αποκαλούσε το Πεντάγωνο, μπορούσε να καταστρέψει κάθε κράτος που αρνιόταν να του πουλήσει τους υδρογονάνθρακες του. Ωστόσο, οι Άραβες και οι Πέρσες δεν αντιτάχθηκαν, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες πλήρωναν καλύτερα από τους Βρετανούς και τους Γάλλους.

Ο στρατηγός Μιχαήλ Κουρίλα, διοικητής της Κεντρικής Διοίκησης (CentCom), γνωστός ως «Αντιβασιλέας» της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Συμμετείχε προσωπικά στην εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και στη Συρία. Από τη Φλόριντα, από το ήσυχο γραφείο του, διοικεί σε απόσταση μεγαλύτερη των 10.000 χιλιομέτρων δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες από την Αίγυπτο στην Κιργιζία, οι οποίοι σκοτώνουν για την διατήρηση της «Αμερικανικής Αυτοκρατορίας».

Η κυριαρχία των ΗΠΑ οδηγεί τους λαούς στη δυστυχία. Η Ουάσιγκτον, ενοχλημένη από το αντιιμπεριαλιστικό πείσμα του Αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί, τον οποίο είχε βοηθήσει να ανατρέψει τον Σάχη Ρεζά Παχλεβί, εξώθησε έναν από τους πράκτορες της, τον πρόεδρο Σαντάμ Χουσεΐν, να ξεκινήσει πόλεμο κατά του Ιράν. Για οκτώ χρόνια (1980-88), οι Δυτικοί, υποστηρίζοντας και τις δύο πλευρές ταυτόχρονα, στοίχησε πάνω από ένα εκατομμύριο ζωές.

Το 1987, έγιναν βίαιες συγκρούσεις μεταξύ Ιρανών προσκυνητών και της σαουδαραβικής αστυνομίας στη Μέκκα. Το Ιράν διέκοψε για πρώτη φορά τις διπλωματικές σχέσεις με το Ιράκ, μέχρι το 1991.

Εκείνη την εποχή, για την Ουάσιγκτον το θέμα δεν ήταν να βάλει να συγκρουστούν οι σουνίτες με τους σιίτες, αλλά οι Άραβες με τους Πέρσες. Μόλις διαλύθηκε η ΕΣΣΔ, το Πεντάγωνο οργάνωσε με τον πόλεμο στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη (1992-95) ένα ευρωπαϊκό μουσουλμανικό κράτος. Το θέμα ήταν, για τους στρατηγιστές των ΗΠΑ να δοκιμάσουν τη δυνατότητα διαμελισμού μιας χώρας (της Γιουγκοσλαβίας) και να κινητοποιήσουν τους συμμάχους τους ενάντια των πληθυσμών με ρωσική κουλτούρα (Σέρβοι, Μαυροβούνιοι και Σκοπιανοί). Ανέθεσαν την οργάνωση των μουσουλμανικών στρατευμάτων σε έναν άλλο πράκτορά τους, τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, ο οποίος έγινε στρατιωτικός σύμβουλος του προέδρου Αλία Ιζετμπέγκοβιτς. Συντόνισε στο πεδίο της μάχης τις σαουδαραβικές δυνάμεις προβολής και τους Ιρανούς Φρουρούς της Επανάστασης [3].

Οι άντρες που γράφουν την Ιστορία σπάνια παρακινούνται από θεολογικές φλυαρίες. Υπερασπίζονται αυτά που πιστεύουν ότι είναι τα συμφέροντα του λαού τους. Το γεγονός ότι, επί τρία χρόνια, οι ένοπλες δυνάμεις της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν μάχονταν, όχι η μια κατά της άλλης, αλλά δίπλα-δίπλα, δεν εμποδίζει το γεγονός ότι οι θεολόγοι τους πάντα αλληλοβρίζονταν. Πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της πολιτικής και του ρόλου των κληρικών. Δεν λέω των θρησκειών, αλλά των κληρικών και να μη τους υπερεκτιμήσουμε.

Το 2011, όταν το Foreign Office ξεκίνησε την επιχείρηση Αραβική Άνοιξη στο μοντέλο της «Μεγάλης Αραβικής Εξέγερσης» του 1916-1918 (αυτής του Λώρενς της Αραβίας). Για το Λονδίνο, πρόκειται για την ανατροπή κυβερνήσεων στις οποίες δεν ασκεί επιρροή, αλλά των οποίων οι λαοί προσπαθούν να απελευθερωθούν. Οι ταραχές απλώνονται παντού. Μεταξύ των επαναστατών, μερικοί παίρνουν το παράδειγμα του ιμάμη Χομεϊνί. Μια επανάσταση ξέσπασε στο Μπαχρέιν όπου ο λαός, κυρίως σιίτες, προσπαθούσε να ανατρέψει την άρχουσα σουνιτική οικογένεια. Φοβισμένη, η Σαουδική Αραβία έστειλε τανκς και κατέστειλε την εξέγερση. Το Ιράν υποστήριζε τους Σιίτες επαναστάτες ενάντια στα σαουδαραβικά άρματα μάχης. Από εκείνης της στιγμής, και όχι πριν, όσον αφορά την πρόσφατη Ιστορία, η Μέση Ανατολή διχάστηκε μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών.

Αυτή η διαίρεση θα βαθύνει καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου στη Συρία. Οι Δυτικοί υποστηρίξαν την Αδελφότητα των Αδελφών Μουσουλμάνων, ενώ το Πεντάγωνο προσπαθούσε να καταστρέψει τα πάντα και να διαδώσει ένα γενικό χάος (δόγμα Ράμσφελντ/Σεμπρόφσκι), ενώ δημιουργήθηκε ένας άξονας αντίστασης στο Ιράν.

Ωστόσο, δύο πράγματα δεν πήγαν καλά:
 Από τη μία πλευρά, η συμμαχία μεταξύ της Συρίας και του Ιράν δεν έχει καμία σχέση με τα γεγονότα. Χρονολογείται από την εποχή που ο Σάχης του Ιράν τοποθέτησε τον εαυτό του χωροφύλακα της περιοχής. Οι Ηνωμένες Πολιτείες του ζήτησαν να συμμαχήσει με τη Συρία (την οποία δεν κυβερνούσε ακόμα το κόμμα Μπάαθ) για να αντισταθμίσει το Ισραήλ.
 Από την άλλη, από το 2015, όταν η Συρία άρχισε να αποδυναμώνεται και το Ιράν δεν είχε πλέον πολλά μέσα για να την βοηθήσει, η Ρωσία επενέβη στρατιωτικά για να υποστηρίξει την Συριακή Αραβική Δημοκρατία κατά των τζιχαντιστών.

Σε αντίθεση με την Ουάσιγκτον, η Μόσχα έχτισε μια στρατιωτική βάση στη Συρία κατόπιν αιτήματος της Συριακής Αραβικής Δημοκρατίας. Οι στρατιώτες της νίκησαν τους τζιχαντιστές της Αλ Κάιντα και του Ντάες (ΙΚ) που ήταν οπλισμένοι από το Πεντάγωνο και συντονίζονταν από το LandCom του ΝΑΤΟ στη Σμύρνη (Τουρκία).

Τα γεγονότα επιταχύνθηκαν. Νέος συνωστισμός με σπρωξίματα εμφανίζεται το 2015, κατά τη διάρκεια του προσκυνήματος στη Μέκκα, σκοτώνοντας Ιρανούς μεταξύ άλλων χωρίς να επεμβαίνει η σαουδαραβική αστυνομία. Στην Υεμένη, το Ιράν υποστηρίζει τους Οπαδούς του Θεού (Ansarallah) εναντίον των Σαουδαράβων που προσπαθούν να ελέγξουν τη χώρα με το Ισραήλ για να εκμεταλλευτούν το πετρελαϊκό της πλούτο [4]. Τέλος, το 2016, το Ριάντ εκτέλεσε τον ηγέτη της εσωτερικής του αντιπολίτευσης, τον Σιίτη σεΐχη Νιμρ αλ-Νιμρ, μαζί με τζιχαντιστές [5]. Το Ιράν αντέδρασε σε αυτή τη προβοκάτσια και τερμάτισε τις διπλωματικές σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία.

Εδώ και 7 χρόνια, η Μέση Ανατολή έχει παραλύσει. Καμία σύγκρουση δεν μπορεί να εξελιχθεί γιατί αντιπαραβάλλονται πάντα τα δύο πρόσωπα του Ισλάμ. Είναι ακριβώς αυτό που ήθελαν οι Δυτικοί και το ενστερνίσθηκε και το Ισραήλ. Δεν είναι επομένως περίεργο ότι οι μόνες προσωπικότητες που αγανάκτησαν για την ιρανοσαουδαραβική ειρήνη είναι Ισραηλινοί.

Η συμφωνία που μόλις υπογράφηκε διαμορφώθηκε από την Κίνα με βάση την μη-παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις. Οι Ιρανοί θα μπορούσαν να φοβούνταν ότι οι Σαουδάραβες σιίτες θα πλήρωναν το τίμημα, όπως έγινε πριν από έξι χρόνια με τον σεΐχη Νιμρ αλ-Νιμρ. Αλλά η Τεχεράνη έχει καταλάβει ότι οι καιροί άλλαξαν. Το Ριάντ θα σεβαστεί τη σιιτική μειονότητά της, διότι και εκείνο έχει συμφέρον για την ειρήνη. Αυτό δεν αποτρέπει όμως το γεγονός ότι οι προκαταλήψεις για διακρίσεις των Σαουδαράβων σουνιτών θα παραμείνουν αγκυροβολημένες στις συμπεριφορές τους για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Οι διεθνείς σχέσεις που προωθούνται από το Πεκίνο και τη Μόσχα βασίζονται στον αμοιβαίο σεβασμό και όχι πλέον στην αντιπαράθεση. Αντί της διαίρεσης και των δυτικών πολέμων, προάγουν τις συναλλαγές, το εμπόριο και την συνεργασία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου