Δευτέρα 22 Αυγούστου 2022

« Eίδα τους διευθυντές να πέφτουν »

Η «εξομολόγηση» ενός νέου -αυτοδημιούργητου- ανθρώπου στον χώρο των media



Μικρές λέρες καταχρώνται τον χώρο των αδύναμων ή των αδιάφορων και η μεγαλύτερη λέρα καταχράται τον χώρο όλων 

Στο Θερμοκήπιο του Πίντερ υπάρχει μια σκηνή που την έχω ζήσει. Η σκηνή που το αφεντικό καλεί τα πρωτοπαλίκαρά του, στο τέλος της μέρας, να πιουν ουίσκια και να χαλαρώσουν. Εννοείται, χαλαρώνει μόνο το αφεντικό. Τα πρωτοπαλίκαρα λουφάζουν δήθεν με άνεση, παίζοντας ένα ρόλο μεταξύ υπηρέτη, κόλακα και σκυλιού που περιμένει το φαί που θα πέσει απ' το τραπέζι.

Αυτή η σκηνή είναι εφιαλτική και μεγαλειώδης γιατί εικονίζει ένα συνηθέστατο μοτίβο κάθε μηχανισμού ιεραρχικής εξουσίας. Από τις εφημερίδες μέχρι τα πολιτικά κόμματα. Και θεωρείται μια ταπείνωση δεδομένη, αν και πολτοποιεί κάθε αξιοπρέπεια. 

Το «κατώτερο προσωπικό», βυθισμένο στα δικά του βάσανα, δεν έχει ιδέα τι εξευτελισμούς υφίσταται το «ανώτερο προσωπικό». Πολύ πιο χειρουργικούς και απροκάλυπτους. Γιατί μεταξύ αφεντικού και πρωτοπαλίκαρου δεν υπάρχουν νόμοι, καλοί τρόποι και συμβάσεις εργασίας. Υπάρχει η κυνική συμφωνία: είμαστε δυο τέρατα, αλλά ο ένας έχει την εξουσία που ο άλλος θέλει μια μέρα να αποκτήσει. Πιστεύω, μετά λόγου γνώσεως, ότι οι διευθυντές είναι συνήθως οι πιο εξευτελισμένοι υπάλληλοι μιας επιχείρησης.

Έβαλα τα δυνατά μου, ενάντια σε κάθε κλίση μου, να καταφέρω να στήσω ένα δικό μου μαγαζί, όταν είδα ότι προκειμένου να κάνω τη δουλειά μου, πρέπει προηγουμένως να γίνω η πατσαβούρα ανθρώπων που περιφρονώ. Δεν είχα κανένα καημό να βάλω τόσες έγνοιες στο κεφάλι μου, και υπάκουα έκανα το γύρο των εκδοτών. Αλλά τσακώθηκα με όλους. Γιατί όλοι ήθελαν, ευθέως ή πλαγίως, να με ταπεινώσουν.

Το στιλ αυτό το είχα δει πρώτη φορά στο σπίτι ενός εκδότη (ο οποίος εθεωρείτο και φωτισμένος!). Ήμουν 26 ετών και είχα προσκληθεί για μια δουλειά. Η βίζιτα έγινε αρμένικη και κατέληξε σε ένα ψιλοπαραλυμένο δείπνο, απ’ όπου παρέλασε ολόκληρη η Αθήνα της δύναμης και της ελαφράς τέχνης, με σφηνάκια και κόκες. Παρακολουθούσα με γουρλωμένα μάτια. Ο εκδότης είχε εξαναγκάσει το πρωτοπαλίκαρό του (το, κατά τα άλλα, πολύ σεβάσμιο και διδακτικό στα επικολυρικά του σημειώματα) να δέχεται ολόκληρο το βράδυ έναν οχετό προσβολών με το χαζό, καλοσυνάτο χαμόγελο που έχουν οι άνθρωποι χωρίς περηφάνια.

Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι αυτός ο εντελώς περιφρονημένος διευθυντής θα έβγαινε αύριο να κάνει το κομμάτι του στις τηλεοράσεις, με το μαντηλάκι στο πέτο και τη στοχαστική έκφραση, ότι θα άναβε το τσιγάρο στα ζαλισμένα δείπνα να αφηγηθεί νόστιμες ιστορίες και ότι θα μάζευε τους αρχισυντάκτες του για να πουλήσει με τη σειρά του εξουσία. Κι όμως, βγήκε. Εξόχως αδιάβροχος. Εξόχως έξοχος. Και μένα με κοιτούσε πάντα με ένα γλοιώδες ύφος συνενοχής.

 

Είδα ανθρώπους υπεράνω κάθε υποψίας να γίνονται σκουπίδια, να σκύβουν και να φιλούν το χέρι που τους χαστούκισε. Ανθρώπους μεγάλης παιδείας (και εξουσίας) να χασκογελούν σε βλακώδη ανέκδοτα.  Είδα πνευματικούς ανθρώπους να συγκατανεύουν στις πορνογραφικές περιγραφές, στις κακόγουστες πλάκες, στους γρυλισμούς του κάθε αφεντικού.

Την ίδια κυνική τελετουργία την είδα στα πιο απίθανα μέρη. Είδα ανθρώπους υπεράνω κάθε υποψίας να γίνονται σκουπίδια, να σκύβουν και να φιλούν το χέρι που τους χαστούκισε. Ανθρώπους μεγάλης παιδείας (και εξουσίας) να χασκογελούν σε βλακώδη ανέκδοτα. Να λένε «ναι-ναι-ναι» σαν κατατονικοί - πηγαίνοντας πίσω μπρος το άσπρο τους κεφάλι. Στα αχανή γραφεία των αφεντικών, στον ήλιο του απογεύματος (συνήθως με τα πόδια στο τραπέζι και με λυτά πουκάμισα), είδα πνευματικούς ανθρώπους να συγκατανεύουν στις πορνογραφικές περιγραφές, στις κακόγουστες πλάκες, στους γρυλισμούς του κάθε αφεντικού.

Κατάλαβα σιγά σιγά ότι αυτός είναι ο κανόνας στα «ανώτερα κλιμάκια». Κάτι σαν τελετή S/M. Σαν ορμή θανάτου. Και ότι αυτό συμβαίνει επειδή η δημοσιογραφία στην Ελλάδα δεν είναι πια, ίσως πότε δεν ήταν, χώρος αξιών, αλλά διαπλοκής και υποκρισίας. Συνεπώς, οι άνθρωποι που τον «τρέχουν» αντιγράφουν τη δομή ενός διεφθαρμένου κόμματος εξουσίας: μικρές λέρες καταχρώνται τον χώρο των αδύναμων ή των αδιάφορων και η μεγαλύτερη λέρα καταχράται τον χώρο όλων. Γλώσσα, αλλά και τελική κατάληξη αυτής της συμπεριφοράς είναι η βία - μια βία που ακκίζεται, το γλεντάει, αφοδεύει επί δικαίων και αδίκων. Φαντάζομαι, έχετε δει το Σαλό του Παζολίνι.

Βλέποντας αυτή την σκηνή του Πίντερ, πριν λίγα χρόνια από τον Βογιατζή στο θέατρο της Κυκλάδων (όπου το μεγάλο τέρας παίζει με τα μικρότερα τέρατα όπως η ύαινα με τα μικρά της), με το ουίσκι, τα υποτιμητικά βλέμματα, τον στιγμιαίο εναγκαλισμό στη λάσπη της κοινής τους μοίρας αλλά και την ανάκληση στην τάξη με το μαστίγιο που έχουν μόνο οι αρχηγοί, συνειδητοποίησα ότι το να γίνει κανείς αφεντικό του εαυτού του είναι η κορυφαία κίνηση ελευθερίας (σχετικής βέβαια) σε μια κοινωνία θεσμικού σαδομαζοχισμού. 



ΠΗΓΗ

1 σχόλιο:

  1. Ωραίο άρθρο ! Περιγράφει την (απαράδεκτη) πραγματικότητα σε πολλούς εργασιακούς χώρους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή