Τρίτη 26 Ιουλίου 2022

«Ποιος φοβήθηκε τον λαό» - Πολιτική και κοινωνική σημασία του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015

«Μια κοινωνία προσεγγίζει ίσως περισσότερο το ιδεώδες της μαζικής συμμετοχικής δημοκρατίας στα πρώτα χρόνια της δημοκρατικής της ζωής ή μετά από μεγάλες κρίσεις του συστήματος, όταν υπάρχει ένας διάχυτος ενθουσιασμός για τη δημοκρατία· όταν πολλές διαφορετικές ομάδες και οργανώσεις απλών ανθρώπων συμμετέχουν στην προσπάθεια διαμόρφωσης μιας πολιτικής ατζέντας, που θα ανταποκρίνεται επιτέλους στις αγωνίες τους· όταν τα ισχυρά συμφέροντα που κυριαρχούν στις μη δημοκρατικές κοινωνίες δέχονται σοβαρά πλήγματα και περιέρχονται σε θέση άμυνας· και όταν το πολιτικό σύστημα δεν έχει ανακαλύψει ακόμη τρόπους να ελέγχει και να χειραγωγεί τα νέα κοινωνικά αιτήματα.

(Colin Crouch, 2006, Μεταδημοκρατία, Αθήνα: Εκκρεμές, σ. 61-2: «Η δημοκρατική στιγμή»)

 



Επτά χρόνια μετά, η δαιμονοποίηση του δημοψήφισματος λειτουργεί ως επιστημολογικό εμπόδιο για τη θεωρητική και πολιτική του αποτίμηση. Πολλοί επιχαίρονται για την απαξίωσή του. Άλλοι θεωρούν οριστικό τον ενταφιασμό του. Ίσως να έχουν δίκιο. Ίσως όμως και να βιάστηκαν να πανηγυρίσουν.


1.    Η σημασία του ελληνικού δημοψηφίσματος του 2015

Το ελληνικό δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, στο οποίο ο ελληνικός λαός απέρριψε με το συντριπτικό ποσοστό 61,3%, έναντι 38,7%, την προωθούμενη από το Eurogroup μνημονιακή συμφωνία για την Ελλάδα, όπως και η ιστορικής πολιτικής σημασίας απόφαση του βρετανικού λαού, για έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στο βρετανικό δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου του 2016 (51,9%-48,1%), δεν αποτέλεσαν μεμονωμένα «ατυχήματα». Ήρθαν να προστεθούν στην αλυσίδα  των δημοψηφισμάτων εκείνων, στα οποία οι πολιτικές πρωτοβουλίες και οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) αποδοκιμάστηκαν από τη λαϊκή ψήφο: Ηνωμένο Βασίλειο (2016), Ελλάδα (2015), Ιρλανδία (2001 και 2008), Ολλανδία (2005), Γαλλία (2005) Σουηδία (2003), Δανία (2000, 1992). Η απόρριψη, μέσω δημοψηφισμάτων, της πολιτικής των κυρίαρχων ελίτ αποτελεί τη νέα μορφή με την οποία εκδηλώνεται η κοινωνική δυσαρέσκεια εντός της ΕΕ.

Μάλιστα, το ελληνικό ποσοστό απόρριψης, μαζί με το αντίστοιχο ποσοστό απόρριψης της Συνταγματικής Συνθήκης (του λεγόμενου «Ευρωσυντάγματος») στο ολλανδικό δημοψήφισμα του 2005 (61,5%) είναι τα υψηλότερα, που έχουν παρατηρηθεί ποτέ, μεταξύ έντεκα (11) απορριπτικών δημοψηφισμάτων για ευρωπαϊκά ζητήματα, στην περίοδο 1972-2016 (βλέπε παρακάτω, Πίνακας 2).

2.    Η απόφαση για το Δημοψήφισμα και η πολιτική αμφισβήτησή της, υπό το πρόσχημα της «αντισυνταγματικότητας»

Aπό το 1974 η κοινοβουλευτική δημοκρατία στην Ελλάδα λειτούργησε χωρίς την ανάγκη προσφυγής στην άμεση έκφραση της λαϊκής βούλησης. Κατά συνέπεια, η προκήρυξη δημοψηφίσματος από τον Αλέξη Τσίπρα με διάγγελμα, το βράδυ της 26ης προς την 27η Ιουνίου 2015, ήταν φυσικό να αποτελέσει από μόνη της ένα σοκ για το εγχώριο πολιτικό προσωπικό.[1]

Η πολιτική απόφαση του δημοψηφίσματος προκάλεσε την ανοικτή επίθεση του μνημονιακού πολιτικού προσωπικού και των καθεστωτικών διανοουμένων, που αποπειράθηκαν να υπονομεύσουν και να ανατρέψουν την κυβερνητική απόφαση, υπό το πρόσχημα της «αντισυνταγματικότητας». Στην πραγματικότητα, οι ενστάσεις βεβαίως δεν ήταν «συνταγματικές», αλλά αμιγώς πολιτικές. Αιχμή του δόρατος σε αυτήν τη, βαθύτατα αντιδημοκρατική, πολιτική αμφισβήτηση του δημοψηφίσματος αποτέλεσε η κυρίαρχη μερίδα των συνταγματολόγων. Την επίθεση για τη δήθεν «αντισυνταγματικότητα» του δημοψηφίσματος ξεκίνησε ο Βαγγέλης Βενιζέλος, υπό τη διπλή ιδιότητα του συνταγματολόγου και του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου (πλέον) του υπολειμματικού ΠΑΣΟΚ,[2] για να ακολουθήσουν και άλλοι κορυφαίοι «κέρβεροι της συνταγματικής ιδεολογίας».[3] Αν και «μια προσεκτική και ψύχραιμη ματιά στις συνταγματικές διατάξεις για το δημοψήφισμα δείχνει ότι δεν υπάρχει τίποτα στο Σύνταγμα που να το απαγορεύει» (Marketou 2015), εντούτοις, το δημοψήφισμα χαρακτηρίσθηκε, αβάσιμα, ως «εκτροπή». Αμφισβητήθηκε η νομιμότητα του ερωτήματος και το κατά πόσον η μνημονιακή σύμβαση αποτελούσε «κρίσιμο εθνικό θέμα»,[4] διατυπώθηκε η θέση ότι «θέτει σε κίνδυνο την θέση της χώρας στην ευρωζώνη και την ΕΕ»[5] και, κυρίως, ότι το Σύνταγμα απαγορεύει δημοψήφισμα για δημοσιονομικά ζητήματα.[6]Επιπλέον, ασκήθηκε κριτική στην «προβληματική» μεθόδευση της διεξαγωγής του, την περιορισμένη χρονική διάρκεια της προεκλογικής περιόδου (μια εβδομάδα),[7] την «κακότεχνη» λεκτική διατύπωση και την «ασάφεια» του ερωτήματος στο ψηφοδέλτιο.

Απόδειξη για την περιορισμένη βαρύτητα που έλαβε η «συνταγματική» κριτική στην απόφαση για το δημοψήφισμα είναι και το γεγονός, ότι η αίτηση ακύρωσης του Προεδρικού Διατάγματος,[8] με το οποίο προκηρύχθηκε το δημοψήφισμα, καθώς και  κατά της σχετικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου (26/6/2015), που είχε υποβληθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας, απορρίφθηκε. Το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο της χώρας, με απόφαση της Ολομέλειάς του,[9] () απέρριψε την προσφυγή με το σκεπτικό ότι οι κυβερνητικές πράξεις δεν υπόκειται σε ακυρωτικό έλεγχο. Διόλου τυχαία, αυτή η πολύ σημαντική απόφαση έχει αποσιωπηθεί. [10]

Όπως είναι γνωστό, η πολιτική αμφισβήτηση της επιλογής του δημοψηφίσματος και η εργαλειακή χρήση του Συντάγματος δεν είχαν αποτέλεσμα, διότι, τελικά, το δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε. Το χειρότερο για τους υποστηρικτές της «αντισυνταγματικότητας» είναι ότι, τελικά, ακόμη και οι επίσημες δηλώσεις των ίδιων των ευρωπαίων αξιωματούχων θα ακυρώσουν την προπαγάνδα περί  «συνταγματικής εκτροπής». Το ίδιο βράδυ του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015, όταν έχει γίνει γνωστό το αποτέλεσμα, ο πρόεδρος της Κοµισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, θα δηλώσει στις Βρυξέλλες: «Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή λαµβάνει υπ’ όψιν και σέβεται το αποτέλεσµα του δηµοψηφίσµατος στην Ελλάδα».[11]

Μπορεί η τυπική προεκλογική περίοδος να υπήρξε σύντομη, ωστόσο, το περιεχόμενο της αντιπαράθεσης ήταν πολύ καιρό γνωστό και το διακύβευμα σαφέστατο. Δεν υπήρξε άλλο από το μνημονιακό πρόγραμμα και τις πολιτικές της λιτότητας, που από το 2010 αδιάλειπτα, δηλαδή επί μια ολόκληρη 5ετία, είχε ήδη βιώσει η ελληνική κοινωνία και τα οποία διαρκώς απέρριπτε, όπως αποδεικνύεται ολοκάθαρα (βλέπε Διάγραμμα 1). Η ίδια ακριβώς συζήτηση τροφοδότησε τον πολιτικο-κοινωνικό διχασμό που εκφράστηκε, επανειλημμένα, στις πολλαπλές εκλογικές αναμετρήσεις του 2012, του 2014 και βεβαίως του 2015. Η ίδια ακριβώς αντιπαράθεση αναπαράχθηκε, σε συνθήκες εντεινόμενης πόλωσης, και ολόκληρο το πρώτο εξάμηνο του 2015. Επομένως, το εκλογικό σώμα τοποθετήθηκε δυαδικά, σε ό,τι του ήταν απολύτως γνώριμο εδώ και καιρό (βλέπε και παρακάτω το σημείο 4).[12]

 

Διάγραμμα 1

Ποιος φοβήθηκε τον λαό

Με εντυπωσιακά κυνικό τρόπο, ο ίδιος ο τότε πρόεδρος του Eurogroup και Ολλανδός υπουργός Οικονομικών, Γερούν Ντάισενμπλουμ, θα αναλάβει να αποσαφηνίσει πλήρως το «ασαφές» ερώτημα. Στη δήλωσή του προς το πρακτορείο Reuters, τρεις ημέρες πριν το δημοψήφισμα, θα παραδεχθεί ότι:  «η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων ήθελε να παραμείνουν στο ευρώ και το δημοψήφισμα θα δείξει εάν είναι διατεθειμένοι να δεχτούν τη λιτότητα που απαιτείται για να το πράξουν.»[13]

Τα επιχειρήματα περί «αντισυνταγματικότητας» δεν ευσταθούν. Πρόκειται, κατά συνέπεια, για προσχηματική κριτική, σε ανύπαρκτα ή δευτερεύουσας σημασίας ζητήματα που, ωστόσο, συγκαλύπτει το μείζον: Αφενός, την πολλαπλή de facto κατάλυση του Συντάγματος και την απροκάλυπτη παράκαμψη του μεταπολιτευτικού κοινοβουλευτισμού, που επέφερε η έκτακτη μνημονιακή νομοθεσία, που εφαρμόσθηκε από το 2010 και η οποία αποτέλεσε «σημείο καμπής» στη λειτουργία του πολιτεύματος. Οι ομοιότητες με την αντίστοιχη, που εφαρμόσθηκε κατά την περίοδο του εμφυλίου, είναι πράγματι εντυπωσιακές.[14] Αφετέρου, την ποικιλόμορφη συρρίκνωση του εκλογικού δικαιώματος και την ανοικτή χειραγώγηση των εκλογών, που συντελέστηκε συστηματικά από το 2012, σε πολλά επίπεδα.[15]  Σε αυτά τα ζητήματα, οι περισσότεροι θεματοφύλακες της συνταγματικής τάξης προτίμησαν να σιγήσουν.

Αυτόν το βίαιο μετασχηματισμό, που συντελέστηκε στη χώρα με την εφαρμογή του «δόγματος του σοκ» (Klein 2010) για την επιβολή των Μνημονίων, έχει περιγράψει συμπυκνωμένα η Αφροδίτη Μαρκέτου (Marketou 2015): «Τα τελευταία πέντε χρόνια, τα Μνημόνια Συνεννόησης (MoU) καθορίζουν με αρκετή λεπτομέρεια το περιεχόμενο της κυβερνητικής πολιτικής σε όλους σχεδόν τους τομείς της. Αυτά τα sui generis νομικά μέσα έκτακτης ανάγκης, που συμφωνήθηκαν μεταξύ τεχνοκρατικών θεσμών και κυβερνήσεων που δεν διαθέτουν τη δημοκρατική νομιμότητα για κάτι τέτοιο, έχουν εφαρμοστεί μέσω πράξεων και διαδικασιών έκτακτης ανάγκης και έχουν υπονομεύσει σημαντικά τον ρόλο του Κοινοβουλίου στη λήψη αποφάσεων πολιτικής. Ακόμη και οι πιο σαφείς και τυπικές συνταγματικές διατάξεις παραβιάζονταν κατά καιρούς ή καταστρατηγήθηκαν. Το χρονοδιάγραμμα για τη δημοκρατική λήψη αποφάσεων εντός της Βουλής ήταν συνεχώς στενό, καθοριζόμενο από τις αποστολές επανεξέτασης της τρόικας. Η διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων μοιάζει μάλλον με μια τεράστια τεχνοκρατική επιχείρηση· έχει πάψει να είναι διαφανής, αφού οι αποφάσεις λαμβάνονται σε κλειστές συναντήσεις τεχνικής φύσης και πολιτικές πληροφορίες ανταλλάσσονται, μέσω e-mail και USB sticks, γεμάτα ξένους οικονομικούς όρους και ακρωνύμια που κανείς δεν καταλαβαίνει. Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί το Μνημόνιο στο πλαίσιο της ελληνικής συνταγματικής τάξης θα μπορούσε πράγματι να χαρακτηριστεί θεσμική εκτροπή» (Marketou 2015). Σε αυτό το πλαίσιο της ουσιαστικής κατάργησης του συντάγματος από τους δανειστές, θα πρέπει να αξιολογηθεί η απόφαση της κυβέρνησης να προσφύγει στη λαϊκή ετυμηγορία:  «Αν και ένα μέσο που χρησιμοποιείται σπάνια, το δημοψήφισμα κινητοποιείται τώρα από μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, αφού οι διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές της έχουν φτάσει σε αδιέξοδο. Οι πιστωτές έχουν απορρίψει κάθε πρόταση για εναλλακτικά μέτρα με ισοδύναμο δημοσιονομικό αποτέλεσμα με αυτά που προτείνουν και, επικαλούμενοι την τεχνοκρατική τους τεχνογνωσία, αρνούνται να παραχωρήσουν τουλάχιστον ορισμένα βασικά σημεία του πολιτικού προγράμματος της κυβέρνησης. Η υπογραφή της προτεινόμενης συμφωνίας θα οδηγούσε και πάλι σε Μνημόνια Συνεννόησης, που θα εφαρμοζόταν από μια κυβέρνηση που δεν έχει τη δημοκρατική νομιμότητα να το κάνει και θα διαιωνίσει τη συνταγματική παρέκκλιση, εάν δεν οδηγούσε σε πολιτικό χάος» (Marketou, όπ.π.).

3.    Τα δημοψηφίσματα στην Ελλάδα και στη Ευρωπαϊκή Ένωση

 Η θεωρητική και εμπειρική αποτίμηση της συνεισφοράς των δημοψηφισμάτων στην κοινοβουλευτική δημοκρατία ξεφεύγει προφανώς από τα πλαίσια του παρόντος άρθρου. Ωστόσο,  για την κατανόηση του μεγέθους της ιδεολογικής απέχθειας και της φοβίας της ελληνικής αστικής τάξης απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή άμεσης δημοκρατίας, είναι χρήσιμο να αναφερθούν ορισμένα συγκριτικά ποσοτικά στοιχεία για το φαινόμενο των δημοψηφισμάτων, διεθνώς και στην Ευρώπη.

Α. Η χρήση  δημοψηφισμάτων είναι φαινόμενο που χαρακτηρίζει τον 20ο αιώνα, ιδίως το δεύτερο μισό του. Η τάση αυτή καταγράφεται όχι μόνο σε ευρωπαϊκό, αλλά και παγκόσμιο επίπεδο (Διάγραμμα 2). Εκτός της Ελβετίας, η οποία αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση, με περισσότερα από 400 δημοψηφίσματα και ψηφοφορίες από πολίτες, από το 1793 μέχρι σήμερα έχουν καταμετρηθεί παγκοσμίως, συνολικά, 331 πανεθνικά δημοψηφίσματα, σε χώρες με δημοκρατικό πολίτευμα.[16] Ο συνολικός αριθμός των δημοψηφισμάτων αυξήθηκε τη δεκαετία του 1970. Το ζενίθ επιτεύχθηκε τη δεκαετία του 1990, με 63 πανεθνικά δημοψηφίσματα σε εδραιωμένες δημοκρατίες, ή 6,3 ετησίως. Με βάση τις τρέχουσες τάσεις, είναι πιθανό αυτό το σύνολο να ξεπεραστεί τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα. Από το 2010, μέχρι τη το 2016 υπήρξαν, σύμφωνα με την ίδια μελέτη, 50 ψηφοφορίες ή κατά μέσο όρο 8,3 δημοψηφίσματα ετησίως (Qvortrup 2018, 263-4).[17]

Β. Αντίστοιχες τάσεις καταγράφονται και στον ευρωπαϊκό χώρο. Με βάση μια αναλυτική μελέτη, στα πρώτα 50 χρόνια ύπαρξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1958-2008) είχαν πραγματοποιηθεί συνολικά 48 δημοψηφίσματα, σχετικά με ευρωπαϊκά θέματα, ελάχιστα (9) στην περίοδο των πρώτων 30 ετών (1958-1987) και 39 εξ αυτών στην 20ετία 1988-2008 (Διάγραμμα 3). Με βάση την πληρέστερη αποδελτίωση του Morel (2018, 519-26) που καλύπτει εν μέρει και τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, στη δεκαετία 1990-1999 πραγματοποιήθηκαν στις χώρες της ΕΕ, 96 δημοψηφίσματα, στη δεκαετία 2000-2009, 68 και στην 6ετία 2010-2016, 57 (Διάγραμμα 2).

Διάγραμμα 2
Ποιος φοβήθηκε τον λαό

Διάγραμμα 3
Ποιος φοβήθηκε τον λαό
Πίνακας 1

Εθνικά δημοψηφίσματα (1972-2016) σε ζητήματα της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης

Ποιός φοβήθηκε τον λαό

Πηγή: de Vreese (2007, 6), table 1.2· Farrell and Scully (2007, 27), table 2.2· Morel 2018, “Appendix 2: Practice of Nationwide Referendums in the 195 Countries of the World (1940-2016), 519-26· Qvortup 2018, “Appendix A: Nationwide Referendums, 1793-2016”, 273-300.

Στον Πίνακα 1, περιλαμβάνονται 39 περιπτώσεις εθνικών δημοψηφισμάτων που διενεργήθηκαν από το 1972 έως το 2016, με αντικείμενο τη συμμετοχή των κρατών στη διαδικασία της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Από αυτόν προκύπτει, ότι: 1) Δεκαεπτά (17) ευρωπαϊκές χώρες, δηλαδή οι περισσότερες χώρες μέλη της ΕΕ, αποφάσισαν με δημοψήφισμα για την ένταξή τους στην ΕΟΚ/ΕΕ: Δανία, 1972, Ιρλανδία 1972, Νορβηγία 1972, 1994, Ηνωμένο Βασίλειο 1975, Αυστρία 1994, Φινλανδία 1994, Σουηδία 1994, Εσθονία 2003, Λιθουανία 2003, Λετονία 2003, Μάλτα 2003, Πολωνία 2003, Τσεχία 2003, Σλοβακία 2003, Σλοβενία 2003, Ουγγαρία 2003,  Κροατία 2013.[18] 2) Τις νεώτερες συνθήκες της ΕΕ[19] έχουν επικυρώσει με δημοψήφισμα, έξι (6) χώρες (Δανία, Ιρλανδία, Γαλλία, Ισπανία, Ολλανδία, Λουξεμβούργο), σε 13 δημοψηφίσματα. 3) Τέλος, για την ένταξη τους στην ΟΝΕ/ευρώ αποφάσισαν με δημοψήφισμα δύο (2)  χώρες: Η Δανία (2000) και η Σουηδία (2003).

Τα απορριπτικά δημοψηφίσματα στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Στον Πίνακα 2, παρατίθενται με χρονολογική σειρά, τα έντεκα (11) δημοψηφίσματα της περιόδου 1972-2016, στα οποία το αποτέλεσμα υπήρξε απορριπτικό για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Την αποτύπωση αυτή επαληθεύει σε γενικές γραμμές και ο Claes de Vreese (2007, 6), ο οποίος, στην περίοδο 1972-2005, έχει καταγράψει σε κράτη-μέλη και προς ένταξη, 32 εθνικά δημοψηφίσματα για θέματα ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, εκ των οποίων 9 (28%) με απορριπτικό αποτέλεσμα.

 

Πίνακας 2

Απορριπτικά δημοψηφίσματα, σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση, 1972-2016

Ποσοστό απόρριψης και ποσοστό συμμετοχής (Τα κράτη, μη-μέλη με πλάγια)

 

ΧώραΈτοςΑπόρριψη %Συμμετοχή %Θέμα
Νορβηγία197253,579,1Ένταξη στην ΕΕ
Δανία199250,782,9Συνθήκη του Μάαστριχτ
Νορβηγία199452,588,8Ένταξη στην ΕΕ
Δανία200053,287,6Εισαγωγή του Ευρώ
Ιρλανδία200153,934,8Συνθήκη της Νίκαιας
Σουηδία200356,181,2Εισαγωγή του Ευρώ
Γαλλία200554,769,3Συνταγματική Συνθήκη
Ολλανδία200561,562,8Συνταγματική Συνθήκη
Ιρλανδία200853,453,1Συνθήκη της Λισσαβώνας
Ελλάδα201561,372,8*Δανειακή Σύμβαση (3ο Μνημόνιο)
Ην.Βασίλειο201651,972,2Συμμετοχή στην ΕΕ

Πηγή: Hillebrandt (2008, 3-4), table 1· Farrell and Scully (2007, 27), table 2.2

*Με βάση τη δημογραφική εκτίμηση της Public Issue για το μέγεθος του εκλογικού σώματος. Λόγω μη-εκκαθάρισης των εκλογικών καταλόγων, η πραγματική συμμετοχή είναι μεγαλύτερη από ό,τι καταγράφεται στον επίσημο, «λογιστικά» διογκωμένο νόμιμο πληθυσμό της χώρας (62,5%).

Γ. Σε σύγκριση με τη διεθνή και ευρωπαϊκή τάση, η Ελλάδα βρίσκεται στον αντίποδα. Όπως ήδη επισημάνθηκε, από το 1974 έως το 2015, η εγχώρια κοινοβουλευτική δημοκρατία είχε αποφύγει την προσφυγή στην άμεση έκφραση της λαϊκής βούλησης. Γενικότερα, στην ελληνική πολιτική σκηνή, τα δημοψηφίσματα έχουν χρησιμοποιηθεί πολύ σπάνια. Στους δύο αιώνες από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, έχουν διεξαχθεί συνολικά μόλις εννέα (9) δημοψηφίσματα (1862, 1920, 1924, 1935, 1946, 1968, 1973, 1974 και 2015). Εκτός από το τελευταίο, όλα τα προηγούμενα οκτώ, αφορούσαν τη μορφή του πολιτεύματος.  Επιπλέον, από τα επτά πρώτα δημοψηφίσματα, της προ-μεταπολιτευτικής περιόδου, δεν αμφισβητείται η εγκυρότητα, παρά μόνον εκείνου του 1924, το οποίο μετέβαλε το πολίτευμα από βασιλευομένη, σε αβασίλευτη δημοκρατία.

Αξίζει να υπενθυμίσει κανείς το γεγονός, ότι στις τέσσερις δεκαετίες που ακολούθησαν την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ, ουδέποτε διενεργήθηκε σχετικό δημοψήφισμα στην Ελλάδα. Ούτε για την ίδια τη στρατηγική επιλογή της ένταξης, ούτε για την επικύρωση των νεότερων Συνθηκών, ούτε για το ευρωπαϊκό Σύνταγμα, ούτε βεβαίως για την είσοδο στο Ευρώ. Η Ελλάδα δεν ακολούθησε την αυξανόμενη τάση διενέργειας δημοψηφισμάτων, που καθιερώθηκε σταδιακά στον ευρωπαϊκό χώρο, σε μια απόπειρα να καλυφθεί το εγγενές δημοκρατικό «έλλειμα» του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Επομένως, η πραγματική πολιτική αιτία του «μίσους» για τη διενέργεια του δημοψηφίσματος, τόσο στην Ελλάδα, όσο και αλλού, δεν είναι άλλη από την εδραιωμένη, εδώ και καιρό, αντιδραστική «δημοφοβία» των κυρίαρχων ελίτ, ο «φόβος των μαζών». Αυτό που τρόμαξε τις κυρίαρχες τάξεις στην Ευρώπη είναι το γεγονός ότι τα δημοψηφίσματα δίνουν τη δυνατότητα να αποκαλυφθεί η τεράστια απόσταση, το χάσμα που υφίσταται, ανάμεσα στους κυβερνώντες και τους κυβερνώμενους. Για ιστορικούς λόγους ενδέχεται αυτή η φοβία των κυρίαρχων τάξεων να υφίσταται στην Ελλάδα σε μεγαλύτερο βαθμό. Για να μείνουμε μόνο στην πρόσφατη πολιτική ιστορία της μνημονιακής Ελλάδας, το 2011, άρκεσε η πρόταση του Γιώργου Παπανδρέου να διεξαχθεί  δημοψήφισμα, για να αποπεμφθεί ο εκλεγμένος (με 43,9%) Πρωθυπουργός και εκλεγμένος Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ (με 55,5%), τόσο από την πρωθυπουργία, όσο και από την αρχηγία του κόμματός του.[20]

4.    Η δημοκρατική «στιγμή»

Από την πλευρά της κοινωνικής συμμετοχής, το ελληνικό δημοψήφισμα αποτέλεσε κορυφαία δημοκρατική «στιγμή», σύμφωνα με τη σημασία που αποδίδει στον όρο ο Colin Crouch στο βιβλίο του Μεταδημοκρατία (Crouch 2006, 61-2). Ανεξάρτητα από την -εκ των υστέρων- ακύρωση της πρωτοφανούς δυναμικής του, προκάλεσε μια «στιγμιαία δημοκρατική ρωγμή», στο πολιτικό οικοδόμημα της μεταδημοκρατικής Ελλάδας, δηλαδή στην κατεδάφιση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που προώθησε το μνημονιακό πρόγραμμα, στο επίπεδο της πολιτικής και των θεσμών. Το δημοψήφισμα αποτέλεσε την αφορμή για την απρόσκλητη και απρόσμενη είσοδο («εισβολή») του λαϊκού παράγοντα στην πολιτική σκήνη, που όποτε συμβαίνει, ανατρέπει τα πολιτικά δεδομένα με την αυτόνομη πολιτική του δράση και παράγει «κατάλληλα πολιτικά αποτελέσματα» (Πουλαντζάς 1975, 1, 106-7).

              Πολύ εύκολα αποδεικνύεται, με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα των ερευνών κοινής γνώμης, ότι το εκλογικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι παράγωγο: α) της διαιρετικής τομής του Μνημονίου, που διαμορφώθηκε στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό (2010-2015) και β) της διπλής επίδρασης που άσκησαν οι εκλογές του Ιανουαρίου 2015 στον κομματικό συσχετισμό δυνάμεων· δηλαδή τη μετεκλογική ευφορία που δημιουργήθηκε και τη διευρυμένη κοινωνική συσπείρωση γύρω από τη νέα κυβέρνηση, στη διαπραγμάτευση που διεξήγαγε μέχρι τότε.[21] Ένα κρίσιμο στοιχείο, που συσκοτίσθηκε σε μεγάλο βαθμό, λόγω της μεταγενέστερης  εξέλιξης των πραγμάτων, είναι η μετεκλογική εκτίναξη της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ, που θα προσεγγίσει μετά τις εκλογές το 54%, ενώ παραμονές του δημοψηφίσματος (Ιούνιος 2015) θα διατηρηθεί στο 47,5%  (βλέπε παρακάτω, Διαγράμματα 11-12).

Στην πραγματικότητα, η πολιτική της λιτότητας που εφαρμόσθηκε από το 2010, ουδέποτε κατάφερε να κερδίσει κοινωνική συναίνεση, παρά το γεγονός ότι τα κόμματα που τη διαχειρίστηκαν, είχαν ψηφιστεί από ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος. Από την αρχή, η στάση της κοινής γνώμης απέναντι στις μνημονιακές πολιτικές παρέμεινε πλειοψηφικά αρνητική, με μέσο όρο στην περίοδο 2011-2015, 70% κατά και μόλις 30% υπέρ – Διάγραμμα 1).

Επομένως, η προτίμηση του εκλογικού σώματος που εκφράστηκε στο δημοψήφισμα με την υπερψήφιση του Όχι, δεν ήταν συγκυριακή. Σε μεγάλο βαθμό αποκρυσταλλώθηκε, μακροχρόνια, ήδη πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 και δεν περίμενε την φοβερή προεκλογική εβδομάδα για να εκδηλωθεί, ούτε ασφαλώς και θα άλλαζε ριζικά, εάν η προεκλογική περίοδος διαρκούσε μια ή δύο εβδομάδες παραπάνω. Το πιθανότερο είναι ότι θα ενισχυόταν περαιτέρω, στο μέτρο που η επίδραση των capital controls αφομοιωνόταν περισσότερο από το εκλογικό σώμα, όπως και τελικά συνέβη.

Οι επικριτές του δημοψηφίσματος αγνοούν και μια άλλη κρίσιμη -για τη διαμόρφωση του συσχετισμού δυνάμεων- παράμετρο: τις πολιτικές συνέπειες της μεγάλης εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ, τον Ιανουάριο του 2015. Με τις πρώτες εκλογές συντελέστηκε στη χώρα ριζική ανατροπή του πολιτικού κλίματος. Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τερμάτισε μια μακρά περίοδο 40 ετών διακυβέρνησης της χώρας από τα κόμματα του παραδοσιακού δικομματισμού. Το εκλογικό αποτέλεσμα της 25ης  Ιανουαρίου προκάλεσε μια πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα πολιτική και κοινωνική συσπείρωση (rallyeffect) γύρω από τη νέα ελληνική κυβέρνηση. Στη μεταπολιτευτική περίοδο, ανάλογες επιδράσεις έχουν ασκήσει μόνον οι εκλογές του 1974 και του 1981.

5.    Το πολιτικό κλίμα ένα μήνα πριν από το δημοψήφισμα

Μόλις ένα μήνα πριν το δημοψήφισμα, το Πολιτικό Βαρόμετρο (ΠΒ) Ιουνίου της Public Issue αποτύπωσε τις τάσεις της κοινής γνώμης, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί ελάχιστες ημέρες πριν από την έκτακτη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ για την Ελλάδα.[22] Υπό αυτό το πρίσμα, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία δύο διαπιστώσεις. Πρώτον, το γεγονός ότι η κοινωνική υποστήριξη προς την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό παρέμενε σχεδόν αμετάβλητη. Δεύτερον, σύμφωνα με όλες τις διαθέσιμες εμπειρικές ενδείξεις, η στάση της κοινής γνώμης, απέναντι στο ζήτημα της διαπραγμάτευσης, εμφανίζονταν περισσότερο συμπαγής.[23]

Συγκεκριμένα, τον Ιούνιο του 2015, οι κυβερνητικοί χειρισμοί στη διαπραγμάτευση του χρέους είχαν την έγκριση των πολιτών, σε ποσοστό 58% (+4%, σε σύγκριση με τον Μάιο του 2015 – Διάγραμμα 4). Mεταξύ των εν δυνάμει ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή, με βάση την πρόθεση ψήφου σε ενδεχόμενο βουλευτικών εκλογών τον Ιούνιο του 2015 και όχι την προηγούμενη ψήφο (Ιανουαρίου 2015), το αντίστοιχο ποσοστό έγκρισης προσέγγιζε το 92%. Ακόμη, η μερίδα των Ελλήνων πολιτών που πίστευε ότι η κυβέρνηση «δεν έπρεπε να υποχωρήσει» απέναντι στις πιέσεις των δανειστών, όχι μόνον παρέμενε πλειοψηφική, σε ποσοστό 62%, αλλά και -σε σύγκριση με τον Μάιο- είχε διευρυνθεί περαιτέρω (+3%, από 59%). Οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ στοιχίζονταν σε αυτήν την θέση, σε ποσοστό 84%, που ήταν επίσης σημαντικά αυξημένο από το αντίστοιχο 78% του Μαΐου (Διάγραμμα 5).

Μεγαλύτερη σημασία είχε το γεγονός, ότι η στάση υπέρ της διαπραγμάτευσης του χρέους με τους δανειστές της χώρας, εξακολουθούσε να αποτελεί την κυρίαρχη επιλογή του εκλογικού σώματος (συγκέντρωνε 67%). Ωστόσο, 1 στους 4 πολίτες (22%) τασσόταν πλέον υπέρ της στάσης πληρωμών της χώρας προς τους δανειστές. Μέσα σε ένα τρίμηνο δηλαδή (Μάρτιος-Ιούνιος 2015), το συγκεκριμένο ποσοστό είχε σχεδόν διπλασιασθεί (+10%), από μόλις 12%, τον Μάρτιο.[24] Η «σκλήρυνση» των διαθέσεων της κοινής γνώμης υπήρξε εντυπωσιακή.

Το καλοκαίρι του 2015, η ένταση των επιθέσεων κατά της ελληνικής κυβέρνησης και οι πιέσεις που της ασκούσαν οι κυρίαρχες ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν ως αποτέλεσμα, στην Ελλάδα, τη σημαντική αύξηση της κοινωνικής δυσαρέσκειας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η εικόνα της τελευταίας βρέθηκε στο χειρότερο σημείο του 12μήνου. Στο μετεκλογικό εξάμηνο, μετά την πρώτη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο του 2015, η επιδείνωση της εικόνας της ΕΕ στην ελληνική κοινή γνώμη υπήρξε μεν συνεχής, αλλά για πρώτη φορά από τις αρχές του 2014, οι αρνητικές κρίσεις για την ΕΕ είχαν προσεγγίσει παρόμοια επίπεδα (57%, 6 στους 10 ερωτηθέντες). Σε μικρότερο βαθμό, η απόρριψη αφορούσε και το Ευρώ, η αποδοχή του οποίου παρέμενε βέβαια πάντοτε πλειοψηφική. Στη μέτρηση του ΠΒ, οι στάσεις των πολιτών απέναντι στο κοινό νόμισμα μετρώνται διαχρονικά με δύο δείκτες (γνώμη για το ευρώ, στάση σε περίπτωση δημοψηφίσματος). Τον Ιούνιο του 2015, και στους δύο δείκτες, οι αρνητικές στάσεις είχαν ενισχυθεί σημαντικά, υπερβαίνοντας το 30%.[25] Αλλά και οι προοπτικές της ευρωζώνης είχαν διχάσει σημαντικά τους Έλληνες πολίτες. Μόνον 1 στους 2 (49%) πίστευε ένα χρόνο πριν, ότι η ευρωζώνη «έχει μέλλον», ενώ το 45% εκτιμούσε το αντίθετο. Ως προς αυτό το ζήτημα, η ιδεολογική διαίρεση που αποκαλυπτόταν με βάση τις κομματικές προτιμήσεις, ανάμεσα στα «φιλομνημονιακά» κόμματα (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι) και στα «αντιμνημονιακά» (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, ΚΚΕ, ΧΑ) ήταν βαθύτατη.

Χαρακτηριστική ένδειξη για την ενίσχυση των αντιευρωπαϊκών διαθέσεων της κοινής γνώμης υπήρξε, τέλος, και η καθολική αποδοκιμασία του προέδρου του Eurogroup, Γ.Ντάισελμπλουμ και του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Β.Σόιμπλε, η κυριαρχία των αρνητικών κρίσεων στη δημοτικότητα του προέδρου της ΕΕ, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, της Γερμανίδας καγκελαρίου Α. Μέρκελ, αλλά και το έλλειμμα δημοτικότητας που εμφάνιζε, τόσο ο επικεφαλής της ΕΚΤ, Μ. Ντράγκι, όσο και (σε μεγαλύτερο βαθμό) η διευθύντρια του ΔΝΤ, Κ. Λαγκάρντ.[26]

Διάγραμμα 4

Ποιος φοβήθηκε τον λαό

Διάγραμμα 5

Ποιος φοβήθηκε τον λαό

Διάγραμμα 6

Ποιος φοβήθηκε τον λαό

Διάγραμμα 7

Ποιος φοβήθηκε τον λαό

Διάγραμμα 8

Ποιος φοβήθηκε τον λαό

6.    Η εκλογική επιρροή των πολιτικών δυνάμεων πριν από το δημοψήφισμα

Επομένως, η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης που σημειώθηκε τον τελευταίο μήνα της διαδικασίας της διαπραγμάτευσης, ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους δανειστές, δεν είχε επιδράσει σημαντικά στον εκλογικό συσχετισμό δυνάμεων, που διαμορφώθηκε μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015. Η εκτίμηση εκλογικής επιρροής της Public Issue, σε περίπτωση διεξαγωγής βουλευτικών εκλογών, τον Ιούνιο του 2015, δηλαδή περίπου δύο εβδομάδες πριν από την προκήρυξη του δημοψηφίσματος και την επιβολή των capital controls, δίδεται στο Διάγραμμα 6, ενώ η συσπείρωση των κομμάτων, όπως διαμορφώθηκε μετά την προκήρυξη (27/6/2015), δίδεται με βάση το αθροιστικό αρχείο των δύο επόμενων προεκλογικών κυμάτων του Βαρόμετρου για το δημοψήφισμα (29/6-3/7/2015), στο Διάγραμμα 7.[27]

Η εκτίμηση εκλογικής επιρροής, με βάση την τακτική μηνιαία έρευνα του ΠΒ Ιουνίου (ΠΒ145), η οποία είχε πραγματοποιηθεί υπό «κανονικές συνθήκες» και χωρίς την επίδραση ψυχολογικών πιέσεων στο εκλογικό σώμα ή την πρωτοφανή μεροληψία των Μέσων ενημέρωσης, που εκδηλώθηκε μετά την προκήρυξη, αποδείχθηκε -εκ ων υστέρων- ότι βρισκόταν πολύ κοντά στα πραγματικά δεδομένα, που αποκάλυψε το δημοψήφισμα, σχετικά με τα δύο διαμορφωμένα κομματικά μπλοκ, του αντιμνημονιακού Όχι και του φιλομνημονιακού Ναι (Διάγραμμα 6).

Οι Δημοσκοπήσεις για το δημοψήφισμα

Οι (ελάχιστες) δημοσκοπήσεις που πραγματοποιήθηκαν τις λίγες ημέρες της προεκλογικής περιόδου αστόχησαν να αποτυπώσουν το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα, υποεκτιμώντας σημαντικά το προβάδισμα του Όχι. Στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να γίνει σοβαρή συζήτηση για αξιοπιστία ή μη των δημοσκοπήσεων, σε αντίστοιχες συνθήκες και σε μια παρόμοια εκλογική δοκιμασία: α) χωρίς ιστορικό προηγούμενο (το προηγούμενο δημοψήφισμα είχε γίνει πριν από τέσσερις δεκαετίες με θέμα τη μοναρχία), β) με διάρκεια προεκλογικής περιόδου μιας εβδομάδας, γ) με παρεμβολή πρωτοφανούς «έκτακτου» γεγονότος (κλείσιμο τραπεζών), δ) με σφοδρή αμφισβήτηση της ίδιας της επιλογής του δημοψηφίσματος. Ανοίγουμε όμως αυτή την παρένθεση, διότι μια εσφαλμένη, αλλά ευρύτατα διαδεδομένη ερμηνεία, αποδίδει σε αυτήν την υποεκτίμηση σκοπιμότητα. Συσκοτίζονται έτσι τρία σημαντικά πολιτικά συμπεράσματα, που προκύπτουν, σχετικά με τις δημοσκοπήσεις, με βάση την εκλογική εμπειρία του 2015.

1) Οι δημοσκοπήσεις υπήρξαν «θύματα» του ασφυκτικά μεροληπτικού κλίματος υπέρ του Ναι, που καλλιέργησαν απροκάλυπτα τα Μέσα ενημέρωσης, απονομιμοποιώντας έτσι, κοινωνικά, την αντίθετη άποψη. Και το πολιτικό κλίμα που επιχείρησαν να διαμορφώσουν τα Μέσα, παραβιάζοντας μάλιστα και την ισχύουσα εκλογική νομοθεσία, ήταν ότι η κυριαρχία του Ναι είναι ολοκληρωτική. Για αυτό, άλλωστε, δεν έγινε και εκτενέστερη χρήση των δημοσκοπήσεων, όπως συνήθως. Γιατί, απλούστατα, οι δημοσκοπήσεις, με το «αμφιλεγόμενο» αποτέλεσμα που κατέγραφαν (λόγω της πραγματικής υποεκτίμησης του Όχι), δεν εξυπηρετούσαν την πολιτική γραμμή περί «ολοκληρωτικής κυριαρχίας του Ναι», που επιδίωκαν να επιβάλλουν τα Μέσα.

2) Το «επικοινωνικό κλίμα» που επιβλήθηκε είχε πολιτικό αντίκτυπο. Αυτός ο φόβος, για μια δήθεν «συντριπτική επικράτηση του Ναι», υπήρξε διάχυτος και στον ηγετικό πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ. Ένα παρόμοιο ενδεχόμενο, -σε αντίθεση με μια «μικρή επικράτηση του Ναι» που θα επέτρεπε τη διαχείριση της στροφής 180ο από τον Τσίπρα-, θα δρομολογούσε την απομάκρυνσή του από το Μαξίμου. Αυτές οι, επικρατούσες εκείνες τις στιγμές, πεποιθήσεις των δρώντων φορέων, ίσως ερμηνεύουν και την «απρόθυμη» υποστήριξη  και «αναγκαστική» κινητοποίηση υπέρ του Όχι, στην οποία οδηγήθηκε η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, υπό το «φόβητρο ενός συντριπτικού Ναι». Επί της ουσίας και χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι παραγνωρίζεται το δημοσκοπικό λάθος και οι συνέπειές του, στη θεωρητική παράδοση των ερευνών κοινής γνώμης είναι γνωστό το φαινόμενο της υποεκτίμησης των πραγματικών προθέσεων των ψηφοφόρων, όταν αυτές αφορούν μια κοινωνικά «απονομιμοποιημένη» θέση. Τη θεωρία αυτή που ονομάσθηκε «σπειροειδής της σιωπής» (spiral of silence) έχει διατυπώσει αρχικά η Γερμανίδα πολιτική επιστήμων Elizabeth Noelle-Neumann (1916-2010) στο κλασσικό βιβλίο της The Spiral of Silence. Public Opinion – Our Social Skin (Noelle-Neumann 1984).

3) Ωστόσο, η διαπίστωση ότι η μεροληψία των Μέσων ενημέρωσης επηρέασε τις δημοσκοπήσεις, αλλά όχι την πραγματική εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων έχει και μεγαλύτερη βαρύτητα και μεγάλη πολιτική σημασία. Αποκαλύπτει, όχι μόνο τα περιορισμένα όρια της ισχύος των Μέσων ενημέρωσης, αλλά και καταρρίπτει τον μύθο για την περιβόητη επίδραση των δημοσκοπήσεων στο εκλογικό σώμα.

Επιστρέφοντας στην ανάλυση του εκλογικού αποτελέσματος, οι κομματικές προτιμήσεις αποτέλεσαν τη σημαντικότερη ερμηνευτική μεταβλητή της ψήφου στο δημοψήφισμα (Μαυρής 2015γ). Η τοποθέτηση των κομμάτων στο δημοψήφισμα, επηρέασε καθοριστικά τους ψηφοφόρους, με εξαίρεση το ΚΚΕ. Το γεγονός, ότι υπήρξε πράγματι κομματική στοίχιση, γίνεται ορατό στην καταγραφή της συσπείρωσης των κομμάτων, που προκύπτει από τις προεκλογικές έρευνες (Διάγραμμα 7).

Το ΚΚΕ, διαφωνώντας με το δίλημμα που τέθηκε, υποστήριξε το άκυρο, με κεντρικό σύνθημα: «Όχι στην πρόταση ΕΕ-ΔΝΤ-ΕΚΤ, Όχι στην πρόταση της Κυβέρνησης». [28]  Στην κάλπη του Δημοψηφίσματος βρέθηκαν τελικά 310.682 άκυρα (5,04%) και 46.424 λευκά (0,75%) ψηφοδέλτια. Όμως, η γεωγραφική κατανομή αυτής της αντιεκλογικής ψήφου (άκυρο, λευκό), δεν ακολουθεί και δεν ερμηνεύεται καθοριστικά από την ιστορική εκλογική γεωγραφία του κομμουνιστικού κόμματος. Όπως αποδεικνύεται και από τη συσπείρωσή του, οι ψηφοφόροι του ΚΚΕ δεν πειθάρχησαν πλειοψηφικά στη γραμμή του κόμματος για άκυρο, αλλά ψήφισαν μαζικά Όχι, σε ποσοστό 61% (6 στους 10, Διάγραμμα 7). Αυτό το συμπέρασμα ενισχύει και η παραταξιακή κατανομή της ψήφου (Διάγραμμα 8). Οι αυτοτοποθετούμενοι στα Αριστερά του πολιτικού φάσματος, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ψηφοφόροι του ΚΚΕ, ψήφισαν συντριπτικά υπέρ του Όχι.

Ειπωμένο διαφορετικά, έχει τεκμηριωθεί με βάση τα εμπειρικά δεδομένα, ότι η άσκηση πιέσεων και η κινδυνολογική εκστρατεία των διεθνών και εγχωρίων Μέσων ενημέρωσης δεν είχε καταφέρει –μέχρι τη στιγμή του δημοψηφίσματος– να αποδυναμώσει την απόλυτη εκλογική κυριαρχία του ΣΥΡΙΖΑ, που επήλθε μετά τις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου 2015, ούτε να θρυμματίσει την ηγετική εικόνα του Αλέξη Τσίπρα. Μετά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, η δημοτικότητά του θα εκτιναχθεί και αυτή, από 47% πριν τις εκλογές, στο 87%, ενώ παραμονές του δημοψηφίσματος είχε σταθεροποιηθεί στο  74%  (βλέπε σχετικά παρακάτω το Διάγραμμα 12). Αξίζει δε να επισημανθεί, ότι η πρωθυπουργική δημοτικότητα, μεταξύ των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, είχε αγγίξει τον Ιούνιο του 2015, το 98%.

7.    Συμμετοχή και κοινωνική διαίρεση: Η εκλογική – κοινωνική γεωγραφία του δημοψηφίσματος

Η απόφαση για το δημοψήφισμα πυροδότησε μεγάλης έκτασης κινητοποίηση και συσπείρωσε μια ευρύτατη κοινωνική συμμαχία, σε πανεθνική κλίμακα, που σπάνια έχει παρατηρηθεί στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, μετά την κατοχή και την εαμική εμπειρία. Η συμμετοχή στο δημοψήφισμα ξεπέρασε τα 6 εκ. ψηφίσαντες (6.161.338), συγκρατώντας έτσι ως ένα βαθμό την επιταχυνόμενη τάση αποχής. Με βάση τη δημογραφική εκτίμηση της Public Issue για το μέγεθος του εκλογικού σώματος, η πραγματική συμμετοχή στο δημοψήφισμα υπολογίζεται σε 72,76% και η πραγματική αποχή σε 27,24%.[29] Ας σημειωθεί, παρενθετικά, ότι ακριβώς η τόνωση της πολιτικής συμμετοχής, που παρατηρείται στα δημοψηφίσματα (de Vreese 2007), συγκαταλέγεται διεθνώς, αλλά όχι στην Ελλάδα, στα θετικά του θεσμού. Με υψηλότερα (από το ελληνικό) ποσοστά συμμετοχής σε δημοψήφισμα έχουν απορριφθεί στο παρελθόν η ένταξη της Νορβηγίας στην ΕΕ (1994 – 88,8%), η εισαγωγή του ευρώ στη Δανία (2000 – 87,6%) και στη Σουηδία (2003 – 81,2%) καθώς και η πρώτη απόπειρα ένταξης της Νορβηγίας στην ΕΚ, το 1972, με ποσοστό συμμετοχής 79,1% (Πίνακας 2).

Γεωγραφικά, το εκλογικό ρεύμα υπέρ του Όχι (61,3%, έναντι 38,7%) υπήρξε καθολικό. Πλειοψήφησε στο 92% των νέων Καλλικρατικών Δήμων ((σε 299 από τους 325) και στο 88,6% των παλαιών Καποδιστριακών Δήμων της χώρας (σε 917 από τους 1035, Χάρτης 1), καθώς και σε όλες τις δεκατρείς μείζονες εκλογικές περιφέρειες. Τα υψηλότερα ποσοστά του Όχι (>65%) σημειώθηκαν στην Κρήτη (69,9%), στο Ιόνιο (67,7%) και στη Δυτική Ελλάδα (65,1%). Το μπλοκ του Ναι ξεπέρασε το 42% μόνο στην Πελοπόννησο (42,7%) και οριακά το 40%, στην Κεντρική Μακεδονία (40,1%), την Α.Μακεδονία-Θράκη (40,2%), την Αττική (40,3%) και την Ήπειρο (40,8%).[30]

Στο εκλογικό αποτέλεσμα αποτυπώθηκε ευδιάκριτα η βαθύτατη πολιτική, ηλικιακή και ταξική πόλωση που χαρακτηρίζει συστηματικά τις εκλογικές αναμετρήσεις της εποχής του Μνημονίου. Είναι ενδεικτικό ότι οι σημαντικότερες εργοδοτικές οργανώσεις πλαισίωσαν την επιτροπή για την υποστήριξη του Ναι που συγκροτήθηκε την 1η Ιουλίου.[31] Η πολιτική και κομματική διάσταση της πόλωσης αναλύθηκε στα προηγούμενα. Η ηλικιακή πόλωση (Διάγραμμα 9) επίσης προϋπήρξε. Η αντιμνημονιακή τοποθέτηση των νέων καταγράφηκε στις εκλογές του 2012 και διατηρήθηκε στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2014-2015. Το ηλικιακό χάσμα της ψήφου κορυφώθηκε στο δημοψήφισμα, λόγω της δυαδικής μορφής της επιλογής της ψήφου. Στην ηλικιακή κατηγορία 18-24, το Όχι απέσπασε ποσοστό 85%, ενώ στην αμέσως επόμενη (25-34 ετών), 72%. Η συντριπτική πλειοψηφία των νέων, που καταστρέφονταν από την λιτότητα, στράφηκαν καθολικά κατά της συνέχισης αυτής της πολιτικής. Το Όχι κυριάρχησε και στις επόμενες τρεις ενδιάμεσες ηλικιακές κατηγορίες και μόνον μεταξύ των ηλικιωμένων (άνω των 65 ετών), πλειοψήφησε το Ναι, με ποσοστό 55%-45%. Αντίστοιχη με την ηλικία πόλωση, δεν παρατηρήθηκε και αναφορικά με το φύλο.

Με βάση την αυτοτοποθέτηση των ερωτώμενων σε κοινωνικο/οικονομική κατηγορία απασχόλησης, το Όχι εξασφάλισε τα υψηλότερα ποσοστά του (>70%), στους φοιτητές (85%), τους ανέργους 73% και τους μισθωτούς Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (71%). Ακόμη, πλειοψήφησε καθαρά στους εργοδότες/αυτοαπασχολούμενους (58% συνολικά, 65% στους αγρότες, 61% στους επαγγελματο-βιοτέχνες και ισοψηφία 50% στους ελεύθερους επαγγελματίες) και στις νοικοκυρές (63%). Το Ναι επικράτησε μόνο στους συνταξιούχους (Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα), σε ποσοστό 52%, έναντι 48% (Διάγραμμα 10).

Αυτό το μοτίβο (pattern) της κοινωνικής πόλωσης της ψήφου, επιβεβαιώνει την κοινωνική διαίρεση φιλοευρωπαϊσμού/αντιευρωπαϊσμού, και τον ευδιάκριτα ταξικό χαρακτήρα της απορριπτικής ψήφου, που έχει παρατηρηθεί ιστορικά, σε αντίστοιχα δημοψηφίσματα για θέματα της ΕΕ (Ένταξη, Συνθήκες, Ευρωσύνταγμα). Ενδεικτικά, στο βρετανικό δημοψήφισμα του 2016, υπέρ της εξόδου από την ΕΕ ψήφισε το 60% των φτωχών, ανειδίκευτων και ειδικευμένων εργατών και των ανέργων,[32] ενώ η παράμετρος της κοινωνικής τάξης αποδείχθηκε βασική διαχωριστική γραμμή για την ερμηνεία της ψήφου.[33]

Αντίστοιχα, το 2005, στο γαλλικό δημοψήφισμα για την Συνταγματική Συνθήκη, Όχι είχαν ψηφίσει το 70% των υπαλλήλων και το 76% των εργατών, ενώ Ναι, το 59% των εργοδοτών και το 62% των ελεύθερων επαγγελματιών.[34] Στο ολλανδικό δημοψήφισμα, του ιδίου έτους (2005) και με το ίδιο αντικείμενο, υπέρ του Όχι ψήφισαν όσοι διέθεταν χαμηλή μόρφωση (82%) και χαμηλό εισόδημα (68% – Harmsen 2005).

Στο ιρλανδικό δημοψήφισμα (2008) που απέρριψε τη Συνθήκη της Λισσαβώνας με 53%, έναντι 47%[35], η ψήφος του Όχι επικεντρώθηκε στις γυναίκες, τους νέους και την εργατική τάξη. Η ταξικότητα της ψήφου αποδεικνύεται από το γεγονός, ότι το 74% των ανειδίκευτων εργατών συντάχθηκε με το στρατόπεδο του Όχι, ενώ αντιθέτως, τα διευθυντικά στελέχη υπερψήφισαν μαζικά το Ναι, σε ποσοστό 60%. Υπέρ του Όχι τάχθηκε και η πλειοψηφία των αγροτών (Holmes 2008). O FitzGibbon (2009a, 2009b) σημειώνει, ότι η απορριπτική για τη Συνθήκη ψήφος των εργατικών περιοχών της Ιρλανδίας υπήρξε απόρροια του γεγονότος ότι, παραδοσιακά, οι εργατικές περιοχές είχαν ψηφίσει ισχυρά εναντίον της ΕΕ, σε διαδοχικά ευρωπαϊκά δημοψηφίσματα.

Χάρτης 1

Ποιος φοβήθηκε τον λαό

Διάγραμμα 9
Ποιος φοβήθηκε τον λαό

Διάγραμμα 10

Ποιος φοβήθηκε τον λαό

Χάρτης 2

Ποιος φοβήθηκε τον λαό

Πίνακας 3

Ποιος φοβήθηκε τον λαό

Η κοινωνική πόλωση είναι ευδιάκριτη στην εκλογική γεωγραφία της Πρωτεύουσας (Χάρτης 2). Το Ναι πλειοψήφησε μόνο στα Βορειοανατολικά και Νοτιοανατολικά προάστεια. Στις εύπορες περιοχές, όπου συγκεντρώνονται τα αστικά κοινωνικά στρώματα της μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας, κυριάρχησε απόλυτα, καταγράφοντας ποσοστά άνω του 66%. Ενδεικτικά, στην Εκάλη συγκέντρωσε ποσοστό 84,6%, στη Φιλοθέη 81,6%, στο Ψυχικό 78%, στο Διόνυσο 69,8%, στου Παπάγου 68,1% και στη Βουλιαγμένη 66,7% (Πίνακας 3). Σε αυτές τις περιοχές, το Όχι περιορίστηκε, από 33,3% στη Βουλιαγμένη, έως μόλις 15,4% στην Εκάλη.

Στις περιοχές κυριαρχίας των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, όπως π.χ. ο Δήμος Ζωγράφου, η Αργυρούπολη και ο Γέρακας, το μπλοκ του Όχι κυμάνθηκε από 56% έως 62% και του Ναι, από 38% έως 44%. Αντιθέτως, στο συμπαγή πυρήνα των εργατικών-λαϊκών δήμων της Δυτικής Αθήνας (Β’ Αθηνών, Β’ Πειραιά) το Όχι συγκέντρωσε ποσοστά από 68% έως 77%, ενώ προσέγγισε ακόμη υψηλότερα επίπεδα, στις παρυφές της αθηναϊκής μητροπολιτικής περιοχής (79% στα Άνω Λιόσια και στον Ασπρόπυργο – Πίνακας 3). Στο εσωτερικό του Δήμου Αθηναίων, που ψήφισε συνολικά υπέρ του Όχι, σε ποσοστό 53,2% έναντι 46,8%, αναπαρήχθη επίσης η ιστορική κοινωνική διαίρεση, ανάμεσα στις δυτικές συνοικίες (του 3ου και 4ου Διαμερίσματoς) και τον κεντρικό τομέα της πόλης. Το Όχι έλαβε τα υψηλότερα ποσοστά του (>60%) στην Ακαδημία Πλάτωνος (65,9%), στο Μεταξουργείο (64,4%), στα Πετράλωνα (63,7%), στο Βοτανικό (60,9%) και στον Κολωνό (60,5%). Στον κοινωνικό αντίποδα, το Ναι, κυριάρχησε στο Κολωνάκι (70,2%), στη Μονή Πετράκη (70,1%), στα Ιλίσια (59,3%), στο Παγκράτι (58,7%) και στο Εμπορικό Κέντρο (57,1%).

8.    Η πραξικοπηματική ανατροπή της λαϊκής ετυμηγορίας του δημοψηφίσματος – Επιπτώσεις

Το ελληνικό δημοψήφισμα διεκδικεί μια παράδοξη πρωτοτυπία. Είναι μοναδικό, ως προς το γεγονός, ότι η λαϊκή ετυμηγορία που κατέγραψε, ηχηρά, η ψήφος περισσότερων από έξι εκατομμύρια πολιτών, δηλαδή η απόρριψη της πρότασης των δανειστών, ακυρώθηκε αυθημερόν, με τρόπο, κυριολεκτικά, πραξικοπηματικό. Με την ωμή καταστρατήγηση του εκλογικού αποτελέσματος του Ιουλίου 2015 τερματίσθηκε, απότομα, το εξάμηνο πείραμα αριστερής διακυβέρνησης εντός της ΕΕ, που επιχείρησε η πρώτη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Με τη συνθηκολόγηση και την προσχώρησή της στη μνημονιακή στρατηγική, όμως, προκλήθηκαν σημαντικοί κλυδωνισμοί. Παρά τη δεύτερη επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ, στις εκλογές που ακολούθησαν τον Σεπτέμβριο του 2015, η πολιτική μετάλλαξη του κυβερνώντος κόμματος συνοδεύτηκε με αναζωπύρωση της κρίσης εκπροσώπησης, που χαρακτήρισε, εξαρχής, την εποχή των Μνημονίων.

Το δημοψήφισμα υπήρξε, ταυτόχρονα, σημείο κορύφωσης της λαϊκής υποστήριξης στην κυβέρνηση της αριστεράς και απαρχή της κατακρήμνισής της. Η σχέση εκπροσώπησης του ΣΥΡΙΖΑ με το μπλοκ των κυριαρχούμενων τάξεων, που βρισκόταν σε διαδικασία διαμόρφωσης μετά το 2012 (στην τριετία 2012-2015), διερράγη ανεπανόρθωτα, ωθώντας ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος στην παθητικοποίηση και την αποχή από τις εκλογές. Ο Ιούλιος του 2015 αποτέλεσε σημείο καμπής στην περιοδολόγηση της ύστερης μεταπολίτευσης, αλλά και της διαδικασίας αποδόμησης της μεταπολιτευτικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

 Διάγραμμα 11

Ποιος φοβήθηκε τον λαό

Διάγραμμα 12
Ποιος φοβήθηκε τον λαό
Με τη συμφωνία της 12ης Ιουλίου 2015 και την υπογραφή του 3ου Μνημονίου, το αποτέλεσμα της λαϊκής ψήφου ανατράπηκε. Η αστραπιαία ακύρωση του εκλογικού αποτελέσματος του δημοψηφίσματος και η αναίρεση της εντολής του Όχι, ανέκοψε βίαια τη δυναμική που είχε αναπτυχθεί στο λαϊκό κοινωνικό μπλοκ. Η αριστερά και το αντιμνημονιακό στρατόπεδο υπέστη μια σημαντική πολιτική και ιδεολογική ήττα, οι συνέπειες της οποίας αποδεικνύονται μέχρι σήμερα  μακροχρόνιες. Ταυτοχρόνως, η στροφή 180ο του ΣΥΡΙΖΑ τερμάτισε και εξαέρωσε την τεράστια συσπείρωση γύρω από την κυβέρνηση (rally effect), που εμφανίσθηκε μετά τον Ιανουάριο και διατηρήθηκε στο εξάμηνο της διαπραγμάτευσης, μέχρι το δημοψήφισμα (Διάγραμμα 11). Αντίστοιχη επίδραση άσκησε η κυβερνητική στροφή και στην πρωθυπουργική δημοτικότητα του Αλέξη Τσίπρα (Διάγραμμα 12).

Με την άδοξη κατάληξη του δημοψηφίσματος, ακυρώθηκε η προοπτική της ανατροπής και οι κοινωνικές ελπίδες για ριζοσπαστική πολιτική αλλαγή, που γέννησαν οι βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου 2015, για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες. Με τη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και την προσχώρησή του στη μνημονιακή πολιτική (καθώς και των ΑΝΕΛ), πραγματοποιήθηκε η πιο απότομη και χρονικά συμπυκνωμένη «σύγκλιση των κομμάτων στην κορυφή», που έχει συμβεί ποτέ στο ελληνικό κομματικό σύστημα. Άμεσο και καταλυτικό αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής εξέλιξης υπήρξε η απότομη απαξίωση της εκλογικής διαδικασίας, η απογοήτευση του εκλογικού σώματος και η κάμψη του ενδιαφέροντος για τις εκλογές· τάσεις, που θα αποτυπωθούν ευκρινώς στο αποτέλεσμα των εκλογών του Σεπτεμβρίου. Η αύξηση της αποχής και η έξοδος από το εκλογικό σώμα υπήρξε πρωτοφανής. Μετά το δημοψήφισμα, η τάση εξόδου πήρε τη μορφή χιονοστοιβάδας. Μέσα σε δύο μόλις μήνες, από τον Ιούλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο, σχεδόν 600.000 (594.845) πολίτες εγκατέλειψαν το εκλογικό σώμα. Ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει το 9,4% των εκλογέων του Ιανουαρίου. Δηλαδή σχεδόν 1 στους 10, από όσους είχαν ψηφίσει, μόλις 9 μήνες πριν.[36]  (Μαυρής 2015γ). 

Οι εσωκομματικοί κλυδωνισμοί που θα επιφέρει στον ΣΥΡΙΖΑ η συνθηκολόγηση -ελλείψει και οργανωμένου κόμματος- δεν θα είναι σημαντικοί. Η διάσπαση της ηγετικής και της κοινοβουλευτικής ομάδας του, δεν είχε απήχηση στην κοινωνική και εκλογική βάση του κόμματος.[37] Ο ΣΥΡΙΖΑ θα κερδίσει τις δεύτερες εκλογές με ποσοστό 35,5% (1.927.000 ψήφους). Το ποσοστό αυτό θα ήταν αφελές να συγκριθεί με το 36,3% του Ιανουαρίου, όχι μόνο γιατί αναφέρεται σε ένα συρρικνωμένο (κατά 763.000 πολίτες) ή γιατί έλαβε 320.000 λιγότερες ψήφους (2.246.000), αλλά κυρίως διότι αποφεύγει να αναμετρηθεί με την πρωτοφανή κοινωνική επιρροή που απέκτησε ο ΣΥΡΙΖΑ στο πρώτο εξάμηνο του 2015· με εκείνη δηλαδή την επιρροή, την οποία κατασπατάλησε και εξαέρωσε, κυριολεκτικά, εν μια νυκτί. Το ποσοστό του Σεπτεμβρίου, θα πρέπει να συγκριθεί με το μετεκλογικό 54% και το 47,5% των παραμονών του δημοψηφίσματος. Εάν συγκριθεί με αυτά τα ποσοστά, τότε σίγουρα η αποτίμηση της πολιτικής εμπειρίας  του 2015 είναι πολύ διαφορετική.

Από την ανάλυση των εκλογικών δεδομένων[38] (όχι δημοσκοπήσεων) προκύπτει, ότι τον Σεπτέμβριο του 2015: 1) Το 17% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ Ιανουαρίου (1 στους 6), περίπου 383.000 ψηφοφόροι επέλεξαν την αποχή. Επίσης, περίπου 57.000 ψηφοφόροι του, λιγότερο από 3%, επέλεξαν  το λευκό ή το άκυρο. 2) Το 7% των ψηφοφόρων Ιανουαρίου 2015 (1 στους 15) επέλεξε την ψήφο στα σχήματα της αριστερής διαμαρτυρίας (ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΕΠΑΜ) και στο ΚΚΕ, αθροιστικά, περίπου 158.000 ψηφοφόροι. 3) Σε αντιστάθμισμα των εκροών, υπήρξαν νέες εισροές από κεντροαριστερούς ψηφοφόρους, που τον Ιανουάριο είχαν ψηφίσει ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ ή ΚΙΔΗΣΟ. 4) Επίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ προσέλκυσε νέες εισροές από ψηφοφόρους που τον Ιανουάριο είχαν ψηφίσει ΝΔ. 5) Αθροιστικά, οι ψηφοφόροι άλλων κομματικών χώρων, που προσέγγισαν τον ΣΥΡΙΖΑ, τον Σεπτέμβριο, αποτέλεσαν το 17% της νέας εκλογικής του βάσης  (1 στους 6 ) (Μαυρής 2015γ, 2016, 2019).

Εν κατακλείδι, τον Σεπτέμβριο του 2015, η εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ διέφερε πλέον σημαντικά, από την προηγούμενη του Ιανουαρίου. Οι βάσεις του νέου κόμματος τέθηκαν την επαύριο του δημοψηφίσματος.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 

Ι. Ελληνόγλωση

Crouch, Colin. 2006. Μεταδημοκρατία. Αθήνα: Εκκρεμές.

Δρόσος, Γιάννης. 2011. «Το ‘Μνημόνιο’ ως σημείο στροφής του πολιτεύματος.» The Books Journal, τεύχος 6, (Απρίλιος): 42. Αναδημοσίευση: https://www.constitutionalism.gr/1807-to-mnimonio-ws-simeio-strofis-toy-politeymatos/ .

Klein, Naomi. 2010. Το Δόγμα του Σοκ. Η Άνοδος του Καπιταλισμού της Καταστροφής. Αθήνα: Λιβάνης.

Λάσκος, Χρήστος, και Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος, επιμ. 2016. Το ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙ. Αθήνα: ΚΨΜ.

Μαυρής, Γιάννης. 2014. «Οι αθέατες όψεις του εκλογικού πολέμου. Εκλογές σε δύο στάδια: Το ελληνικό εκλογικό πείραμα». 5 Μαΐου 2014. https://www.mavris.gr/3981 /elliniko_eklogiko_peirama/ .    

Μαυρής, Γιάννης.2015α. «Ανατομία μιας ιστορικής πολιτικής ανατροπής. Πως διαμορφώθηκε η πολιτική σκηνή, μετεκλογικά, υπό την επίδραση του εκλογικού αποτελέσματος και της διαπραγμάτευσης του χρέους», 24 Φεβρουαρίου 2015. https://www.mavris.gr/4623 /anatomy-of-a-historic-political-reversal/  .

Μαυρής, Γιάννης. 2015β. «Η κοινωνική υποστήριξη προς την κυβέρνηση διατηρείται σε υψηλά επίπεδα», 22 Ιουνίου 2015, https://www.mavris.gr/4703/june-2015/ .

Μαυρής, Γιάννης. 2015γ. «Από τον Ιανουάριο, στον Σεπτέμβριο 2015. Η ανατροπή της ανατροπής». Εισήγηση στην Ημερίδα που διοργάνωσε η Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης, με θέμα: «Το εκλογικό 2015. Καταγραφές, ανιχνεύσεις, ερμηνείες». Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015.

Μαυρής, Γιάννης. 2015δ. «Κομματικό και εκλογικό σύστημα, 2012-2015. Στις Συμπληγάδες μιας διπλής χρεωκοπίας». Εισήγηση στην ημερίδα που διοργάνωσε το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – ΙΘΔΤ, με θέμα: «Εκλογικό σύστημα, πολιτικό σύστημα και Σύνταγμα». Αθήνα, 7/12/2015.

Μαυρής, Γιάννης. 2016. «Άνοδος και Πτώση. Η εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ πριν και μετά το Δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015.» Τετράδια 66-67 (Φθινόπωρο-Χειμώνας, 2016-2017), 93-104. https://www.mavris.gr/4876/rise_and_fall/ .

Μαυρής, Γιάννης. 2019. «Το Κομματικό Σύστημα στη μεταμνημονιακή εποχή. Κόμματα ερήμην της κοινωνίας;» Εισήγηση στα πλαίσια του 1ου Συνεδρίου Μεταπτυχιακών Φοιτητών και Υποψηφίων Διδακτόρων Πολιτικής Επιστήμης, με θέμα: «Όψεις της κρίσης: πολιτική, ιδεολογία, κοινωνία», Θεσσαλονίκη, 17 Μαρτίου.

Μαυρής, Γιάννης. 2020. “Πρόλογος.” Στο Peter Mair, Κυβερνώντας το Κενό. Η Εξασθένιση της Δυτικής Δημοκρατίας. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο. https://www.mavris.gr/6382/peter-mair-rulling-the-void/ .

Πατσίκας, Δημήτρης. 2015. «Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015: πολιτικό και συνταγματικό χρονολόγιο». Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου 4 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος): 528-33.

Πουλαντζάς, Νίκος. 1975. Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις, 2 τόμοι, Αθήνα: Θεμέλιο.

Σωτηρέλης, Γιώργος. 2015. «Οι συνταγματικές παράμετροι του δημοψηφίσματος», συνέντευξη στον Γιώργο Λακόπουλο. Διαδικτυακή εφημερίδα «Ανοιχτό Παράθυρο», 27.6.2015. Αναδημοσίευση: https://www.constitutionalism.gr/sotirelis-dimopsifisma/ .

ΙΙ. Ξενόγλωσση

Beckert, Jens. 2007. “Rejecting the Constitution or the Market. Where does the Popular Resistance to European Integration Come From.” Mario Einaudi Center for international Studies. https://ecommons.cornell.edu/handle/1813/55035.

de Vreese, Claes H., ed. 2007. The Dynamics of Referendum Campaigns. An International Perspective. London: Palgrave Macmillan.

de Vreese, Claes H. 2007. “Context, Elites, Media and Public Opinion in Referendums: When Campaigns Really Matter.” In The Dynamics of Referendum Campaigns. An International Perspective, ed. Claes H. de Vreese London: Palgrave Macmillan, 1-20.

Farrell, David M., and Roger Scully. 2007. Representing Europe’s Citizens? Electoral Institutions and the Failure of Parliamentary Representation. Oxford: Oxford University Press.

FitzGibbon, John. 2009a. “Referendum briefing paper no 17. The Second Referendum on the Treaty of Lisbon in the Republic of Ireland, 2nd October 2009.” https://www.sussex.ac.uk/webteam/gateway/file.php?name=epern-ref-no17.pdf& site=266.

FitzGibbon, John. 2009b. “Ireland’s No to Lisbon: Learning the Lessons from the failure of the Yes and the Success of the No Side.” SEI Working Paper No 110, EPERN Working Paper No 21. http://www.sussex.ac.uk/sei/documents/epern-working-paper-21.pdf.

Gallagher, Michael, and Pier Vincenzo Uleri (eds.) 1996. The Referendum Experience in Europe. Houndmills, Basingstoke: Palgrave Macmillan.

Gilland, Karin. 2002. “Ireland’s Second Referendum On The Treaty of Nice, October 2002.” http://www.sussex.ac.uk/sei/documents/epern-ref-no-1.pdf .

Harmsen, Robert. 2005. “Referendum Briefing Paper No 13. The Dutch Referendum on Ratification of the Constitutional Treaty, 1 June 2005.” European Parties Elections and Referendums Network (EPERN), http://www.sussex.ac.uk/sei/documents/epern-ref-no-13.pdf .

Hillebrandt, Maarten. 2008. “Rejection by Referendum: a New Expression of Discontent in the EU.” http://www2.warwick.ac.uk/fac/cross_fac/iatl/reinvention/issues/volume1issue2/hillebrandt .

Hollander, Saskia. 2019. The Politics of Referendum Use in European Democracies. Cham: Palgrave Macmillan.

Holmes, Michael. 2008. “Referendum Briefing Paper No 16. The Referendum on the Treaty of Lisbon in the Republic of Ireland, 12 June 2008.” European Parties Elections and Referendums Network (EPERN), http://www.sussex.ac.uk/sei/documents/epern-ref-no16.pdf .

Macwhirter, Iain. 2014. Road To Referendum. Cargo Publishing.

Marketou, Afroditi. 2015. “The Greek Referendum: is it Unconstitutional?” (Constitutional Change Through Eurocrisis Law, 3 July 2015), https://eurocrisislaw.eui.eu/news/the-greekreferendum -is-it-unconstitutional/  ανακτήθηκε στις 31/3/2016.

Marthaler, Sally. 2005. “Referendum Briefing Paper No 12. The French Referendum on Ratification of the Constitutional Treaty, 29 May 2005.” European Parties Elections and Referendums Network (EPERN), http://www.sussex.ac.uk/sei/documents/epern-ref-no-12.pdf .

Morel, Laurence, and Matt Qvortrup, eds. 2018. Τhe Routledge Handbook to Referendums and Direct Democracy. London-New York: Routledge.

Morel, Laurence. 2018. “Appendix 2: Practice of nationwide referendums in the 195 countries of the world (1940–2016).” In Τhe Routledge Handbook to Referendums and Direct Democracy, edited by Laurence Morel and Matt Qvortrup, 519-26.

Mendelsohn, Matthew, and Andrew Parkin (eds.). 2001. Referendum Democracy, Citizens, Elites and Deliberation in Referendum Campaigns. Houndmills, Basingstoke: Palgrave Macmillan.

Mendez, Fernando, Mario Mendez, and Vasiliki Triga. 2009. “Direct Democracy in the European Union: How Comparative Federalism Can Help Us Understand the Interplay of Direct Democracy and European Integration.” Revista De Ciencia Politica 29(1):57-83.

Noelle-Neumann, Elizabeth. [1984] 1993. The Spiral of Silence. Public Opinion – Our Social Skin. Chicago and London: The University of Chicago Press.

Qvortup, Matt, ed. 2018. Referendums Around the World. Palgrave Macmillan.

Smith, Julie. 2021. The Palgrave Handbook of European Referendums. Cham: Palgrave Macmillan.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Διάγγελμα του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα  για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος (Μέγαρο Μαξίμου, 27 Ιουνίου 2015), https://www.youtube.com/watch?v=i6729IoB-1I · Ο Αλέξης Τσίπρας θα αναπτύξει την επιχειρηματολογία υπέρ της διενέργειας του δημοψηφίσματος, σε μια σημαντική συνέντευξή του στην ΕΡΤ και στους δημοσιογράφους Πάνο Χαρίτο και Αντώνη Αλαφογιώργο (Ραδιομέγαρο ΕΡΤ, 29 Ιουνίου 2015), https://www.youtube.com/watch?v=YqaCBCYdYHc · Ένα χρήσιμο πολιτικό και συνταγματικό χρονολόγιο του δημοψηφίσματος παρατίθεται από τον Δ. Πατσίκα (2015).

[2] Στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015, το ΠΑΣΟΚ συγκέντρωσε ποσοστό 4,68%. Ο Βενιζέλος παραιτήθηκε από πρόεδρος του κόμματος και στη θέση τον διαδέχθηκε, στις 14/6/2015, η Φώφη Γεννηματά. Το βίντεο της ομιλίας του Ε. Βενιζέλου (κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΠΑΣΟΚ) στη σχετική συζήτηση της Βουλής (27/06/2015), https://www.youtube.com/watch?v=pQV9sE1BNAE

[3] Η σχετική αρθρογραφία των Ελλήνων συνταγματολόγων στον τύπο, κατά του δημοψηφίσματος, βρίσκεται συγκεντρωμένη στην ιστοσελίδα  https://www.constitutionalism.gr/dimopsifisma/ . Βλέπε, ενδεικτικά, τα άρθρα των Ν.Αλιβιζάτου, Χ.Ανθόπουλου, Ξ. Κοντιάδη, Α. Μανιτάκη, και Κ. Μενουδάκου. Αντίλογο ως προς την «αντισυνταγματικότητα» του δημοψηφίσματος θα εκφράσει ο Γ. Σωτηρέλης (Σωτηρέλης 2015), αλλά και άλλοι ομότεχνοι. Βλέπε σχετικά, Ιωάννα Μπρατσιάκου, «Δημοψήφισμα: Δύο συνταγματολόγοι δίνουν όλες τις απαντήσεις στο NEWS247», 27 Ιουνίου 2015. https://www.news247.gr/politiki/dimopsifisma-2-syntagmatologoi-dinoyn-oles-tis-apantiseis-sto-news247.6356467.html · «Γιατί (…) οι ειδικοί συνταγματολόγοι κραυγάζουν για την αντισυνταγματικότητα της πρότασης Τσίπρα; Διαβάζοντας τα σχόλιά τους, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι περισσότεροι Έλληνες συνταγματολόγοι έχουν ξεκάθαρους πολιτικούς δεσμούς. Περιττό να πούμε, λοιπόν, ότι η εμπειρογνωμοσύνη τους συχνά συμπίπτει με την επιχειρηματολογία που εκφράζει το κόμμα τους. Από την άλλη πλευρά, τα επιχειρήματα για τη συνταγματικότητα επηρεάζουν έντονα την κοινή γνώμη. Κατά ειρωνικό τρόπο, αυτό οφείλεται στην προσκόλληση του ελληνικού λαού στο Σύνταγμα, καθώς και στην εντύπωση αντικειμενικότητας και αλήθειας της συνταγματικής ερμηνείας των ειδικών. Έτσι, στην Ελλάδα, το Σύνταγμα χρησιμοποιείται συνήθως ως ιδεολογικό εργαλείο» (Marketou 2015) .

[4] «Η ερμηνεία του Βενιζέλου για τον όρο ‘κρίσιμο εθνικό ζήτημα’ ότι αφορά μόνο τις εξωτερικές υποθέσεις και την ασφάλεια και την άμυνα της χώρας δεν έχει συνταγματική βάση και κανένας άλλος συνταγματολόγος δεν την έχει υιοθετήσει. Άλλωστε, ούτε το δημοψήφισμα του 1974 αφορούσε τέτοια θέματα. Ως προς το επιχείρημα με βάση το άρθρο 80 παράγραφος 2 του Συντάγματος, που δηλώνει ότι η έκδοση νομίσματος ρυθμίζεται με νόμο, η Κυβέρνηση έχει επανειλημμένα διαβεβαιώσει τον ελληνικό λαό ότι το δημοψήφισμα δεν θα καθορίσει την ελληνική νομισματική πολιτική.» (Marketou 2015).

[5] «Όσον αφορά τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας και το άρθρο 28 του Συντάγματος, η Κυβέρνηση επαναλαμβάνει συνεχώς ότι ενδεχόμενη αρνητική απάντηση στα μέτρα που προτείνουν οι πιστωτές δεν θα συνεπαγόταν έξοδο από την Ευρωζώνη, πόσο μάλλον την ΕΕ» (όπ.π.).

[6] «Το πιο συχνά επαναλαμβανόμενο επιχείρημα είναι ότι το Σύνταγμα απαγορεύει ένα δημοψήφισμα για δημοσιονομικά ζητήματα. Ωστόσο, αυτή η απαγόρευση υπάρχει μόνο για νομοσχέδια που έχουν ήδη ψηφιστεί από τη Βουλή, κάτι που δεν συμβαίνει με τις προτάσεις των πιστωτών. Εκτός από το γεγονός ότι αυτές οι προτάσεις δεν έχουν ψηφιστεί στη Βουλή, εφόσον «συμφωνηθούν» μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των πιστωτών της δεν θα αποτελούσαν ένα νομοσχέδιο, αλλά μόνο ένα άλλο Μνημόνιο. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι τα Μνημόνια δεν έχουν νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα: αποτελούν το πολιτικό πρόγραμμα της Ελληνικής Κυβέρνησης, αν και υπό τη μορφή συμφωνιών σε επίπεδο προσωπικού με ξένους αξιωματούχους. Η ουσιαστική πτυχή αυτού του επιχειρήματος είναι επίσης εσφαλμένη, καθώς η διάκριση μεταξύ «δημοσιονομικών» και «μη δημοσιονομικών» ζητημάτων είναι δύσκολο να γίνει. Είναι γενικά παραδεκτό ότι το Μνημόνιο, αν και περιέχει βασικά πολιτικές λιτότητας, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν δημοσιονομικά ζητήματα, στην πραγματικότητα καθορίζει κάθε πτυχή της κυβερνητικής πολιτικής.» (όπ.π.)· Σχετικά με αυτό το ζήτημα, βλέπε την απόφαση 668/20-2-2012, της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, https://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/668.htm  .

[7] «(…) όσον αφορά τις ενστάσεις για τις στενές προθεσμίες και για το ζήτημα του δημοψηφίσματος, το Σύνταγμα δεν περιέχει ιδιαίτερες διαδικαστικές απαιτήσεις. Πράγματι, οι μελετητές που επαναλαμβάνουν αυτά τα επιχειρήματα δεν επικαλούνται καμία συνταγματική διάταξη. Στην πραγματικότητα, φαίνεται ότι το δημοψήφισμα θα διεξαχθεί κανονικά και στην πραγματικότητα περιέχει μια σαφή ερώτηση στην οποία οι άνθρωποι πρέπει να απαντήσουν ναι ή όχι (όχι ή ναι).» (όπ.π.).

[8] Π.Δ. 38/28-6-2015, «περί προκηρύξεως δημοψηφίσματος»

[9] ΣτΕ Ολ 2787/3-7-2015, https://nomika-nea.gr/στε-ολ-27872015-για-το-δημοψήφισμα/ .

[10] Βλέπε σχετικά: «Η προκήρυξη δημοψηφίσματος ως κυβερνητική πράξη μη υποκείμενη σε ακυρωτικό έλεγχο και το σχετικό σχόλιο του Γεωργίου Τσαούση, «Δημοψήφισμα και κυβερνητικές πράξεις», Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, τεύχος 5, Οκτώβριος-Νοέμβριος 2015, 576-84.

[11] Δήλωση του προέδρου της Κοµισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, στις Βρυξέλλες, το βραδυ της 5ης Ιουλίου 2015, Ναυτεμπορική, Δευτέρα 6 Ιουλίου 2015, http://www.naftemporiki.gr/finance/story/974789/giounker-i-ee-sebetai-kai-lambanei-up-opsinto-apotelesma-tou-dimopsifismatos .

[12] «Δεν αρκεί μια εβδομάδα για τη διοργάνωση δημοψηφίσματος και για την ενημέρωση του λαού για τα θέματα που διακυβεύονται; Όχι, ενδεχομένως, αν πιστεύετε ότι ο δημόσιος διάλογος στην Ελλάδα είναι αμερόληπτος και δημοκρατικός, και ότι μπορεί πράγματι να οδηγήσει σε βαθιά ενημέρωση του κόσμου για την τρέχουσα κατάσταση και για τις ενδεχόμενες συνέπειές της. Ωστόσο, αν ζούσατε στην Ελλάδα τις τελευταίες μέρες και αν αντιλαμβανόσασταν το κλείσιμο τραπεζών και τα capital controls, ως εκβιασμό, ίσως θεωρούσατε ότι μια εβδομάδα είναι πολύ, πολύ μεγάλη» (Marketou 2015).

[13] https://www.ekathimerini.com/economy/198827/dijsselbloem-no-vote-would-not-help-greeces-negotiating-position/ .

[14] Δρόσος 2011· Marketou 2015· Για το χαρακτήρα της έκτακτης νομοθεσίας κατά την εμφυλιακή περιόδο, βλέπε Αλιβιζάτος 1983.

[15] Βλέπε σχετικά: Γιάννης Μαυρής. «Οι αθέατες όψεις του εκλογικού πολέμου. Εκλογές σε δύο στάδια: Το ελληνικό εκλογικό πείραμα». 5 Μαΐου 2014. https://www.mavris.gr/3981/elliniko_eklogiko_peirama/ .

[16] Ο αριθμός αυτός αναφέρεται σε δημοψηφίσματα (referendums), και δεν περιλαμβάνει τις μη δημοκρατικές ψηφοφορίες (plebiscites), οι οποίες υπολογίζονται από τον ίδιο συγγραφέα συνολικά σε επιπλέον 262, από το 1900 έως το 2017 (Qvortrup 2018, 263). 

[17] Βλέπε επίσης, Morel and Qvortrup 2018·

[18] Η διεύρυνση της ΕΕ, το 2004, με 10 νέα κράτη-μέλη εγκρίθηκε με δημοψήφισμα, στα εννέα εξ αυτών το 2003, ενώ εξαίρεση αποτέλεσε μόνον η Κύπρος, για την οποία το κρίσιμο δημοψήφισμα αφορούσε το Σχέδιο Ανάν (2004).

[19] Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (1986), Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), Συνθήκη του Εδιμβούργου (1993), Συνθήκη του Άμστερνταμ (1998), Συνθήκη της Νίκαιας (2001), Συνταγματική Συνθήκη (2005).

[20] Βλέπε σχετικά, Παύλος Παπαδόπουλος. «Πώς έπεσε ο Γιώργος.» Το Βήμα, 16 Ιουλίου 2012. https://www.tovima.gr/2012/07/16/vimagazino/pws-epese-o-giwrgos/

[21] Βλέπε σχετικά: Γιάννης Μαυρής, «Ανατομία μιας ιστορικής πολιτικής ανατροπής. Πως διαμορφώθηκε η πολιτική σκηνή, μετεκλογικά, υπό την επίδραση του εκλογικού αποτελέσματος και της διαπραγμάτευσης του χρέους», 24 Φεβρουαρίου 2015α. https://www.mavris.gr/4623/anatomy-of-a-historic-political-reversal/  

[22] Πολιτικό Βαρόμετρο 145, Ιούνιος 2015. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο χρονικό διάστημα 11-17/6/15. https://www.publicissue.gr/11580/varometro-june-2015/ . Η Σύνοδος Κορυφής της ευρωζώνης για το ευρώ, πραγματοποιήθηκε στις 22/6/2015.

[23] Γιάννης Μαυρής, «Η κοινωνική υποστήριξη προς την κυβέρνηση διατηρείται σε υψηλά επίπεδα», 22 Ιουνίου 2015, https://www.mavris.gr/4703/june-2015/ .

[24] ΠΒ 145, όπ.π.

[25]  όπ.π.

[26] όπ.π.

[27] Η εκτίμηση εκλογικής επιρροής (6/2015) δημοσιεύθηκε στις 21 Ιουνίου 2015, στην Αυγή της Κυριακής, σ.18 και στην ιστοσελίδα της Public Issue, http://www.publicissue.gr/11580/varometro-june-2015/  .

[28]  Βλέπε σχετικά τη Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη διοργάνωση του δημοψηφίσματος, https://www.902.gr/sites/default/files/MediaV2/migrated/diakirixi_kke_dimopsifisma_0.pdf .

[29] Λόγω της μακροχρόνιας μη-εκκαθάρισης των εκλογικών καταλόγων, ο νόμιμος πληθυσμός της χώρας εμφανίζεται μεγαλύτερος, από ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Το πρόβλημα της εκτίμησης του πραγματικού εκλογικού σώματος της χώρας, μεγεθύνεται σήμερα, λόγω του νέου κύματος μετανάστευσης Ελλήνων, που πλήττει τη χώρα.

[30] Βλέπε συμπληρωματικά τους αναλυτικότερους χάρτες στο: «Εκλογική γεωγραφία του δημοψηφίσματος 2015», https://www.publicissue.gr/11757 /referendum-2015-geography  .

[31]  Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 22478/1.7.2015 διαπιστωτική πράξη του υπουργού εσωτερικών και διοικητικής ανασυγκρότησης (ΑΔΑ: 7ΖΘΩ465ΦΘΕ-03Γ), στην επιτροπή υποστήριξης του «ΝΑΙ» συμμετείχαν μεταξύ άλλων: η Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ), ο Εμπορικός Σύλλογος Αθηνών, ο Πανελλήνιος σύνδεσμος Εξαγωγέων, ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων, ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) και ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) (Πατσίκας 2015, υπ13σ530).

[32] The Economist’s “Brexit” poll-tracker, https://www.economist.com/blogs/graphicdetail/2016/06/britain-s-eu-referendum?fsrc=permar|image1 

[33]  Ashley Kirk and Daniel Dunford. “EU referendum: How the results compare to the UK’s educated, old and immigrant populations”, The Telegraph, 27 June 2016, https://www.telegraph.co.uk/news/2016/06/24/eu-referendum-how-the-results-compare-to-the-uks-educated-old-an/, όπου αναφέρεται ότι: “Class was a key dividing line in the EU referendum” και ότι: “the Brexit vote also matched up with areas with higher levels of people from the DE social class – meaning people in semi-skilled or unskilled labour, those in casual labour and pensioners (…) Just three of the top fifty areas with the highest share of people from DE class backgrounds voted to Remain[υπ.ΓΜ].” [Οι κατηγορίες D,E αποτελούν τις χαμηλότερες στην κλίμακα κοινωνικο-οικονομικής ταξινόμησης ABC1C2DE, που χρησιμοποιείται στην κοινωνική έρευνα].

[34]  Για τον ταξικό χαρακτήρα της απορριπτικής ψήφου στο γαλλικό δημοψήφισμα του 2005, βλέπε: CSA, “Le Barometre d’Intentions de Vote pour le Referendum sur la Constitution Europeenne (Vague 20), Sondage de l’Institut CSA/Le Parisien Aujourd’hui en France, No 0500663A, Mai 2005· Βλέπε, επίσης, “Beyond Yes and No: the 2005 Referendum.”, https://electionsfrance.wordpress.com/2012/08/20/beyond-yes-and-no-the-2005-referendum/  και Beckert 2007.

[35]  Η Ιρλανδία ήταν η μόνη χώρα, ανάμεσα στα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ, που πραγματοποίησε δημοψήφισμα για την έγκριση της Συνθήκης.

[36] Η συμμετοχή στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, περιορίσθηκε σε 5.568.000 ψηφίσαντες, σε σύγκριση με 6.331.000, που είχαν ψηφίσει στις πρώτες εκλογές του Ιανουαρίου. Η εκροή μεταξύ των δύο βουλευτικών αναμετρήσεων ανέρχεται σε 763.000 πολίτες.

[37]   Βλέπε αναλυτικά, Λιάσκος και Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος (2016, 17-9 και μέρος 3).

[38] Για την κατασκευή του πίνακα των εκλογικών μετατοπίσεων χρησιμοποιείται ένα υπόδειγμα γραμμικής παλινδρόμησης. Η εκτίμηση του πίνακα μετατοπίσεων γίνεται με την μέθοδο των ελαχίστων τετραγώνων για τις πραγματικές και εκτιμώμενες τιμές. Η μέθοδος τετραγωνικού προγραμματισμού (quadratic programming) εισάγει περιορισμούς, ώστε να αποφευχθούν αρνητικές πιθανότητες στον πίνακα μετατοπίσεων. Η ανάλυση πραγματοποιήθηκε στο επίπεδο των Καποδιστριακών Δήμων της χώρας (1035 ενότητες) (Μαυρής 2015γ). 

 

ΠΗΓΗ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου