Η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου, τα διδάγματα, η Iστορία και οι εορτασμοί: Μιλά στη LiFO ο αναπληρωτής καθηγητής Θεωρίας και Ιστορίας της Ιστοριογραφίας του ΕΚΠΑ, Βαγγέλης Καραμανωλάκης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο αποτέλεσε και το κύκνειο άσμα της δικτατορίας του Μεταξά. |
— Τι μας διδάσκει σήμερα η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου;
Αναρωτιέμαι: Τι μας προσφέρουν, άραγε, οι επέτειοι; Διδάσκουν, επηρεάζουν, διαμορφώνουν συνειδήσεις, χρησιμοποιούνται από καθεστώτα και κυβερνήσεις; Δύσκολη ερώτηση, γιατί σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να θυμόμαστε ότι οι επέτειοι δεν αποτελούν ορόσημα μόνο για το παρελθόν αλλά κυρίως για το παρόν.
Να σας το πω διαφορετικά: αν ο εορτασμός μιας επετείου είναι η ανάκληση του παρελθόντος στο παρόν, τότε αυτή η ανάκληση δεν μπορεί παρά να συνδέεται με το σήμερα, με το πώς θέλουμε να νοηματοδοτήσουμε το χθες ‒ καμία επέτειος δεν έχει ένα μόνο νόημα.
Ας σκεφτούμε ότι η επέτειος για την οποία συζητάμε, η 28η Οκτωβρίου, έγινε αντικείμενο πολλαπλών χρήσεων, παρήγαγε διαφορετικά «διδάγματα», συχνά αντικρουόμενα και αντιθετικά. Στη διχασμένη μεταπολεμική μνήμη συνδέθηκε με διαφορετικά διακυβεύματα: από τις επίσημες παρελάσεις του «κράτους των εθνικοφρόνων» μέχρι τις γιορτές των πολιτικών προσφύγων στις «λαϊκές δημοκρατίες», η επέτειος αυτή νομιμοποίησε αποκλεισμούς και εντάξεις, δημιούργησε γενεαλογίες και προγόνους. Κάθε εποχή και το δικό της «δίδαγμα».
Ποια είναι, λοιπόν, τα διδάγματα που θα μπορούσαμε να αποκομίσουμε σήμερα, αναλογιζόμενοι την ιστορική εμπειρία της 28ης Οκτωβρίου; Νομίζω την κοινή στράτευση ενάντια στον φασισμό ως έναν αγώνα όπου η υπεράσπιση της πατρίδας και η προάσπιση της εθνικής επικράτειας συνδέθηκαν αναπόσπαστα με τη διεκδίκηση της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο αποτέλεσε και το κύκνειο άσμα της δικτατορίας του Μεταξά. Το αυταρχικό καθεστώς, ενώ γνώρισε τη μαζική αποδοχή την οποία τόσο επιθυμούσε μέσα από το «Όχι» στην ιταλική επίθεση, την ίδια στιγμή διαλυόταν μέσα στην έναρξη του πολέμου και την ενέργεια που εκλυόταν από το λαϊκό ξέσπασμα για την ελευθερία.
Προσπαθώ να σκεφτώ ιστορικά. Μείζονα γεγονότα, όπως ο πόλεμος, απελευθερώνουν δυνάμεις που δεν φανταζόταν κανείς, εξυψώνουν τους ανθρώπους που μάχονται για σημαντικά ιδανικά, δημιουργούν σύμπνοια απέναντι στον εχθρό. Από τη σημερινή επέτειο, λοιπόν, εγώ θα επέλεγα να κρατήσω (το λέω επειδή δεν μου αρέσουν τα «διδάγματα» και δεν τα πολυπιστεύω) αυτό το παλλαϊκό μέτωπο που υπήρξε ο προπομπός της μεγαλειώδους εθνικής αντίστασης.
Πιστεύω σε έναν πατριωτισμό που ενώνει και δεν διχάζει. Η αγάπη και η πίστη στην πατρίδα, στη χώρα όπου γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε, όπου αισθανόμαστε την αδήριτη ανάγκη να προασπίσουμε την ελευθερία και την επικράτειά της δεν αποτελεί αποκλειστικότητα κανενός.
— Σήμερα, με βάση την ιστορική εμπειρία, πιστεύετε ότι ζούμε μέρες ακμής ή παρακμής;
Ξέρετε, θα απέφευγα τις έννοιες ακμή - παρακμή, καθώς παραπέμπουν σε μια ανάγνωση της ελληνικής ιστορίας, και κάθε ιστορίας, ως ενός συνόλου θριάμβων και καταστροφών, η Ιστορία ωστόσο είναι πάντα κάτι πιο σύνθετο. Βέβαια, μια κοινωνία που δεν μπορεί να ονειρευτεί το μέλλον της, που θυσιάζει σε μεγάλο βαθμό τις προσδοκίες και τα όνειρα των νέων της για να αντιμετωπίσει το δύσκολο παρόν διανύει σίγουρα μια περίοδο δοκιμασίας.
Ποιος θα αρνιόταν ότι ζούμε σε μια περίοδο όπου η κρίση τείνει να γίνει καθεστώς; Η οικονομική κρίση και στη συνέχεια η πανδημία δημιουργούν μια πρωτόγνωρη αρνητική κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά, βέβαια, η Ελλάδα εξακολουθεί να ανήκει στην ομάδα των ανεπτυγμένων χωρών, με κατοίκους με πολύ πιο υψηλό βιοτικό επίπεδο, συγκριτικά τουλάχιστον με τις γειτονικές χώρες. Αλλάζει η σημερινή εμπειρία την εικόνα για την ιστορική μας πορεία, τις διαδρομές του ελληνικού εθνικού κράτους; Το αφήγημα της μεταπολιτευτικής ευημερίας και ανάπτυξης έχει εγκαταλειφθεί πλέον, ενώ τα ερμηνευτικά σχήματα διαδέχονται το ένα το άλλο. Θυμηθείτε τους «τεμπέληδες Έλληνες» τον πρώτο καιρό της κρίσης, το ανάθεμα στη Μεταπολίτευση κ.λπ.
Σε κάθε περίπτωση, αν κάτι μας δείχνουν η σημερινή κρίση αλλά και η πανδημία, είναι την αποτυχία όλων εκείνων των σχημάτων που προσηλώθηκαν στην ελληνική ιδιοτυπία, στην εθνική ιδιαιτερότητα. Είμαστε μέρος ενός κόσμου που αλλάζει στο σύνολό του. Ποιες θα είναι αυτές οι συνέπειες μακροπρόθεσμα δεν μπορώ να το πω.
Για να θέσω ένα ερώτημα, στην ελληνική περίπτωση, η χρόνια κρίση θα μπορούσε, σε συνδυασμό με τις πολιτικές λιτότητας και την απαξίωση του Δημοσίου, να οδηγήσουν στην αποπτώχευση όχι μόνο του πληθυσμού αλλά και της κοινωνίας και του πολιτισμού;
— Το 2021 ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του αντιφασισμού;
O αντιφασισμός αποτέλεσε τον συγκολλητικό ιστό για τη μεταπολεμική Ευρώπη, το πλέον πολύτιμο στοιχείο της κοινής μας ευρωπαϊκής ταυτότητας. Η εναντίωση στον κοινό εχθρό, η ηρωοποίηση της Αντίστασης και η καταδίκη του δωσιλογισμού αποτέλεσαν κεντρικό σημείο συνάντησης και πηγή νομιμοποίησης για τα δύο στρατόπεδα του Ψυχρού Πολέμου.
Έχει νόημα σήμερα ο αντιφασισμός, εβδομήντα επτά χρόνια μετά το τέλος του πολέμου; Και βέβαια. Γιατί πάρα πολλά απ’ όσα συμβαίνουν γύρω μας μάς δείχνουν ότι ο φασισμός εξακολουθεί να υπάρχει, ακόμη και εάν κανείς δεν πιστεύει ότι θα αναβιώσει η χιτλερική Γερμανία.
Ο φασισμός ταυτίζεται με τον ρατσισμό και τον φυλετισμό, με την απανθρωποποίηση, τη λογική του «περιττού ανθρώπου», όπως την είδαμε να εφαρμόζεται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ως «τελική λύση». Έτσι, πιστεύω ότι σήμερα αντιφασισμός δεν μπορεί να είναι μόνο η αντίθεσή μας σε κάθε είδους μόρφωμα που υιοθετεί τη ναζιστική ιδεολογία αλλά και ο αγώνας ενάντια στις διακρίσεις, στον εξευτελισμό της ανθρώπινης υπόστασης, στον ξενοφοβικό λόγο και στις μισαλλόδοξες συμπεριφορές όπως αναπτύσσονται λ.χ. σε ένα μέρος της κοινωνίας και του πολιτικού κόσμου μπροστά στην προσφυγική κρίση.
Ο αντιφασισμός δεν μπορεί να είναι πρωτίστως τα στεφάνια στις τελετές και οι επετειακοί λόγοι αλλά συγκεκριμένος αγώνας ενάντια στα προσφυγικά γκέτο, στις άθλιες συνθήκες ζωής όσων κυνηγημένων από την ανάγκη βρέθηκαν στη χώρα μας, διεκδικώντας την ασφάλεια, ενάντια στον αγριανθρωπισμό και την κοινωνική περιθωριοποίηση όσων κρίνονται με βάση τη διαφορετικότητά τους.
Τι σημαίνει καταδικάζω τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, όμως δεν λέω λέξη για τις κλειστές δομές για πρόσφυγες που ξεφυτρώνουν στη χώρα μας με τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την κυβέρνηση να επαίρεται γι’ αυτές; Ή πώς μπορώ να καταδικάζω τις βίαιες μετακινήσεις των πληθυσμών στον πόλεμο, αλλά να σιωπώ για τις «επαναπροωθήσεις» σε αυταρχικά καθεστώτα; Ο αντιφασισμός δεν μπορεί να είναι έκθεμα σε μουσείο ιδεολογιών, αλλά πράξη, δημοκρατική και ενεργητική, δρώσα συνείδηση.
— Πώς ορίζετε τον πατριωτισμό στην εποχή μας;
Δύσκολη ερώτηση. Ας ξεκινήσουμε από μια βασική παράμετρο που θέτει η ερώτησή σας, το «στην εποχή μας». Και ας συμφωνήσουμε ότι ο πατριωτισμός δεν είναι μια έννοια υπερβατική που διαπερνά αμετάβλητη τον χρόνο. Ο πατριωτισμός συνδέθηκε με συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, έγινε αντιληπτός κάθε φορά με βάση τις σύγχρονες αντιλήψεις. Σε κάθε συγκυρία ο πατριωτισμός μπορεί να οριστεί με βάση το αξιακό σύστημα του καθενός.
Αν με ρωτάτε αν πιστεύω σε έναν πατριωτισμό που βασίζεται στη φυλετική μας καθαρότητα ως Ελλήνων, θα σας απαντούσα ρητά όχι. Αν με ρωτάτε αν πιστεύω σε έναν πατριωτισμό που αναζητά μόνο τους εχθρούς για να αντιταχθεί εναντίον τους σε μια εσωστρεφή και φοβική λογική, θα σας απαντούσα και πάλι αρνητικά. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ζούμε σε μια χώρα όπου ο πατριωτισμός, για μεγάλο μέρος της μεταπολεμικής περιόδου, λειτούργησε όχι ως συνδετικός ιστός αλλά ως κριτήριο διαχωρισμού με βάση πολιτικές λογικές και σκοπιμότητες. Και είναι ένα από τα πιο βαθιά διαγενεακά τραύματα του ελληνικού εικοστού αιώνα η μη αναγνώριση του πατριωτισμού του εαμικού στρατοπέδου, δηλαδή των εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που αγωνίστηκαν με το πιο υψηλό αίσθημα αυτοθυσίας για την πατρίδα.
Πιστεύω σε έναν πατριωτισμό που ενώνει και δεν διχάζει. Η αγάπη και η πίστη στην πατρίδα, στη χώρα όπου γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε, όπου αισθανόμαστε την αδήριτη ανάγκη να προασπίσουμε την ελευθερία και την επικράτειά της δεν αποτελεί αποκλειστικότητα κανενός.
Στο πανεπιστήμιο όπου διδάσκω συναντώ συχνά μετανάστες δεύτερης γενιάς, φοιτητές και φοιτήτριες που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εδώ. Και ακούγοντάς τους να μιλούν για την Ελλάδα, συνειδητοποιώ το υψηλό και ουσιαστικό αίσθημα πατριωτισμού τους.
— Γνωρίζουν Ιστορία οι Έλληνες ή ακόμα γοητευόμαστε από τους μύθους;
Πριν από λίγες μέρες βρέθηκα σε ένα πάνελ ιστορικών σε μια επαρχιακή πόλη. Τελειώνοντας η εκδήλωση, ένας πολύ συμπαθής άνθρωπος άρχισε να μας ρωτάει για το κρυφό σχολειό. Τέσσερις ιστορικοί προσπαθούσαμε να του εξηγήσουμε γιατί δεν χρειαζόταν το κρυφό σχολειό σε μια αυτοκρατορία που είχε αναγνωρίσει την εκπαίδευση των αλλόδοξων στην επικράτειά της. Δεν τον πείσαμε – και σας διαβεβαιώ, καταβάλλαμε κάθε προσπάθεια! Ήταν απόλυτα βέβαιος για όσα υποστήριζε, είχε τη δική του ιστορική αντίληψη, διαφορετική από τη δική μας.
Αυτό είναι και το πρόβλημα: ότι αυτό που εγώ, ως επαγγελματίας ιστορικός, αναγνωρίζω ως μύθο για πολλούς άλλους (και συχνά για την «κοινή γνώμη») είναι μια ιστορική αλήθεια. Μια «αλήθεια» που μπορεί να επιβεβαιώνει τον ηρωισμό μας, να λειτουργεί παρηγορητικά ή ενισχυτικά, να συγκροτεί ρομαντικές εικόνες για το παρελθόν. Και δεν είναι ελληνική πατέντα αυτό. Γοητευόμαστε από τους μύθους, τους πιστεύουμε ακράδαντα, αναζητώντας ένα παρελθόν να ακουμπήσουμε. Το πρόβλημα δημιουργείται όταν αυτοί οι μύθοι όχι μόνο συσκοτίζουν το παρελθόν αλλά κατευθύνουν και το παρόν.
— Στην ψηφιακή εποχή που ζούμε, της διαρκούς διασύνδεσης, της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, τι νόημα μπορεί να έχουν για τους νέους οι εθνικοί εορτασμοί;
Είναι αυτή η εποχή της παγκοσμιοποίησης που γεννά έλξη και γοητεία αλλά και φόβο για τις ανεξέλεγκτες σε εθνικό επίπεδο εξελίξεις, η οποία δίνει ακόμη μεγαλύτερο νόημα στις εθνικές επετείους, ειδικά για τους νέους ανθρώπους που ζουν στην επισφάλεια και στην αβεβαιότητα. Απέναντι στην επιβολή μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, το εθνικό εξακολουθεί να αντέχει, και μάλιστα μετατρέπεται σε εστία αντίστασης, καταφύγιο και παρηγοριά.
Τελετές όπως οι εορτασμοί των εθνικών επετείων θα μπορούσαν να αποκτήσουν καίρια σημασία ως ορόσημα ενός σημαντικού παρελθόντος. Οι επέτειοι έχουν νόημα κι αυτό οφείλει να είναι αντικείμενο συζήτησης για την εκπαίδευσή μας. Με ποια μορφή και περιεχόμενο όμως; Είμαστε, λ.χ., ευχαριστημένοι από τη λογική και το επίπεδο των σχολικών γιορτών; Τι προσφέρουν αυτές οι –πολύ συχνά– στερεότυπες, απισχνασμένες τελετές;
Δεν κάνουμε ούτε μαθαίνουμε Ιστορία για να σώσουμε την ψυχή μας αλλά γιατί το σήμερα μας τραβάει από το μανίκι και μας ζητάει να το συνδέσουμε με αυτό που έγινε στο παρελθόν, να το καταλάβουμε στη διάρκειά του. Όσα ντοκιμαντέρ για το Άουσβιτς και να δείχνουμε στα παιδιά μας, αν δεν το συνδέσουμε με το τώρα, αν δεν μιλήσουμε γι’ αυτό που σημαίνει ο φασισμός και η απανθρωποποίηση σήμερα, θα κάνουμε μια τρύπα στο νερό.
Μπούρδες
ΑπάντησηΔιαγραφή