Δευτέρα 2 Αυγούστου 2021

Η ζωή σαν παραμύθι του Ροδίτη δημάρχου των Βρυξελλών

Ο βουλευτής, υπουργός και δήμαρχος των Βρυξελλών Χρήστος Δουλκερίδης, μιλά για τη μάνα του τη Ροδίτισσα, και την αγάπη του για το νησί


 


Δεν υπάρχουν λόγια για την πορεία του παιδιού των αλλοδαπών που έγινε βουλευτής, μετά τρεις φορές υπουργός και τα δύο τελευταία χρόνια είναι ο δήμαρχος των Βρυξελλών!

Μόνο χίλια μπράβο μπορεί να πει κανείς στον Χρήστο Δουλκερίδη, με τη μάνα τη Ροδίτισσα από τη Θολό ο οποίος αγόρασε πια σπίτι στο Νιοχώρι και γίνεται Νιοχωρίτης, μία με δύο φορές τον χρόνο που έρχεται στη Ρόδο να μας δει, που απολαμβάνει  τη γαστρονομία μας (η συνταγή της μάνας του για τον μουσακά που έδωσε στη βελγική τηλεόραση, έχει κάνει 45.000 κοινοποιήσεις)  αυτός που γνωρίζει τόσα πολλά για τη γαστρονομία των χωρών του κόσμου, και χαιρετά θερμά στους πεζόδρομους φίλους παλιούς και νέους που κάνει συνεχώς.

«Δύσκολο ν’ αδειάσει το κεφάλι, ακόμα κι εδώ...» μου λέει, ακόμα κι αυτές τις λίγες ημέρες αφού η επικοινωνία του είναι συνεχής με τις Βρυξέλλες, κι ενώ είναι υπεύθυνος, ο ίδιος προσωπικά για την πανίσχυρη Δημοτική Αστυνομία του κέντρου των Βρυξελλών, με τους 90.000 κατοίκους, των οποίων είναι δήμαρχος. 

Βουλευτής από τα 31 του χρόνια, υπουργός Στέγασης, Προϋπολογισμού  και Τουρισμού στη συνέχεια, κι όταν ήταν να πει «αντίο», το κόμμα του τον έσπρωξε να γίνει δήμαρχος όπου εκλέχτηκε με μεγάλο ποσοστό που δεν περίμενε ούτε ο ίδιος.

Πάει για τα ψώνια του ωστόσο, περπατάει ανάμεσα στους ανθρώπους, είναι κανονικός άνθρωπος, μου λέει και γι’ αυτό ακόμα κι όσοι δεν τον αγαπούν, τον εκτιμούν!

Αυτή η κουβέντα που ακολουθεί είναι διδακτική, για όποιον θέλει να μάθει!

«Η μητέρα μου είναι η Αικατερίνη Λάσκαρη από τη Θολό, μου λέει,  ο παππούς μου είναι ο Δημήτρης Λάσκαρης από τη Σορωνή o οποίος γνώρισε τη Δέσποινα από τη Θολό και έζησαν στη Θολό, το χωριό όπου γεννήθηκε η μητέρα μου. Έζησε εκεί μέχρι τα 25 της χρόνια. Ο αδελφός της ο Αντώνης, είχε μεταναστεύσει στις Βρυξέλλες, κι όπως το έζησε εκείνη και μου το είπε τώρα τον Μάιο που θέλησα να μάθω περισσότερα για τις συνθήκες της μετανάστευσής της στις Βρυξέλλες,  ο αδελφός της έστειλε γράμμα στην οικογένεια με το οποίο την καλούσε να δει τις Βρυξέλλες.

Ήταν η πρώτη φορά που έφευγε από το νησί της. Πήρε το πλοίο, ταξίδεψε  με φίλους που είχαν σχέση με την Ιταλία, έφτασε στο Μιλάνο, κι από εκεί με τρένο και τη βοήθεια κάποιων άλλων έφτασε στις Βρυξέλλες. Νόμιζε ότι είχε πάει για διακοπές και δεν περίμενε ότι θα δουλέψει, αλλά από την άλλη μέρα μπήκε αμέσως στη δουλειά.

Ξεκίνησε να δουλεύει σε εργοστάσιο καουτσούκ. Λίγους μήνες μετά την εγκατάστασή της εκεί γνώρισε με προξενιό, όπως γινόταν συχνά τότε, τον πατέρα μου, τον Χαράλαμπο ο οποίος είχε πάει από το 1962 και δούλεψε στα ανθρακωρυχεία. Το όνειρό του ήταν να πάει  στην Αυστραλία. Είχε ένα φίλο παιδικό που ξεκίνησαν μαζί. Εκείνος πήγε Αυστραλία, όταν όμως αποφάσισε να το κάνει κι ο πατέρας μου, η Αυστραλία είχε «κλείσει».

Τον φίλο του στην Αυστραλία τον ψάξαμε και τον βρήκαμε πριν από δύο χρόνια. Ο πατέρας μου έμαθε πρώτη φορά για εκείνον μετά από 65 χρόνια!


Τα ίδια τότε, τα ίδια και τώρα. Φεύγουν στο εξωτερικό τα πιο δυνατά μυαλά!

 Πολλοί φεύγουν από ανάγκη. Αν είσαι μορφωμένος όπως συμβαίνει με τα νέα παιδιά φεύγουν επειδή δεν βλέπουν μία ελπίδα ή ένα μέλλον εδώ. Δεν το κάνουν από την καρδιά τους διότι συνήθως λατρεύουν την Ελλάδα. Έχω ένα φίλο που δούλευε εδώ στον «Κούκο», κι ήρθε στις Βρυξέλλες κι άνοιξε ένα κατάστημα ζαχαροπλαστικής και πάει πάρα πολύ ωραία. Ο ζαχαροπλάστης που ήταν εδώ στον «Κούκο» τυχαία ήρθε κι αυτός Βρυξέλλες και δουλεύει μαζί του. Δηλαδή μπορούν. Είμαι εντυπωσιασμένος που τα καταφέρνουν, ενώ δεν ξέρουν και τα Γαλλικά συνήθως στην αρχή. Αυτή η γενιά που πηγαίνει έχοντας ένα επίπεδο τα καταφέρνει αρκετά καλά. Παλιά, πήγαιναν στην Αφρική έβγαζαν πολλά λεφτά, κι όταν ήρθαν εδώ έκαναν ξενοδοχεία, έκαναν ένα σωρό άλλα πράγματα, μπράβο τους, καλά κάνανε. Οι γονείς μου όταν πήγανε στις Βρυξέλλες, τουλάχιστον ο πατέρας μου έφυγε από την ιδιαίτερη πατρίδα του επειδή ήθελε να φύγει, κι αυτός επειδή δεν είχε κανένα μέλλον εκεί, αλλά δεν είχε παιδεία, δίπλωμα ή να ήξερε να κάνει κάτι. Είχε απλά  την θέληση να ζήσει κάτι καλύτερο. Δεν ήταν τόσο εύκολο χωρίς να ξέρεις μία λέξη, να φύγεις από τον ήλιο, εκείνος ήταν από την Έδεσσα και να βρεθείς στα ανθρακωρυχεία, τόσα μέτρα κάτω, στο μαύρο, στη βροχή. Δεν έκανε όμως ποτέ παράπονο γι αυτό γιατί νομίζω ήταν η επιλογή του. Η μάνα μου όμως δεν ήταν η επιλογή της να φύγει. Αυτό είναι μια πίκρα. Στη ζωή μου την πολιτική, είμαι φεμινιστής και στενοχωριέμαι να τη βλέπω να είναι εξαρτημένη απ’ όλα, κι από τον πατέρα μου. Και είναι πολύ σημαντικό για εμένα. Όπως και για το θέμα της παιδείας. Γιατί είναι σημαντικό ο καθένας να έχει αρκετή παιδεία για να μην είναι εξαρτημένος από τους άλλους. Να μπορεί κάπως να αποφασίσει. Εγώ θεωρώ ότι όλα τα επαγγέλματα είναι όμορφα. Θέλεις να γίνεις κουρέας, θέλεις να γίνεις μάγειρας, θέλεις να γίνεις υδραυλικός, θέλεις να γίνεις επιστήμονας. Όλα είναι ωραία, αλλά κυρίως αν είναι επιλογή σου, το βλέπεις κάπως καλύτερα. Η μάνα μου στη ζωή της, δυστυχώς αυτή την επιλογή δεν την είχε. Πήγε στο Βέλγιο δεν ήταν επιλογή της, έμεινε στο Βέλγιο δεν ήταν επιλογή της, παντρεύτηκε δεν ήταν καθ’ εαυτού επιλογή της.


Ο Χρήστος Δουλκερίδης,  με τον 8χρονο γιο του Αχιλλέα
Ο Χρήστος Δουλκερίδης, με τον 8χρονο γιο του Αχιλλέα


Οι γονείς σας ζουν στη Ρόδο, εδώ και χρόνια πια!
Ζουν στη Θολό εδώ και 20 χρόνια,  από τότε που συνταξιοδοτήθηκαν. Ζουν στο πατρικό σπίτι της μάνας μου, κι έχουν τον κήπο που μπορούν να κάνουν τα λαχανικά τους, αλλά με την πίκρα ότι δεν είναι κοντά στα παιδιά τους. Εδώ θέλω να πω κάτι που εγώ θεωρώ πολύ σημαντικό. Πόσοι είναι αλλοδαποί που ζουν εδώ, έχοντας την ίδια πορεία με τους Έλληνες που πήγαν αλλού; Στενοχωριέμαι που δεν έχει καταφέρει ποτέ η Ελλάδα να δώσει καθ’ εαυτού δικαιώματα και να πει: εμείς οι Έλληνες που έχουμε μία ιστορία απίστευτη, που είναι τόσο παλιά, αποτελούμαστε από τόσες φυλές διαφορετικές. Από παντού είμαστε, κι αυτό κάνει τη δύναμή μας. Να μην φοβόμαστε ότι έρχονται άλλοι, αντίθετα να παίρνουμε και τη δική τους δύναμη και να τους λέμε: Έλληνες είμαστε όλοι, τελικά. Με υπηκοότητα ή όχι. Δεν είναι δίκαιο οι Έλληνες να μιλούν για εμάς τους Έλληνες του εξωτερικού που στην ουσία δεν έχουμε κάνει τίποτα για εσάς και να μην μιλούν για τους ξένους που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα, που χτίζουν την Ελλάδα καθημερινά. Νομίζω θα ήταν πιο σωστό να τιμήσουν κάποιον ξένο που ζει στη Ρόδο και μαζεύει τα σκουπίδια, κάνει το σοβάτισμα του σπιτιού, που μαζεύει τις ελιές, που φροντίζει τους ηλικιωμένους. Αυτή είναι η οικονομία. Η καθ΄ εαυτού οικονομία εκεί βρίσκεται. Εγώ τώρα που έγινα υπουργός, που έγινα δήμαρχος, γιατί να νοιάζεστε. Ευχαριστώ για την τιμή, για την αναγνώριση, αλλά δε μου χρωστάει τίποτα η Ελλάδα, εγώ δεν έχω κάνει τίποτα ιδιαίτερο για την Ελλάδα. Και το έχουμε αυτό να λέμε «εμείς οι Έλληνες»! Εμείς οι Έλληνες έχουμε έρθει από παντού, κι αυτό είναι η δύναμή μας. Πήγαμε παντού και ήρθαν από παντού. Μην το φοβόμαστε αυτό. Ήθελα να το πω αυτό για να περάσω ένα πολιτικό μήνυμα. Όταν κάνω συνέντευξη δεν το κάνω ποτέ για εμένα γιατί εγώ δεν το χρειάζομαι καθόλου. Λέω: «πρέπει να το κάνω για να προσφέρω κάτι στην κοινή συζήτηση που υπάρχει για ένα λαό». Όταν σηκώνω το τηλέφωνο είναι γιατί θέλω να περάσω κάποια μηνύματα, με επιχειρήματα πάντα.

Δουλέψατε από πολύ μικρός κοντά στους γονείς σας! Δύσκολη η παιδική σας ηλικία!
Ο πατέρας μου μετά τα ανθρακωρυχεία  δούλεψε στις οικοδομές, έγινε ταξιτζής, έκανε παντοπωλείο, και μετά πουλούσαν, μαζί με τη μάνα μου, ελληνικά προϊόντα στις λαϊκές. Ήμουν μικρός, αλλά επειδή υπήρχαν κι άλλοι που έκαναν την ίδια δουλειά  τους είχα προτείνει, επειδή η μητέρα μου μαγείρευε καλά, να μαγειρεύει εκείνη: ντολμαδάκια, μουσακά, τζατζίκι, ταραμά, κεφτεδάκια. Μαγείρευε λοιπόν και τα πουλάγαμε σε πολλές διαφορετικές πόλεις του Βελγίου. Τα παιδιά πάντα μαζί, κι εγώ κι ο αδελφός μου, από τα 12 μας χρόνια δουλεύαμε όλα τα Σαββατοκύριακα, τα βράδια, κάποιες καθημερινές πρώτα στο παντοπωλείο και μετά στις λαϊκές. Εκεί που τα άλλα παιδιά πήγαιναν στον αθλητισμό, στη μουσική, εμείς βοηθούσαμε τους γονείς μας. Μεγαλώνοντας στη δουλειά που πήγαινα ήμουνα πάντα 10 χρόνια νεότερος από τους συναδέλφους μου, με τους οποίους είχαμε την ίδια θέση. Ήμουν ώριμος, ως παιδί δεν έπαιξα παιχνίδια, δεν ασχολήθηκα με το ποδόσφαιρο ή με τη μουσική γιατί ήμουν υπεύθυνος για  τα διαδικαστικά στην οικογένεια, έπρεπε αντί για τους γονείς μου να μιλώ τη γλώσσα, να ασχολούμαι με  το λογιστή… Θυμάμαι μία μέρα, 15 χρονών πρέπει να ήμουν. Άδικα η αστυνομία κατέσχεσε από τον πατέρα μου όλα τα πράγματα. Στενοχωρήθηκε τόσο πολύ γιατί δεν έφταιξε σε κάτι. Πήγα μαζί του και μίλησα στην Αστυνομία προσπαθώντας να γίνει κάτι. Είναι λίγο περίεργο όταν είσαι παιδί να χρειαστεί να κάνεις κάτι τέτοιο. Έχω έναν αδελφό, ενάμιση χρόνο μικρότερο από εμένα που έγινε machinist ταινιών, σ’  ένα διεθνές επίπεδο Βελγίου και Γαλλίας,  στο οποίο είναι πιο αναγνωρισμένος ακόμα κι από εμένα. Μπορέσαμε και οι δύο να κάνουμε αυτό που θέλαμε. Αυτός ήθελε να δουλέψει εκεί, κι εγώ είχα το ενδιαφέρον για τα κοινά. Τα καταφέραμε ενώ τίποτα δεν μας προετοίμαζε γι’ αυτό, τίποτα δεν μας βοηθούσε να το κάνουμε, αλλά το κάναμε. Και οι γονείς μου δεν πιστεύω ότι ξέρουν ακριβώς τι κάνει ο αδελφός μου.

Γεννηθήκατε στις Βρυξέλλες, πώς μάθατε τόσο καλά τα ελληνικά;
Πήγαινα σε γαλλόφωνο σχολείο όπως όλα τα παιδιά, αλλά είχαμε και μαθήματα ελληνικών, περίπου δέκα ώρες την εβδομάδα. Στο σπίτι μιλούσαμε κυρίως ελληνικά, αλλά ήταν περιορισμένο το λεξιλόγιο που χρειαζόμασταν για να συνεννοηθούμε. Όταν έγινα βουλευτής, 20 χρόνια πριν στα 31 μου και ήρθα στην Ελλάδα, τότε είδα τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας, κι έμαθα τα ελληνικά σιγά-σιγά. Δεν κατάλαβα πώς τα έμαθα τόσο γρήγορα.

Οι πρώτες ευκαιρίες πότε σας δόθηκαν; Πότε φάνηκε ότι θα κάνετε σημαντικά και ωραία πράγματα στη ζωή;
Ποτέ. Ελπίζω να τα κάνω στα 70 μου. Το χειρότερο για τους γονείς μου ήταν να μιλώ πολιτικά. Δεν ήθελαν σ’ εκείνο τον ξένο τόπο να δίνουμε αφορμές. Εγώ όμως από τα 12 και 13 μου χρόνια στο σχολείο είχα πολύ ενδιαφέρον για τα κοινά, πάθος για το μάθημα της ιστορίας, της γεωγραφίας. ήταν σπάνιο για τα παιδιά της ηλικίας μου να ενδιαφέρεται κάποιος για το τι γίνεται στην κοινωνία. Διάβαζα εφημερίδες πολύ περισσότερο από όλους τους άλλους. Δεν έχω τελειώσει πανεπιστήμιο. Ένας βουλευτής χρειαζόταν  να αναπληρώσει το κενό της γραμματέως του και μου πρότεινε αυτή τη θέση στη Βουλή. Μου είπε: «έλα και πιστεύω θα το κάνεις καλά». Από τότε που μπήκα δεν ξαναβγήκα. Ήταν το 1991 κι ήμουν 23 χρονών.

Τι σας έκανε να ξεχωρίζετε; Δεν μπορεί, κάτι θα διέκριναν σ’ εσάς!
Η ανάληψη της ευθύνης από μικρός ήταν που με βοήθησε πολύ. Δεν έμοιαζα με κανέναν. Δεν ήμουν γιος βουλευτή, ή καθηγητή, εγώ ήμουν κάτι διαφορετικό. Είχα πολύ περισσότερη υπομονή για να πείσω κάποιον και μεγαλύτερη αποφασιστικότητα από τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας μου. Και είχα επιχειρήματα. Έμαθα να έχω επιχειρήματα από μικρός, ζώντας σε μία οικογένεια όπου ο πατέρας μου ήταν ο μόνος που αποφάσιζε χωρίς να εξηγεί. Η επιβίωση είχε τον πρώτο λόγο και δεν χρειαζόταν να υπάρχουν επιχειρήματα για οποιοδήποτε λόγο. Επίσης έχω μεγάλη ελευθερία γιατί δεν σκέφτομαι κομματικά. Έχω αξίες του κόμματος Οικολόγοι Πράσινοι.  Αν έχεις ένα καλύτερο επιχείρημα από το δικό μου θα το ακούσω και θα αλλάξω γνώμη. Και θεωρώ ότι είναι πολύ θετικό να μπορώ ν’ αλλάξω γνώμη όταν το σύστημα στην πολιτική θέλει να μην αλλάζεις γνώμη. Δεν είναι έτσι, μόνο το επιχείρημα αξίζει. Και μέσα στο κόμμα, για να προχωρήσεις πρέπει να έχεις ομάδα. Εγώ δεν είχα ποτέ μια ομάδα που έλεγε «ό,τι και να κάνει είμαι μαζί του»! Και δεν κατάλαβα πώς κατάφερα να γίνω βουλευτής, εκπρόσωπος του κόμματος, υπουργός και τώρα δήμαρχος. Τώρα που το βλέπω όχι από την αρχή, αλλά από το αποτέλεσμα, πιστεύω ότι μπορεί να είναι αυτή η ελευθερία που με βοήθησε. Να είσαι τόσο ελεύθερος και να είσαι ο εαυτός σου. Και τελικά δεν σ΄ αγαπούν, αλλά σ’ εκτιμούν. Και όλες οι άλλες ομάδες μπορεί να μη μ’ αγαπάνε, αλλά μ’ εκτιμούν. Όλα τα κόμματα μ’ εκτιμούν. Στον τελευταίο μου λόγο στη Βουλή, όταν παραιτήθηκα για να γίνω δήμαρχος γιατί δεν ήθελα να είμαι και τα δύο, έκανα έναν τελευταίο λόγο. Ήταν περίπου 20 χρόνια που ήμουν στη Βουλή, ήμουν συγκινημένος και τους είπα κάτι τέτοιο: «θέλω να σας ευχαριστήσω όλους, από όλα τα κόμματα, τα δημοκρατικά, δεν θα είχα κάνει όσα είχα κάνει χωρίς εσάς!» Πρώτα-πρώτα τους ευχαρίστησα διότι ως παιδί αλλοδαπών μου έδωσαν την ευκαιρία να γίνω ένας πολιτικός Βέλγος. Και να με βλέπουν πάντα σαν ένα πολιτικό Βέλγο. Δεύτερον, τους ευχαρίστησα γιατί έμαθα κι από αυτούς. Τους ευχαρίστησα γιατί πρώτα- πρώτα τους έπεισα εγώ και το δέχτηκαν. Κι εγώ δέχτηκα να με πείσουν με δικά τους επιχειρήματα. Και τελικά κάναμε μια καλή δουλειά σε πολλά πράγματα, πολύ σημαντικά: για τους αλλοδαπούς, τους ομοφυλόφιλους, τη γυναίκα, την ισότητα, την οικολογία. Πρέπει πάντα να συζητάς με τους άλλους και να βρίσκεις λύσεις με τους άλλους. Και αυτό για εμένα είναι το σημαντικό. Σε μία δημοκρατία δεν είναι κάποιοι οι καλοί και κάποιοι οι κακοί. Οι αξίες είναι το πιο σημαντικό και τα προγράμματα μπορούν να συζητηθούν αν ταυτίζονται με τις αξίες που έχεις. Το επιχείρημα μετράει. Αν έκανα όσα έκανα, είναι επειδή έπεισα αρκετούς. Κι αν δεν τους εκτιμούσα αρκετά δεν θα δέχονταν να τους πείσω. Και με τα κόμματα που βρισκόμαστε μακριά ιδεολογικά, πέραν των ακροδεξιών οι οποίοι δεν παίζουν παιχνίδι, παίζουν κάτι άλλο, με όλα τα άλλα κόμματα όταν καταλαβαίνουν ότι είσαι τίμιος και τους σέβεσαι ως ανθρώπους και πολιτικούς τότε μπορείς κι εσύ να τους πείσεις. Και πρέπει πότε- πότε κι εσύ να δεχτείς να πειστείς από τα δικά τους επιχειρήματα. Χαίρονται να δουλέψουν μαζί μου γιατί ξέρουν ότι θα είμαι σωστός. Δεν έχω κάνει καμία διαπραγμάτευση νομίζοντας ότι θα πρέπει να τα κερδίσω όλα. Ποτέ. Πρέπει όταν κάνεις μία συμφωνία με κάποιον, κι εκείνος να κερδίσει. Γιατί αλλιώς δεν θα πάει μακριά. Μπορεί να κερδίσεις μία φορά πολύ, αλλά δεν θα κερδίσεις στον χρόνο, θα χάσεις πολύ γρήγορα μετά. Δεν πρέπει να ταπεινώσεις τον άλλο.

Χρειάζονται δύναμη αυτά, έχετε τόση πολλή;
Σαν πολιτικός σε σπρώχνει όλο το σύστημα να φαίνεσαι δυνατός: «αυτός δεν χάνει, αυτός κερδίζει πάντα, αυτός είναι δυνατός...».  Όμως  για να είσαι ένας καλός πολιτικός εγώ νομίζω πρέπει να διατηρείς μια πολύ μεγάλη ευαισθησία. Αν αποκλεισθείς ολωσδιόλου από όλα και δεν βλέπεις αυτά που δεν θέλεις να βλέπεις, τελικά δεν κάνεις καλά τη δουλειά σου. Εγώ έχω κρατήσει μια πολύ μεγάλη ευαισθησία γιατί αλλιώς ζεις σ΄ έναν άλλο κόσμο. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό ενώ θεωρείται σαν αδυναμία, δεν είναι αδυναμία, είναι πολιτική δύναμη να είσαι ικανός όποια θέση κι αν κατέχεις να κοιτάξεις κάτι, να συγκινηθείς, να πεις αυτό δεν γίνεται και να το παλέψεις. Αντί να βλέπεις μόνο προγράμματα στην τηλεόραση και το πώς σε παρουσιάζουν, τι λέει ο τύπος, και πώς θα με δουν… 

Ήσασταν βουλευτής 20 χρόνια, τα μισά κυβερνώντος κόμματος. Υπουργός Στέγασης, Υπουργός Τουρισμού, Υπουργός Προϋπολογισμού, στην κυβέρνηση των Βρυξελλών σε μία χώρα που είναι ισότιμες όλες οι κυβερνήσεις. Ίσως είναι η μοναδική χώρα που λειτουργεί έτσι κι αυτό είναι το πολύπλοκο του Βελγίου.
Τι στιγμές που έγινα βουλευτής, αλλά και υπουργός ήμουνα μόνος, οι γονείς μου δεν ήτανε εκεί. Μόλις εξελέγην, παίρνω τηλέφωνο τη μάνα μου η οποία είχε γυρίσει, ζούσε στη Θολό και ενδιαφερόταν αν έχω δουλειά ή όχι, αυτό ήταν το πιο σημαντικό. Της λέω «μια χαρά πήγαμε, το κόμμα διπλασίασε το ποσοστό του, πήγαμε στο 20%, έχουμε 16 βουλευτές…», της είπα κι άλλα καλά. Και στο τέλος της λέω: «κι έχω και μια καινούργια δουλειά, αύριο θα γίνω βουλευτής». Λέει «αά, εντάξει, αύριο τα λέμε λοιπόν»! Την άλλη μέρα, με παίρνει τηλέφωνο. «Πού θα γίνεις βουλευτής καλό δεν είναι αυτό; Και πόσο θα μείνεις;». «Πέντε χρόνια...». « Μπορούν να σε βγάλουν πιο νωρίς από αυτό;».  «Όχι...»! «Ά, εντάξει...». Υπουργός και πάλι τα ίδια. Ένα χρόνο μετά πήγα στο συνέδριο του τότε Συνασπισμού στην Αθήνα, θα έβγαινα στην τηλεόραση. Πήραν από την τηλεόραση τη μητέρα μου, της λένε να σας βγάλουμε να μας μιλήσεις για εκείνον. Τότε άρχισε να καταλαβαίνει, ίσως.

Και μετά υπουργός σε τόσο σημαντικές θέσεις! Σπάνιο, για παιδί αλλοδαπών!
Έγινα υπουργός κυρίως γιατί έκανα εγώ όλες τις διαπραγματεύσεις του κόμματος. Ήμουν υπεύθυνος ως βουλευτής για τις διαπραγματεύσεις του κόμματος. Δεν τα έχω εκτιμήσει ποτέ, οι γονείς μου είναι μακριά δεν έχω κανέναν να μου λέει « είσαι βουλευτής, είσαι υπουργός, είσαι δήμαρχος». Ο καλύτερός μου φίλος που είμαστε από παιδιά μαζί είναι Ιταλός, ποτέ δεν συζητάμε για την πολιτική και για όλα αυτά. Αυτό από τη μία μεριά σε κάνει πολύ μόνο, κι από την άλλ­η σου δίνει και μία δύναμη γιατί δεν το χρειάζεσαι και πατάνε τα πόδια σου στη γη. Στη ζωή μου ο στόχος δεν ήταν να είμαι πολιτικός, αλλά να κάνω πράγματα. Αυτό είναι για εμένα ο στόχος στα 20 χρόνια, να κάνω, όχι να λέω.

Βουλευτής, υπουργός ή δήμαρχος των Βρυξελλών; Πού καταλήγετε;
Όλα είναι ενδιαφέροντα, αλλά η αυτοδιοίκηση είναι για εμένα πιο σημαντική. Στο δικό μου κόμμα υπήρχε μία συζήτηση να  μπουν νέοι, είπα δεν θα δώσω υποψηφιότητα για βουλευτής. Αλλά τον κόμμα μου το  ζήτησε. Με τις δικές μου αξίες, έκανα μία μικρή καμπάνια. Δεν πήγα στα μικρά μέρη, δεν πήγα στα «πανηγύρια» να δώσω το χέρι, έκανα ένα πρόγραμμα, είπα θα πάω διακοπές επειδή ήμουν ήδη πολύ κουρασμένος, έκανα μία καμπάνια σωστή νομίζω, τίμια, βγήκα σε εκπομπές  στην τηλεόραση και βγήκαμε η πρώτη παράταξη. Συγκεντρώσαμε 33%, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό. Οι εκλογές έγιναν το 2018 και η θητεία είναι έξι χρόνια.  Δεν το περίμενα να πάρω τόσο μεγάλο ποσοστό. Συνήθως τα προβλέπω όλα! Πριν γίνει κάτι σκέφτομαι όλα τα σενάρια, κι έτσι δεν μένω έξω, ξέρω περίπου τι θα γίνει, πού θα πάει. Κι αυτό από την ανησυχία μου. Μόνο αυτό δεν προέβλεψα ότι θα πηγαίναμε τόσο ψηλά στις εκλογές. 

Γιατί πιστεύετε σας ήθελαν τόσο πολύ οι πολίτες των Βρυξελλών;
Αυτό που μου λένε συνήθως είναι «είσαι τίμιος, είσαι σωστός, κι έχεις όραμα. Και εκτιμάς τους ανθρώπους, τους αγαπάς».

Είναι όπως τα περιμένατε;
Για εμένα το να παίρνω αποφάσεις δεν μου είναι δύσκολο. Άλλοι μπορεί να χρειάζονται πολύ ενέργεια για να πάρουν μια απόφαση, εγώ όχι. Το στρες της απόφασης είναι κάτι λογικό για εμένα, δεν το φοβάμαι. Ποτέ δεν λέω «τι θα γίνει τώρα». Στον Covid ας πούμε, όλοι βρεθήκαμε σε μία θέση να πούμε «τι κάνουμε τώρα». Το μόνο είναι ότι έχω κάποιες βάσεις που μου επιτρέπουν να αποφασίσω γρήγορα. Αποφάσισα ότι τελείωσε το σύστημα όπου είμαστε 1.200 άτομα στο δήμο, ότι είμαστε 9 αντιδήμαρχοι κι ότι παίρνουμε τις αποφάσεις όλοι μαζί και κάθε απόφαση πρέπει να περνάει από πολλούς διαύλους. Όχι, εκείνη τη στιγμή ήμασταν σε κρίση και αποφάσισα να μιλήσω με  όλους τους διευθυντές, άνοιξα μία τηλεφωνική γραμμή αμέσως, έκανα ένα γραφείο όπου βρίσκονταν κάθε πρωί 20 άτομα  για να απαντούν σε ερωτήσεις που είχαν οι πολίτες, ζήτησα να γράψουμε σε όλους τους ηλικιωμένους και να τους ρωτήσουμε αν χρειάζονται να τους φέρνουμε φαγητό γιατί ήξερα ότι φοβόντουσαν να βγαίνουν έξω, να τους κάνουμε ψώνια. Πήγα στα μαγαζιά πριν να κλείσουμε και αγόρασα τόπια υφάσματα για να κάνουμε μάσκες, με τους πολίτες. Τους  έδινα σχέδια κι έραβαν εκείνοι ώστε όταν θα γινόταν υποχρεωτικό, να τις βάζουμε. Όλα αυτά τα έκανα τις τρεις πρώτες μέρες και τα εφαρμόσαμε σιγά-σιγά.

Πώς βλέπετε τα πράγματα στη Ρόδο;
Το πιο εύκολο να πω είναι «δεν γνωρίζω». Το πιο σωστό είναι να πω ότι  «δεν γνωρίζω αρκετά» και η αλήθεια είναι ότι «μερικά γνωρίζω», δηλαδή ακούω. Έρχομαι αρκετά συχνά και αγαπώ πολύ τη Ρόδο για να έχω ενδιαφέρον να ξέρω πώς λειτουργεί, αλλά δεν είμαι αρκετά εδώ και αρκετά κοντά για να ξέρω ακριβώς πώς λειτουργεί.

Πώς βλέπετε τη Ρόδο, την πόλη;
Η Ρόδος είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα νησιά της Ελλάδας γιατί περιλαμβάνει πολλά πράγματα, είναι σχεδόν πρωτεύουσα η Ρόδος. Έχεις βουνό, έχεις διαφορετικές θάλασσες, έχεις διαφορετικά βουνά. Έχει μία ανθρωπιά, και κάθε φορά που έρχομαι συγκινούμαι πάρα-πάρα πολύ και το λέω από την ψυχή μου. Το πρόβλημα που έχει η Ρόδος είναι ότι πάει «αρκετά καλά». Μια χώρα ή μια περιοχή για να πάει πολύ καλύτερα ή πρέπει να είναι αρκετά μικρή και να έχει μία δυνατή διοίκηση που να θέλει να πάει πολύ καλά ή να πάει τόσο χάλια που να αναγκαστείς να κάνεις κάτι άλλο. Ενώ η Ρόδος δεν πάει ποτέ αρκετά άσχημα για να καταλάβει ότι πρέπει να κάνει κάτι σημαντικό, διαφορετικά. Αυτό με στενοχωρεί. Πρέπει να έχεις ένα ολόκληρο πρόγραμμα για το νησί. Δηλαδή, ποια είναι η θέση του νησιού, τι θέλεις να κάνεις  για αυτό το νησί. Και ποιο νησί είναι. Είναι το νησί των μεγάλων ξενοδόχων, είναι το νησί που πρέπει να προσφέρει ένα τουρισμό λίγο διαφορετικό; Δηλαδή πρέπει  να έχεις ένα όραμα γενικό. Μετά έχεις πιθανότητες, έχεις γη, μπορείς να καλλιεργήσεις, αλλά έχεις πρόβλημα ενέργειας, νερού. Τι είδους τουρισμό θέλουμε, τι είδους κοινότητας θέλουμε. Δεν είναι εύκολο. Θα πρέπει να δουλέψουμε ένα σχέδιο γενικό για τη Ρόδο για να δούμε πού θα το πάμε γιατί έχουμε ανταγωνιστές, πολλά μέρη. Αυτό που έχω παρατηρήσει είναι ότι  αυτό που μας ενδιαφέρει είναι πόσους τουρίστες έχουμε. Είναι βέβαιο εύκολο να τους μετρήσεις, αλλά για εμένα δεν είναι το πιο σημαντικό. Θα μπορούσαμε να έχουμε λιγότερους και να έχουμε καλύτερη ζωή. Αλλιώς ο πιο δυνατός κάνει αυτό που θέλει. Αυτό όμως δεν είναι ένα σχέδιο για τους πολλούς.  Εντάξει, τα βγάζουμε πέρα κάπως, αλλά δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να κερδίσουμε όλοι μαζί. Η πιο καλή μου θύμηση είναι το μαγαζί «Μελτέμι» και η παραλία του μπροστά. Μια ισορροπία μοντέρνου και παραδοσιακού. Ερχόμουν στο Νιοχώρι, εδώ στον «Κούκο», νοίκιαζα εδώ κι ο γιος μου που είναι 8 χρονών μεγάλωσε εδώ. Σκεφτόμουν ν’ αγοράσω ένα σπίτι στο Καστελλόριζο, αλλά είναι μικρό το νησί  και ήθελα οι κόρες μου να θέλουν να ‘ρχονται. Κι έψαξα κι αγόρασα ένα σπίτι στο Νιοχώρι, κι έγινα Νιοχωρίτης. Πρόπερσι, συνάντησα έναν Εβραίο στις Βρυξέλλες που κρατήθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου και η κοινότητά του τον έχει τιμήσει. Πήγα στην εκδήλωση γιατί προσπαθώ πάντα να είμαι παρών σ’ αυτά ώστε η κοινότητα του Βελγίου να τον τιμήσει κάπως. Και πάω να τον χαιρετήσω στο τέλος. Λέγεται Αλμπέρτο Ισραήλ. Σκέφτομαι να πάω να τον χαιρετίσω, του λέω «είμαι ο δήμαρχος», με κοιτάζει, με κοιτάζει, κι αρχίζει και μου λέει στα ελληνικά «σε ψάχνω από μήνες, ήρθα στο γραφείο σου και δεν μπόρεσα να σε δω, χαίρομαι που σε βλέπω. Είμαι από τη Ρόδο, είμαι από το Νιοχώρι». Στις 8 Μαΐου που άνοιξαν για πρώτη φορά τα εστιατόρια μετά τον Covid, με παίρνει και μου λέει: «δέχεσαι να πας στο πρώτο σου εστιατόριο μαζί μου;». Πάω λοιπόν 94 ετών ήμασταν οι δυο μας και μου λέει: «ξέρεις γιατί θέλω να σε βλέπω; Γιατί όταν είμαι στενοχωρημένος, όταν είμαι πικραμένος με όσα έχω ζήσει, αυτό που με βοηθάει πιο πολύ είναι να θυμάμαι τη Ρόδο, εκείνα τα χρόνια πριν φύγουμε. Επειδή υπήρχε μια αλληλεγγύη μια αγάπη, κι όταν σε βλέπω, βλέπω εκείνη την εποχή. Με ποιον άλλον μπορώ να τα πω αυτά;». Κι όλα αυτά στα ελληνικά. Και τώρα ψάχνω να βρω πού ήταν ο φούρνος που είχε ο πατέρας του, στην Παλιά Πόλη. Τι είναι η ζωή όμως. Έχει συναντήσεις απίστευτες. Από το 1944 δεν μίλησε ελληνικά, αλλά τα μιλούσε καλύτερα από εμένα.


Τι είναι η ζωή λοιπόν; Εσάς σας φέρθηκε καλά!
Εμείς την ευθύνη τη μάθαμε πολύ νωρίς γιατί δεν είχαμε την πολυτέλεια να πούμε «δεν με νοιάζει». Για εμένα δεν είναι τυχαίο που έγινα Οικολόγος γιατί είναι ευθύνη να είσαι οικολόγος.

Θα θέλατε να γυρίσετε στη Ρόδο, πολλά χρόνια μετά και να γίνετε δήμαρχος;
Δεν γνωρίζω αρκετά τη Ρόδο. Οι ευθύνες είναι πολύ μεγάλες, το μυαλό σου δεν σταματά ποτέ. Εγώ ως δήμαρχος στις Βρυξέλλες, έχω την ευθύνη και της Δημοτικής Αστυνομίας που έχει αυξημένες αρμοδιότητες και είναι η μεγαλύτερη του Βελγίου. Το τηλέφωνό μου είναι ανοιχτό για όλο το εικοσιτετράωρο. Και ο δήμαρχος, είναι προσωπικά υπεύθυνος για τη λειτουργία της. Στην πυρκαγιά για παράδειγμα εγώ πρέπει να οργανώσω  την κατάσβεση. Το όνειρό μου είναι ν’ ανοίξω ένα μικρό μπαράκι, με ένα μεγάλο πάγκο για μεζέ και να μαγειρεύω από πίσω, να έρχονται οι φίλοι και πότε-πότε να βγάζω  ένα μεζέ και να τα λέμε! Προσπαθώ να έρχομαι στη Ρόδο μία με δύο φορές τον χρόνο, φέτος ήρθα δύο. Θέλω να κλείσω μ’ αυτό: Ήταν μία περίοδος της ζωής μου δύσκολη για την υγεία μου, και έκανα μία εγχείρηση με τοπική αναισθησία σ’ ένα  δωμάτιο παγωμένο, ξαπλωμένος, χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα, κι έβλεπα το γιατρό με την άσπρη μπλούζα. Μου είπαν 15 λεπτά ήταν  45, ο γιατρός να μη μιλάει με τη νοσοκόμα, να προσπαθεί να βρει τη φλέβα... Μου ήρθε μόνο του αυτό το τραγούδι και το τραγούδησα: «Ήταν πέντε, ήταν έξι, κι έγιναν επτά, το παράπονο με πήρε κι έκλαψα πικρά, έκλαψα για τη ζωή μου και για το γραφτό, το ρολόι μου δείχνει οκτώ»... Είναι από τα «Παραπονεμένα Λόγια» του Νταλάρα, που άκουγε η μάνα μου και τ’ άκουγα κι εγώ όταν ήμουνα μικρός. Ενώ τα ελληνικά δεν είναι η μητρική μου γλώσσα,  εκείνη τη στιγμή για να πάρω δύναμη, αυτό μου βγήκε!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου