Το πιο σημαντικό «όπλο» της Ελλάδας απέναντι στην κρίση που έχει προκαλέσει η πανδημία εδώ και περίπου 11 μήνες, δεν είναι άλλο από τα ταμειακά διαθέσιμα τα οποία μπορούν και χρηματοδοτούν τα μέτρα στήριξης της οικονομίας και παράλληλα στέλνουν ένα σήμα στις αγορές ότι η χώρα δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα ρευστότητας.
Ο μεγάλος «σύμμαχος» της ελληνικής οικονομίας, ο οποίος βοηθάει στη διατήρηση αυτού του «μαξιλαριού» ασφαλείας, το οποίο σήμερα διαμορφώνεται στα 36,7 δισ. ευρώ, δεν είναι άλλος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την ποσοτική χαλάρωση που ακολουθεί η Κρ. Λαγκάρντ. Μέσω του προγράμματος PEPP που έχει γίνει ο μεγάλος αγοραστής των ελληνικών ομολόγων, υπερκαλύπτοντας την εκδοτική δραστηριότητα του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, σε ποσοστό μάλιστα που δεν συναντάται σε καμία άλλη χώρα της Ευρωζώνης, διασφαλίζοντας έτσι ότι το κόστος δανεισμού θα παραμένει υπό έλεγχο ώστε να ενισχύονται τα ταμειακά διαθέσιμα και να «αιματοδοτείται» η οικονομία.
Αυτό αποδεικνύεται… μαθηματικά. Το 2020 το ελληνικό Δημόσιο άντλησε από τις εξόδους στις αγορές συνολικά 12 δισ. ευρώ. Η ΕΚΤ μέσα από το PEPP αγόρασε ελληνικά ομόλογα ύψους περίπου 18 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει πως κάλυψε κατά 1,5 φορά την εκδοτική δραστηριότητα της Ελλάδας.
Κάτι ανάλογα πρόκειται να γίνει και το 2021, καθώς ο ΟΔΔΗΧ αναμένεται να αντλήσει από τις αγορές περί τα 12 δισ. ευρώ επίσης, ενώ έως το τέλος του PEPP στο α΄ τρίμηνο του 2022, η ΕΚΤ μπορεί δυνητικά να αγοράσει άλλα περίπου 20 δισ. ευρώ. Σημειώνεται πως τα ελληνικά ομόλογα αναφοράς που είναι σε κυκλοφορία διαμορφώνονται σε περίπου 57 δισ. ευρώ και έτσι η ΕΚΤ ήδη κατέχει περίπου το ένα τρίτο αυτών.
Οπως τόνισε και πρόσφατα σε συνέδριο ο γενικός διευθυντής του ΟΔΔΗΧ, Δημήτρης Τσάκωνας, η Ελλάδα ήταν από τις πολύ λίγες χώρες που δεν αύξησαν σημαντικά τις χρηματοδοτικές τους ανάγκες το 2020, ενώ τα spreads σημείωσαν τη μεγαλύτερη συρρίκνωση στην Ευρωζώνη. «Αυτό οφείλεται ολοκληρωτικά στην ΕΚΤ και στο πρόγραμμα PEPP», όπως επισήμανε, και στόχος του ΟΔΔΗΧ και το 2021 είναι να εκμεταλλευτεί αυτές τις συνθήκες και τη σημαντική ευκαιρία που δίνει η ΕΚΤ.
Σύμφωνα με αναλυτές και οικονομολόγους που μίλησαν στην «Κ», ο ρόλος της ΕΚΤ είναι όντως καταλυτικός σε αυτή την κρίση, ωστόσο σημαντικό μέρος της «επιτυχίας» της διατήρησης των υψηλών ταμειακών διαθεσίμων οφείλεται και στη διαχείριση που έχει κάνει η ίδια η Ελλάδα. Αξίζει να σημειωθεί πως σε ό,τι αφορά το «μαξιλάρι» ο στόχος είναι να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα και φέτος, αν και αναμένεται να κλείσει κατά 6-8 δισ. χαμηλότερα από τα 31 δισ. ευρώ που έκλεισε το 2020, δηλαδή στα 25-22 δισ. ευρώ, σύμφωνα και με τα σενάρια που έχει ανακοινώσει ο ΟΔΔΗΧ.
Η ΕΚΤ είναι πράγματι το βασικό «μαξιλάρι» της Ελλάδας κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης, όπως σημειώνει στην «Κ» ο επικεφαλής ανάλυσης της αγοράς σταθερού εισοδήματος της Deutsche Bank Ιωάννης Σώκος. Σε ένα έτος όπου η Ελλάδα έπρεπε να αυξήσει τις δημοσιονομικές της δαπάνες για να στηρίξει την οικονομία, οδηγώντας έτσι σε μεγαλύτερες δανειακές ανάγκες που θα μπορούσαν να έχουν εξαντλήσει τα ταμειακά της διαθέσιμα, το ποσό των αγορών της ΕΚΤ κατάφερε να υπερβεί τον όγκο εκδόσεων ομολόγων. Αυτό άσκησε πτωτικές πιέσεις στις αποδόσεις και επέτρεψε στην Ελλάδα όχι μόνο να προστατεύσει το πολύτιμο απόθεμα μετρητών της, αλλά και να δανειστεί με πολύ ευνοϊκά επιτόκια και σε σχετικά μεγάλες λήξεις που ελαχιστοποιούν την αρνητική επίδραση αυτής της υπερβολικής δημοσιονομικής δαπάνης στη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Επομένως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ΕΚΤ, και φυσικά το Ταμείο Ανάκαμψης, αποτελούν τα κύρια όπλα της Ελλάδας κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσης.
Από την πλευρά του, ο Φάμπιο Μπαλμπόνι, οικονομολόγος της HSBC, θεωρεί πως τα εύσημα δεν πρέπει να δοθούν τόσο στην ΕΚΤ, όσο στην Ελλάδα. «Δεν νομίζω ότι πρέπει να βλέπουμε την ΕΚΤ ως τον μοναδικό ή ακόμα και τον κύριο λόγο για τις ισχυρές επιδόσεις της Ελλάδας. Για μένα, η Ελλάδα είναι αυτή που έχει κάνει τα περισσότερα από μόνη της. Η ΕΚΤ με το PEPP ουσιαστικά βοήθησε την Ελλάδα να αντισταθμίσει τις συνέπειες της πανδημίας όσον αφορά τις πρόσθετες ανάγκες έκδοσης», όπως σημειώνει στην «Κ».
Ο σωστός υπολογισμός, κατά τον οικονομολόγο, θα ήταν να μην κοιτάζουμε τα επίπεδα της εκδοτικής δραστηριότητας, αλλά το επίπεδο του ελλείμματος. Η Ελλάδα, από ένα μικρό δημοσιονομικό πλεόνασμα το 2019 «γύρισε» σε έλλειμμα περίπου 10% του ΑΕΠ το 2020, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της HSBC. Αυτό ισούται με το 12% του ΑΕΠ ή 20 δισ. ευρώ. Η ΕΚΤ λοιπόν, σύμφωνα με τον κ. Μπαλμπόνι, δεν έκανε τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από το να αντισταθμίσει αυτές τις απώλειες.
Το «κλειδί» είναι, όπως τονίζει, ότι η Ελλάδα είχε ήδη τεθεί σε ισχυρή θέση από την άποψη των αγορών, δεδομένης της ισχυρής δέσμευσής της για μεταρρυθμίσεις, ιδιωτικοποιήσεις, ικανότητα προσέλκυσης ξένων άμεσων επενδύσεων, που οδήγησαν σε αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης. Επιπλέον, συνέβαλαν στην αλλαγή της αντίληψης της Ευρώπης για τη χώρα. Οι αγορές της ΕΚΤ ύψους 18 δισ. ευρώ επισκιάζονται από τα 32 δισ. ευρώ που κατάφερε να «αποκτήσει» η Ελλάδα από το Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε.
Πρόκληση
Το τέλος του PEPP θα μπορούσε να αποτελέσει μεγάλη πρόκληση πάντως για την Ελλάδα, η οποία εάν δεν έχει αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα θα χάσει μια σημαντική στήριξη. Ωστόσο, τα οφέλη του PEPP μπορούν να αντικατασταθούν από άλλα οφέλη. «Σίγουρα θα μπορούσε να αποτελέσει πλήγμα, ωστόσο το πρόγραμμα δεν θα τελειώσει σύντομα, οι επανεπενδύσεις θα συνεχιστούν πέραν του τέλους του και η Ελλάδα θα μπορούσε επίσης να μπει στην πιστωτική γραμμή του ESM, που θα παραμένει διαθέσιμη, για να εξασφαλίσει την πρόσβαση στο “κανονικό” QE», σημειώνει ο κ. Μπαλμπόνι της HSBC. Το πιο σημαντικό, όπως προσθέτει, είναι ότι η απώλεια πρόσβασης στην ποσοτική χαλάρωση δεν θα αλλάξει τα θεμελιώδη στοιχεία της ελληνικής οικονομίας. Οσο το δημοσιονομικό έλλειμμα ανακάμπτει και η δέσμευση της κυβέρνησης για βιώσιμα δημόσια οικονομικά παραμένει, η Ελλάδα θα είναι σε θέση να ξεπεράσει άνετα την απουσία στήριξης από την ΕΚΤ. Χρονικά, το τέλος του PEPP συμπίπτει και με την πλήρη «δράση» του Ταμείου Ανάκαμψης, έτσι θα υπάρξει περισσότερη δημοσιονομική από ό,τι νομισματική στήριξη για την ελληνική οικονομία.
40 δις αφησε πισω που να φανταζοταν τι θα γινοταν
ΑπάντησηΔιαγραφή