Ο Λέων Τολστόι 9 Σεπτεμβρίου 1828 – 20 Νοεμβρίου 1910 ήταν σπουδαίος Ρώσος συγγραφέας και ηθικός στοχαστής. Και οι δυο γονείς του ανήκαν σε αριστοκρατικές οικογένειες, ο πατέρας του ως αξιωματικός πήρε μέρος στους πολέμους ενάντια στον Ναπολέοντα, η μητέρα του ήταν πριγκίπισσα, κόρη υψηλόβαθμου αξιωματούχου.
Ο Λέων γεννήθηκε στο τεράστιο κτήμα τους κοντά στην Μόσχα, σε ηλικία 2 ετών έχασε την μητέρα του και στα 9 τον πατέρα του. Τον μεγάλωσαν συγγενείς με γάλλους και γερμανούς δασκάλους.
Το 1844 γράφτηκε πρώτα στην φιλοσοφική σχολή και μετά στην νομική αλλά δεν έδειξε ιδιαίτερο ζήλο και δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του.
Το 1847 επέστρεψε στο πατρικό κτήμα για να αναλάβει την διαχείριση της τεράστιας περιουσίας αλλά ύστερα από ένα χρόνο άφησε άλλους στην θέση του και πήγε σε Μόσχα και Πετρούπολη όπου έζησε 3 χρόνια με κοσμικές απολαύσεις, χοροεσπερίδες, γλέντια, κυνήγι.
Ένιωθε συχνά τύψεις για αυτή την κενή ζωή και ξεκίνησε να γράφει ένα αυτοβιογραφικό έργο περιγράφοντας την ψυχική του κατάσταση ενώ το 1851 κατατάχθηκε εθελοντής στον στρατό για να ξεφύγει από την κραιπάλη της Μοσχοβίτικης ανώτερης κοινωνίας. Έμεινε 3 χρόνια στον Καύκασο όπου πέρασε κάποια διαστήματα σε αυτοαπομόνωση και ήρθε σε επαφή με τον εαυτό του αλλά και με ανθρώπους του λαού, μαζεύοντας υλικό για τα κατοπινά του γραψίματα.
Το 1854 βίωσε την πολιορκία της Σεβαστούπολης ως μαχητής και παρατηρητής, έγραψε μια τριλογία πάνω σε αυτό το θέμα η οποία δημοσιεύτηκε το 1856 ενθουσιάζοντας τον Τσάρο Αλέξανδρο Β’.
Έγινε γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους και βρήκε την ευκαιρία να επιτεθεί στις κατεστημένες απόψεις, φωνάζοντας ότι δεν είναι δυνατόν κάποιοι να λιμοκτονούν και κάποιοι να έχουν απίστευτα πλούτη.
Πήγε στο κτήμα του για να κάνει τα λόγια πράξη, θέλησε να απελευθερώσει τους δουλοπάροικούς του αλλά εκείνοι δεν το δέχτηκαν, περίμεναν κάτι πιο δραστικό από την κυβέρνηση, όπως αναδιανομή της γης.
Το 1857 παραιτήθηκε από τον στρατό και ταξίδεψε στο εξωτερικό, επιστρέφοντας είχε σχηματίσει την γνώμη πως ήταν σημαντικό να μορφωθούν οι χωρικοί, ίδρυσε στο κτήμα του ένα σχολείο για μικρούς και μεγάλους όπου δίδαξε μάλιστα κι ο ίδιος.
Ξαναταξίδεψε στην Ευρώπη τα επόμενα χρόνια, αυτοεξορίστηκε για κάποιο διάστημα στην Σαμάρα, γνώρισε μια 17χρονη κοπέλα της μεσαίας τάξης το 1861, την παντρεύτηκε το 1862 ξεκινώντας μια νέα ζωή.
Την περίοδο μέχρι τον γάμο την καταδίκασε εκ των υστέρων ως μια συνεχή υποδούλωση στη φιλοδοξία, την ασωτία και τη λαγνεία. Με τον γάμο άδραξε την ευκαιρία για την ηθική και καλλιτεχνική του τελειοποίηση, έζησε για αρκετά χρόνια μια δημιουργική οικογενειακή ευτυχία, κάνοντας δεκατέσσερα παιδιά.
Το 1863 τέλειωσε το διήγημά του «Οι Κοζάκοι», στο οποίο απεικόνισε τους ανθρώπους και τη φύση του Καυκάσου και από το 1863 ως το 1869 ασχολήθηκε με τη συγγραφή του μυθιστορήματος «Πόλεμος και Ειρήνη» ενός από τα κορυφαία επιτεύγματα της ρεαλιστικής πεζογραφίας, στο οποίο απεικονίζεται με αριστουργηματικό τρόπο η ζωή και οι συνθήκες στην Ρωσία κατά τους ναπολεόντειους πολέμους.
Σε αυτό το έργο ο Τολστόι ξεκινώντας από την ρωσική φύση περνάει στην ζωή τόσο των ευγενών όσο και των χωρικών, παρουσιάζει ήθη και έθιμα και προχωράει διερευνώντας τις πνευματικές και κοινωνικές αξίες της εποχής.
Όλα όσα γίνονται στις σελίδες του φαίνονται φυσικά, αναγκαία, σχεδόν μοιραία, καταλήγει κανείς στη διαπίστωση ότι ο άνθρωπος είναι ανίσχυρος παρατηρητής μπροστά στην ροή και την δύναμη των γεγονότων.
Στο άλλο μνημειώδες μυθιστόρημα του, την «Άννα Καρένινα» (1873), περιγράφει ανάμεσα στα άλλα την τραγωδία μιας γυναίκας που παρασυρμένη από την αγάπη πέφτει θύμα μιας απάνθρωπης και ανελέητης κοινωνίας.
Μετά την «Άννα Καρένινα» ο Τολστόι πέρασε μια βαθιά συνειδησιακή κρίση που τον έφερε στα πρόθυρα της αυτοκτονίας. Συνέβαλαν σε αυτήν οι θάνατοι του έβδομου και του όγδοου παιδιού του και μερικών ακόμα συγγενών αλλά κυρίως ήταν η αμφιβολία που τον κατέτρωγε από χρόνια, σχετικά με το αν έχει το δικαίωμα να ζει μια τόσο ωραία ατομική ζωή όταν δεν υπάρχουν ελπίδες για την καλυτέρευση της ζωής του λαού.
Αναζήτησε διέξοδο σε μια ιδιαίτερη προσωπική θρησκευτική πίστη και προσπαθώντας να ζει απαλλαγμένος από συμβατικότητες και ανέσεις.
Απαρνήθηκε την καλοπέραση και τον πλαστό πολιτισμό, ασχολήθηκε με την καλλιέργεια της γης, ντύθηκε όπως οι μουζίκοι, ξεκίνησε να υποστηρίζει ότι πρέπει να ζει κανείς με φυσικότητα, αγάπη, και αλήθεια και να κηρύττει την πραότητα ως ουσία της διδασκαλίας του Ιησού, τον οποίο θεωρεί πνευματικό τέκνο του Θεού και όχι Θεάνθρωπο.
Σε έργα όπως ο «Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς», «Αφέντης και δούλος», «Τι πιστεύω», «Τι να κάνουμε λοιπόν» εκδηλώνει αυτή την ιδιαίτερη θρησκευτικότητα ερχόμενος σε αντιδικία με την εκκλησία της Ρωσίας η οποία τελικά τον αφορίζει το 1901.
Παράλληλα με τις θρησκευτικές του διαφοροποιήσεις, ο Τολστόι διαμόρφωσε μια νέα αντίληψη και για την τέχνη, η οποία θα πρέπει κατά τη γνώμη του να προωθεί και να πραγματώνει το ιδανικό της ανθρώπινης καλοσύνης και αδελφότητας.
Το 1899 ο Τολστόι έγραψε το τελευταίο από τα μεγάλα λογοτεχνικά έργα του, την Ανάσταση, στις σελίδες του οποίου ο τυφλός εγωκεντρισμός μετατρέπεται σταδιακά σε υψηλό αλτρουισμό. Παράλληλα με τα μυθιστορήματα του, έγραψε διηγήματα, θεατρικά έργα, πραγματείες, δοκίμια.
Πέθανε από πνευμονία το 1910.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου