Δεδομένο θεωρείται από όλο και περισσότερες πλευρές - και κυρίως εκείνες που έχουν ρόλο - ότι με την πρόσφατη ελληνοτουρική κρίση στο Αιγαίο, ο Ερντογάν «εξασφάλισε», ουσιαστικά, ότι ο επόμενος διάλογος με την Αθήνα θα γίνει με τα «πάντα - όλα» της ατζέντας της Άγκυρας, ειδικά στο ζήτημα της συνεκμετάλλευσης.
Χαρακτηριστικό είναι σχετικό σχόλιο της γερμανικής εφημερίδας Süddeutsche Zeitung, η οποία θεωρεί ήδη ως «νίκη» του Ερντογάν, το ότι «για να μιλήσουν» οι δύο πλευρές «σημαίνει πως η Αθήνα θα πρέπει να απομακρυνθεί από τις σκληρές θέσεις της για τα κυριαρχικά δικαιώματα των 3.000 νησιών και νησίδων της».
Ειδικότερα, η εφημερίδα σημειώνει, ότι «επειδή ο Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν δεν φοβάται τους στρατιωτικούς κινδύνους, οι φρεγάτες των Τούρκων και των Ελλήνων ήρθαν επικίνδυνα κοντά. Η Καγκελάριος κατάφερε να διαμεσολαβήσει μεταξύ των δυο εταίρων του ΝΑΤΟ αλλά προφανώς την τελευταία στιγμή. Η Άγκυρα ανέβαλε προς το παρόν τις προκλητικές γεωτρήσεις της. Τώρα θα πρέπει να μιλήσουν. Αυτό όμως σημαίνει πως η Αθήνα θα πρέπει να απομακρυνθεί από τις σκληρές θέσεις της για τα κυριαρχικά δικαιώματα των 3.000 νησιών και νησίδων της. Κάτι που για τον ξιφομάχο Ερντογάν, ο οποίος προσβλέπει στο διαμοιρασμό των πρώτων υλών, είναι μια αναμφισβήτητη νίκη».
Η κατάσταση έχει λοιπόν ήδη σχηματοποιηθεί. Ο Eρντογάν έθεσε το πλαίσιο κι άνοιξε τα χαρτιά του: Αποσύρει, για έναν μήνα, την απειλή του Oruc Reis και καλεί την Ελλάδα σε διάλογο εφ’ όλης της ύλης, χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Ή πιο απλά, δίνει άτυπη διορία ενός μήνα στην Αθήνα και το Βερολίνο για την έναρξη ενός ελληνοτουρκικού διαλόγου με ανοιχτή ατζέντα. Δεν επιδιώκει – ούτε ποτέ πραγματικά επεδίωξε – την πολεμική εμπλοκή, αλλά χρησιμοποιεί την απειλή της εμπλοκής για να διεκδικήσει από την Ελλάδα και την Ευρώπη μια συμφωνία στα «μέτρα του».Το ποια μπορεί να είναι αυτά τα «μέτρα» το περιέγραψε, με μαξιμαλιστικούς και μάλλον διαπραγματευτικούς όρους, ο τούρκος αντιπρόεδρος Φουάτ Οκτάι με την συνέντευξή του στην «Μιλιέτ». Εβαλε στο τραπέζι από την αποστρατικοποίηση των νησιών και την… εφαρμογή του σχεδίου της «Γαλάζιας Πατρίδας», έως το κυπριακό και τον διαμοιρασμό των ενεργειακών πηγών της ανατολικής Μεσογείου. Το ποια πραγματικά όμως είναι η ατζέντα και ο στόχος του Ερντογάν το έδειξε, διπλωματικά μεν ευκρινώς δε, ο Ιμπραήμ Καλίν: Ο εκπρόσωπος του τούρκου προέδρου, αφού διαμήνυσε πως ο Ταγίπ Ερντογάν ζήτησε να «παγώσουν» οι δραστηριότητες στην ανατολική Μεσόγειο «ως μια εποικοδομητική προσέγγιση για διαπραγματεύσεις» δήλωσε: «Είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε χωρίς όρους. Ας εργαστεί ο καθένας στα εδάφη του, και ας διεξαχθούν κοινές εργασίες στα αμφισβητούμενα εδάφη».
Κοινώς ο Ερντογάν, δια του Καλίν, βάζει στο τραπέζι του διαλόγου μιας μορφής συνεκμετάλλευση σε περιοχές που βρίσκονται εντός ελληνικής υφαλοκρηπίδας αλλά η Τουρκία τις χαρακτηρίζει «αμφισβητούμενες».
Στην πράξη, «γκριζάρει» την υφαλοκρηπίδα του Καστελόριζου και επιχειρεί την άτυπη νομιμοποίηση του τουρκολυβικού συμφώνου βάζοντάς το στην ατζέντα του ελληνοτουρκικού διαλόγου.
Ο έτερος βασικός στόχος του, σύμφωνα με έγκυρες διπλωματικές πηγές, είναι η δρομολόγηση νέων συνομιλιών για το Κυπριακό με τελικό ζητούμενο το μοίρασμα των ενεργειακών κοιτασμάτων της Κύπρου. Κατά τις ίδιες πηγές, το θέμα του κυπριακού μπήκε και στο προς συζήτηση «πακέτο» της τριμερούς στο Βερολίνο, ενώ πληροφορίες που μετέδωσε χθες το CNN Turk ανέφεραν πως η τουρκική πλευρά έχει ήδη στείλει μια σειρά απαιτήσεων στην ελληνική μέσω της Ευρωπαϊκής Ενωσης, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων στις πηγές ενέργειας της Κύπρου και της επιθυμίας για επίλυση του Κυπριακού.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι στρατηγικά, ο Ερντογάν ζητά πρωτίστως μερίδιο στην κυπριακή ΑΟΖ στο όνομα των τουρκοκυπρίων, και ακολούθως βλέπει ανάλογη μοιρασιά και με την Ελλάδα στην ζώνη νοτίως του Καστελόριζου. Διπλωματικά, με την πρόταση για το «μορατόριουμ» του Αυγούστου, επιχειρεί να μεταθέσει την διεθνή πίεση για διάλογο στην πλευρά της Ελλάδας, και παράλληλα ανοίγει νέο διαπραγματευτικό κανάλι με την Ευρώπη προσβλέποντας κυρίως σε οικονομικά οφέλη σχετικά με την τελωνειακή ένωση.
Το Βερολίνο και η Ευρώπη είναι σαφές πως θα εντείνουν αυτήν την πίεση. Η Άνγκελα Μέρκελ έχει ήδη αναλάβει τον ρόλο του «αρχιτέκτονα» του διαλόγου και, μετά τον Ζοζέπ Μπορέλ, είδαμε χθες σε παράλληλη αποστολή διαμεσολάβησης μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας και την υπουργό Εξωτερικών της Ισπανίας Αράντσα Γκονσάλες Λάγια. Η Ισπανίδα υπουργός, άλλωστε, ήταν εκείνη που προανήγγειλε από την Άγκυρα το μορατόριουμ του ενός μήνα πριν καν το ανακοινώσει ο Καλίν.
Εξίσου σαφές είναι πως και η ελληνική κυβέρνηση, ανεξαρτήτως ρητορικής, έχει κάνει ήδη, εδώ και καιρό, την επιλογή του διαλόγου με την Τουρκία. Το πρώτο πρόβλημα είναι πως φοβάται να το πει ανοιχτά και καθαρά. Αφενός γιατί γνωρίζει ότι η οποιαδήποτε λύση με την Τουρκία, ακόμη και μόνον για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, θα περιλαμβάνει και υποχωρήσεις – ενδεχομένως και διάλυση εθνικών ψευδαισθήσεων -, αφετέρου διότι έχει μεγάλη δυσκολία να περάσει αυτή την πολιτική όχι μόνον στο εθνικοπατριωτικό της ακροατήριο αλλά και στον κομματικό της πυρήνα. Είναι πολύ πρόσφατη, άλλωστε, η προειδοποίηση του Αντώνη Σαμαρά ότι διάλογο «με πειρατές» δεν κάνεις.
Το δεύτερο, και βασικότερο, πρόβλημα είναι πως δεν δείχνει έτοιμη να οριοθετήσει αυτόν τον διάλογο – όχι στα μέτρα του Ερντογάν, αλλά στα μέτρα του Διεθνούς Δικαίου κι ενός ρεαλιστικού πατριωτισμού. Είτε οριοθετώντας ΑΟΖ, είτε επεκτείνοντας τα χωρικά ύδατα, είτε ακόμη κι ενημερώνοντας την κοινή γνώμη για το τι είναι αληθινά εθνικό και εθνικά εφικτό.
Αντιθέτως, αρκετοί είναι εκείνοι εντός κυβέρνησης που δείχνουν να ενδίδουν στον πειρασμό ενός προσχηματικού ελληνοτουρκικού διαλόγου, για να ροκανίσουν χρόνο και να διατηρηθεί το ισχύον status quo. Εάν αυτή είναι και η επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη θα είναι λάθος. Ο Ερντογάν, όσο βλέπει χώρο μπροστά του, αφοπλίζει απλώς για να ξαναοπλίσει. Και ο Σεπτέμβριος δεν θα είναι εξίσου ανέμελος με τον Ιούλιο…
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα αποδειχθεί η πιο προδοτική της Ελληνικής ιστορίας. Θα προκαλέσει την διάλυση κάθε έννοιας εθνικής κυριαρχίας και κάθε δυνατότητα να αποφασίζει για τον εαυτό της αυτή η ομάδα που λεγόταν με υπερηφάνεια κάποτε Έλληνες. Αν τον αφήσουμε δεν θα αφήσει τίποτα όρθιο. Και δεν ειναι αυτά που λένε οι Γερμανικές εφημερίδες που μας ανοίγουν τα ματια. Είναι δεκάδες τα στοιχεία που το δείχνουν αυτό. Οι Γερμανικές εφημερίδες απλά παίζουν το ρόλο του λαγού που σφυγμομετρά την αντίδραση της κοινής γνώμης στο σκεπτικό των δοσίλογων σήμερα και καλλιεργεί την ιδέα για καλύτερη αποδοχή αύριο. ότι έκαναν πάντα το έκανα οι απλοί Έλληνες και οι πολιτικοί ακολούθησαν. Σε ελάχιστες περιπτώσεις είχαμε εμπνευσμένους ηγέτες τους οποίους ακολουθήσαμε και μεγαλουργήσαμε. Στίς περισσότερες περιπτώσεις είχαμε ηγέτες μαριονέτες ξένων συμφερόντων και η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι σίγουρα μία απο αυτές.
ΑπάντησηΔιαγραφή