Ο Παπαδιαμάντης με τον Βλαχογιάννη στη Δεξαμενή, το 1908. |
Του Kωστή Παπαγιώργη*
Πολλοί είναι οι τρόποι για να οξύνει κανείς την ανθρωπογνωσία του μέσα στον νεοελληνικό βίο, αλλά η μελέτη της λέξης «κομπλεξικός» κρατάει τα σκήπτρα. Από τη μαθητική ηλικία κιόλας, η χρήση του όρου ισοδυναμεί με επίδειξη ταυτότητας. «Ρε μαλάκα, μιλάμε για κομπλεξάρα, ούτε νερό δεν μπορεί να πιει!»
Η κατηγοριοποίηση είναι προφανής. Από τη μια οι ξεσκολισμένοι, αυτοί που δεν κωλώνουν, δε μασάνε, δεν τους τη βγαίνει κανένας, και από την άλλη οι αδικογεννημένοι, οι σκουντούφληδες και μουντζωμένοι. Ο ασυμπλεγμάτιστος είναι «μορφή, όλα τα σφάζει / όλα τα μαχαιρώνει· σε αγοράζει στο πιτς φιτίλι, γεννήθηκε τετραπέρατος· αντίθετα, ο έρμος ο κομπλεξικός πάει τοίχο τοίχο, αν κερδίσει ποτέ κερδίζει μόνο στο λήγοντα, στην πρόσθεση ξεχνάει το μηδέν, τέλος πάντων μαζεύει τα καρφοπέταλα των άλλων.
Διόλου περίεργο ότι η λέξη στα καθ' ημάς απέβη σταθερό νόμισμα τις τελευταίες δεκαετίες, που ο τόπος γνώρισε μια προφανή αλλαγή ταχύτητας. Η κοινωνία άνοιξε, κατά το κοινώς λεγόμενο, νέα κίνητρα και νέες ελευθερίες κυκλοφόρησαν, οπότε ο παραδοσιακός ανοιχτομάτης οπλίστηκε με μοντέρνο ρητορικό οπλισμό. Αν δεν δηλώσω μόνος μου την υπεροχή και τη διαφορά, ποιος θα τη δηλώσει; Το χάλι του άλλου με μεταμορφώνει αυτομάτως σε προνομιούχο - καιρός λοιπόν να ξαναμοιράσουμε τις θέσεις στην κοινωνική κλίμακα.
Ο Παπαδιαμάντης -ο πιο σοβαρός άνδρας που έζησε σε αυτό τον τόπο- παρουσίαζε όλα τα συμπτώματα του κομπλεξικού (ντροπαλός, δειλός μέχρι παρεξηγήσεως, άγευστος γυναικών, πένης και με εμφάνιση ζητιάνου - ούτε στην εφημερίδα που εργαζόταν δεν είχε το θάρρος να εισέλθει). Πώς να τον συγκρίνουμε με τα φοβερά ξεφτέρια της εποχής; Εντούτοις αυτός ο σκιαγμένος νησιώτης βρήκε μέσα του λίθους για να χτίσει κάποιο θεμέλιο για το ανερμάτιστο νεοελληνικό αίσθημα.
Είναι γεγονός ότι το σύμπλεγμα προκαλεί κοινωνικό τρόμο. Δείρε με μπορεί να γιάνω -έλεγαν παλιά- αν με βρίσεις θα πεθάνω. Πράγματι, ο συμπλεγματικός εν ακαρεί -με το άκουσμα της λέξης- υποβιβάζεται στην περιφρονητέα συνομοταξία των κατώτερων. Άρα οι κοινωνικές ανάγκες, εκτός από την παθητική φωνή (κομπλεξάρομαι), δικαιολογημένα πλούτισαν το ρήμα και με ενεργητική εκφορά: κομπλεξάρω.
Η ετυμολογία της λέξης πάντως φθέγγεται διαφορετικά. Αγγλιστί το κόμπλεξ δηλώνει «εναγκαλισμό», complector (λατ.) σημαίνει «περιβάλλω, αγκαλιάζω», ενώ λατινιστί επίσης το -plico υποσημαίνει «πλέκω» και «διπλώνω». Ουσιαστικά αυτό νομίζει ότι ψυχανεμίζεται και η ψυχολογία του δρόμου. Κάτι άσχημο έχει τυλίξει τον κομπλεξικό, εκ γενετής υποφέρει από ένα πλέγμα ανεπάρκειας και αναξιότητας. Αλλά αν ο ψυχισμός δομείται από ένα σύνολο παραστάσεων και αναμνήσεων που δεν του επιτρέπουν να έχει «φυσιολογική» συμπεριφορά, αυτή η εσωτερική παγίδα ενδέχεται να οδηγήσει σε εκρήξεις τρομερής ισχύος.
Ως γνωστόν ο Παπαδιαμάντης -ο πιο σοβαρός άνδρας που έζησε σε αυτό τον τόπο- παρουσίαζε όλα τα συμπτώματα του κομπλεξικού (ντροπαλός, δειλός μέχρι παρεξηγήσεως, άγευστος γυναικών, πένης και με εμφάνιση ζητιάνου - ούτε στην εφημερίδα που εργαζόταν δεν είχε το θάρρος να εισέλθει). Πώς να τον συγκρίνουμε με τα φοβερά ξεφτέρια της εποχής; Εντούτοις αυτός ο σκιαγμένος νησιώτης βρήκε μέσα του λίθους για να χτίσει κάποιο θεμέλιο για το ανερμάτιστο νεοελληνικό αίσθημα. Κόμπο κόμπο, όλη του η χαμένη ζωή μεταβλήθηκε σε έναν ιδρυτικό ψίθυρο· από μόνος του, πεινώντας και διψώντας μέσα στη βαβυλωνιακή Αθήνα, συνέλαβε μια συνταγματική τάξη παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος.
Το αντίθετο παράδειγμα το βρίσκουμε στη ζωή του Αντρέ Μαλρώ. Συγγραφέας μεγάλου αναστήματος, λατρεμένος των γυναικών (από τις οποίες... ζούσε κιόλας), παράτολμος, οιηματίας που δεν δεχόταν μύγα στο σπαθί του, του έλαχε να ζήσει στα ώριμα μια πρωτοφανή μεταστροφή. Όταν γνώρισε τον στρατηγό ντε Γκώλ -αυτός, ο ανθρωπογνώστης- κυριολεκτικά υποτάχθηκε σαν γυναικούλα. Λένε ότι κάθε περηφάνια ασυνειδήτως γυρεύει ένα ξένο κύρος για να υποταχθεί. Και ο Μαλρώ υποτάχθηκε.
Ασφαλώς τα αντίθετα παραδείγματα δε λείπουν. Ο Σικελιανός για παράδειγμα, ο Ίων Δραγούμης, ο Ρένος Αποστολίδης. Πλην όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στα πνευματικά ζητήματα -όπως είναι τα έργα αλλά και η καθημερινή ζωή- η βαθύτητα ανήκει κατά κανόνα σε παγιδευμένους ψυχισμούς, όχι στην αναπεπταμένη σημαία κάθε αυτοσχέδιου τολμητία. Τα συμπλέγματα μοιάζουν με τις χορδές στο όργανο ή με τις τρύπες του ζουρνά. Όποιος είναι καθαρός αυλός, ίσιο καλάμι, μουσική δεν αποδίδει. Μόνο ό,τι κομπιάζει ευεργετείται.
Όσο για τη βιασύνη που δεν ανέχεται ατολμία και συγκρατημό, αυτή που επεβλήθη πλέον ως ιδεολογία τού «περνάμε καλά», του «δεν κωλώνουμε» και «δεν ψαρώνουμε», τού «είμαστε και οι πρώτοι», έχει κάθε λόγο να απολαμβάνει την υπεροχή της. Μετά από χρόνια, όταν ξαναβλέπουμε τον ασυμπλεγμάτιστο και τον επιτυχημενάκια, με κατάπληξη διαπιστώνουμε ότι στο πλάι του -αόρατες- κάθονται οι θεές της θλίψης και της μεταμέλειας. Τι απέγιναν τα λάβαρα και οι νίκες; Απλώς ήταν αέρας φρέσκος. Μάλιστα, αν του έχει μείνει δράμι μυαλό, αρχίζει να υποψιάζεται ότι την παρτίδα με τη ζωή κανείς δεν την κερδίζει. Το αναπόφευκτο σύμπλεγμα του χαμένου, πέρα από τις ψυχολογίες του ποδαριού, αν γίνει συνείδηση προικίζει τον ψυχισμό του με τις πτυχές που κάποτε περιφρονούσε.
Όταν ακούς επιτυχημενάκια να κρύβεσαι, όταν ακούς διστακτικό άνθρωπο να βγαίνεις.
* ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ Κορυφαίος Έλληνας δοκιμιογράφος, συγγραφέας και διανοητής. Συνεργάτης της LIFO, από το πρώτο τεύχος της μέχρι τον θάνατό του το 2014.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη LIFO, το 2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου