Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ήταν Έλληνας ποιητής και πεζογράφος του μεσοπολέμου. Γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 31 Οκτωβρίου του 1888, μοναχοπαίδι ενός αξιωματικού του ελληνικού στρατού με καταγωγή από την Κύπρο, ο οποίος έφτασε να γίνει στρατηγός και υπουργός Στρατιωτικών.
Πήρε το πτυχίο του το 1909 αλλά δεν εξάσκησε ποτέ το επάγγελμα του δικηγόρου. Το 1907 έγινε ιδρυτικό μέλος του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, στο οποίο δημοσίευσε αρκετά ποιήματά του ενώ τα επόμενα χρόνια θα συνεργαστεί με πολλά περιοδικά και εφημερίδες, (Δάφνη και Ανεμώνη, Ελεύθερο Βήμα, Η Διάπλασις των παίδων, Μπουκέττο, Νέα Εστία, Πνευματική Ζωή) γράφοντας ποιήματα, άρθρα, θεατρικά έργα και κάνοντας λογοτεχνικές μεταφράσεις.
Κατά την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων υπηρέτησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός ενώ μετά τα Νοεμβριανά του 1920 κατέφυγε με την οικογένειά του στην Αίγυπτο, όπου γνωρίστηκε με τον Καβάφη. Επέστρεψε στην Αθήνα αλλαγμένος, ξεκίνησε να ζει έντονη νυχτερινή ζωή και να προκαλεί, με εκκεντρικές εμφανίσεις και προκλητικούς στίχους, τα συντηρητικά ήθη της εποχής. Μεταμορφώθηκε σε ένα δανδή της αθηναϊκή νύχτας, έκανε χρήση ναρκωτικών ουσιών και μιλούσε ανοιχτά για την ομοφυλοφιλία του.
Το 1925 εξέδωσε την εφημερίδα "Καλλιτεχνική και Φιλολογική Ζωή", η οποία κράτησε μόνο για 3 τεύχη. Το 1927 ασπάστηκε την κομουνιστική ιδεολογία και το 1927 έστειλε μήνυμα προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών ζητώντας τη διαγραφή του από το θρησκευτικό ποίμνιο. Το 1930 ξεκίνησε η συνεργασία του με τη "Νέα Εστία", στην οποία δημοσιεύτηκαν πολλά έργα του. Το 1937 πέθανε η μητέρα του, το 1939 εκδόθηκε η πρώτη και μοναδική του ποιητική συλλογή. Το 1940 που ξέσπασε ο πόλεμος, ο Λαπαθιώτης βρισκόταν σε δύσκολη κατάσταση. Ήταν εθισμένος στα ναρκωτικά και για να τα αγοράζει ξεπουλούσε σταδιακά την περιουσία του, μέχρι και τα βιβλία του έδωσε για να μπορέσει να ζήσει. Το 1942 πέθανε ο πατέρα του κι ο Ναπολέων έμεινε μόνος, οικονομικά και ψυχικά εξαθλιωμένος. Από εκείνη την εποχή ξεκίνησε να μιλάει για αυτοκτονία του. Στις 7 Ιανουαρίου του 1944 έδωσε τέλος στην ζωή του με ένα περίστροφο. Σύμφωνα με την επιθυμία του, κι επειδή έτρεμε την περίπτωση νεκροφάνειας, κρατήθηκε άταφος για 3 μέρες. Έγινε έρανος μεταξύ των φίλων του για να καλυφθούν τα έξοδα της κηδείας του.
Το 1925 εξέδωσε την εφημερίδα "Καλλιτεχνική και Φιλολογική Ζωή", η οποία κράτησε μόνο για 3 τεύχη. Το 1927 ασπάστηκε την κομουνιστική ιδεολογία και το 1927 έστειλε μήνυμα προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών ζητώντας τη διαγραφή του από το θρησκευτικό ποίμνιο. Το 1930 ξεκίνησε η συνεργασία του με τη "Νέα Εστία", στην οποία δημοσιεύτηκαν πολλά έργα του. Το 1937 πέθανε η μητέρα του, το 1939 εκδόθηκε η πρώτη και μοναδική του ποιητική συλλογή. Το 1940 που ξέσπασε ο πόλεμος, ο Λαπαθιώτης βρισκόταν σε δύσκολη κατάσταση. Ήταν εθισμένος στα ναρκωτικά και για να τα αγοράζει ξεπουλούσε σταδιακά την περιουσία του, μέχρι και τα βιβλία του έδωσε για να μπορέσει να ζήσει. Το 1942 πέθανε ο πατέρα του κι ο Ναπολέων έμεινε μόνος, οικονομικά και ψυχικά εξαθλιωμένος. Από εκείνη την εποχή ξεκίνησε να μιλάει για αυτοκτονία του. Στις 7 Ιανουαρίου του 1944 έδωσε τέλος στην ζωή του με ένα περίστροφο. Σύμφωνα με την επιθυμία του, κι επειδή έτρεμε την περίπτωση νεκροφάνειας, κρατήθηκε άταφος για 3 μέρες. Έγινε έρανος μεταξύ των φίλων του για να καλυφθούν τα έξοδα της κηδείας του.
Το ποίημα έχει ακροστιχίδα και σχηματίζει το όνομα «Κώστας Γκίκας» που ήταν η μεγάλη αγάπη του ποιητή.
Αργότερα μελοποιήθηκε από τον Νίκο Ξυδάκη και το τραγούδησε με υπέροχο τρόπο η Ελευθερία Αρβανιτάκη.
Καημός αλήθεια να περνώ, του έρωτα πάλι το στενό
Ωσπου να πέσει η σκοτεινιά μια μέρα του θανάτου.
Στενό βαθύ και θλιβερό που θα θυμάμαι για καιρό
Τι μου στοιχίζει στην καρδιά το ξαναπέρασμα του.
Ας είν’ ωστόσο, τι ωφελεί γυρεύω πάντα το φιλί
Στερνό φιλί, πρώτο φιλί και με λαχτάρα πόση.
Ωσπου να πέσει η σκοτεινιά μια μέρα του θανάτου.
Στενό βαθύ και θλιβερό που θα θυμάμαι για καιρό
Τι μου στοιχίζει στην καρδιά το ξαναπέρασμα του.
Ας είν’ ωστόσο, τι ωφελεί γυρεύω πάντα το φιλί
Στερνό φιλί, πρώτο φιλί και με λαχτάρα πόση.
Γυρεύω πάντα το φιλί αχ, καρδιά μου, που μου το ‘τάξανε πολλοί
Κι όμως δε μπόρεσε κανείς, ποτέ να μου το δώσει.
Ίσως μια μέρα όταν χαθώ γυρνώντας πάλι στο βυθό
Και με τη νύχτα μυστικά γίνουμε πάλι ταίρι
Αυτό το ανεύρετο φιλί που το λαχτάρησα πολύ
Σαν μια παλιά της οφειλή να μου το ξαναφέρει.
Κι όμως δε μπόρεσε κανείς, ποτέ να μου το δώσει.
Ίσως μια μέρα όταν χαθώ γυρνώντας πάλι στο βυθό
Και με τη νύχτα μυστικά γίνουμε πάλι ταίρι
Αυτό το ανεύρετο φιλί που το λαχτάρησα πολύ
Σαν μια παλιά της οφειλή να μου το ξαναφέρει.
Ερωτικά απογοητευμένος και θλιμμένος ο μεγάλος ποιητής του Μεσοπολέμου, συνέθεσε αυτό το γεμάτο ευαισθησία ποίημα για τον αγαπημένο του Κώστα Γκίκα, το 1928.
Πολυσυζητημένος, ο Λαπαθιώτης, – όχι τόσο για το αριστουργηματικό έργο του, όπως θα έπρεπε – αλλά γιατί με τη ζωή του προκάλεσε τη συντηρητική κοινωνία της εποχής κι ας ήταν πάντα διακριτικός, κλεισμένος στον εαυτό του και συγκρατημένος, μέχρι τη στιγμή της αυτοκτονίας του, το 1944.
Πολυσυζητημένος, ο Λαπαθιώτης, – όχι τόσο για το αριστουργηματικό έργο του, όπως θα έπρεπε – αλλά γιατί με τη ζωή του προκάλεσε τη συντηρητική κοινωνία της εποχής κι ας ήταν πάντα διακριτικός, κλεισμένος στον εαυτό του και συγκρατημένος, μέχρι τη στιγμή της αυτοκτονίας του, το 1944.
Ήταν ωστόσο αδιανόητο για την υποκριτική μεσοπολεμική Αθήνα, να δεχθεί έναν λογοτέχνη που συγκέντρωνε στο πρόσωπό του όλα όσα ήταν απαγορευμένα δια ροπάλου:
Ήταν άθεος, κομμουνιστής, ομοφυλόφιλος και ναρκομανής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου