Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019

" Ο χρυσός στη φωτιά δοκιμάζεται " ! (άρθρο του Σαράντη Μιχαλόπουλου , με αφορμή την συνέντευξη του πρωθυπουργού στον ΣΚΑΙ)



Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΤΟΝ ΣΚΑΪ

Παρακολούθησα τη συνέντευξη του Πρωθυπουργού στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ. Γιατί αυτή τη συνέντευξη και όχι τόσες άλλες που έχει δώσει σχεδόν σε όλους τους τηλεοπτικούς σταθμούς ο Πρωθυπουργός ; Θα έλεγα ότι ο βασικός ρόλος ήταν η σχέση του κυβερνώντος κόμματος με τον συγκεκριμένο σταθμό («εμπάργκο»), που προοιώνιζε μία «σκληρή» αντιπαράθεση. Άλλωστε, το ίδιο μάλλον σκέφθηκαν και πάρα πολλοί άλλοι τηλεθεατές που εκτόξευσαν την τηλεθέαση στο περίπου 40%.
Βέβαια, εκτός από το παραπάνω ερώτημα, υπάρχει και το άλλο, γιατί τη συνέντευξη του Πρωθυπουργού και όχι μία αντίστοιχη συνέντευξη του άλλου διεκδικητή της μάχης των εκλογών, του Κυριάκου Μητσοτάκη. Και η απάντηση στο ερώτημα αυτό από την δική μου πλευρά είναι απλή. Προς τι η προσπάθεια ενημέρωσης για το πρόγραμμα της Ν.Δ., όταν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θέτει σαν στόχο την αυτοδυναμία, για «να μπορέσει η χώρα να κυβερνηθεί», και αν δεν γίνει αυτό, τότε η Ν.Δ. δεν θα συζητήσει καμία συνεργασία, αλλά θα οδηγήσει τη χώρα σε νέες εκλογές μέσα στον Αύγουστο ; Τι άλλο να συζητήσει κανείς, όταν το κυρίαρχο στοιχείο της είναι το εκβιαστικό δίλημμα «ή εγώ με αυτοδυναμία ή αλλιώς γαία πυρί μιχθήτω», αφού σε νέες εκλογές με την απλή αναλογική είναι μάλλον βέβαιο ότι δεν θα μπορέσει να σχηματισθεί κυβέρνηση, με δεδομένες τις εμπειρίες του παρελθόντος αλλά και τις θέσεις των βασικών κομμάτων που διεκδικούν την ψήφο του ελληνικού λαού ;
Επανερχόμενος λοιπόν στη συνέντευξη του Πρωθυπουργού, θα της έβαζα σαν τίτλο τη λαϊκή ρήση «ο χρυσός στη φωτιά δοκιμάζεται». Και βέβαια, για μένα «χρυσός» στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι ο Πρωθυπουργός, αλλά οι δημοσιογράφοι που πήραν τη συνέντευξη. Και το λέω αυτό, διότι ο πρωθυπουργός ήταν αρκούντως προετοιμασμένος για τις «σκληρές» ερωτήσεις που θα δεχόταν, αλλά δεν συνέβη το ίδιο με τους δημοσιογράφους, οι οποίοι σε πάμπολλες περιπτώσεις έδειξαν σαν να μην γνώριζαν καλά το θέματα που έθεταν, ώστε να ζητήσουν και εκείνοι, με κατάλληλες ερωτήσεις, να φωτισθεί περισσότερο την αλήθεια και να μπορέσει ο απλός πολίτης να σχηματίσει καλύτερη εικόνα για τα συζητούμενα θέματα.
Θα δώσω αμέσως ένα παράδειγμα. Συζητώντας για το πρώτο εξάμηνο διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη διαπραγμάτευση που κατέληξε στο τρίτο μνημόνιο, ο Πρωθυπουργός αμφισβήτησε τη «ζημιά» που υποτίθεται ότι έπαθε η χώρα, λέγοντας ότι το δημόσιο χρέος όταν ανέλαβε η κυβέρνησή του ήταν 284 δις και το 2016 ήταν 281 δις. Επομένως, αναρωτήθηκε ο Πρωθυπουργός, που είναι αυτή η «επιβάρυνση» και την οποία μιλά η αντιπολίτευση των 60 ή 80 ή 100 δις ;
Εγώ ομολογώ ότι δεν ξέρω τα νούμερα (κάπου νομίζω ότι το χρέος είναι περίπου 324 δις), αλλά και διαφορετικά να ήταν (ας πούμε 324 που έγιναν 321), πάλι το σκεπτικό είναι παραπλανητικό, διότι η «ζημιά» για την οποία γίνεται λόγος δεν είναι αυτό καθ’ εαυτό το χρέος, αλλά όλα όσα «κόστισε» στην ελληνική οικονομία και στην ελληνική κοινωνία το τρίτο μνημόνιο, δηλαδή ανάσχεση της όποιας ανάπτυξης, πρόσθετη φορολογία, κλπ. Και όλα αυτά τα στοιχεία που δεν έχουν επισήμως αποτυπωθεί αλλά δεν παύουν να υπάρχουν, δεν μπορούν να αποσιωπώνται, με την ευκολία που το έκανε ο Πρωθυπουργός.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η περίφημη μείωση του ΑΕΠ κατά 25%. Γιατί έγινε ; Ήταν η ιδεοληψία ντόπιων και ξένων παραγόντων για «φτωχοποίηση» του λαού ή ήταν μία αναπότρεπτη προσαρμογή σε συνθήκες που είχε δημιουργήσει ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός, τον οποίο και ο Πρωθυπουργός παραδέχθηκε αναφερόμενος στο έλλειμμα των 24 δις (15% του ΑΕΠ) που παρέλαβε η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου ; Αν η «προσαρμογή» αυτή δεν ήταν αναπότρεπτη, γιατί δεν αποκαταστάθηκαν άμεσα οι μισθοί και οι συντάξεις, πράγμα που θα ενίσχυε την κατανάλωση και άρα θα ανακούφιζε και την απασχόληση και τις μικρές επιχειρήσεις ;
Ένα τρίτο θέμα είναι γιατί δεν ρωτήθηκε ο Πρωθυπουργός να αναλύσει τα αίτια χρεωκοπίας της χώρας. Διότι, αν έλεγε ότι έφταιξε το πελατειακό κράτος, η σπατάλη, η διαφθορά, οι μίζες και όλα τα σχετικά, εύλογα θα έπρεπε να ακολουθούσε η ερώτηση, σε ποιες περιπτώσεις εντοπίστηκαν και στοιχειοθετήθηκαν τέτοια πράγματα ; Δεν θα έπρεπε να μάθει επιτέλους ο ελληνικός λαός πού πήγαν τόσα χρήματα που δανείζονταν συνεχώς το κράτος ; Μήπως κάποια από αυτά κάλυπταν ελλείμματα δημόσιων οργανισμών ; Μήπως κάποια χρηματοδότησαν ένα «άρρωστο» συνταξιοδοτικό σύστημα, που η ίδια η σημερινή κυβέρνηση άλλαξε με τον νόμο «Κατρούγκαλου», τον οποίο και υπερασπίζεται σαν απολύτως σωστό ;
Μήπως όμως ήταν το «πάρτι» στον χώρο της Υγείας που πράγματι υπήρξε και εκτόξευσε στα ύψη την φαρμακευτική δαπάνη ; Ποια όμως επιμέρους στοιχεία είχε ; Μήπως ήταν μόνο το ΚΕΕΛΠΝΟ, που λειτουργούσε σαν “offshore”, όπως είπε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός ; Και πόσοι «κάθισαν στο σκαμνί» γι’ αυτές τις ατασθαλίες ;
Ανέφερε ο Πρωθυπουργός ότι στον χώρο της Υγείας, η πολιτική ηγεσία (Ξανθός, Πολάκης) έκανε εξαιρετικό έργο, αφού μετέτρεψε τα ελλείμματα των νοσοκομείων σε πλεονάσματα. Και κανείς δεν ρώτησε πως έγινε αυτό. Δεν ξέρω τον μηχανισμό χρηματοδότησης των νοσοκομείων, αλλά φαντάζομαι ότι αυτά έχουν μία επιχορήγηση από το κράτος, με την οποία καλύπτουν τα λειτουργικά τους έξοδα. Η εξάλειψη των ελλειμμάτων μπορεί να επιτευχθεί, είτε με αύξηση της επιχορήγησης, είτε με μείωση των δαπανών (π.χ. σπατάλες σε υλικά), είτε και με τους δύο αυτούς τρόπους. Τι από όλα αυτά έχει συμβεί, ώστε να ξέρουν οι πολίτες ποιον να συγχαρούν για το επίτευγμα των πλεονασμάτων ; Και το λέω αυτό, διότι σε μία διαχείριση μπορούν να γίνουν πολλά.
Έχοντας θητεύσει σε δημόσιους οργανισμούς (Αττικό Μετρό Εταιρία Λειτουργίας, ΗΣΑΠ, ΟΣΥ), γνωρίζω πολύ καλά ότι την περίοδο της κρίσης κόπηκαν υποχρεωτικά κάποιες δαπάνες (π.χ. τακτικής συντήρησης), που οι οργανισμοί θα τις εύρισκαν μπροστά τους, ενώ δεν εξορθολογίστηκαν άλλες δαπάνες που αφορούσαν τον τρόπο λειτουργίας των οργανισμών και αυτό για να μη θιγούν «κεκτημένα» των εργαζομένων.
Ένα τελευταίο παράδειγμα που θα αναφέρω είναι ο περίφημος νέος Ποινικός Κώδικας, για τον οποίο ο Πρωθυπουργός έθεσε το ερώτημα «γιατί κανείς δεν εξέφρασε αντιρρήσεις, όταν επί 6 μήνες γινόταν δημόσια διαβούλευση και το θυμήθηκε λίγες μέρες πριν τις εκλογές».
Αναρωτιέμαι πόσοι γνωρίζουν τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η «ανοιχτή διαβούλευση» σε κάθε νόμο που εισηγείται η όποια κυβέρνηση. Σύμφωνα λοιπόν με την θεσμοθετημένη διαδικασία, η κυβέρνηση δημοσιοποιεί το προτεινόμενο νομοσχέδιο και κάθε ενδιαφερόμενος φορέας ή πολίτης καταθέτει τις απόψεις του ηλεκτρονικά. Όταν το νομοσχέδιο εισάγεται προς συζήτηση, όλες οι παρατηρήσεις που έχουν διατυπωθεί είναι υποχρεωτικό να συνοδεύουν την εισηγητική έκθεση. Και βέβαια, οι βουλευτές παίρνουν θέση, όταν έχουν στα χέρια τους όλα αυτά τα κείμενα.
Τι από τα παραπάνω έγινε στο συγκεκριμένο θέμα ; Και γιατί το νομοσχέδιο κατατέθηκε για ψήφιση σε μία περίοδο που η Κυβέρνηση είχε ουσιαστικά παραιτηθεί ; Γιατί έπρεπε να ψηφιστεί μέσα σε προεκλογική περίοδο ; Ήταν άραγε το μόνο θέμα που ήταν επείγον και δεν μπορούσε να περιμένει μέχρι να σχηματισθεί νέα κυβέρνηση ; Και αρκεί η διαβεβαίωση του Πρωθυπουργού ότι «κανένα δικαστικό συμβούλιο δεν θα συναινέσει στο να αποφυλακιστούν τρομοκράτες σαν αυτούς της 17 Νοέμβρη» ;
Θα μπορούσα να αναφέρω και πολλά ακόμη παραδείγματα θεμάτων που συζητήθηκαν αλλά δεν αναλύθηκαν όπως έπρεπε, επειδή οι δημοσιογράφοι δεν έκαναν τις κατάλληλες ερωτήσεις. Νομίζω λοιπόν ότι ο οποιοσδήποτε καλόπιστος αναγνώστης θα συμφωνήσει σε αυτό που αρχικά έγραψα ότι «ο χρυσός στη φωτιά δοκιμάζεται» και από τη σκοπιά αυτή ο Πρωθυπουργός τα κατάφερε πολύ καλά, αλλά δεν έγινε το ίδιο από την πλευρά των ερωτώντων που ανάλωσαν χρόνο για να συζητήσουν θέματα ήσσονος σημασίας (π.χ. οι διακοπές του Πρωθυπουργού με το γνωστό κότερο) και τελικά για μένα φάνηκαν κατώτεροι των περιστάσεων (με τα δικά μου φυσικά κριτήρια και με αυτά που εγώ περίμενα από μία τόσο σημαντική συνέντευξη).



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου