Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

ΚΑΠΟΤΕ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Τι συνέβαινε άραγε στην Αθήνα όταν οι στρατιώτες στα βουνά της Ηπείρου το 1940 φώναζαν «Στην Αθήνα τρώνε γάλους και στο μέτωπο Ιταλούς»; 

Ακόμα και μέσα στο ξέσπασμα του πολέμου, η πρωτεύουσα δεν ξεχνούσε τις παλιές της συνήθειες. Από του Αγίου Σπυρίδωνος και για περίπου τρεις εβδομάδες, έως δηλαδή του Αγίου Ιωάννου, η Αθήνα μετατρεπόταν σε μια τεράστια τσόχα.  Το σκληρό παιχνίδι παιζόταν κυρίως στα ντουμανιασμένα από τα τσιγάρα καφενεία των Χαυτείων, από τα οποία ήταν τυχεροί όσοι κατάφερναν να φύγουν με τα ρούχα που φορούσαν. Όσο οι τζογαδόροι ίδρωναν και ξεΐδρωναν πάνω από την τράπουλα, η Βαρβάκειος γέμιζε από τους νοικοκυραίους που πήγαιναν για τις γαλοπούλες που κρέμονταν κατά δεκάδες στα τσιγκέλια. Ήξεραν ότι έρχονταν μαύρες μέρες, δεν ήταν η πρώτη φορά που η χώρα βρισκόταν σε πόλεμο, απλώς κανείς δεν είχε καταλάβει το μέγεθος της θηριωδίας που θα επακολουθούσε.
aj-204-16
Ελπίδα στα δύσκολα χρόνια έδινε το Λαχείο των Συντακτών, που κλήρωνε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, χαρίζοντας μονοκατοικίες και οικόπεδα.Ακόμα και ο ανελέητος βομβαρδισμός του Πειραιά δεν στάθηκε ικανός να γκρεμίσει το όνειρο του κόσμου να αποκτήσει «το δικό του κεραμίδι». Από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια το μεγάλο εμπορικό νταλαβέρι της Αθήνας γινόταν πέριξ της Ομόνοιας, ενώ στον Πειραιά, που μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’50 είχε βρει ξανά τους ρυθμούς του, άρχισε να ανοίγει και πάλι η κίνηση στην αγορά. Πέρα από την κεντρική αγορά, μεγάλη επισκεψιμότητα είχαν δρόμοι όπως η Φίλωνος, στην Τρούμπα, όπου βρίσκονταν τα περισσότερα καταστήματα παπουτσιών.
Η συνήθης εικόνα από τα κάλαντα της εποχής εκείνης ήταν τα κορίτσια με τα κοτσίδια και τα παλτό και τα αγόρια με τα κοντά παντελονάκια, τα λασπωμένα παπούτσια και τα ξυρισμένα «με την ψιλή» κεφάλια, να τρέχουν για τα κάλαντα σε σπίτια και μαγαζιά. Και μετά να κάθονται στην άκρη του δρόμου για να μοιράσουν τις δεκάρες. Οι πάγκοι με τα παιχνίδια στήνονταν στην Αιόλου. Εκεί τα παιδιά έβρισκαν τις πάνινες κούκλες και τα μολυβένια στρατιωτάκια, ενώ τα πλουσιόπαιδα είχαν πρόσβαση στα μεγάλα καταστήματα με τα εισαγόμενα παιχνίδια, που τότε ήταν ελάχιστα.
Ήδη στη δεκαετία του 1950 είχε καθιερωθεί το έθιμο των Αθηναίων να γεμίζουν με δώρα τα κουβούκλια των τροχονόμων. Κι όταν λέμε δώρα, εννοούμε τα πάντα, από μελομακάρονα και γάλατα έως θερμοσίφωνες και στρώματα. Στη δεκαετία του 1960 όλοι έδιναν ραντεβού «στου Λαμπρόπουλου», αλλά και στο Μινιόν, τον Δραγώνα, τον Κατράντζο.  Τα πεζοδρόμια γέμιζαν με βουνά από κουραμπιέδες που πουλιόνταν με την οκά κι έκαναν τους περαστικούς να ξερογλείφονται, ενώ στα κοσμικά σαλόνια, που δεν ήταν σικ να μιλά κανείς για φαγητό, το ρεβεγιόν ξεκινούσε με βαλς κι έφτανε μέχρι το τουίστ και το χάλι γκάλι.
Από το 1960 είναι και η γνωστή σειρά φωτογραφιών του Κώστα Μπαλάφα, με τα στολισμένα Χαυτεία και τις Κάντιλακ. Παρ’ ό,τι οι φωτογραφίες κυκλοφορούν εδώ και χρόνια, εξακολουθεί να παραμένει εντυπωσιακό το ότι ένας φωτογράφος που αποτύπωσε όπως κανείς άλλος το χρονικό της Αντίστασης και τον Εμφύλιο, λίγα χρόνια μετά φωτογράφισε μια Αθήνα που περισσότερο θυμίζει Σικάγο. Η Αθήνα όντως εκείνες τις μέρες θύμιζε Σικάγο, αλλά όχι για τους σωστούς λόγους. Την 1ηΔεκεμβρίου 1960, λίγες μόλις μέρες πριν από τις γιορτές, κάποιοι δρόμοι έμειναν χωρίς πεζοδρόμια, γιατί τα ξήλωσαν οι οικοδόμοι που είχαν κατέβει σε μια από τις σημαντικότερες απεργίες του κλάδου τους. Η απεργία κατέληξε σε άγριες συμπλοκές με την αστυνομία με αποτέλεσμα των τραυματισμό δεκάδων ανθρώπων.
Βλέποντας τα Επίκαιρα της δεύτερης μέρας του 1967, τρεις μήνες πριν από το Πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, πληροφορούμαστε ότι ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος και η Άννα Μαρία επισκέφθηκαν τη Μητρόπολη και έγιναν δεκτοί με ζητωκραυγές και χειροκροτήματα «από τα πλήθη που τους ανέμεναν έξωθεν του ναού». Σε αυτές τις γιορτινές μέρες η Ελληνική Βασιλική Αεροπορία απέστειλε αλεξιπτωτιστές ντυμένους Άη Βασίληδες στο Δοξάτο της Δράμας. Σύμφωνα με το σπικάζ «Ο αεροπόρος Άγιος Βασίλης κυκλωμένος από δεκάδες παιδιά μοιράζει τα παιχνίδια του και εισπράττει ευχαριστώ». Κι ένα μικρό αεράκι παρασύρει τη μπαμπακένια γενειάδα του, για να αποκαλυφθεί το παγωμένο του χαμόγελο που έχασε τη φόρμα του από το κρύο.
b-827-1troxonomos-doraxarisiadis
Λίγοι είναι οι σημερινοί σαραντάρηδες Αθηναίοι που δεν φωτογραφήθηκαν με τον αγέλαστο Άη Βασίλη του Μινιόν, κι ακόμα λιγότεροι εκείνοι που δεν πάτησαν ποτέ τις κυλιόμενες σκάλες του στις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Τότε που στον έκτο όροφο έρχονταν οι ήρωες της Disney και η Μις Πίγκι –που είχε έρθει μια χρονιά παρέα τον Κέρμιτ- προκάλεσε κύμα πανικού, γιατί ήταν πολύ ψηλή και μεγάλη για τα πεντάχρονα που την αντίκριζαν, μεγαλύτερη κι απ’ την ίδια τη ζωή. Ήταν η εποχή που τα πιτσιρίκια έβγαιναν κλαμένα από το καμαρίνι του Γιώργου Κωνσταντίνου, που είχε κάνει εμφανίσεις για τα παιδιά στο πλαίσιο των γιορτών, γιατί «δεν ήθελε να μας δώσει αυτόγραφο», σε αντίθεση με τον Θανάση Βέγγο που, μια άλλη χρονιά, και αυτόγραφα μοίραζε και καραμέλες.
Σε αυτές τις δεκαετίες στριμώχνονταν τα παιδιά των εργαζομένων της Ολυμπιακής, στην εξέδρα του Goodbye στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, για να δουν από κοντά τον Άη Βασίλη που πρωτοτυπούσε ερχόμενος με το ελικόπτερο και μοίραζε ξανθές Bibibo και άλλα παιχνίδια της El Greco. Δεν ήταν όλα τόσο αγαπησιάρικα βέβαια. Μερικές φορές γιορτιάρες μέρες έπεφτε και καμιά «ψιλή», όπως το 1985 στην ντίσκο Μπαρμπαρέλα, όταν οι ουρές έφταναν στη Συγγρού και σπρώξε σπρώξε ο κόσμος έσπασε την πόρτα. Αντί για το πνεύμα των Χριστουγέννων το σημείο επισκέφθηκε η αστυνομία για να μοιράσει αγάπη πανανθρώπινη και υπερσυμπαντική. Και του χρόνου!
Ο Τσιτσάνης και το ζεϊμπέκικο του Τσαρούχη
Την Πρωτοχρονιά του 1969 πρωτοεμφανίστηκε ο Βασίλης Τσιτσάνης στο «Χάραμα», μαζί με τον Γιάννη Παπαϊωάννου. Το σχήμα είχε τόση επιτυχία που τα σπασμένα πιάτα σχημάτιζαν στοίβες και ο Παπαϊωάννου καθόταν άρχοντας στην κορυφή με το μπουζούκι του κι έπαιζε μέχρι το πρωί.  Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς το μαγαζί γέμιζε από γνωστούς καλλιτέχνες που πήγαιναν για να ευχηθούν στον Τσιτσάνη. Μεταξύ αυτών και ο Γιάννης Τσαρούχης. Έπιανε τότε ο Τσιτσάνης το μικρόφωνο «Και τώρα όλοι μαζί να παρακαλέσουμε τον μεγάλο μας Γιάννη Τσαρούχη να χορέψει ένα ζεϊμπέκικο». Δεν χρειαζόταν δεύτερη πρόσκληση. Ο Τσαρούχης ήταν σχεδόν όρθιος κι έτοιμος να τα δώσει όλα για το «Θα κάνω ντου βρε πονηρή, στα στέκια που αράζεις». «Παρά τους ενθουσιασμούς των ξένων επισήμων και ανεπισήμων, το ζεϊμπέκικο μένει κατιτί το ερμητικό στην ουσία του και είναι προσιτό, αληθινά προσιτό, μόνο σ’ αυτούς από τους Έλληνες που έχουν αληθινά ορφική μύηση. Λόγια φθαρμένα που δεν μπορούν να εκφράσουν την ουσία, για την οποία ο αμύητος μένει καχύποπτος» έγραφε ο Τσαρούχης για το ζεϊμπέκικο, που δεν σταμάτησε να χορεύει ούτε όταν χρειαζόταν να υποβαστάζεται.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην κυριακάτικη εφημερίδα Documento στις 25/12/2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου