Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

Τι είναι η Γλυκοζυλιωμένη Αιμοσφαιρίνη HbA1c και τι δείχνει η μέτρησή της στον σακχαρώδη διαβήτη;


της Κλεοπάτρας Ζουμπουρλή, μοριακής βιολόγου, medlabnews.gr
Γλυκοζυλιωμένη Αιμοσφαιρίνη (ή HbA1c, όπως συνήθως γράφεται εν συντομία)είναι μια πολύ χρήσιμη εξέταση στο αίμα, η οποία αντικατοπτρίζει τον μέσο όρο του σακχάρου στο αίμα σου κατά τους προηγούμενους 2 - 3 μήνες.

Τα αρχικά Hb είναι σύντμηση της αγγλικής λέξης Hemoglobulin που σημαίνει αιμοσφαιρίνη στην αγγλοσαξoνική γλώσσα, το Α είναι αρχικό της αγγλικής λέξης Αdult που σημαίνει ενήλικoς και το 1c είναι ένα κλάσμα. Η αιμοσφαιρίνη είναι ουσία που βρίσκεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια του αίματος. Kύριο έργο της είναι να μεταφέρει μέσω της κυκλοφορίας του αίματος οξυγόνο στους ιστούς. Η γλυκόζη (ή αλλιώς σάκχαρο) συνδέεται με την αιμοσφαιρίνη και σχηματίζει τη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη. Η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη παραμένει αδιάσπαστη σε όλη τη διάρκεια της ζωής του αιμοσφαιρίου. Η αρχή της μεθόδου βασίζεται στο ότι η σύνδεση της γλυκόζης με την Α1 αιμοσφαιρίνη (η οποία αποτελεί το 97% της ολικής αιμοσφαιρίνης των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Το υπόλοιπο ποσοστό αποτελείται από την Α2, κατά 2,5% και από την F, κατά 0,5% περίπου) γίνεται κατά τρόπο ευθέως ανάλογο με το επίπεδο σακχάρου του αίματος. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια που παράγονται στο μυελό των οστών, ζουν περίπου 120 ημέρες και στη συνέχεια καταστρέφονται στο σπλήνα. Καθόλη τη διάρκεια της ζωής τους η γλυκόζη συνδέεται συνεχώς με την αιμοσφαιρίνη. Τα νεαρά ερυθρά αιμοσφαίρια έχουν μικρότερη περιεκτικότητα γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης, ενώ τα γηραιότερα μεγαλύτερη.



 Η τιμή της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης εκφράζεται σε εκατοστιαίο ποσοστό της ολικής αιμοσφαιρίνης 
 Η HbA1c είναι το ποσοστό της αιμοσφαιρίνης που έχει υποστεί γλυκοζυλίωση και φυσιολογικά είναι 4,8-6%. Πρέπει να γίνεται κάθε 3-4 μήνες αφού ο χρόνος ζωής των ερυθρών αιμοσφαιρίων που περιέχουν την αιμοσφαιρίνη ανανεώνεται κάθε 120 μέρες, οπότε το ποσοστό της γλυκοζυλίωσης αλλάζει ανάλογα με το σάκχαρο του αίματος. Χρησιμοποιείται και για διάγνωση αλλά και για παρακολούθηση της νόσου.

• Έτσι τιμές μεγαλύτερες από 6.5 θεωρούνται διαγνωστικές της νόσου. Αυτό ισοδυναμεί με επίπεδα γλυκόζης που κυμαίνονταν κατά μέσο όρο στα 150 mg/dl. Πρέπει να προσθέσουμε ότι υπάρχουν τώρα έρευνες που δείχνουν ότι είναι προτιμότερο τα επίπεδα της HbA1c να διατηρούνται ακόμη πιο χαμηλά

• Πόσο συχνά : Τουλάχιστον 2 φορές ετησίως

Στους διαβητικούς ασθενείς, στους οποίους δεν ελέγχονται τα επίπεδα της γλυκόζης, η τιμή του αιμοσφαιρινικού κλάσματος είναι σαφώς αυξημένη (2-3 φορές πάνω από τη φυσιολογική). 

Σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη μετράται για να ελεγχθεί το πόσο καλά είναι ρυθμισμένο το σάκχαρο. Όσο πιο κοντά στο φυσιολογικό ποσοστό είναι η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη, τόσο πιο καλή είναι η ρύθμιση του διαβήτη. Όταν το ποσοστό είναι μεγαλύτερο, ο γιατρός και ο ασθενής πρέπει να αυξήσουν τις προσπάθειές τους ώστε η ρύθμιση του σακχάρου να είναι καλύτερη. Για τις εγκύους με διαβήτη η εξέταση πρέπει να γίνεται συχνότερα για πιο στενή παρακολούθηση.
Επίσης, η διατήρηση των επιπέδων γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης κοντά στο φυσιολογικό προφυλάσσει τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη από την ανάπτυξη επιπλοκών σχετιζόμενων με τη νόσο τους όπως νεφρική νόσο, διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια και νευροπάθεια. Ακόμη έχει αποδειχθεί πως για τους νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη η ικανοποιητική ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου προφυλάσσει από την ανάπτυξη καρδιαγγειακών συμβάντων όπως εμφράγματα ή εγκεφαλικά επεισόδια.
Παρακάτω φαίνεται ο κίνδυνος για καρδιαγγειακές νόσους σε σχέση με τη συγκέντρωση της HbA1c.

HbA1c  %Σχετικός κίνδυνος
< 5.01.0
5.0 - 5.42.5
5.5 - 6.92.5
>= 7.05.0

Στο σακχαρώδη διαβήτη η τιμή της γλυκόζης στο αίμα κυμαίνεται μέσα στο 24ωρο, αλλά και από ημέρα σε ημέρα, λόγω διαφόρων παραγόντων (δίαιτα, φάρμακα, ψυχολογικό στρες), ενώ τα επίπεδα της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης παραμένουν σταθερά. Έτσι ο προσδιορισμός του αιμοσφαιρινικού κλάσματος HbA1C αποτελεί τον καλύτερο δείκτη ελέγχου της θεραπείας του διαβήτη, από ότι ο προσδιορισμός της γλυκόζης του αίματος, γιατί η HbA1C καλύπτει το μεταβολισμό της γλυκόζης για 8-10 εβδομάδες, ενώ η γλυκόζη για ένα 24ωρο. 

Αν οι τιμές γλυκόζης αίματος είναι υψηλές, η γλυκόζη δεσμεύεται μόνιμα από την αιμοσφαιρίνη και η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη παραμένει μέσα στα ερυθρά αιμοσφαίρια καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής τους (περίπου 3 μήνες). 

Δεδομένου ότι η HbA1c μέσα στα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι σταθερή για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, μια εξέταση γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης δείχνει τη μέση τιμή γλυκόζης στο αίμα τους τελευταίους 2-3 μήνες και μετράται στο αίμα της φλέβας. Μπορεί όμως να μετρηθεί και στο τριχοειδικό αίμα (από το δάκτυλο), εφ’ όσον υπάρχει η ειδική συσκευή και μάλιστα το αποτέλεσμα αυτής της εξέτασης βγαίνει σε 6 λεπτά. 

Αν η τιμή της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης είναι μεταξύ 5.7 και 6.4 ο ασθενής διατρέχει μεγάλο κίνδυνο ανάπτυξης σακχαρώδη διαβήτη και θα πρέπει να ενθαρρυνθεί στην υιοθέτηση συνηθειών που θα τον βοηθήσουν να προλάβει την εμφάνιση του (για παράδειγμα έναρξη άσκησης και προσπάθεια απώλειας βάρους αν είναι υπέρβαρος).


Η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη αυξάνεται ψευδώς σε συγκεκριμένες παθολογικές καταστάσεις όπως η νεφρική ανεπάρκεια, ο χρόνιος αλκοολισμός και η υπερτριγλυκεριδαιμία, ενώ ψευδώς ελαττωμένα επίπεδα γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης παρατηρούμε σε περιπτώσεις οξείας ή χρόνιας απώλειας αίματος, σε δραπανοκυτταρική αναιμία και σε ασθενείς με μεσογειακή αναιμία.

Η διάγνωση του διαβήτη δεν μπορεί να βασιστεί στα επίπεδα της HbA1c σε ασθενείς με διάφορες μορφές αναιμίας ή σε άτομα με αιμοσφαιρινοπάθειες (ετεροζυγώτες - ομοζυγώτες), καταστάσεις συχνές στην Ελλάδα.

Από τις αρχές του 2010 συμπεριλήφθηκε από την Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία (ADA) στα διαγνωστικά κριτήρια του σακχαρώδη διαβήτη, και τιμές >=6.5% θέτουν τη διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη, ενώ τιμές 5.9-6.4% σχετίζονται με τη διάγνωση του προ-διαβήτη, και αποτελούν ένδειξη αυξημένου κινδύνου για σακχαρώδη διαβήτη.

Η Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία συνιστά τη χρησιμοποίηση της HbA1c, ως μέθοδο διάγνωσης του ΣΔ, εφόσον χρησιμοποιούνται αξιόπιστοι μέθοδοι ανίχνευσης και παρέχουν αποτελέσματά τους που είναι συγκρίσιμα με τη θεσπισμένη μέθοδο αναφοράς. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου