Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017

Η μάστιγα: Νέοι με μεταπτυχιακό ψάχνουν δουλειές με μισθό αποφοίτων Γυμνασίου


Θλιβερή πρωτιά της Ελλάδας έναντι της Ε.Ε. στους NEETs. Ποιες οι πραγματικές προοπτικές του πτυχιούχου στην Ελλάδα, ποιους «χτυπά» η ανεργία και πώς θα υλοποιηθεί η ομαλή μετάβαση σε ένα ριζοσπαστικό επιχειρηματικό μοντέλο υπέρ της γνώσης και όχι της «έντασης της εργασίας»; Αναλυτικά, τα στοιχεία της νέας έρευνας της ΚΑΝΕΠ – ΓΣΕΕ.


Της Μίκας Κοντορούση
Συμπεράσματα ερευνών, με στοιχεία που σοκάρουν και κρούουν αλλεπάλληλα τον κώδωνα κινδύνου. Από το 2008, η οικονομική κρίση διαμόρφωσε τη νέα «κοινωνική τάξη πραγμάτων», με στρατιές νέων ανέργων, παρωχημένα μοντέλα επιχειρηματικότητας με εμμονή στην «ένταση εργασίας» και όχι την «ένταση γνώσης», αυξημένο brain drain, ταυτόχρονα με brain waste και την Ελλάδα να κατέχει πλέον την ντροπιαστική πρωτιά στην Ε.Ε., αυτή των NEETs (βρετανικός όρος που υποδηλώνει τους Νέους εκτός Εκπαίδευσης, Απασχόλησης ή Κατάρτισης). Συγκεκριμένα, το 2015 το εν λόγω ποσοστό άγγιξε το 27,1%, γεγονός που σημαίνει ότι εκατοντάδες χιλιάδες νέοι παραμένουν από τότε περιθωριοποιημένοι από τον ακαδημαϊκό και εργασιακό βίο, διαθέτοντας ελάχιστες πιθανότητες για ένταξη.


Ακόμη χειρότερο προμηνύεται το μέλλον για τους κατόχους μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών. Φαίνεται πως οι νέοι, με άριστη γνώση αγγλικής γλώσσας, τριετή προϋπηρεσία και master μπορεί να είναι περιζήτητοι στην αγορά εργασίας, ωστόσο η θέση που διεκδικούν, αντιστοιχεί σε προσόντα με εκείνους των αποφοίτων Λυκείου, ενώ ο μισθός τους ισοδυναμεί με εκείνον των αποφοίτων Γυμνασίου!
Τα «γκρίζα» στατιστικά φέρνει στο φως της δημοσιότητας η ΚΑΝΕΠ – ΓΣΕΕ (το κέντρο εκπαιδευτικής πολιτικής της ΓΣΕΕ) σε νέα έρευνά της, υπογραμμίζοντας πως σήμερα 1 στους 4 είναι άνεργος, ενώ το 30,4% (2016) των εργαζομένων ηλικίας 30 έως 34 ετών και απόφοιτων ΑΕΙ ή ΤΕΙ εργάζεται σε θέση κατώτερη του μορφωτικού του επιπέδου. Χαρακτηριστικό της ζοφερής ελληνικής πραγματικότητας είναι ότι το ποσοστό αυτό παρουσιάζει σταδιακή αύξηση, ενώ βρίσκεται πολύ υψηλότερα από τον αντίστοιχο μέσο ευρωπαϊκό όρο που φτάνει το 23%.
Όσον αφορά τους ανέργους της χώρας, το υψηλότερο ποσοστό  καταγράφεται στους απόφοιτους Γυμνασίου με το 34,1% ηλικίας από 15 έως 39 ετών να βρίσκεται εκτός εργασίας για το έτος του  2016. Σε απόλυτους αριθμούς, αναφερόμαστε σε περίπου 2,5 εκατ. ανθρώπους.
Ακολουθούν οι απόφοιτοι Λυκειακής και Μεταλυκειακής βαθμίδας σε ποσοστό 31,2%. Χαμηλό παραμένει και το ενδιαφέρον των νέων (ηλικίας 15-34 ετών) για την εκπαίδευση και την κατάρτιση. Μόλις το 3,1% για το έτος 2015 συνδύασε εργασία και εκπαίδευση, με στόχο την εξέλιξή του και απόκτηση επιπλέον δεξιοτήτων, ενώ υψηλό παραμένει το ποσοστό των ανέργων που δεν συμμετέχουν σε προγράμματα κατάρτισης, το οποίο έχει βρίσκεται στο 27,1%. Η Ελλάδα μάλιστα κατέχει τη θλιβερή πρωτιά στην Ευρώπη στους νέους που μένουν εκτός εργασίας αλλά και εκπαίδευσης, με την Ιταλία και τη Βουλγαρία να συμπληρώνουν τη πρώτη τριάδα.

Η πρώτη ανάλυση:

  • Η κατάρρευση των πιο μοντέρνων μορφών επιχειρήσεων (start-ups), το brain drain, το γεγονός ότι το 1/3 των νέων είναι απολύτως αποκλεισμένο από την εκπαίδευση και από την εργασία, η επιχειρηματική εμμονή σε ένα μοντέλο «έντασης εργασίας» και όχι «έντασης γνώσης» καταδεικνύουν την αναγκαιότητα θεμελίωσης ενός ριζοσπαστικού, καινοτόμου μοντέλου Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης.
  • Η ελκυστικότητα της επαγγελματικής εκπαίδευσης παραμένει χαμηλή παρότι καταγράφεται αύξηση του μαθητικού της πληθυσμού, ενώ η πρόσβαση των αποφοίτων της στα αντίστοιχης ειδικότητας και κλάδου ανώτατα τεχνολογικά ιδρύματα της χώρας δεν θεωρείται αυτονόητη.
  • Η εκπαιδευτική κοινότητα της χώρας –και συνακόλουθα η εκπαιδευτική της πολιτική– υποτιμά την ουσιαστική σύνδεση της εκπαίδευσης με την ανάπτυξη της χώρας. Η συνεχής απαξίωση στην κοινωνική συνείδηση της Επαγγελματικής Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και του Τεχνολογικού τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν αποτελεί στρατηγική επιλογή της χώρας, αλλά σημαντικότατη παθογένεια ενός συστήματος που έχει ήδη προσπεραστεί από την πραγματικότητα.
  • Οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα αποτελούν το σώμα της ελληνικής επιχειρηματικότητας (το 99,6% των επιχειρήσεων), απασχολούν το 76,0% τους συνόλου των εργαζομένων στις ελληνικές επιχειρήσεις και παράγουν το 56,0% της συνολικής προστιθέμενης αξίας που παράγει το σύνολο των επιχειρήσεων στη χώρα.
  • Στην περίοδο από το 2008 και μετά οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδαυπέστησαν ισχυρό πλήγμα από την οικονομική κρίση, ανάλογο του αντίστοιχου που υπέστησαν τα φυσικά πρόσωπα. Συγκεκριμένα, το 2014 έχασαν το 1/5 της δυναμικής τους (175.844 επιχειρήσεις), οδήγησαν στην ανεργία το 25,0% των εργαζομένων τους (498.486 εργαζόμενους) και απώλεσαν το 35,3% της προστιθέμενης αξίας τους (14,7 δισ.€) έναντι του 2008. Η κατάρρευση αυτού του τομέα επιχειρηματικότητας και η μη ανάκαμψή του έως σήμερα είναι το κλειδί για να κατανοήσουμε τη γενικότερη αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να εξέλθει από την κρίση. Ας σημειωθεί ότι στη συγκεκριμένη κατηγορία επιχειρηματικότητας ανήκουν οι καινοφανείς επιχειρήσεις έντασης γνώσης, οι νεοφυείς επιχειρήσεις (startup) και οι τεχνοβλαστοί (spin-offs), ευρύτερα η νεανική επιχειρηματικότητα και το σύνολο σχεδόν των φορέων της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας στη χώρα.
  • Η αγορά εργασίας στην Ελλάδα δεν ανταμείβει το επίπεδο τεχνολογικής εξειδίκευσης των αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Υιοθετεί ένα μοντέλο που προκρίνει ως ικανοποιητικά προσόντα εργασίας (α) τον μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, (β) τη γνώση της Αγγλικής σε επίπεδο Proficiency (αναγνωρισμένο δίπλωμα επάρκειας για διδασκαλία της Αγγλικής) και (γ) την τριετή προϋπηρεσία στο αντικείμενο. Ωστόσο, το αντικείμενο εργασίας που προσφέρεται είναι για απόφοιτο Λυκείου (ISCED 3) και η εργασία αμείβεται με μισθό κατώτερο του αποφοίτου Γυμνασίου (ISCED 2).
  • Η συγκεκριμένη τάση διογκώνει τα φαινόμενα του brain-drain (διαρροή εγκεφάλων) και brain-waist (σπατάλη εγκεφάλων). Το πιο δραματικό στοιχείο που προκύπτει από την ανάλυση του προφίλ της ανεργίας των νέων είναι ότι η χώρα μας κατέχει την πρωτιά στην Ε.Ε. του δείκτη των NEETs (Νέοι εκτός Εκπαίδευσης, Απασχόλησης ή Κατάρτισης). Το ποσοστό 27,1% για το 2015 σημαίνει ότι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι των νέων ανθρώπων της χώρας είναι ολοκληρωτικά περιθωριοποιημένο με πολύ μικρές πιθανότητες επανένταξης στον ομαλό ακαδημαϊκό και εργασιακό βίο.
  • Σε αντίθεση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, κυρίως ο δημόσιος τομέας της οικονομίας στην Ελλάδα επενδύει στην Έρευνα και Ανάπτυξη, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του ιδιωτικού τομέα είναι δυσανάλογα χαμηλότερο. Η αγορά αμύνεται ακόμα για μια οικονομία έντασης εργασίας έναντι μιας οικονομίας έντασης γνώσης.
  • Η αγορά εργασίας στην Ελλάδα δεν ανταμείβει το επίπεδο τεχνολογικής εξειδίκευσης των αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Υιοθετεί ένα μοντέλο που προκρίνει ως ικανοποιητικά προσόντα εργασίας (α)τον μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, (β)τη γνώση της Αγγλικής σε επίπεδο Proficiency και (γ)την τριετή προϋπηρεσία στο αντικείμενο. Ωστόσο, το αντικείμενο εργασίας που προσφέρεται είναι για απόφοιτο Λυκείου (ISCED3) και η εργασία αμείβεται με  μισθό κατώτερο του αποφοίτου Γυμνασίου (ISCED2).
  • Η συγκεκριμένη τάση διογκώνει τα φαινόμενα του brain-drain (διαρροή εγκεφάλων) και brain-waist (σπατάλη εγκεφάλων), που εμφανίζονται κυρίως στις περιπτώσεις όπου το επίπεδο τεχνολογικής εξειδίκευσης της αγοράς είναι χαμηλότερο της προσφερόμενης.
  • Από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και σήμερα όταν η αγορά διαπιστώνει το αντίστροφο,δηλαδή ότι έχει ανάγκη σε κάποιο τομέα ή κλάδο της οικονομίας για προσωπικό με υψηλότερη τεχνολογική εξειδίκευση από την προσφερόμενη από το εκπαιδευτικό σύστημα, δημιουργούσε άμεσα ιδιωτικούς φορείς εξειδίκευσης για την κάλυψη της ανάγκης, πιέζοντας το δημόσιο τομέα της εκπαίδευσης να εντάξει μεταγενέστερα αντίστοιχους φορείς στις ανώτερες βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος. Έτσι ιστορικά αναπτύχθηκε η επαγγελματική εκπαίδευση και ο τεχνολογικός τομέας σε όλες τις ανώτερες βαθμίδες της εκπαίδευσης (ISCED3-6).

Είπαν και συμφώνησαν

Τα συμπεράσματα παρουσιάστηκαν στο αμφιθέατρο του Μουσείου της Ακρόπολης κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου, με θέμα «Τεχνική Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση: Συμμαχία για την Παιδεία, την Εργασία, την Ανάπτυξη και την Κοινωνική Συνοχή» με τη συμμετοχή εκπροσώπων της πολιτικής ηγεσίας, της εκπαιδευτικής κοινότητας, των κοινωνικών εταίρων και εμπειρογνωμόνων από την Ελλάδα και το εξωτερικό.
Την εκδήλωση άνοιξε ο Διευθύνων Σύμβουλος του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ Μ. Κουρουτός, ο οποίος τόνισε ότι τα συνδικάτα των εργαζομένων έχουν ως βασικές προτεραιότητες τη θεμελίωση ενός ριζοσπαστικού συστήματος Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, την ισότιμη ένταξη των ατόμων με ειδικές ανάγκες σε αυτό και την αντιμετώπιση του φαινομένου των Neets, ενώ ο Πρόεδρος της ΓΣΕΕ κ. Γ. Παναγόπουλος αναφέρθηκε στην ποιοτική προσφορά των επιστημονικών φορέων των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων, θεωρώντας ότι παίζουν κομβικό ρόλο στη διαμόρφωση καινοτόμων προτάσεων για ζητήματα που άπτονται της διασύνδεσης της εκπαίδευσης με την εργασία.
Ο Πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γ. Καββαθάς υποστήριξε ότι η ΓΣΕΒΕΕ τάσσεται κατηγορηματικά ενάντια στο μοντέλο της υποβαθμισμένης ΕΕΚ με φτωχή ειδίκευση και κακοπληρωμένο εργατικό δυναμικό και στηρίζει έμπρακτα μία ισχυρή, ποιοτική ΕΕΚ με εργαζόμενους υψηλής ειδίκευσης που θα δημιουργήσουν υπεραξία για τις επιχειρήσεις.
Στη συνέχεια, ο επιστημονικός συνεργάτης του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ Ν. Παίζης σκιαγράφησε το ζοφερό τοπίο της ΕΕΚ στην Ελλάδα, παρουσιάζοντας αριθμητικά στοιχεία που καταδεικνύουν την υποεκπροσώπησή της στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Ανέδειξε επίσης τις παθογένειες της αγοράς εργασίας και του ελληνικού επιχειρηματικού μοντέλου, τονίζοντας ότι το κλειδί για την κατανόηση της οικονομικής κρίσης και την αδυναμία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, έγκειται στον συνδυασμό κατάρρευσης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας και έλλειψης ποιοτικής και στοχευμένης ΕΕΚ.
Διευθυντής του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ Χρ. Γούλας και ο Επιστημονικός Συνεργάτης του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ και Επικ. Καθηγητής Κοινωνιολογίας κ. Νίκος Φωτόπουλος έθεσαν τους κεντρικούς άξονες προβληματισμού της συζήτησης, επί των οποίων τοποθετήθηκαν ακολούθως οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης και των πολιτικών κομμάτων. Ειδικότερα, ο Υφυπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων κ. Δ. Μπαξεβανάκης εκτίμησε ως πολύτιμη τη συμβολή των ερευνητικών εργασιών και γενικότερα τη συνεργασία των κοινωνικών εταίρων στον δημόσιο διάλογο για την ΕΕΚ. Ο βουλευτής και υπεύθυνος του Τομέα Παιδείας του Ποταμιού κ. Γ. Μαυρωτάς σημείωσε ότι η καταπολέμηση της ανεργίας και η ενίσχυση του «επιχειρείν» μπορεί να γίνει μόνο με την άμεση αναβάθμιση της ΕΕΚ και την μετατροπή του ΕΠΑΛ σε σχολείο πρώτης επιλογής. Ο Ειδικός Γραμματέας του ΣΕΠΕ Ν. Ηλιόπουλος, εκπροσωπώντας την υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης  Έ. Αχτσιόγλου, επεσήμανε πως σε πολλές επιχειρήσεις καταπατώνται εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα των μαθητευόμενων που διασφάλισε η σημερινή κυβέρνηση.
Τέλος, το λόγο πήρε ο πρώην υπουργός Παιδείας Ν. Φίλης, ο οποίος, αφού αναφέρθηκε στη σημαντική ερευνητική συνεισφορά του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ, τόνισε ότι ο αγώνας ενάντια στο ακραίο νεοφιλελεύθερο μοντέλο της αγοράς είναι δύσκολος και πως η ποιοτική, δημόσια ΕΕΚ μπορεί να αποτελέσει όπλο για τους μελλοντικούς εργαζόμενους, ώστε να εξασφαλίσουν καλύτερες συνθήκες δουλειάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου