25η Μαρτίου 2017:
ΜΕ ΤΟΥΣ
ΠΑΠΑΣΤΑΜΟΥΣ ΚΙ ΟΧΙ ΜΕ ΤΟΥΣ
ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΔΕΣ
Οι μέρες το καλούν. Επέτειος της
Επανάστασης του ’21, δηλ. ενθύμιση και γιορτή του μεγαλύτερου γεγονότος της
νεώτερης ελληνικής ιστορίας, της μεγάλης τομής. Στο καθιερωμένο (κι απαράλλαχτο)
τυπικό περιλαμβάνεται και πανηγυρικός λόγος, σε μας εδώ στην εκκλησιά στο τέλος
της δοξολογίας εκφωνούμενος. Και τί να πης τότε; Και κυρίως, σε ποιούς; Η
Επανάσταση, ως έννοια, έχει εξοβελιστεί απ’ το καθημερινό λεξιλόγιο, εθνικοί
(συλλογικοί) στόχοι, απ’ το τέλος της δικτατορίας, δε φαίνεται να συνέχουν τη
λαϊκή ψυχή, το όποιο ηρωικό πνεύμα αποσυντέθηκε στο όνομα της ατομικής
ευμάρειας και των ως πρόσφατα διευρυνόμενων καταναλωτικών δυνατοτήτων, οπότε
όλα ξένα και παράταιρα στη γιορτή!
Όμως οι αποπνικτικοί ανάπτυξης περιορισμοί
των μνημονίων, οι στρατιές των παρατεινόμενα κι αυξανόμενα ανέργων, η
μαζικώτερη, μετά την τουρκοκρατία έξοδος απ’ τη χώρα μισού εκατομμυρίου νέων
ανθρώπων με τα πτυχία και τη θέληση για ζωή με τα αυτονόητα, γεννούν πιέσεις,
οργή κι αγανάκτηση, που έρχονται (ας μην είναι διαρκείς και κυματώδεις, ακόμη)
να συναντήσουν και να πιαστούν απ’ τις ακριβές μνήμες των Μεγάλων Χρόνων. Εκεί
επάνω σηκώνει να γίνουν, με τούτο το γράψιμο, δυο υπομνήσεις, απωθητικές της
διεθνούς κι εγχώριας υποκρισίας, που βαφτίζει το άσπρο, μαύρο, το λαγό, ψάρι και
το ξεπούλημα του εθνικού πλούτου, μεταρρύθμιση,
άρα και την εθνική επέτειο, σε πανηγύρι
και αργία...
Ευαίσθητη και καλλιεργημένη ψυχή, η Ειρήνη
Σπανδωνίδη (1895-1959), πέρασε απ’ την Αγόριανη (Επτάλοφο) κι ο διάχυτος
πλούτος του λαϊκού πολιτισμού, του μαγευτικού χωριού του Παρνασσού, την κράτησε
κει, να τον ζήσει, να τον καταγράψει και να τον αναδείξει, ως έργο ζωής. Απ’ το
βιβλίο της, ‘‘Τραγούδια της Αγόριανης’’, αντλούμε την ιστορία του Παπαστάμου: «Το χωριό Δεσκάτη το οίκισε ο Παπαστάμος, ή
και Παπαστάμης. Κάτι Αρβανιτάδες, βαλμένοι απ’ τον Αλή, θέλησαν να πάρουν το
χωριό για τσιφλίκι τους. Και επειδή αυτός δεν τους τώδινε, το κάψαν για γινάτι∙ και τότε βγήκε αντάρτης ο Παπαστάμος. Ύστερα όμως
πήρε την άδεια από τον Αλή να γυρίση και να ξαναχτίση το χωριό. Σε λίγο τον
έφερε στα Γιάννινα ο Αλής και του ζήτησε να του ‘‘δώση’’ τη Δεσκάτη. Και επειδή με κανέναν τρόπο δεν
το δέχτηκε αυτό ο Παπαστάμος, τον κρέμασε στη λίμνη ώς το λαιμό και κάθε μέρα
πήγαινε και τον ρωτούσε: ‘‘Θα μου δώσης τη Δεσκάτη;’’ Κι αυτός δεν απαντούσε, ως που σε σαράντα μέρες πέθανε πια! Κι είχε ο Παπαστάμος ένα γιό και τον έφερε
κι αυτόν ο Αλής στα Γιάννινα, και τον πήγε στη λίμνη, μπροστά στο πτώμα.
‘‘Θα μου δώσης τώρα εσύ’’, λέει ‘‘τη
Δεσκάτη;’’ Κι ο γιός του απάντησε:
‘‘Ο πατέρας μου πέθανε σε βασιλικιά πόρτα κι όχι στο χωριό του που είναι μικρό.
Κι εγώ τέτοιο θάνατο προτιμώ κι όχι να παραδώσω τη Δεσκάτη!’’ Ο Αλής τότε χάρηκε πολύ και θαύμασε και τον
έστειλε πίσω στο χωριό του. Αλλά, μ’ όλο αυτό, δεν πέρασε καιρός κι έβαλε και
τον δολοφόνησαν» (Τραγούδια της Αγόριανης, Αθήνα 1939, σ. 222).
Η Δεσκάτη, κωμόπολη
ΝΑ των Γρεβενών,
χτισμένη στις νότιες πλαγιές των Καμβουνίων,
απέναντι απ’ το ύψωμα του Τρέτιμου, των Χασίων είναι η νοτιώτερη πόλη της Μακεδονίας και σημαντικό
πέρασμα απ’ τη Δ. Μακεδονία προς τη Θεσσαλία. Η οικονομική κατάσταση στην περιοχή κατά την τουρκοκρατία ήταν άσχημη.
Τις σιτοδείες κι επιδημίες συμπλήρωναν οι ληστρικές επιδρομές Αλβανών. Τότε
ίσως δόθηκε και το παράνομα ‘‘ζιαβέλια’’ στους κατοίκους της
περιοχής (τουρκ. ταλαιπωρημένοι, δυστυχείς). Με κανένα τρόπο ο ένας, τέτοιο θάνατο προτιμώ κι όχι να παραδώσω,
ο άλλος, οι Παπαστάμοι δήλωσαν κι έπραξαν για το μικρό χωριό – πατρίδα τους.
Η παροιμιώδης βουλιμία,
αρπαχτικότητα του Αλή, ακόμη κι όταν είχε αποφασιστεί η τύχη του (τέλη 1819),
τον έκαμε να στείλει μπουγιουρντί
(διαταγή) στον Οσμάν μπέη των Σαλώνων «δι’
οὗ παρήγγελλε τήν εἰς Ἰωάννινα ἀποστολήν τοῦ Γ. Παπαηλιοπούλου
καί τοῦ ἑτέρου τῆς αὐτῆς πόλεως προκρίτου Ἀναγνώστου Κεχαγιᾶ. Ἀγνοοῦντες οὗτοι πρός τί ἐκαλοῦντο, ἦλθον εἰς Ἰωάννινα,
προσεκλήθησαν δέ μετά τινος χρόνου παρέλευσιν παρά τῷ Ἀλῇ ὅστις ἐζήτησεν παρ’ αὐτῶν νά συντάξωσιν ὑπό τήν ἰδιότητά των ὡς προκρίτων τῆς κοινότητος, ἔγγραφον πωλητήριον
δηλωτικόν τῆς εἰς αὐτόν μεταβιβάσεως τοῦ ἐλαιῶνος τῶν Σαλώνων, δηλονότι μεγίστης ἀξίας κτήματος, οὐχί κοινοτικοῦ, ἀλλ’ ἀνήκοντος τμηματικῶς εἰς τήν κυριότητα τῶν Χριστιανῶν καί Ὀθωμανῶν κατοίκων [...] Οἱ δύο Ἀμφισσεῖς πρόκριτοι ἀπήντησαν τότε τῷ Ἀλῇ ὅτι ἀδυνατοῦσι νά ἐκτελέσωσι τήν αἴτησίν του,
δικαιολογούμενοι ὅτι οὐδέν ἔχοντες δικαίωμα ἐπί τῶν ἐλαιοδένδρων τῶν συμπολιτῶν των, δέν δύνανται νά μεταβιβάσωσιν εἰς ἄλλον ξένην ἰδιοκτησίαν, ἀλλ’ ὅτι οὐχ ἧττον εἶναι πρόθυμοι νά τῷ μεταβιβάσωσι τά ἐλαιόδενδρα ὅσα τοῖς ἀνήκουσι. Τήν ἄρνησιν αὐτῶν ταύτην ἐπηκολούθησαν, ὡς ἦν ἑπόμενον, ἀπειλαί τοῦ Ἀλῆ, ὅτι θά ριφθῶσιν εἰς τάς εἱρκτάς καί θά ταφῶσιν ἐν αὐταῖς, ἀλλ’ ἐπροτίμησαν οἱ γενναῖοι οὗτοι ἄνδρες τόν
θάνατον μᾶλλον, ἤ τό νά συντελέσωσιν εἰς τήν κατά τῶν συμπολιτῶν αὐτῶν ἀδικίαν. Καί θά ἐξετελοῦντο βεβαίως τοῦ Ἀλῆ αἱ ἀπειλαί, ἐάν τά πράγματα δέν ἐδεινοῦντο ἐν Κων/πόλει...» (Σπ.
Αραβαντινού, Ιστορία Αλή πασά του τεπελενλή, εν Αθήναις 1895, σσ.
610-611).
Με άλλο όνομα κι άλλη φορεσιά (λεοντή), ο
Αλής απ’ τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο πια, και χθες και σήμερα κι αύριο, ζητεί
να του παραδώσομε και τα χωριά και τους ελαιώνες και τ’ ασημικά του σπιτιού και
την ψυχή μας, πάνω από όλα. Κι αυτοί που βρίσκονται σήμερα στη θέση των Παπαστάμων, του Παπαηλιόπουλου και του Κεχαγιά,
ας παραδειγματιστούν από αυτούς, για σθεναρές, πραγματικά ανυποχώρητες
αρνήσεις, ένα μεγάλο ΟΧΙ επιτέλους, από τέτοια υποδείγματα και πρότυπα. Και
μεις, οι παρακάτω, οι απλοί, αλλά ενεργοί πολίτες, ας λέμε τέτοια μέρα στα
παιδιά και τα εγγόνια, τους λήπτες της σκυτάλης αύριο του Ελληνισμού, που δε
ρωτάνε πια χωμένα στα tablets
και τα smartphones, ας τους λέμε: «Έτσι ήτανε μωρέ...», για νά ’χει
(ν’ αποκτήσει) κάποιο νόημα ο εορτασμός
της επετείου της Επανάστασης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου